Υπέροχες μέρες (Perfect Days) Poster ΠόστερΥπέροχες μέρες
του Wim Wenders. Με τους Koji Yakusho, Tokio Emoto, Arisa Nakano, Aoi Yamada, Yumi Aso, Sayuri Ishikawa, Tomokazu Miura as Tomoyama, Min Tanaka.


''...And I'm feeling good''!!!
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Ωδή στην καθημερινότητα

Το The Tokyo Toilet Project (ή ΤΤΤ) ήταν μια ιδέα, που ήθελε να παρουσιάσει σε ολόκληρο τον κόσμο την κουλτούρα φιλοξενίας της χώρας αυτής της Άπω Ανατολής. Προτάθηκε από ιθύνοντες, που είχαν στο νου τους οι τουαλέτες να είναι έτοιμες για τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο του 2020, οι οποίοι, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, πραγματοποιήθηκαν εντέλει το 2021, χωρίς ουσιαστικά την παρουσία θεατών. Σε ότι αφορά τον Wenders, η κινηματογραφική εκδοχή του project του προτάθηκε ως ανάθεση αν το καλοσκεφτεί κανείς: του ζητήθηκε να γυρίσει 4 με 5 ταινίες μικρού μήκους, 15 λεπτών η καθεμία, με θέμα τις συγκεκριμένες – 17 τον αριθμό – τουαλέτες, στην περιοχή Shibuya του Τόκιο, εν είδει ντοκιμαντέρ. Στον Wenders άρεσε η ιδέα, αλλά την τροποποίησε για να τη φέρει στα μέτρα του. Έτσι γύρισε τούτη τη μεγάλη μήκους ταινία, στην οποία εμφανίζονται οι 9 από τις 17 τουαλέτες, ως μυθοπλασία, με γυρίσματα που κράτησαν μόλις 17 ημέρες.

Υπέροχες μέρες (Perfect Days) Poster Πόστερ Wallpaper
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, και μάλιστα τιμήθηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής και με το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας, για τον Koji Yakusho. Επίσης, αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Ιαπωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, μπαίνοντας στην προνομιούχα τελική πεντάδα. Και είναι η πρώτη φορά που η Ιαπωνία καταθέτει ταινία στη συγκεκριμένη κατηγορία, που δεν την έχει γυρίσει Ιάπωνας σκηνοθέτης. 

Φιλμογραφία: Αυτή είναι η 23η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στις 14 Αυγούστου του 1945 (πλησιάζει δηλαδή στα 80 του χρόνια!) στο Ντίσελντορφ, Γερμανού σκηνοθέτη. Το πλήρες του όνομα είναι Ernst Wilhelm Wenders. Έχει γυρίσει μόνος του και 11 ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Οι πέντε αγαπημένες μου ταινίες του την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, είναι οι εξής: 1) «Παρίσι, Τέξας» (Paris, Texas, 1984), 2) «Τα φτερά του έρωτα» (Der Himmel über Berlin, 1987), 3) «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» (Die Angst des Tormanns beim Elfmeter, 1972), 4) «Υπέροχες μέρες» (Perfect Days, 2023) και «Ένας Αμερικανός φίλος» (Der amerikanische Freund, 1977).

Η υπόθεση: Ο Χιραγιάμα μοιάζει να είναι απόλυτα ικανοποιημένος με την καθημερινότητά του, εργαζόμενος ως καθαριστής τουαλετών στο Τόκιο. Πέρα από την αυστηρά δομημένη καθημερινή του εργασία, απολαμβάνει το πάθος του για τη μουσική και τα βιβλία. Και αγαπάει πολύ τα δέντρα, τα οποία και λατρεύει να φωτογραφίζει. Μια σειρά από απροσδόκητες συναντήσεις αποκαλύπτουν σταδιακά περισσότερες λεπτομέρειες για το παρελθόν του.

Η άποψή μας: Ο ήρωας της τελευταίας ταινίας του Wenders λέγεται Χιραγιάμα. Καθόλου τυχαία, έτσι ονομάζεται και ο ήρωας της τελευταίας ταινίας που γύρισε πριν από πάνω από 60 χρόνια, ο δάσκαλός του (όπως συνηθίζει να τον χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Wim), ο σπουδαίος Yasujirô Ozu. Μιλάμε για το «Φθινοπωρινό απόγευμα» (Sanma no aji/ An Autumn Afternoon, 1962). Ο πιο... Αμερικάνος από τους Γερμανούς σκηνοθέτες είναι ταυτόχρονα και ο πιο... Ιάπωνας. Και σε τούτη του την ταινία, ξαναβρίσκει επιτέλους τη φόρμα του σε ότι αφορά φιλμ μυθοπλασίας, που θαρρείς την είχε χάσει για πάντα μετά τα «Φτερά του έρωτα», από το 1987, δηλαδή για σχεδόν 4 δεκαετίες, δεν είχε γυρίσει ταινία της προκοπής! 

Τα φεστιβάλ συνέχιζαν να τον έχουν στην ατζέντα τους, καθώς το παρελθόν του ήταν απίστευτα καλό, αλλά θαρρείς και προσπαθούσε να κάνει κάθε φορά μια ταινία χειρότερη από την προηγούμενη! Πλέον, πήγαινες να δεις μια ταινία του Wenders και ήλπιζες τουλάχιστον να μην πεθάνεις από την πλήξη! Ναι, ο άνθρωπος που γύρισε το συγκλονιστικό «Παρίσι, Τέξας» είχε χάσει την έμπνευσή του και γύριζε ταινίες που δεν αφορούσαν κανέναν. Να, όμως, που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και γύρισε ένα μικρό διαμάντι. Ένα ήσυχο αριστούργημα, μια ταινία – meditation, έναν φόρο τιμής στην ευγένεια, την απλότητα, το ήθος και την αποδοχή. 

Ο Χιραγιάμα δεν ήταν πάντα αυτός που βλέπουμε στην ταινία. Παλιά, ήταν ένας άλλος. Παλιά, αδιαφορούσε. Παλιά, ήταν δυστυχισμένος, ένας ακόμα κυνηγός της επιτυχίας, του πλούτου, της γυαλιστερής επιφάνειας, του ετεροπροσδιορισμού. Κι όλα αυτά εξαιτίας του komorebi: του χορού των φύλλων στον άνεμο δηλαδή, που πέφτουν σαν μία σκιά στον τοίχο μπροστά σου, χάρη σε μία πηγή φωτός που έρχεται από το σύμπαν, από τον ήλιο. Γι' αυτό στα όνειρά του – αλλά όχι μόνο σε αυτά – ο Χιραγιάμα βλέπει αυτά τα παιχνιδίσματα του φωτός με τις σκιές. Είναι ευτυχισμένος ο Χιραγιάμα; Όχι βέβαια. Έχει καταφέρει όμως κάτι πάρα πολύ σημαντικό: να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και να αποδεχθεί την ζωή του. Με τις μικρές χαρές και τις μεγάλες θλίψεις της. 

Για τους βιαστικούς και τους κυνικούς, στην ταινία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε. Ή μάλλον, απλά βλέπουμε τον Χιραγιάμα να βιώνει τη δική του «Μέρα της Μαρμότας»: ξυπνάει, τριμάρει το μουστάκι του, παίρνει τον καφέ του από τον αυτόματο πωλητή έξω από το δωρικό σπίτι όπου μένει, μπαίνει στο παράξενο, μικρό όχημά του, βάζει στο κασετόφωνο αγαπημένα άλμπουμ του παρελθόντος, καθαρίζει τουαλέτες, πίνει την λεμονάδα του πάντα στο ίδιο μαγαζί, τρώει το κολατσιό του πάντα στο ίδιο πάρκο, συναντά τους ίδιους ανθρώπους, πέφτει να κοιμηθεί διαβάζοντας Φόκνερ ή Χάισμιθ, ονειρεύεται και φτου κι από την αρχή. Αυτή είναι η καθημερινότητά του – και δεν διαμαρτύρεται. 

Δεν επιζητά αποδράσεις, γρήγορες απολαύσεις, έντονα φιξάκια, να γίνει πετυχημένος, in, αποδεκτός. Μοιάζει αναχρονιστικός. Και τι αντίθεση, ε; Προτιμά να ακούει μουσική μέσα από αναλογικά μέσα αναπαραγωγής ενώ καθαρίζει τις πλέον hitech τουαλέτες του κόσμου! Μένει «πίσω» ζώντας στην πιο προηγμένη – θα μπορούσε κάποιος να πει μέχρι και ρομποτοποιημένη – τεχνολογικά δυτική κοινωνία. Είναι ταπεινός σε μια εποχής άκρατου εγωισμού. Και όχι, αυτό που φαίνεται ως ρουτίνα και ως επανάληψη, δεν είναι. Δεν είναι αν αντιμετωπίζεις την κάθε μέρα με την ίδια ευχαρίστηση και περιέργεια, όταν ανακαλύπτεις μέσα σε αυτήν τις μικρές χαρές, ένα χαμόγελο, μια ευγενική χειρονομία, το θαύμα της ζωής. 

Δεν θα μπορούσε να τη γυρίσει αυτήν την ταινία ο Wenders όταν ήταν νέος. Δεν θα μπορούσε να τη γυρίσει την ταινία κανένας νέος σε ηλικία σκηνοθέτης: χρειάζεται μια βιωμένη εμπειρία ζωής, ένα καταστάλαγμα, μια επίτευξη μιας ζεν κατάστασης, ένα ξεσκαρτάρισμα από όλα τα περιττά και τα στρεσογόνα. Μια ταινία που λειτουργεί ως χάδι στα μάτια του θεατή, μια ταινία με εξαιρετικό σάουντρακ, όπου όλα τα πολύ γνωστά και πολύ αγαπημένα τραγούδια του ένδοξου παρελθόντος ακούγονται ως βάλσαμο απέναντι στον εγκατεστημένο θόρυβο, ένα – ακόμα – road movie από τον μάστορα του είδους, που αποδεικνύει πως τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα. Και με έναν συγκλονιστικό Koji Yakusho στον πρωταγωνιστικό ρόλο, να ζωντανεύει έναν εντελώς συνειδητοποιημένο άνθρωπο. 

