Ο Παρτιζάνος
Σε γενικές γραμμές, ελάχιστοι πρέπει να είναι εκείνοι που δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη τον λόγο ύπαρξης αυτών των μυστικιστικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών ομάδων / αιρέσεων, που φυτρώνουν με ταχύτατους ρυθμούς σε κάθε γωνιά αυτού του έρμου πλανήτη. Αποκλειστικά και μόνο η αγιοποίηση του συνήθως χαμηλού , απαίδευτου και γεμάτου μανίες ανάδειξης, μα πανέξυπνου ηγέτη τους, που εκμεταλλευόμενος την ψυχική αδυναμία του ποιμνίου του, επιχειρεί να αναδειχθεί σε ελέω Θεού προφήτη. Τα παραδείγματα της ανείπωτης τραγωδίας στο Γουέικο και της φονικής δράσης της γιαπωνέζικης Αού Σινρι Κίο, απλώς επιβεβαιώνουν το πόσο επικίνδυνη μπορεί να να είναι η κατευθυντήρια ισχύς του ενός και μοναδικού αρχηγού, προς τους πιστούς που τυφλά και φανατικά τον ακολουθούν.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Αυγούστου 2015 από την Seven / Spentzos
Περισσότερα... »
του Ariel Kleiman. Με τους Vincent Cassel, Florence Mezzara, Alex Balaganskiy, Jeremy Chabriel, Samuel Eydlish, Anastasia Prystay
Να υπηρετείς και να προστατεύεις. Την ματαιοδοξία σου...
του zerVo (@moviesltd)
Σε γενικές γραμμές, ελάχιστοι πρέπει να είναι εκείνοι που δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη τον λόγο ύπαρξης αυτών των μυστικιστικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών ομάδων / αιρέσεων, που φυτρώνουν με ταχύτατους ρυθμούς σε κάθε γωνιά αυτού του έρμου πλανήτη. Αποκλειστικά και μόνο η αγιοποίηση του συνήθως χαμηλού , απαίδευτου και γεμάτου μανίες ανάδειξης, μα πανέξυπνου ηγέτη τους, που εκμεταλλευόμενος την ψυχική αδυναμία του ποιμνίου του, επιχειρεί να αναδειχθεί σε ελέω Θεού προφήτη. Τα παραδείγματα της ανείπωτης τραγωδίας στο Γουέικο και της φονικής δράσης της γιαπωνέζικης Αού Σινρι Κίο, απλώς επιβεβαιώνουν το πόσο επικίνδυνη μπορεί να να είναι η κατευθυντήρια ισχύς του ενός και μοναδικού αρχηγού, προς τους πιστούς που τυφλά και φανατικά τον ακολουθούν.
Σε ένα ρημαγμένο, μετά-αποκαλυπτικό περιβάλλον, ο κυριαρχικός και ηγεμονικός Γκρεγκόρι, έχει καταφέρει να συγκεντρώσει γύρω του μια ομάδα πειθήνιων γυναικών, προκειμένου να συμβιώσουν στο πλάι του, δίνοντας τους την υπόσχεση, για μια λιτή και χωρίς ιδιαίτερες πολυτέλειες, πλην ασφαλή και ευτυχισμένη διαβίωση. Κάτω από το αυστηρό βλέμμα του μοναδικού αφέντη, εκείνες φροντίζουν για τις λειτουργικές εργασίες της φράξιας, στα μισογκρεμισμένα παραπήγματα που χρησιμοποιούν για κατοικία, έχοντας την υποχρέωση να προσφέρουν τα παιδιά τους για μια σκληρή και επίπονη εκπαίδευση στα χέρια του αρχηγού. Κι εκείνος με την σειρά του να τα μετατρέψει σε στυγερούς και αμείλικτους εκτελεστές, εργαλεία που θα κάνουν πράξη τα συμβόλαια θανάτου - προϋποθέσεις επιβίωσης στην αφιλόξενη έρημο.
Το μεγαλύτερο από τα αγόρια, ο εντεκάχρονος Αλεξάντερ, έχει εξελιχθεί σε δεξί χέρι του Γκρεγκόρι. Άβουλο κι αυτό και χωρίς αντιρρήσεις, κάνει πράξη την οποιαδήποτε εντολή του πατριού του, έχοντας τόσο άγνοια κινδύνου, όσο και αδυναμία αντίληψης της πραγματικής του πρόθεσης. Ενόσω βαδίζει προς το κατώφλι της εφηβείας, ο έξυπνος πιτσιρίκος, θα αρχίσει να υποπτεύεται πως πίσω από το υπερπροστατευτικό χαμόγελο του δικτατορικών μεθόδων αφεντικού του, κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα, που υποθάλπει την ελευθερία της βούλησης του, που είναι τρομακτικά δύσκολο να ανατραπεί.
