Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Amalric, μετά το «Τουρνέ στο Παρίσι» (
Tournée, 2010). Κι εκεί πρωταγωνιστούσε, κι εκεί (συν)υπέγραφε το σενάριο. Μόνο που ο μαξιμαλισμός και η εξωστρέφεια εκείνης της ταινίας έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σε μια εσωτερικότητα κι έναν μινιμαλισμό. Ακόμα και τις διάρκειες να συγκρίνει κανείς, θα βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα: από τα 111 λεπτά της πρώτης ταινίας φτάνουμε στα 76 μόλις λεπτά τούτης της ταινίας. Μιας ταινίας της οποίας το σενάριο βασίζεται σε βιβλίο του σπουδαίου Βέλγου συγγραφέα βιβλίων με αστυνομική ίντριγκα,
Georges Simenon. Μιας ταινίας της οποίας το σενάριο συνυπογράφει με τη σύντροφό του, Stephanie Cleau, η οποία συμπρωταγωνιστεί μαζί του εδώ στο ρόλο της ερωμένης του! Μιας μικρής το δέμας ταινίας, σαν το σουλούπι του Amalric, που όμως δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα σπάνιο κομψοτέχνημα αποθέωσης της ατμόσφαιρας. Να είχε και λίγη παραπάνω ψυχή ρε γμτ...
Η υπόθεση: Ο Ζουλιέν είναι ένας επιχειρηματίας που μετά από καιρό επιστρέφει στη γενέτειρά του μαζί με τη σύζυγο και το παιδί του. Εκεί, θα συναντήσει μετά από χρόνια την όμορφη Εστέρ, νεανικό του έρωτα χωρίς ανταπόκριση, σύζυγο του τοπικού φαρμακοποιού. Η έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσά τους δεν αργεί να τους οδηγήσει σε εξωσυζυγική σχέση. Έτσι, αρχίζουν να συναντιούνται στο δωμάτιο ενός επαρχιακού ξενοδοχείου κάθε φορά που εκείνη του κάνει ανάλογο νόημα που χρήζει αποκωδικοποίησης από τους άλλους, όχι όμως και από εκείνον. Στο δωμάτιο αυτό κάνουν έρωτα και μοιράζονται το πάθος τους, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των κατοίκων της μικρής γαλλικής πόλης. «Θα περνούσες τη ζωή σου μαζί μου αν ξαφνικά ήμασταν ελεύθεροι;» τον ρωτά κάποια στιγμή εκείνη. Κι εκείνος, χωρίς να το πολυσκεφτεί, της απαντά «Φυσικά». Όταν ξαφνικά ο Ζουλιέν βρίσκεται να ανακρίνεται από την αστυνομία για ένα έγκλημα, τα αθώα αυτά λόγια αποκτούν άλλη διάσταση, καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν ιστό από ψέματα που ο ίδιος κατασκεύασε. Για ποιο λόγο κατηγορείται όμως;
Η άποψή μας: Θυμάμαι, πριν από πολλάααααααα χρόνια, είχα πάει μαζί με τη Χαραυγή (την κοπέλα που φλέρταρα εκείνη την εποχή – δεν προχωρήσαμε αν ενδιαφέρεστε – κουτσομπόληδες) να δούμε στο «Μακεδονικόν» την ταινία «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» του François Truffaut. Εννοείται ότι δεν μιλάμε για το 1981 που πρωτοβγήκε η ταινία στις αίθουσες αλλά για κάτι σαν 1990, σαν μια τέτοια ημερομηνία να μου έρχεται στο μυαλό. Πιτσιρίκος τότε ακόμα, άγουρος σεξουαλικά, με είχε φρικάρει η ερωτική σχέση που έβλεπα να ξεδιπλώνεται επί της μεγάλης