Και στην τελευταία σκηνή της ταινίας, υπό τους ήχους του «Feeling Good» της Nina Simone, με ένα αμοντάριστο, συνεχόμενο close up, βλέπουμε αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο να χαμογελά, να είναι έτοιμος να κλάψει, να είναι γεμάτος συναισθήματα, γεμάτος και πλήρης, να αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα όλων όσων λένε οι στίχοι: «It's a new dawn/ It's a new day/ It's a new life for me, ooh/ And I'm feeling good». Και τι υπέροχο, αυτή η ξεχωριστή ταινία, να έχει καταφέρει να κάνει γκελ στον κόσμο, ε; Όσοι δεν την έχετε δει ακόμα, αντέστε.

Υπέροχες μέρες (Perfect Days) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Φεβρουαρίου 2024 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Ο πάγος που καίει (Ran dong / The Breaking Ice) Poster ΠόστερΟ πάγος που καίει
του Anthony Chen. Με τους Zhou Dongyu, Liu Haoran, Qu Chuxiao.


"Jules et Jim" αλά κινέζικα
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Τρεις καρδιές τον χειμώνα

Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 18 Απριλίου του 1984 στη Σιγκαπούρη, Anthony Chen. Το πολύ ιδιαίτερο στοιχείο του συγκεκριμένου σκηνοθέτη είναι ο διεθνισμός του. Πρώτη του ταινία ήταν το «Ilo Ilo» (2013), φιλμ που είχε κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών», κερδίζοντας την Χρυσή Κάμερα καλύτερης πρώτης ταινίας από όλα τα επίσημα τμήματα του φεστιβάλ. Η ιστορία διαδραματιζόταν στη Σιγκαπούρη της δεκαετίας του '90, κι αφορούσε στη σχέση μιας υπηρέτριας από τις Φιλιππίνες με τον πιτσιρίκο μιας οικογένειας, που βίωνε την οικονομική κρίση της εποχής. Η συνεννόηση γινόταν στα αγγλικά. Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του (και η μόνη που έως τώρα είχε προβληθεί εμπορικά στη χώρα μας) ήταν το σπουδαίο «Η εποχή της βροχής» (Re dai yu/ Wet Season, 2019), με παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο. Διαπραγματεύονταν τη σχέση ανάμεσα σε μια καθηγήτρια κινέζικων από τη Μαλαισία κι έναν μαθητή της σε ένα γυμνάσιο της Σιγκαπούρης. Να πούμε εδώ ότι οι κάτοικοι της Σιγκαπούρης μιλάνε κατά βάση Μαλαϊκά (η γλώσσα της γειτονικής Μαλαισίας), αλλά τα Αγγλικά είναι η γλώσσα που έχει επικρατήσει στη διοίκηση και τη δημόσια ζωή της χώρας. 

Το 2023 ο Chen είχε έτοιμες δύο ταινίες. Η μία είναι το «Drift», που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ του Σάντανς. Γυρισμένη στην Ελλάδα (!!!), αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας από τη Λιβερία, που το σκάει από τη χώρα της για να βρει καταφύγιο σε ένα ελληνικό νησί, όπου γνωρίζει μια Αμερικανίδα ξεναγό, με την οποία αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση. Πρωταγωνίστρια είναι η Cynthia Erivo, μικρό ρόλο έχει η Δωροθέα Μερκούρη και στην ταινία ομιλείται η αγγλική και η ελληνική! Τέλος, η τελευταία του ταινία, αυτή που εξετάζουμε εδώ, έχει γυριστεί στην κινέζικη πόλη Γιαντζί, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα της Κίνας με τη Βόρεια Κορέα, και στην οποία σχεδόν ο μισός πληθυσμός έχει κορεατική καταγωγή, εξού και στην ταινία ομιλούνται τα κινέζικα και τα κορεάτικα!

Ο πάγος που καίει (Ran dong / The Breaking Ice) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα». Στην Ελλάδα η πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στο 64ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσία του σκηνοθέτη. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Σιγκαπούρης για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν μέσα σε 38 ημέρες, χωρίς να υπάρχει ολοκληρωμένο σενάριο με την έναρξη των γυρισμάτων. Και κάποιες σκηνές γυρίστηκαν σε πολύ ψυχρές θερμοκρασίες (-18 βαθμοί Κελσίου)!!!

Η υπόθεση: Ο Χαοφένγκ είναι ένας 20 something νεαρός άνδρας. Ζει και εργάζεται ως χρηματιστής στη Σαγκάη και τα καταφέρνει μια χαρά σε ότι αφορά τα οικονομικά του. Σε ότι αφορά τα ψυχολογικά του, βιώνει καταθλιψάρα. Θα πάει στην παραμεθόρια πόλη Γιαντζί, στη νοτιοανατολική πλευρά της αχανούς Κίνας, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Κορεατική Χερσόνησο, προκειμένου να παραβρεθεί στο γάμο ενός φίλου του. Θα γνωρίσει την συνομήλική του ξεναγό, Νανά, η οποία δεν είναι ευχαριστημένη από τη δουλειά της, κι έχει ένα έντονο σημάδι από παλιά πληγή στο ύψος του αστραγάλου της. Ο Χαοφένγκ θα γοητευτεί από την Νανά. Και η Νανά θα γοητευτεί από τον Χαοφένγκ και με αφορμή την απώλεια του κινητού του, θα τον βάλει στην καθημερινότητά της, που πάντα ολοκληρώνεται με ατέλειωτα βράδια φτηνής διασκέδασης και άφθονου αλκοόλ. 

Την παρέα συμπληρώνει ο Ξιάο. Ο Ξιάο, του οποίου η κορεατικής καταγωγής οικογένεια διατηρεί «τουριστικό» εστιατόριο, είναι ερωτευμένος με τη Νανά. Οι τρεις αυτοί άνθρωποι, στο άνθος της ηλικίας τους, στο αποκορύφωμα της νιότης τους, θα δημιουργήσουν ένα ιδιαίτερο ερωτικό τρίγωνο. Ένα μεθυσμένο βράδυ θα αποφασίσουν να επισκεφθούν την Λίμνη του Παραδείσου, την λίμνη δηλαδή που βρίσκεται στο μεγαλύτερο υψόμετρο από κάθε άλλη στον κόσμο, στο όρος Τσαγκμπάι. Η εμπειρία θα είναι καθαρτική για όλους τους. Κι όταν οι δρόμοι τους χωρίσουν, ο καθένας τους θα προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει κάποια από τα βασικά στοιχεία της ζωής του...

Η άποψή μας: Ξεκινάει η ταινία και παρακολουθούμε εργάτες να κόβουν τεράστια γεωμετρικά κομμάτια πάγου τα οποία και συλλέγουν με σιδερένια λοστάρια, λες και βλέπουμε μια live action εκδοχή του... «Frozen», χωρίς τα τραγούδια (που, σημειωτέον, η ταινία διαθέτει και από δαύτα). Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τους νεαρούς, ποικιλοτρόπως «τραυματισμένους» ήρωές του στο συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο. Κωδική η λέξη «πάγος», σε όλες τις κλίσεις και μορφές της. Η εξωγενής παγωνιά θαρρείς κι έχει παρεισφρήσει στις ζωές τους: κανείς τους δεν είναι ευχαριστημένος με την πορεία που έχει ακολουθήσει, με τη δουλειά του, με αυτό που βιώνει στην καθημερινότητά του. Επίσης κωδική, η λέξη «σύνορα». «Αν κάνω ένα βήμα είμαι αλλού», που έλεγε ο Ηλίας Λογοθέτης ευρισκόμενος στα σύνορα Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας (τότε, ενωμένης Γιουγκοσλαβίας) στο υπέροχο «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. 

Κι εδώ οι ήρωες βρίσκονται σε σύνορα, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μπορούν πχ να φωνάξουν ευρισκόμενοι δίπλα στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα: η φωνή τους περνάει τα σύνορα, οι ίδιοι όμως απαγορεύεται να το κάνουν. Να πω εδώ πως υπάρχει μια εκλεκτική συγγένεια της ταινίας και με το «Burning» του τεράστιου παικταρά Lee Chang-dong, αν και τούτη η ταινία, όσο καλή κι αν είναι, δεν μπορεί να φτάσει τα δυσθεώρητα ύψη και τις επιδόσεις εκείνης της δημιουργίας του Κορεάτη σκηνοθέτη. Κι εκεί, πάντως, ερωτικό τρίγωνο είχαμε, κι εκεί σύνορα υπήρχαν – ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα. Και για να κλείσουμε με τις αναφορές, ο Anthony Chen δεν κρύβει την αγάπη του για το «Jules et Jim» του François Truffaut: η σκηνή της... απόπειρας ληστείας στο βιβλιοπωλείο αποτελεί ξεκάθαρο φόρο τιμής στο γαλλικό φιλμ. 