Και κάπου σε αυτό το σημείο είναι καλά θαμμένη η ασύμμετρη λογική της δημιουργίας και της ανάπτυξης μιας τέτοιας σύναξης λατρείας, που ιδρύθηκε από την ανάγκη κάποιων αδύναμων και δυστυχισμένων γυναικών να διατηρηθούν ανεξάρτητες και χωρίς την παρουσία προστάτη - μπαμπούλα να στηρίζει, έστω και τυραννικά τις ελπίδες τους. Οι ώριμες, έστω και τρομοκρατημένες μητέρες, υποκύπτουν, αποδεχόμενες να σφαχτούν από τον αγά, τα μικρά παιδάκια που ουδείς το περιμένει, εφόσον έχουν μεγαλώσει με τον ολόδικο του, σχεδόν μηδενικών διασκεδάσεων, τρόπο ζωής, μοιάζουν να αποστασιοποιούνται και να δείχνουν τάσεις επανάστασης και ανατροπής του φασιστικού καθεστώτος.
Σε μια, αναμφίβολα μελετημένη, ατμόσφαιρα ρημαδιού, καθώς η παραγωγή επέλεξε για φυσικό φόντο κτισίματος της ιστορίας να στήσει ένα διαλυμένο από τον εμφύλιο πόλεμο χωριό της απομονωμένης Γεωργίας, στήνεται το τσαντίρι της μικρής ετούτης κοινωνίας, που τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον βασικό άξονα - σωτήρα τους. Οι μικρές χαρές, περιορίζονται απλώς σε ένα καραόκε, μια δύο τετραγωνικών πλαστική πισίνα για όλους, δυο τρεις μπογιές για τις ανήλικες φατσούλες και παιχνιδάκια αυτοσχέδια, πραγματικά τριτοκοσμικά. Η τροφή δεν εμφανίζει ιδιαίτερη ποικιλία, το κρέας σπανίζει ως δυσεύρετο, ενώ η ενέργεια διανέμεται σε κάθε τρύπα του υπονόμου, μέσα από ένα δαιδαλώδες καλωδιομάνι, ικανό απλώς να ανοίξει την προϊστορική τηλεόραση που προβάλει τα ίδια και τα ίδια βαρετά βίντεο κλιπ.
Είναι λοιπόν αυτός ο κόσμος που μπορεί να έχει στο μυαλό του για να εξελιχθεί ένας στοιχειωδώς δυναμικός πιτσιρίκος? Ο Παρτιζάνος της ιστορίας, ο κρυψίνους αντάρτης Αλεξάντερ, μέσα από ένα δύο περιστατικά που θα λειτουργήσουν σαν μοχλός πίεσης, θα πάρει το ρίσκο να οργανώσει τον δικό του αγώνα ενάντια στο κυρίαρχο κακό. Το μίσος μέσα του έχει ξεχειλίσει, τόσο αντιλαμβανόμενος πως οποιοσδήποτε φέρει άλλη γνώμη από την μία και μοναδική επικρατούσα, αφανίζεται, όσο και γιατί η καταπίεση έχει γονατίσει ακόμη και την παραμικρή του λαχτάρα για ζωή. Αγωνιστικά και ριζοσπαστικά τα κίνητρα του Αυστραλού σκηνοθέτη Ariel Kleiman, να κτίσει μέσα στην περιοριστικά ατίθαση καρδιά ενός μπόμπιρα, τον αγωνιστή που ενδεχόμενα θα φέρει τα πάνω κάτω. Πουθενά όμως δεν αναγράφει στο φινάλε του αν πραγματικά η κίνηση του θα μοιάσει με ηλιαχτίδα και δεν θα αποτελέσει κι αυτός ένα τερατούργημα, βγαλμένο από την Φάρμα των Ζώων.