οθόνης. Εκείνο το «Ούτε μαζί σου ούτε χωρίς εσένα» με είχε στοιχειώσει. Και είχα και την Χαραυγή να μου λέει πως έτσι είναι ο πραγματικός έρωτας: σαρκοβόρος, παθιασμένος, τρελός, ανερμήνευτος, καταστροφικός. Τα είδα όλα. Φοβήθηκα. Σκέφτηκα: «μωρέ λες να με σκοτώσει και να σκοτωθεί;». Για τόσο φόβο μιλάμε. Και για τόσο διαφορετική αντιμετώπιση του έρωτα από άντρες και γυναίκες. Και η ηλικία παίζει βέβαια το ρόλο της…
Ε, το
«Μπλε δωμάτιο» σε εκείνη την ταινία με παρέπεμψε. Ένας άντρας ερωτεύεται κατακούτελα, του έρχεται ο ουρανός σφοντύλι, παραδίνεται άνευ όρων στο πάθος του. Αυτό το «άνευ όρων» έχει πολύ μεγάλη σημασία. Γιατί ο άντρας, έτσι όπως παρουσιάζεται στις δύο αυτές ταινίες, δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτό που του συμβαίνει. Είναι άβουλος, άμοιρος ευθυνών, ένα πράγμα που μόνο στο κρεβάτι νιώθει δέος θεϊκό αλλά ο φόβος τον ξεπερνά. Τον μαζεύει. Τον κυκλώνει. Να κάνει το μεγάλο βήμα; Να αποδεσμευτεί από τη σιγουριά της άψυχης καθημερινότητας για ένα μέλλον γεμάτο γκάβλα αλλά εντυπωσιακά αβέβαιο; Να, όπως ψηφίσαμε στο πρόσφατο δημοψήφισμα βρε αδελφέ! Να μείνουμε στην σιγουριά της Ευρωζώνης που μας κατατρώει καθημερινά ή να κάνουμε τον μεγάλο πήδο και να πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα; Ο Ζουλιέν τελικά επιλέγει τη σιγουριά. Η Εστέρ όμως είναι απρόβλεπτη. Είναι μια γυναίκα μυστήριο, βγαλμένη από τα πιο υγρά όνειρα των femmes fatales! Δεν είναι όμορφη με την έννοια του συρμού αλλά τα πάντα γύρω της, μέσα της, πάνω της, στάζουν έρωτα (εντάξει, πρέπει να γράψω κάτι σαν το «50 αποχρώσεις του γκρι» μου φαίνεται!). Το ερωτικό της πάθος είναι βιωματικό, είναι βρώμικο, είναι σαρκικό. Γι’ αυτό δαγκώνει τα χείλη του εραστή της, γι’ αυτό και τον οδηγεί στα όρια της τρέλας.
Οι ερωτικές σκηνές του «παράνομου» ζευγαριού είναι υπέροχα κινηματογραφημένες. Γενικά, ο
Amalric με σφιχτό μοντάζ, κάνει εξαιρετική δουλειά στη μη γραμμική καταγραφή και παρουσίαση των γεγονότων. Λειτουργεί θραυσματικά στην αφήγηση: ενώ γίνεται η ανάκριση εμφανίζονται τσόντες γεγονότων, θύμισες που αλλού οδηγούν κι άλλα λέει το στόμα, λεπτομέρειες που μεγεθύνονται και έχουν τη σημασία τους. Γιατί ο έρωτας αυτός έχει δύο απώλειες. Δύο θανάτους. Των συζύγων των δύο εραστών. Ήταν τυχαίοι οι θάνατοί τους; Μήπως εμπεριείχαν δόλο; Και ποιοι ευθύνονται για τους θανάτους; Μήπως οι δύο εραστές; Ο Amalric βάζει λοιπόν και το αστυνομικό στοιχείο στην πλοκή του αλλά το whodunit στοιχείο περνάει σε εντελώς δεύτερη μοίρα. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτό. Ενδιαφέρεται μόνο για το ότι υπάρχουν έρωτες που μας ξεπερνούν (όπως και γενικότερα, καταστάσεις) και μας οδηγούν εκεί που ποτέ δεν φανταζόμασταν και ποτέ δεν επιθυμούσαμε. Ή μήπως όχι;