Τρεις νέοι, τα απόνερα της ενηλικίωσης, τα σύνορα που τους εγκλωβίζουν, ο πάγος που τους στοιχειώνει. Κι όμως, από κάτω σιγοβράζει το αίμα, το πάθος, η ανάγκη για φιλία, η ανάγκη για το «μαζί». «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει», που λέει και η Μποφίλιου. Η ταινία είναι στερεά γειωμένη στην πραγματικότητα, ενώ παράλληλα δεν φοβάται να παίξει και σε συμβολικό επίπεδο, φλερτάροντας και με παραδοσιακούς μύθους της περιοχής, δίνοντας και μια επιπρόσθετη μεταφυσική χροιά στο μείγμα. Η διεύθυνση φωτογραφίας κάνει παπάδες και μας δίνει υπέροχες εικόνες, ιδίως σε ότι έχει να κάνει με την Λίμνη του Παραδείσου και το όρος Τσαγκμπάι. Η δε σκηνή με την αρκούδα είναι ανατριχιαστικά όμορφη. Υπάρχουν και στοιχεία της ταινίας που θεωρώ περιττά, πχ όλη η υποπλοκή με τον τύπο που είναι κλέφτης καταστημάτων και καταζητείται, με μια σημαντική αμοιβή να προσφέρεται σε όποιον βοηθήσει στη σύλληψή του, θαρρείς και υπάρχει μόνο και μόνο για να πει ο Ξιάο πως η ζωή του δεν αξίζει ούτε όσο η συγκεκριμένη αμοιβή. 

Κάνει όμως και πάρα πολλά πράγματα σωστά ο Chen. Αρχικά, εκμαιεύει υπέροχες ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό του τρίο, και ιδίως από την κοπέλα, την Zhou Dongyu, που έχει όλα τα φόντα να αποτελέσει την επόμενη Gong Li. Μπορεί κι έχει χιούμορ σε μια ταινία, που εύκολα θα μπορούσε να κατηγορηθεί για φεστιβαλική (με την κακή έννοια), αλλά ευτυχώς δεν είναι. Στη σκηνή δε στο κλαμπ, όπου η Νανά λέει στον Χαοφένγκ «δεν περίμενες να δεις κάτι τέτοιο εδώ, έτσι;» ουσιαστικά απευθύνει την ερώτηση στον θεατή: δεν περίμενες να δεις κάτι τόσο φρέσκο, όμορφο, νεανικό και ελεύθερο όπως αυτή η ταινία, έτσι; Και κερδίζει το στοίχημα. Ωραίο(ς).

Ο πάγος που καίει (Ran dong / The Breaking Ice) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 29 Φεβρουαρίου 2024 από την One From The Heart!
Περισσότερα... »

Σιδερένια Γροθιά (The Iron Claw) Poster ΠόστερΣιδερένια Γροθιά
του Sean Durkin. Με τους Zac Efron, Jeremy Allen White, Harris Dickinson, Maura Tierney, Holt McCallany, Lily James.

Κατς, όλα στημένα, όλα σικέ!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Ακούγεται παράξενο κι όμως πολύ καιρό πριν ο Χαλκ Χόγκαν και η παρέα του καταστήσουν αυτό το θέαμα πάλης, που παίζεται μεν από αθλητές, αλλά δεν ορίζει κάτι παραπάνω από ακραίο παπατζιλίκι, σε παγκόσμια γνωστό, στα μέρη μας υπήρχε ιδιαίτερα φανατικό κοινό που αδημονούσε να παρακολουθήσει τους θρυλικούς αγώνες κατς. Οι οποίοι σύμφωνα με εκείνες τις πρωτόγονης κοπής και υπερβολικά φοβιστικές αφίσες που γέμιζαν τους τοίχους πέριξ του Τάφου του Ινδού - βασικής έδρας των αναμετρήσεων - διαλαλούσαν τα σπουδαία ντέρμπι ανάμεσα στον Τρομάρα, τον Καρπόζηλο, τον Σαμψών και τον Κωστογλάκη, ενάντια στον φοβερό και τρομερό Μασκοφόρο Τούρκο. Που στην τελική δεν ήταν παρά ένας φουκαράς περαστικός από την Αλεξάνδρας, που τον είχαν καρναβαλίσει, δίνοντας του ένα χαρτζιλίκι, προκειμένου να τρώει για ένα μισάωρο καρπαζές από τα μεγαθήρια. Φοβερές στιγμές, ιστορικές, που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί και που στο μυαλό, τις επανέφερε η ταινία The Iron Claw, που η θεματική της περιστρέφεται γύρω από το δημοφιλέστατο πέραν του Ατλαντικού σόου, που έχει σαν βάση του το ρέστλινγκ...

Σιδερένια Γροθιά (The Iron Claw) Quad Poster
Έχοντας υπάρξει και ο ίδιος πρωταθλητής της επαγγελματικής πάλης, ο αυταρχικών μεθόδων, προπονητής πλέον, Φριτζ Φον Έριχ, θα κάνει ότι περνά από το χέρι του ώστε οι τέσσερις γιοι του, όχι απλά να ακολουθήσουν τα χνάρια του, αλλά να ανεβούν όσο το δυνατόν ψηλότερα στην παγκόσμια κατάταξη, ακόμη και να κατακτήσουν την πολυπόθητη χρυσή ζώνη του τσάμπιον. Πιθανότητες που μάλλον περισσότερες να τα καταφέρει έχει ο πρεσβύτερος των διαδόχων, Κέβιν, που ξοδεύει για τον σκοπό αυτό τόνους ιδρώτα στην προπόνηση, σε σύγκριση με τους μικρότερους αδελφούς του. Δηλαδή τον Ντέιβιντ, που αγωνίζεται στην σκιά του, τον Κέρι, που προετοιμάζεται πιο πολύ για να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας ως δισκοβόλος και τον Μάικ, που σίγουρα προτιμά να γρατσουνά την κιθάρα του, από το να κτίζει μούσκουλα στο γυμναστήριο.

Αν μια τάση επικρατήσει όμως, αυτή δεν θα είναι άλλη από εκείνη του επίμονου πατρός, που το έχει βάλει σκοπό ζωής τα βλαστάρια του να γράψουν με τα πιο ανεξίτηλα γράμματα το όνομα τους στο λίμπρο ντόρο της WWE. Κατόρθωμα που επιβάλλεται να ολοκληρωθεί για την αποκομμένη κοινωνικά Τεξανή φαμίλια, με οποιοδήποτε κόστος. Και πραγματικά οι παλαιστές, ο ένας μετά τον άλλο θα πετύχουν να αναρριχηθούν στα πιο υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας, πανηγυρίζοντας νίκες και τρόπαια και κερδίζοντας φήμη και δόξα, εκτός από τα χιλιάδες δολάρια. Κι εκεί θα φτάσει η ώρα του αντιτίμου, που εκτός από ματοβαμένο θα είναι ιδιαίτερα σκληρό με την οικογένεια, ενόσω τα χτυπήματα της μοίρας, θα διαδέχονται το ένα το άλλο, με τον πιο αβάσταχτο τρόπο.

Στην ιστορία έμεινε ως η κατάρα των Φον Έριχ και ως η απαρχή της ορίζεται με την απώλεια του πρώτου χρονικά παιδιού τους στην πολύ μικρή ηλικία των πέντε χρόνων από παθολογικά αίτια. Θα ακολουθήσουν μια σειρά αιφνίδιοι θάνατοι, βαρύτατοι τραυματισμοί αλλά και πικρές αυτοκτονίες, που όλες θα έχουν σαν κοινή βασική αιτία πρόκλησης τους, την αβάσταχτη καταπίεση που δέχτηκαν τα παιδιά από τον αδυσώπητο γονιό τους. Που με την σειρά του δεν λυγίζει καν μπροστά στην απώλεια των τέκνων του, απόλυτα πεπεισμένος πως διαθέτει τόσους αναπληρωματικούς, τέσσερις, τρεις, δύο ακόμα, ικανούς να πραγματοποιήσουν το μεγαλεπήβολο και φιλόδοξο σχέδιο του, για την κατάκτηση της αγωνιστικής κορυφής.

Το αφηγηματικό σχήμα τοποθετεί στο επίκεντρο της ιστορίας τον (ας πούμε) πρεσβύτερο των υιών Κέβιν, στήνοντας τον ανάμεσα στα υπερβολικά θέλω του πατρός και τις προφανείς αδυναμίες των αδελφών του. Λογικό, εφόσον είναι ο μοναδικός επιζών από την οικογένεια, να έχει συμπαρασταθεί στην παραγωγή ως σύμβουλος, ακόμη όμως λογικότερο καθώς είναι κι εκείνος που αφιερώνεται στο σπορ ολοκληρωτικά, δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο, είτε ως χόμπι, είτε ως συνήθεια. Και βέβαια ορίζει την ντουντούκα που μεγεθύνει ακόμη περισσότερο την βροντερή κι εξουσιαστική φωνή του πατέρα, εκτιμώντας εν αρχή πως το μοναδικό δίκαιο είναι να κατακτήσει εκείνος, ως πρώτος στην χρονολογική ιεραρχία, το πρωτάθλημα. Είναι το σημείο που αρχίζουν να γεννιούνται οι αμφιβολίες, ενόσω ο Παπα-Φριτζ διαλέγει άλλο γιο να παίξει σε κάθε τελικό, υποβαθμίζοντας τον και καταρρακώνοντας την αυτοπεποίθηση του. Στάση που δεν θα αλλάξει καν, ούτε όταν τα φέρετρα κάνουν την εμφάνιση τους, το αντίθετο η δίψα για επικράτηση θα γίνει ακόμη πιο έκδηλη στα μάτια του άπονου και ματαιόδοξου πατέρα.