Στην βράση όμως κάπου το σίδερο κολλάει, πιθανότατα λόγω του μετριότατου κάστινγκ, που έχει να κάνει βασικά με την άχρωμη επιλογή των θηλυκών επιλογών των μητέρων / ερωμένων, αλλά κατά κύριο λόγο με την απόδοση του ρόλου του Άλεξ σε έναν εντελώς λάθος πιτσιρίκο, που μοιάζει απίστευτα αθώος και ουδέτερος για να παίξει εν αρχή τον μανιασμένο χίτμαν και κατοπινά τον φανατικό Τσε. Και το ερώτημα που προκύπτει εδώ πέρα, εφόσον το κεντρικό πρόσωπο του σκριπτ όπως αποκαλύπτει η εξέλιξη, είναι ο μικρούλης, για ποιον λόγο επελέγη ένας σταρ διεθνούς βεληνέκους, σαν τον Cassel, απλώς και μόνο για να του παράσχει ερμηνευτική υποστήριξη. Ο Γάλλος - που το παλεύει σχεδόν σε Οξφορδιανά Αγγλικά - δείχνει άβολα μέσα σε αυτό το ντύμα που του δόθηκε, παρότι η γαλάζια ματιά του βγάζει την πονηράδα και την ανηθικότητα της κακοψυχίας του. Είναι φτιαγμένος για άλλα, μεγαλύτερα, πράγματα όμως, από το να αναλώνεται σε φτωχικές παραγωγές, που ναι μεν τα κίνητρα τους είναι τουλάχιστον φιλόδοξα.
Για πες: Που είναι όμως συνάμα και ελάχιστα εμπνευσμένα. Το σενάριο χρειαζόταν πολύ περισσότερη μελέτη για να αναδείξει τις αλληγορίες του, ενώ και η επιλογή του μεταΣοβιετικής κατάρρευσης τοπίου, ίσως και να λειτουργεί αποτρεπτικά για την διεθνοποίηση του ζητήματος. Που και βέβαια είναι ορατό, αλλά για να μην κρυβόμαστε, μπορεί η ελπίδα να στηρίζεται στα δαχτυλάκια ενός αγοριού μόλις έντεκα χρόνων, αν δεν την στηρίξουν οι καλομαθημένοι στην μηδενική και μη παραγωγική ρουτίνα ενήλικοι, δύσκολα μπορεί να υπάρξει ανατροπή.
Το μεγαλύτερο από τα αγόρια, ο εντεκάχρονος Αλεξάντερ, έχει εξελιχθεί σε δεξί χέρι του Γκρεγκόρι. Άβουλο κι αυτό και χωρίς αντιρρήσεις, κάνει πράξη την οποιαδήποτε εντολή του πατριού του, έχοντας τόσο άγνοια κινδύνου, όσο και αδυναμία αντίληψης της πραγματικής του πρόθεσης. Ενόσω βαδίζει προς το κατώφλι της εφηβείας, ο έξυπνος πιτσιρίκος, θα αρχίσει να υποπτεύεται πως πίσω από το υπερπροστατευτικό χαμόγελο του δικτατορικών μεθόδων αφεντικού του, κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα, που υποθάλπει την ελευθερία της βούλησης του, που είναι τρομακτικά δύσκολο να ανατραπεί.
Και κάπου σε αυτό το σημείο είναι καλά θαμμένη η ασύμμετρη λογική της δημιουργίας και της ανάπτυξης μιας τέτοιας σύναξης λατρείας, που ιδρύθηκε από την ανάγκη κάποιων αδύναμων και δυστυχισμένων γυναικών να διατηρηθούν ανεξάρτητες και χωρίς την παρουσία προστάτη - μπαμπούλα να στηρίζει, έστω και τυραννικά τις ελπίδες τους. Οι ώριμες, έστω και τρομοκρατημένες μητέρες, υποκύπτουν, αποδεχόμενες να σφαχτούν από τον αγά, τα μικρά παιδάκια που ουδείς το περιμένει, εφόσον έχουν μεγαλώσει με τον ολόδικο του, σχεδόν μηδενικών διασκεδάσεων, τρόπο ζωής, μοιάζουν να αποστασιοποιούνται και να δείχνουν τάσεις επανάστασης και ανατροπής του φασιστικού καθεστώτος.
Σε μια, αναμφίβολα μελετημένη, ατμόσφαιρα ρημαδιού, καθώς η παραγωγή επέλεξε για φυσικό φόντο κτισίματος της ιστορίας να στήσει ένα διαλυμένο από τον εμφύλιο πόλεμο χωριό της απομονωμένης Γεωργίας, στήνεται το τσαντίρι της μικρής ετούτης κοινωνίας, που τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον βασικό άξονα - σωτήρα τους. Οι μικρές χαρές, περιορίζονται απλώς σε ένα καραόκε, μια δύο τετραγωνικών πλαστική πισίνα για όλους, δυο τρεις μπογιές για τις ανήλικες φατσούλες και παιχνιδάκια αυτοσχέδια, πραγματικά τριτοκοσμικά. Η τροφή δεν εμφανίζει ιδιαίτερη ποικιλία, το κρέας σπανίζει ως δυσεύρετο, ενώ η ενέργεια διανέμεται σε κάθε τρύπα του υπονόμου, μέσα από ένα δαιδαλώδες καλωδιομάνι, ικανό απλώς να ανοίξει την προϊστορική τηλεόραση που προβάλει τα ίδια και τα ίδια βαρετά βίντεο κλιπ.