Είναι ακριβώς αυτό το σημείο που θα περίμενε ο γνώστης της κίβδηλης ουσίας του κατς, να την εισάγει στο φιλμικό παιχνίδι, ο έχοντας το γενικό πρόσταγμα Sean Durkin, ώστε να επιχειρήσει να διευρύνει τον μικρόκοσμο της φαμιλιάρικης μπίζνας, σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Κι αυτό θα έμπαζε τον θεατή ακόμη πιότερο στην ταμπακιέρα, στον συσχετισμό του παραμυθιάσματος του κοσμάκη που σκίζει ρούχα για φοβερούς και τρομερούς ήρωες που τάχαμου με μια σιδερένια λαβή - άκρως αποπροσανατολιστικός ο εγχώριος τίτλος - δύνανται να ακινητοποιήσουν τον αντίπαλο γίγα. Ο Καναδός σκηνοθέτης σου δίνει την εντύπωση πως από ένα πόντο και μετά, αφήνει στην γωνία του καναβάτσου το σοσιολογικό βάρος που ενδεχόμενα θα μπορούσε να προκύψει στίβοντας το σενάριο, για να προσφέρει ένα οικογενειακό δράμα, δεσμών, θριάμβων και θανάτων, απόλυτα προσεγμένο μεν στο στήσιμο του, αλλά ημιτελές στα όλα όσα θα μπορούσε να σερβίρει προς συζήτηση.

Οι σεκάνς παλαιστικής μάχης, δοσμένες ακόμη μέσα από το πρίσμα των σέπια δεκαετιών 70 και 80, είναι πράγματι πολύ αξιόλογες και ρεαλιστικές, ίσως όμως σαν παιγμένες σε σλόου μόσιον, αν τις συγκρίνουμε με το φαντασμαγορικό σούπερ θέαμα που προσφέρουν οι ντυμένοι σαν κλόουν μοντέρνοι wrestlers. Οφείλουμε δε, να απονείμουμε τα πιο σπουδαία μετάλλια στους πρωταγωνιστές, που για να καταφέρουν να αποδώσουν τους ρόλους τους, πρέπει να ακολούθησαν τουλάχιστον έναν χρόνο προετοιμασίας του κορμιού τους, ώστε να γεμίσει με μύες, βασικό συστατικό ενός ακόμη εντυπωσιασμού της επαγγελματικής πάλης. Αγνώριστος, αλλά και καλύτερος από ποτέ υποκριτικά, ο μορφονιός Zac Efron, ηγείται της ομάδας των μεταλλασσόμενων σε Hulk του ανσάμπλ, άπαντες με μαλλί της μόδας αθληταρά Μπρους Τζένερ - που αυτός κι αν απέδειξε το εκτός ορίων παραμύθι, περί του μοναδικού κι ανεπανάληπτου άριου αμερικάνικου ανδρισμού. Καταπληκτικοί ρολίστες ο Holt McCallany και η Maura Tierney ως οι αδιάφορου / πνιγμένου, αντίστοιχα, συναισθήματος γονείς, σίγουρα ανεκμετάλλευτη, περνά η παρουσία της πάντα εκφραστικής Lily James, ως ουδέτερης συμβίας του Κέβιν.

Καλοφτιαγμένο και συνεπές στις ακαδημαϊκές προσταγές, το Iron Claw στέκεται αξιοπρεπώς σαν ένα Raging Bull κλωναράκι που όμως χάνει σημαντικές ευκαιρίες να προβληματίσει με την χρήση της αλληγορίας του αθλητικού ψέματος. Η επιμονή στην σχέση των καταπιεσμένων αδελφών και στην προβολή των τραγωδιών που τους ακολούθησαν, στην ουσία ορίζει και την μοναδική διάσταση που ολοκληρώνει η πλοκή κι έχει να κάνει με το χειρότερο είδος ανατροφής από τους γονείς. Που όταν συνδυάζεται με το όσο δεν πάει σκληρό παιχνίδισμα της τύχης, οδηγούμαστε σε μονοπάτια που ο περίγυρος αποκαλεί, μεταφυσικά, ως κατάρες. Όφειλε να το ζορίσει λίγο παραπάνω ο Durkin, αφού η γνώριμη στους παλαιστικούς κύκλους ιστορία που μας παρουσίασε, του έδινε εκ πρώτης όψης την μπετόν αρμέ βάση που ζητούσε για να κτίσει το κάτι επιπλέον. Βάσει και των ικανοτήτων του βέβαια. Μου φαίνεται πως κτύπησε καμπανάκι και η μεγάλη ευκαιρία για κάτι σπουδαιότερο χάθηκε...

Σιδερένια Γροθιά (The Iron Claw) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Φεβρουαρίου 2024 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Λατρεύω να σε Μισώ (Anyone But You) Poster ΠόστερΛατρεύω να σε Μισώ
του Will Gluck. Με τους Sydney Sweeney, Glen Powell, Alexandra Shipp, GaTa, Hadley Robinson, Michelle Hurd, Dermot Mulroney, Darren Barnet, Bryan Brown, Rachel Griffiths.

Sydney Love Song
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Ένα από τα πλέον διάσημα θεατρικά έργα του William Shakespeare, μάλιστα με έντονη γλαφυρή διάθεση και πολύ μακρινό από το βαρύ έως και σκοτεινό ύφος του συγγραφέα, το Much Ado About Nothing, μεταφρασμένο σε Πολύ κακό για το Τίποτα στην δική μας γλώσσα, είδε το φως της δημοσιότητας στην εκδοτική επιθεώρηση First Follio στα 1623, επτά ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του. Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του έγινε στα χρόνια του βωβού σινεμά το 1913, ενώ η πλέον γνωστή μέχρι τις ημέρες μας, δεν είναι άλλη από εκείνη του 1993 δια χειρός Kenneth Branagh, από την οποία παρέλασε ένα πλήθος σούπερ αστέρων, μεγέθους των Emma Thompson, Keanu Reeves και Denzel Washington. Μια πιο ελεύθερη διασκευή του κεφάτου πονήματος, έχουμε στην περίπτωση του ηλιόλουστου rom com Λατρεύω να σε Μισώ, που μολονότι δεν άφησε ήσυχο ούτε μισό κλισέ στην αφήγηση του, εντούτοις κατάφερε μια πολύ σπουδαία παγκόσμια εμπορική επιτυχία, δεκαπλασιάζοντας στα box offices το ποσόν των 25 εκ. δολαρίων που κόστισε!!!!

Λατρεύω να σε Μισώ (Anyone But You) Quad Poster
Η τυχαία γνωριμία τους σε ένα θορυβώδες καφέ της Βοστόνης, θα έχει σαν συνέπεια να περάσουν μαζί μια ρομαντική νύχτα, ημιτελή μεν, αλλά πολλά υποσχόμενη για το κοινό τους μέλλον. Ατυχώς για τους δυο τους, η ανασφάλεια της Μπέα, μιας όχι και τόσο επιμελούς σπουδάστριας της Νομικής, που θα θελήσει να το σκάσει φοβούμενη να μπλέξει συναισθηματικά, θα προκαλέσει την οργή του Μπεν, με αποτέλεσμα το ειδύλλιο να λήξει εν τη γενέσει του. Η μοίρα όμως θα θελήσει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στο ζευγάρι, λίγο καιρό μετά, καθώς οι δυο τους, εντελώς αναπάντεχα θα βρεθούν χιλιάδες μίλια μακριά, στο πανέμορφο Σίδνει, προκειμένου να παραστούν στην γαμήλια τελετή της αδελφής της κοπελιάς, με μια από τις καλύτερες φίλες του μορφονιού...

Η παρεξήγηση εκείνης της κοινής τους βραδιάς, θα έχει σαν συνέπεια να μην αντέχει καν ο ένας την παρουσία του άλλου. Η εμφάνιση όμως των πρώην εραστών τους στην σύναξη της παντρειάς, θα ωθήσει, για διαφορετικούς λόγους τον καθένα, να υποκριθούν πως αποτελούν αντρόγυνο, ικανοποιώντας κατά κάποιον τρόπο και τα θέλω του πανηγυριώτικου περίγυρου. Ή μήπως όλη αυτή η περίεργη συμπεριφορά τους, πηγάζει από το γεγονός πως τρέφουν ερωτικά συναισθήματα προς αλλήλους, μα διστάζουν πλήρως να το παραδεχθούν?

Σιγά και μην δεν ξέρει έστω κι ένας που θα επιδιώξει να παρακολουθήσει ετούτη εδώ την κοινότυπη όσο δεν γίνεται ρομαντζαδούρα, την απάντηση, από την στιγμή που πέφτουν οι τίτλοι της έναρξης της. Το θέμα είναι να παρατραβηχτεί όσο γίνεται, ακόμη μάλιστα και κατοπινά του ανεπανόρθωτου, το σύνθημα πως όσο κι αν μοιάζει πως ταιριάζουν, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν ένα, έτσι για την ταλαιπωρία τους, αλλά και για να γεμίσει το διωράκι της διάρκειας, με μια κάποια αγωνία για την θετική, άκρως προβλέψιμη, τελική έκβαση. Που και βέβαια δεν ορίζει κανενός είδους σπόιλερ πως πρόκειται να συμβεί.

Ως θετικότερο στοιχείο του σινέ Άρλεκιν, οφείλω να παραδεχτώ την προφανή χημεία που υπάρχει μεταξύ τους, ακόμη και στις στιγμές που θεωρούν πως ο οριστικός χωρισμός είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση για την σχέση τους. Έχοντας κάνει γκελ στο κοινό από την υπεροπτική αρχικά, αλλά ηρωική στο φινάλε παρουσία του στο σίκουελ του Top Gun, ο σωματώδης Glen Powell, μοιάζει ως ο ιδανικός παρτενέρ για την υπερβολικά σέξι κι όποιος αντέξει, μπας και καλύψει τις υποκριτικές της αδυναμίες, Sydney Sweeney, που δεν θα κάνω πως την έχω ματαδεί, εφόσον δεν γνωρίζω καν την ύπαρξη του σίριαλ Euphoria που την έχει κάμει ευρύτερα διάσημη. Παρόλη την γυμνασμένη τους κορμοστασιά, που δεν διστάζουν να επιδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία, αμφότεροι μοστράρουν ως τρωτοί και έτοιμοι να τσαλακωθούν, σε σεκάνς σλάπστικ κωμικές, που πάντως δεν βγάζουν το τόσο χιούμορ που θα περιμέναμε.

Ευθύνη που σίγουρα φέρει ο σχεδιαστής και έχοντας το γενικό πρόσταγμα Will Gluck (Annie ριμέικ, Peter Rabbit, Easy A), που διαθέτει μια ικανή εμπειρία στο συγκεκριμένο genre, χάρη στο πιο εμπνευσμένο Friends With Benefits. Εδώ ο ντιρέκτορας χρησιμοποιώντας την βάση του κλασικού μυθιστορηματικού play, ακολουθεί πιστά την φόρμουλα της σύνταξης του πιασάρικου λοβ στόρι, βάζοντας στο παιχνίδι ένα σωρό υπερβολές κι ακρότητες, όπως ας πούμε την κοινή βουτιά στο λιμάνι του Σίδνει, μετά την αποτυχημένη απόπειρα αναβίωσης του "i'm the king of the world" του Τιτανικού, ταινίας που αφήνει τα στίγματα της σε μπόλικα σημεία της πλοκής. Όπως τα σημάδια τους αφήνουν σε τυχαίους τοίχους, μαρκίζες κι επιφάνειες τα Σεξπιρικά συνθήματα αγάπης, έτσι για να τονιστεί πιότερο το πνεύμα του Βαλεντίνου, που πάντοτε στις ημέρες γιορτής του, δίνει το μαρς για να κυκλοφορήσουν στις αίθουσες ανάλαφρες, όπως και εμπορικότατες όμως, κομεντί όπως το Anyone But You...

Λατρεύω να σε Μισώ (Anyone But You) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Φεβρουαρίου 2024 από την Feelgood Ent.!
Περισσότερα... »

Priscilla Poster ΠόστερPriscilla
της Sofia Coppola. Με τους Cailee Spaeny, Jacob Elordi, Ari Cohen, Dagmara Domińczyk.

Επίσημη Αγαπημένη
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Στις εποχές που τα εγχώρια τηλεοπτικά δίκτυα ήταν μόνο δύο και όχι τα εκατό που ασχολούνται όλη μέρα με ροζ κουτσομπολιά και χωρισμούς, δεν ήταν και τόσο διαδεδομένες οι πληροφορίες για τον προσωπικό βίο των σταρς, ειδικά των ξένων, αφού το πιπεράτο νέο ξεθώριαζε, μιας και έκανε καιρό να τα ταξιδέψει από την άλλη άκρη του Ατλαντικού ίσαμε τα μέρη μας. Για τον Έλβις ας πούμε, σχεδόν όλοι γνώριζαν πως είναι νυμφευμένος με την τυχερή Πρισίλα, ελάχιστοι όμως γνώριζαν την εικόνα της, περιορισμένοι στις κακοτυπωμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Ντομινό και του Φαντάζιο. Μέχρι που λίγο πριν εκπνεύσουν τα 80s, με την ώριμη εμφάνιση, στα πλέον 40 της, στην ανατρεπτική κωμική τριλογία των ΖΑΖ, Naked Gun, πειστήκαμε πως ως ομορφάδα ήταν αντάξια να σταθεί δίπλα στον Βασιλιά του Ροκ'ν'Ρολ ως η Επίσημη Αγαπημένη. Γιατί από ανοφίσαλ η Αστραπή του Μέμφις, λογικά πρέπει να μετρούσε πολλές πολλές εκατοντάδες...

Priscilla Quad Poster
Στα 14 της χρόνια η ντροπαλή και χαμηλών τόνων Πρισίλα Μπολιέ, περνά μια απολύτως νηνεμική ζωή, μαζί με την πολυμελή οικογένεια της στην Δυτική Γερμανία, χώρα όπου έχει αποσπαστεί με μετάθεση ο υψηλόβαθμος αξιωματικός της Αεροπορίας. Όλα αυτά μέχρι την ημέρα που εντελώς αναπάντεχα θα παραστεί ως προσκεκλημένη σε πάρτι που διοργανώνει ο νούμερο ένα αστέρας του παγκόσμιου πενταγράμμου Έλβις Πρίσλεϊ, που - κατά κάποιο τρόπο - υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία στην ίδια περιοχή. Δεν χρειάστηκε πολύ, παρά μόνο μια ματιά για να κατανοήσει ο διαβόητος καλλιτέχνης, πως παρά την δεκαετή απόσταση που τους χωρίζει, αλλά και του ανήλικου της μικράς, πως εκείνη θα είναι η γυναίκα που κάποια στιγμή, θα στεφανωθεί με δόξες και τιμές.

Και κάπως έτσι εκκινεί ένα ειδύλλιο, ένα από τα πλέον ιστορικά του εικοστού αιώνα, σχετικά ανάρμοστο από όποια άποψη κι αν το κοιτάει κανείς. Αρχικά από το γεγονός πως η κορασίς δεν έχει ακόμη τελειώσει ούτε το γυμνάσιο καλά καλά, για να έρχεται τόσο πολύ κοντά με ένα ποπ είδωλο που ην δεδομένη στιγμή βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Και που από την μεριά του δεν θέλγεται, μήπως και νοικοκυρευτεί από τις αναλόγου λάμψης συντρόφους του στο πανί - και ουχί μόνον - όπως η Ann Margret ή η Sinatra θυγάτηρ, παρά κοκαλώνει και μόνο στην θωριά μιας άμαθης παιδούλας, που η μοίρα έστειλε να διαβεί το κατώφλι της οικίας του. Η πιο γλαφυρή έκφανση του αναρμόστου, έχει να κάνει με το τι θα πει η οικογένεια, ειδικά ο καραβανάς πατήρ που τα λέει και δήθεν τσεκουράτα, που βρίσκεται και στην πιο δύσκολη των θέσεων, αφού πως στην ευχή μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα θέλω του πιο διάσημου, ίσως, ανθρώπου, σε ολόκληρο τον πλανήτη? Θα την ήθελα μια λίγο πιο εμβάθυνση σε αυτόν τον γονικό χαρακτήρα, αφού έχει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πως συμπεριφέρεσαι όταν ο "αγαπητικός" της κόρης σου, είναι αυτός ο ίδιος που ερμηνεύει το Love Me Tender...

Και που την μορφή του επεξεργάζεται αυτή η βιογραφική - ιστορική ταινία, αναμφίβολα έχοντας την πιο από πρώτο χέρι πηγή γίνεται, αφού ουδείς θα μπορούσε να αφηγηθεί τα συμβάντα από εκείνη που βρέθηκε στο πλευρό του για κοντά μιάμιση δεκαετία από το 1969 της γνωριμίας μέχρι το 1973 που η Πρισίλα εγκατέλειψε μια και καλή την πολύβουη Γκρέισλαντ. Με ντοκουμέντα παρμένα μέσα από τα απομνημονεύματα της (που φέρουν τον άκρως...πρωτότυπο τίτλο Elvis And Me) κτίζεται μια, πολύ διαφορετική από τις αναμενόμενες αγιογραφικές, biopic ενός τοτέμ που άπαντες γνώριζαν τα κουσούρια του. Αμφεταμίνες, ποτά, ναρκωτικές ουσίες από την μια μεριά της βρώσης και της πόσης, βιαιοπραγίες, κυκλοθυμίες και ανήκουστα ξεσπάσματα από την έτερη της συμπεριφοράς. Εννοείται πως όταν περνούσαν είτε τα νεύρα είτε οι ονειρώξεις των drugs, ο Έλβις δεν ήταν παρά να καλοσυνάτο χουχουλιάρικο αγοράκι που αγκάλιαζε μετά μπόλικης θέρμης το γυναικάκι του. Δεν βγάζεις άκρη...

Ομοίως δεν βρίσκω και τον ιδιαίτερο λόγο που η Coppola πήρε το ρίσκο να ασχοληθεί με αυτή την υπόθεση, αφού δεν νομίζω πως ακόμη και στην εποχή που η παραμικρή σερνική παγαποντιά ανάβει τον συναγερμό του #metoo, υπάρχει σοβαρό νοιάξιμο για την μορφονιά της μαρκίζας. Κατά βάση υποτακτική, χωρίς σπουδαίες αντιδράσεις στα θέλω του Πατριάρχη, όχι έντονα επιδεικτική στην σπατάλη των εκατομμυρίων, ούτε εκνευριστικά φωνακλού, ουσιαστικά μια τυπική Yes Sir δηλαδή νοικοκυρά των 60s που μεγαλώνει το παιδί της ολομόναχη για μήνες, σαν φυλακισμένη σε έναν τεχνητό παράδεισο, από όπου απουσιάζει ο Κύρης, έχοντας γυρίσματα ή συναυλίες, χιλιάδες μίλια μακριά. Κι όταν εμφανιστεί, πιότερες είναι οι ώρες που θα περάσει με την αντροπαρέα παρά με εκείνη, την παραπεταμένη...