Είναι λοιπόν αυτός ο κόσμος που μπορεί να έχει στο μυαλό του για να εξελιχθεί ένας στοιχειωδώς δυναμικός πιτσιρίκος? Ο Παρτιζάνος της ιστορίας, ο κρυψίνους αντάρτης Αλεξάντερ, μέσα από ένα δύο περιστατικά που θα λειτουργήσουν σαν μοχλός πίεσης, θα πάρει το ρίσκο να οργανώσει τον δικό του αγώνα ενάντια στο κυρίαρχο κακό. Το μίσος μέσα του έχει ξεχειλίσει, τόσο αντιλαμβανόμενος πως οποιοσδήποτε φέρει άλλη γνώμη από την μία και μοναδική επικρατούσα, αφανίζεται, όσο και γιατί η καταπίεση έχει γονατίσει ακόμη και την παραμικρή του λαχτάρα για ζωή. Αγωνιστικά και ριζοσπαστικά τα κίνητρα του Αυστραλού σκηνοθέτη Ariel Kleiman, να κτίσει μέσα στην περιοριστικά ατίθαση καρδιά ενός μπόμπιρα, τον αγωνιστή που ενδεχόμενα θα φέρει τα πάνω κάτω. Πουθενά όμως δεν αναγράφει στο φινάλε του αν πραγματικά η κίνηση του θα μοιάσει με ηλιαχτίδα και δεν θα αποτελέσει κι αυτός ένα τερατούργημα, βγαλμένο από την Φάρμα των Ζώων.
Στην βράση όμως κάπου το σίδερο κολλάει, πιθανότατα λόγω του μετριότατου κάστινγκ, που έχει να κάνει βασικά με την άχρωμη επιλογή των θηλυκών επιλογών των μητέρων / ερωμένων, αλλά κατά κύριο λόγο με την απόδοση του ρόλου του Άλεξ σε έναν εντελώς λάθος πιτσιρίκο, που μοιάζει απίστευτα αθώος και ουδέτερος για να παίξει εν αρχή τον μανιασμένο χίτμαν και κατοπινά τον φανατικό Τσε. Και το ερώτημα που προκύπτει εδώ πέρα, εφόσον το κεντρικό πρόσωπο του σκριπτ όπως αποκαλύπτει η εξέλιξη, είναι ο μικρούλης, για ποιον λόγο επελέγη ένας σταρ διεθνούς βεληνέκους, σαν τον Cassel, απλώς και μόνο για να του παράσχει ερμηνευτική υποστήριξη. Ο Γάλλος - που το παλεύει σχεδόν σε Οξφορδιανά Αγγλικά - δείχνει άβολα μέσα σε αυτό το ντύμα που του δόθηκε, παρότι η γαλάζια ματιά του βγάζει την πονηράδα και την ανηθικότητα της κακοψυχίας του. Είναι φτιαγμένος για άλλα, μεγαλύτερα, πράγματα όμως, από το να αναλώνεται σε φτωχικές παραγωγές, που ναι μεν τα κίνητρα τους είναι τουλάχιστον φιλόδοξα.
Για πες: Που είναι όμως συνάμα και ελάχιστα εμπνευσμένα. Το σενάριο χρειαζόταν πολύ περισσότερη μελέτη για να αναδείξει τις αλληγορίες του, ενώ και η επιλογή του μεταΣοβιετικής κατάρρευσης τοπίου, ίσως και να λειτουργεί αποτρεπτικά για την διεθνοποίηση του ζητήματος. Που και βέβαια είναι ορατό, αλλά για να μην κρυβόμαστε, μπορεί η ελπίδα να στηρίζεται στα δαχτυλάκια ενός αγοριού μόλις έντεκα χρόνων, αν δεν την στηρίξουν οι καλομαθημένοι στην μηδενική και μη παραγωγική ρουτίνα ενήλικοι, δύσκολα μπορεί να υπάρξει ανατροπή.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Αυγούστου 2015 από την Seven / Spentzos