Που πάντως αποδίδεται έξοχα και αρκετά όμοια σε κοψιά, από την δεν την λες και πολύ γνωστή Cailee Spaeny, σε μια ερμηνεία που της χάρισε τόσο το τιμητικό Βόλπι στην Βενετσάνικη Μόστρα όσο και μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα. Απεναντίας η επιλογή για να ερμηνεύσει τον King, ο Jacob Elordi, μάλλον προς το πιο ποιητικό βαδίζει, αφού δεν ομοιάζει παρά ελάχιστα μαζί του, είναι υπερβολικά ψηλότερος και σημαντικά πιο αδύνατος, σαφώς ασχημότερος και μάλλον με ιταλιάνικη παρά τροπική κοψιά, ενδεχομένως για να τονιστεί παραπάνω η ειδωλική κορμοστασιά, που φαντάζει σχεδόν η διπλάσια - στα πάντα - της μικροκαμωμένης συμβίας. Δεν μου άφησε καλή εντύπωση, ουσιαστικά δεν μου άφησε καθόλου εντύπωση, σε στιγμές διαλεκτικού σινεμά επιπέδου, που το θήλυ κερδίζει με άνεση το παλαμάκι της πλατείας.

Θεατών που καλούνται να παρακολουθήσουν κάτι διαφορετικότερο του μόλις περσινού πονήματος του Luhrmann, άλλωστε αυτό μαρτυρά και το αντίπερα Priscilla του τίτλου, στηριγμένου όμως σε στοιχεία που δεν αμφισβητούνται πόντο. Η ατμοσφαιρικά δημιουργική μπαγκέτα της Sophia δηλώνει παρούσα σε οποιαδήποτε σεκάνς, είτε αφηγηματικής συνέχειας είτε τύποις εμβόλιμη έως και ξεκάρφωτη. Δεδομένο σκηνοθετικής πειθαρχίας που θα ικανοποιήσει απόλυτα το σκληροπυρηνικό της φαν κλαμπ, όπως το έκτισε από τον καιρό του Translation, της Antoinette, του Somewhereτου Bling Ring, του Beguiled. Ένα ντούμπλε φας πορτρέτο για τους φαινομενικά αταίριαστους πόλους ενός από τα μυθικότερα ανδρόγυνα της ιστορίας, που όμως μόνον ο θεόρατος ένας, ανισότατα, δικαιούται την λεοντική μερίδα αυτού του θρύλου. Και που, τι κρίμα, στις δύο ώρες της διάρκειας του έργου, δεν ακούγεται ούτε μισή νότα από τα όσα αθάνατα έχει τραγουδήσει...

Priscilla Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Φεβρουαρίου 2024 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »

Πλάνο 75 (Plan 75) Poster ΠόστερΠλάνο 75
της Chie Hayakawa. Με τους Chieko Baisho, Hayato Isomura, Stefanie Arianne.

Δικαίωμα?
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Τεράστια κουβέντα σηκώνει το θέμα. Εξ ορισμού κανείς, κανείς όμως, ακόμη κι αν βρίσκεται σε τρομακτικά δυσχερή θέση, κυρίως λόγω βαριάς ασθένειας που μπορεί να τον βασανίζει, δεν έχει κανένα δικαίωμα να βάζει, καθ οιονδήποτε τρόπο, στην ζωή του. Απλά και μόνο γιατί δεν του ανήκει, δεν την κάνει ότι του γουστάρει, ενώ υποβιβάζει έως και εκμηδενίζει το νόημα και την αξία της. Για τον προαναφερόμενο λόγω της απώλειας της ατομικής υγείας και για να μην βιώσει κανείς άδικα τόσο την βάσανο του πόνου, μα το σημαντικότερο την ολοσχερή στέρηση της αξιοπρέπειας, όχι και λίγες κοινωνίες έχουν αποδεχτεί την εθελοντική ευθανασία, στην ουσία έχοντας πειστεί πως ο άνθρωπος δεν τερματίζει τον βίο, του, απλά φέρει κοντύτερα ημερολογιακά τον προδιαγεγραμμένο θάνατο του. Η περίπτωση του Plan 75, προσεγγίζει μια διαφορετική όψη του ζητήματος, αυθαίρετη, σίγουρα scifiκή και δίχως σοσιολογικό υπόβαθρο, που μάλλον αντιμετωπίζεται με αρνητικό μάτι από την δημιουργό. 

Πλάνο 75 (Plan 75) Quad Poster
Ιαπωνία, μέλλον. Με τους ηλικιωμένους ανθρώπους να επιβαρύνουν την χώρα με την παρουσία τους όσο ποτέ άλλοτε, η κυβέρνηση θα εκπονήσει ένα πρόγραμμα με τον τίτλο Πλάνο 75, σύμφωνα με το οποίο όλοι όσοι συμπληρώσουν το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, θα μπορούν εθελοντικά να θέσουν τέρμα στον βίο τους, με την αρωγή της ευθανασίας. Χάρη στις υποσχέσεις του κράτους για ανταποδοτικά οφέλη σε όσους λάβουν μέρος, το σχέδιο θα έχει τεράστια επιτυχία με τα γεροντάκια να συρρέουν στα γραφεία υποδοχής προκειμένου να συμπληρώσουν τις αιτήσεις, που θα τους στείλουν χωρίς πόνο και κόπο στον άλλο κόσμο.

Φυσικά και προσπερνούμε το αδιανόητο του πράγματος, που δεν έχει να κάνει προσωποποιημένα με την γιαπωνέζικη διοίκηση, αφού το πράγμα έχει πιο παγκοσμιοποιημένη χροιά, προκειμένου να αφοσιωθούμε στην παρακολούθηση των όσων έχει να πει η ιστορία. Εννοείται πως δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίδραση στην παρακινούμενη νομιμοποίηση της αναίμακτης αυτοκτονίας, από τον λαό, αντιθέτως το προμόσιον της υπηρεσίας λειτουργεί τόσο άψογα, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να νιώθουν πως τους γίνεται και μια τεράστια χάρη στο πέρασμα τους από τούτο τον τόπο στον απέναντι. Και φυσικά δεν προσμετρούν τα τεράστια κέρδη για το κράτος, που δεν έχει να πληρώνει φάρμακα, γιατρούς και εννοείται συντάξεις, λεφτά που έχει προεισπράξει από τους οσονούπω μακαρίτες, όσο εκείνοι ήσαν ενεργοί ως εργαζόμενοι. Χμ, νομίζω πως εδώ το Μέιντ Ιν Τζαπαν παίζει τον ρόλο του, δεν θα γινόταν μου φαίνεται να το κουβεντιάσουμε καν το θέμα, αν η υπόθεση εξελισσόταν στην Δυτική Ευρώπη ας πούμε.

Συνεπώς με μοχλό πίεσης της εξέλιξης τις αιτήσεις ευθανασίας που πληθαίνουν στις σχετικές ρεσεψιόν της εταιρίας, αλλά και τις μαζικές "εκτελέσεις" στην γραμμή των κρεβατιών όπου τα παππούδια ξαπλώνουν για να πιουν το τελευταίο τσάι, παρακολουθούμε επιλεκτικά κάποιες προσωπικές ιστορίες ατόμων που στήνουν την μικροκοινωνία του Πλάνου. Η μελαγχολική γιαγιούλα, που δεν αντέχει άλλο την μοναξιά και ελπίζει πως νεκρή θα βρει την λύτρωση στο πρόβλημα της, ο φιλόδοξος νεαρός υπάλληλος της φίρμας που συντάσσει με πάθος τους φακέλους συμμετοχής, μέχρις ώτου εμφανιστεί μπρος του ένας συγγενής, η νεαρή μετανάστης από τις Φιλιππίνες που εργάζεται στο τμήμα αποθήκευσης των υπαρχόντων των - σύμφωνα με την Κυβέρνηση - βαρών της κοινωνίας. Και όσο οι απόμαχοι σχηματίζουν ουρές για να θανατωθούν, τόσο οι διοικούντες κάνουν λόγο για μείωση του ορίου, ακόμη και στα 65 χρόνια ζωής!

Αποσπώντας την βασική ιδέα από την αριστουργηματική Μπαλάντα του Ναραγιάμα, η σκηνοθέτις Chie Hayakawa, πραγματοποιεί ένα ελπιδοφόρο ντεμπούτο, σκιτσάροντας ένα δυστοπικό δράμα, όπου στο τραπέζι της συζήτησης πέφτουν τα υπέρ και τα κατά, στο ενδεχόμενο που η ευθανασία, τουλάχιστον για τα γερόντια, γίνει νόμος του κράτους. Ενδιαφέρουσες και συγκινησιακά φορτισμένες οι φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους υποιστορίες, μέχρι την στιγμή που θα ενωθούν κάπου εκεί στην εκπνοή, τονίζουν τα δεδομένα ζητήματα που ενδεχόμενα θα έστελναν τον γηρασμένο κόσμο στην θυσία. Μοναξιά, περιθωριοποίηση, απαξίωση, μηδενισμός. Θα περίμενε κανείς να δώσει το σενάριο έναν παραπάνω τονισμό, στο πως αποδέχεται ή εχθρεύεται το Πλάνο 75 ο νεαρότερος κόσμος, εκεί που μάλλον θα υπήρχε μπόλικη φασαρία στο ήσυχο και βραδυκίνητο στην αφήγηση του φιλμ. Αφού εκτιμώ πως δεν μου είναι αρκετή η τελική Στάση της ισοπεδωμένης γριούλας Μίτσι - μια εκπληκτική ερμηνεία από την βετεράνο ηθοποιό Chieko Baisho - για να δώσει το σύνθημα πως ακόμη και στα 70 πλας, ουδείς μπορεί να αποκληθεί ανίκανο σκουπίδι από τον οποιονδήποτε.

Πλάνο 75 (Plan 75) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Φεβρουαρίου 2024 από την Weird Wave!
Περισσότερα... »

Τι Συνέβη Μετά... (What Happens Later) Poster ΠόστερΑργκάιλ
του Matthew Vaughn. Με τους Bryce Dallas Howard, Sam Rockwell, Bryan Cranston, Catherine O'Hara, Henry Cavill, Sofia Boutella, Dua Lipa, Ariana DeBose, John Cena, Samuel L. Jackson.

Η Φαντασία μου τα φταίει...
γράφει ο zerVo (@moviesltd)

Πριν από κανά μισό αιώνα, την πρώτη και τελευταία φορά που επισκέφτηκα το πιο βαρετό νησί της Μεσογείου, φυσικά και της Ελλάδας, χιλιοτσαντισμένος που το εξάβολτο παπί είχε κολλήσει μοτέρ, φορτωμένο δυο τόνους μπαγκάζια, σε κάτι ατέλειωτες ανηφόρες του 40 τα εκατό κλίση, είχα αρχίσει να σκιτσάρω στο χαρτί το πως θα μπορούσε κανείς να τα κάνει όλα μαντάρα και να διαλύσει την ρομαντζαδούρα των Λάκτα ζευγαρακίων, στην..."ω τι πρωτότυπη" απόλαυση της θωριάς του ήλιου να βουλιάζει στην θάλασσα, επιχειρώντας μια ελεύθερη κατάβαση με ένα πειραγμένο Μίνι Μόκε, από την μια στην άλλη φρεσκοβαμμένη ασβεστίλας μπλιαχ στέγη, ίσαμε το λιμάνι, κορνάροντας ασταμάτητα και έχοντας Μπάρι Γουάιτ στα ηχεία τέρμα, για να γουστάρουμε. Κάποιος μου χρησιμοποίησε την ιδέα και την έκανε σκηνή ταινίας. Αν, δε, ο Matthew Vaughn έβαζε και το ηφαίστειο να πάρει μπροστά, μπας και ολοκληρωθεί η καταστρόφα, θα είχα υφάνει και κασκόλ με το όνομα του!

Τι Συνέβη Μετά... (What Happens Later) Quad Poster
Την καλύτερη φάση της λογοτεχνικής της καριέρας διανύει η συγγραφέας Έλι Κόνγουέι, αφού τα βιβλία της με κεντρικό χαρακτήρα τον υπερκατάσκοπο Αργκάιλ γίνονται ανάρπαστα. Ελάχιστα πριν ολοκληρώσει την συγγραφή του πέμπτου τόμου με τις περιπέτειες του ήρωα της, θα νιώσει πως δυσκολεύεται να βρει το κατάλληλο φινάλε στο στόρι, γι αυτό και θα αναζητήσει την βοήθεια των αγαπημένων της γονιών, ταξιδεύοντας ανέμελη και με μοναδική της συντροφιά τον λατρεμένο της γάτο για το πατρικό της, στην αμερικάνικη επαρχία.

Ταξίδι με το τρένο που θα αποδειχτεί γεμάτο εκπλήξεις για την χαρισματική νοβελίστα, αφού κατά την διάρκεια του, θα βρεθεί εντελώς αναπάντεχα, στο μέσον καταιγιστικών πυρών που θα έχουν σαν στόχο εκείνη, από οπλισμένους αγνώστους που την έχουν βάλει στο στόχαστρο. Γνωρίζοντας συνάμα τον Άινταν, έναν μυστηριώδη άντρα που θα της δηλώσει πως βρίσκεται στο πλευρό της για να την προστατεύει, μπερδεύοντας την ακόμη περισσότερο για το αν όσα βιώνει είναι πραγματικά ή κι αυτά ανήκουν στην σφαίρα της αχαλίνωτης φαντασίας της.

Και κάπως έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνεται ο επί του εκράν πανζουρλισμός, αφού η ζουμπουρλού κοπελούδα θα πληροφορηθεί πως μια πανίσχυρη παρακρατική οργάνωση την έχει βάλει στο στόχαστρο, πιστεύοντας πως μέσα από τα γραπτά της μπορεί να εξάγει αποκαλύψεις για την δράση των απανταχού μυστικών πρακτόρων. Για μήπως ούτε αυτή είναι η πραγματικότητα που το σεναριακό κουβάρι ξετυλίγει μέσα σε πανδαιμόνιο πυρών κι εκρήξεων? Στην ουσία στο τραπέζι πετιούνται γύρω στη μισή ντουζίνα εκδοχές, του τι στην ευχή τρέχει, ανοίγοντας πολλαπλάσια σταυροδρόμια εξέλιξης της πλοκής, με γνώμονα τα διαρκή τουίστ και τις αποκαλύψεις των όσων δεν είναι αυτό που φαίνονται. Μπέρδεμα? Ίσως, αλλά δοσμένο με τον πιο πιασάρικο τρόπο που υπάρχει.

Αφού στο κόλπο πρώτα και πάνω από όλα παίζει ο κανόνας της γύρας ανά τον πλανήτη που ισχύει σε κάθε οποιαδήποτε περίπτωση παρακλαδιού 007, με την κάμερα να βολτάρει, από την Σαντορίνη και την Λόνδρα, μέχρι την Μέση Ανατολή και την Βουργουνδία. Πόντο με τον πόντο σε κάθε τέτοιο βήμα στην υδρόγειο, σκάζει και μια καινούργια αποκάλυψη, απρόβλεπτη τις πιο πολλές φορές αλλά και μηδενικά ορθολογική, που με τον ρυθμικό τρόπο που σερβίρεται να κάνει τον θεατή να αναρωτιέται, τι πρόκειται να ακολουθήσει κατοπινά. Μαγιά Vaughn εν ολίγοις, ντιρέκτορα εξελισσόμενου σε μετρ της γλαφυρού ύφους και ακραία διασκεδαστικής περιπέτειας δράσης με πρακτόρους, μετά την διάνα της τριλογίας του Kingsman, που διαθέτει μια ιδιαίτερα ελκυστική γοητεία.

Σεκάνς που κόβουν ανάσες, δοσμένες με μέσα από ένα πρίσμα υπερεαλιστικό που δεν συνάδει με τους κανόνες της φυσικής, συνθέτοντας κατά έναν τρόπο μακροσκελή βίντεο κλιπς, με μουσικές επενδύσεις ντίσκο με Sylvester, ρομάντσου με Leona Lewis, αλλά και κλάσικ αφού ως και ολοκαίνουργoυς Beatles διαθέτει η κασέτα. Στήνοντας έτσι έναν φαντεζί κατασκοπικό χαλασμό γεμάτο με ετερόκλητες κινηματογραφικές περσόνες, όπως έναν Σούπερμαν Henry Cavill, εδώ στην μόστρα του αήττητου Αργκάιλ, έναν πρωταθλητή του WWE John Cena για στενό συνεργάτης, έναν Breaking Bad Bryan Cranston και μια μαμά του Κέβιν Catherine O'Hara ως γονείς της συγγραφέως, μια υπερσέξι ποπ σταρ Dua Lipa για το εντυπωσιακό φαμφατάλ μπάσιμο και για να μην λείψει το κλισέ, έναν παντού ίδιο ενορχηστρωτή των "καλών" ομάδων κρούσης, που και βέβαια φέρει την εικόνα του Sam Jackson. Ανσάμπλ που περιτυλίγει με μπόλικο κέφι το βασικό ντουέτο στο στάρινγκ, δηλαδή την θυγατέρα του Ρίτσι, Bryce Dallas Howard, ως τρανσφόρμερ συγγραφέα, με κιλάκια παραπάνω, αλλά και μάτια τιγρίσια στο δεύτερο ημίχρονο που λιώνουν καρδιές και τον νούμερο ένα ρολίστα της γενιάς του, Sam Rockwell, που υποδύεται τον ευαίσθητο όσο και ατρόμητο σωματοφύλακα της!

Παιχνιδιάρικο, ανατρεπτικό, ροδάνι στο τέμπο του, αλλά και ανάρμοστο στην όποια προσέγγιση της αληθινότητας, το φιλμ ορίζει με ευκολία αυτό που αποκαλούμε ενοχική απόλαυση, για όποιον στρωθεί στο σινεπλέξ κάθισμα του, αποδεχόμενος πως θα παραμυθιαστεί για τα εφετζίδικα καλά, με όσα πρόκειται να παρακολουθήσει. Εν αναμονή των συνεχειών νομίζω ενός νέου πιθανού τριπτύχου, αν και εφόσον όμως οι μποξόφηδες λαλήσουν βροντερά, πράγμα που μέχρι ώρας δεν έχει επαληθευτεί στις μέτριες εισπράξεις που έχει καταφέρει ο Argylle στην επίσημη κυκλοφορία του...

Τι Συνέβη Μετά... (What Happens Later) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Φεβρουαρίου 2024 από την Tanweer!
Περισσότερα... »

Τα παιδιά του χειμώνα (The Holdovers) Poster ΠόστερΤα παιδιά του χειμώνα
του Alexander Payne. Με τους Paul Giamatti, Da’Vine Joy Randolph, Dominic Sessa, Carrie Preston, Andrew Garman, Tate Donovan, Gillian Vigman, Brady Hepner, Jim Kaplan, Alexander Cook, Michael Provost.


Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

“Είμαστε όλοι μόνοι μας μαζί”

Ο Constantine Alexander Payne γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1961 (θα έχει γενέθλια δηλαδή σε λίγες ημέρες) στην πόλη Όμαχα της Πολιτείας Νεμπράσκα στις ΗΠΑ. Είναι ελληνικής καταγωγής, με ρίζες που κρατούν από τη Σύρο, τη Λιβαδειά και το Αίγιο. Το επίθετο του πατέρα του ήταν «Παπαδόπουλος». Το 2022 απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα.

Τα παιδιά του χειμώνα (The Holdovers) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο ταπεινό φεστιβάλ του Telluride στις ΗΠΑ, στις 31 Αυγούστου του περασμένου χρόνου. Στην Ελλάδα, έκανε την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, παρουσία του σκηνοθέτη, ο οποίος έδωσε και MasterClass. Οι μόνες του ταινίες που δεν προβλήθηκαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι το «Σχετικά με τον Σμιντ» και το «Σκάνδαλα στα θρανία». «Τα παιδιά του χειμώνα» είχαν υποψηφιότητα για τρεις Χρυσές Σφαίρες, κερδίζοντας τις δύο: α' ανδρικού ρόλου σε κωμωδία ή μιούζικαλ, για τον Paul Giamatti και β' γυναικείου ρόλου για την Da’Vine Joy Randolph. Επίσης, η ταινία είναι υποψήφια για επτά BAFTA και για πέντε Oscar! Σε ότι αφορά τα Όσκαρ, οι υποψηφιότητες είναι οι εξής: καλύτερης ταινίας, πρωτότυπου σεναρίου, μοντάζ, α' ανδρικού ρόλου για τον Paul Giamatti και β' γυναικείου ρόλου για την Da’Vine Joy Randolph.

Φιλμογραφία: Οι οχτώ μεγάλου μήκους ταινίες που έχει σκηνοθετήσει ο Alexander Payne αξιολογικά για τον γράφοντα – από την πιο αγαπημένη, στη λιγότερο αγαπημένη – είναι οι εξής: 1) Πλαγίως (Sideways, 2004), 2) Νεμπράσκα (Nebraska, 2013), 3) Σχετικά με τον Σμιντ (About Schmidt, 2002), 4) Πολίτης Ρουθ (Citizen Ruth, 1996), 5) Τα παιδιά του χειμώνα (The Holdovers, 2023), 6) Σκάνδαλα στα θρανία (Election, 1999), 7) Μικρόκοσμος (Downsizing, 2017) και 8) Οι απόγονοι (The Descendants, 2011).

Η υπόθεση: Μασαχουσέτη, Νέα Αγγλία στην βορειοανατολική περιοχή των ΗΠΑ, Δεκέμβριος του 1970. Ο Πολ Χάναμ είναι καθηγητής Αρχαίων Πολιτισμών στην υψηλού κύρους Ακαδημία Μπάρτον, που προετοιμάζει άρρενες γόνους ευκατάστατων οικογενειών, να μπουν σε κάποιο από τα πρεστιζάτα πανεπιστήμια της χώρας. Ο Χάναμ είναι κέρατο βερνικωμένο: δεν κάνει συμβιβασμούς και δεν χαρίζεται σε κανέναν, έχοντας τη φήμη του δύσκαμπτου και δύσκολου. Οι μαθητές του δεν τον χωνεύουν, οι συνάδελφοί του τον αποφεύγουν και ο διευθυντής της Ακαδημίας, τον έχει βάλει στο μάτι, ακριβώς επειδή του πάει κόντρα. Έτσι, στις διακοπές των Χριστουγέννων, καλείται να πληρώσει το τίμημα: θα πρέπει να «νταντεύσει» όσους μαθητές δεν έχουν κάπου να πάνε κατά τη διάρκεια των γιορτών. Δεν τον χαλάει αυτό: έτσι κι αλλιώς, μόνος του είναι, δεν είχε κάτι κανονισμένο για τα Χριστούγεννα. 

Στην αρχή είναι τέσσερις οι μαθητές, τελικά απομένει μόνον ένας: ο Άνγκους, ένας 18χρονος ταραχοποιός, πολύ καλός μαθητής, του οποίου η άσχημη συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει στην αποβολή του από την Ακαδημία και - αναπόφευκτα - σε Στρατιωτική Σχολή. Ο Πολ και ο Άνγκους έχουν στην ιδιότυπη παρέα τους και την Μαίρη, μια Αφροαμερικανή, μαγείρισσα και επικεφαλής της καντίνας της Ακαδημίας, η οποία θρηνεί τον χαμό του γιου της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Θα μπορέσουν οι τρεις τόσο ετερόκλητοι και πληγωμένοι χαρακτήρες να παραμερίσουν τις διαφορές τους και κυρίως τις αρτηριοσκληρώσεις τους και να κάνουν κάτι που μοιάζει ως τιμωρία, να εξελιχθεί σε κάτι πολύ όμορφο;

Η άποψή μας: Κοίτα να δεις που εδώ ο αγαπημένος Alexander Payne γυρίζει την πιο... Hirokazu Kore-eda ταινία του! Γιατί, τι άλλο μπορεί να είναι αυτό που βλέπουμε από τη δημιουργία μιας ιδιότυπης οικογένειας από παρίες της αμερικάνικης κοινωνίας, οι οποίοι έχουν μείνει – συμβολικά ή/ και κυριολεκτικά – χωρίς οικογένεια; Από τη μία, ο καθηγητής. Αλλήθωρος, με έντονη σωματική οσμή λόγω έλλειψης ενός ενζύμου, δύστροπος και χωρίς κανέναν δεσμό ούτε με τους προγόνους του (θέμα που του προκαλεί πόνο) ούτε με κάποια γυναίκα, που θα του απέφερε απογόνους. 

Από την άλλη, ο μαθητής. Χωρίς πατρικό πρότυπο (ο πατέρας έχει πεθάνει – ή μήπως «πεθάνει»; ) και με μια μητέρα, που προτιμά να τον αφήσει να περάσει μόνος του τις χριστουγεννιάτικες διακοπές παρά εκείνη να θυσιάσει ή να πάει πιο πίσω το ταξίδι του μέλιτος με τον νέο της σύζυγο, πάντα βρίσκει τον τρόπο να μπλέκει σε μπελάδες. Τέλος, η μαγείρισσα. Οικογένειά της ήταν ο γιος της, ο οποίος όμως σκοτώθηκε ως φαντάρος στο Βιετνάμ. Θα μπορούσε να είχε γλυτώσει. Θα μπορούσε να ζει ακόμα. Αν δεν ήταν Αφροαμερικάνος, θα μπορούσε να είναι μαθητής της Ακαδημίας, όπου η μητέρα του ταΐζει δεκάδες πολύ πιο τυχερούς και προνομιούχους συνομηλίκους του, που δεν κινδυνεύουν να πάνε στον πόλεμο. Αυτός είναι για τους φτωχούς... 

Και οι τρεις με τραύματα και οι τρεις θυμωμένοι και οι τρεις στο περιθώριο. Και οι τρεις με καβούκι γύρω τους, φαινομενικά αδιαπέραστο. Η Μαίρη είναι ο καταλύτης θαρρείς για να πλησιάσουν κοντά οι δύο άρρενες της «οικογένειας». Κάθε φορά που ένας κανόνας καταπατείται, έρχονται πιο κοντά. Κάθε φορά που κάποια βεβαιότητά τους αμφισβητείται, έρχονται πιο κοντά. Κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωποι με τους φόβους τους και ηττώνται, έρχονται πιο κοντά. Η σκουριασμένη πανοπλία τους ραγίζει και γκρεμίζεται. Και μετά, έρχεται ο αλληλοσεβασμός. Και η εμπιστοσύνη. Όπως τα έλεγε ο Sean Connery παλιότερα: «First we try, then we trust». 

Η πορεία τους θα είναι εξαγνιστική. Θα μαλώσουν, θα φωνάξουν ο ένας τον άλλον, θα ειρωνευτούν, θα πληγωθούν. Και μετά, αρχίζουν οι εκ βαθέων εξομολογήσεις. Και μετά, θα αρχίσει η αλληλοεκτίμηση. Και μετά, θα τους ενώσουν τα κατά συνθήκη – μα τόσο ζωτικά – ψέματα. Και μετά, θα μπερδευτούν τόσο γλυκά το «Γνώθι Σαυτόν» των αρχαίων Ελλήνων, το «Τα εις εαυτόν» (ή Meditations) του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, Μάρκου Αυρήλιου (note to self: πρέπει να διαβάσω το βιβλίο χθες!) και το «Μεγάλο Ανθρωπάκι» του Arthur Penn. Και στο τέλος, μια θυσία, που σώζει δύο κι όχι έναν. Κι ένας αποχαιρετισμός, με αναλογίες με το φινάλε από τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών». 

Ο Payne θέλει να μας οδηγήσει στο 1970 με κάθε τρόπο: το τρέιλερ της ταινίας μοιάζει με τα τρέιλερ ταινιών του 1970, το logo της Universal είναι το logo της όπως ήταν το 1970, η φωτογραφία παραπέμπει στα seventies, τα μαλλιά, το ντύσιμο, τα πάντα. Είναι μια γλυκιά νοσταλγία, ταυτόχρονα όμως η επικοινωνία με το σήμερα δεν απεμπολείται. Ναι, είναι μια μικρή το δέμας ταινία, με μεγάλη καρδιά όμως, που θα γλυκάνει τους θεατές που θα την παρακολουθήσουν. Όχι τίποτε συγκλονιστικό εδώ, μην παρεξηγηθώ κιόλας, αλλά κάτι ταπεινό και τρυφερό, που πολλές φορές είναι και το ζητούμενο, έτσι; Τρομερός ο Giamatti για ακόμα μια φορά, όμορφες ερμηνείες γενικώς και μια έμμεση παραίνεση να μην γίνουμε holdovers, να μην μείνουμε πίσω και, όπως το έλεγε και ο Μάρκος Αυρήλιος: «Άριστος τρόπος του αμύνεσθαι το μη εξομοιούσθαι». Μια χαρά.

Τα παιδιά του χειμώνα (The Holdovers) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Ιανουαρίου 2024 από την Tanweer!
Περισσότερα... »