Slow West
του John Maclean. Με τους Kodi Smit-McPhee, Michael Fassbender, Ben Mendelsohn, Caren Pistorius, Rory McCann, Andrew Robertt, Edwin Wright, Kalani Queypo
Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους
Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε' να μπούμε
Πόσοι από εσάς έχετε δει το
Django Unchained; Πάρα πολλοί φαντάζομαι. Πόσοι από εσάς έχετε ακούσει έστω κι ένα τραγούδι από τους Django Django; Ελάχιστοι, βάζω στοίχημα. Η ταινία αυτή μας παρέχει την σπάνια ευκαιρία να το παίξουμε μάγκες, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να κάνουμε και λίιιιιιιιιγη επίδειξη! Έχουμε και λέμε λοιπόν. Μέλος των Django Django είναι ο
David Maclean (παίζει ντραμς και είναι ο παραγωγός τους), που υπογράφει και το σάουντρακ της ταινίας (κατά κάποιον τρόπο, έτσι εξηγείται η σπουδαία μουσική επένδυση). Ο
John Maclean είναι αδελφός του. Ο John με τη σειρά του ήταν μέλος των The Beta Band, ιστορικού συγκροτήματος από τη Σκοτία, που υμνήθηκε τόσο από τους Oasis όσο και από τους Radiohead μεταξύ των άλλων!!! Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο John Maclean, έχοντας όμως ήδη δύο μικρού μήκους ταινίες στη φιλμογραφία του, όπου πρωταγωνιστεί ο
Michael Fassbender! Τη μία μάλιστα τη γύρισε με κινητό!!! Τρελό, έτσι; (By the way, οι Django Django πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν το, πολύ καλό, δεύτερο άλμπουμ της καριέρας τους με τίτλο «Born Under Saturn»!).
Η ταινία Slow West προβλήθηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ του Sundance, όπου και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, στην κατηγορία «World Cinema – Dramatic». Κατά μία έννοια, αποτελεί μια ταινία στα βήματα (κι όχι το flipside) του «Νεκρού» (Dead Man, 1995, πω πω, πέρασαν κιόλας 20 χρόνια ρε παιδιά!) του Jim Jarmusch – μάλλον της καλύτερης (σίγουρα της πιο αγαπημένης για τον γράφοντα) ταινίας του σπουδαίου Αμερικανού σκηνοθέτη. Υπάρχει ποιητική διάθεση, υπάρχουν τα στοιχεία του road movie, υπάρχει ο καταδικασμένος έρωτας, υπάρχει η ελεγειακή και ανεπίστρεπτη πορεία προς το θάνατο. Εντάξει, η ταινία του Jarmusch είναι ασπρόμαυρη και αγγίζει πολύ περισσότερο το μεταφυσικό και το υπερβατικό, αλλά οι εκλεκτικές συγγένειες και η εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει ο Maclean, μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε την ταινία του δίπλα στο συγκεκριμένο αριστούργημα.
Η υπόθεση: Τέλη του 19ου αιώνα. Ο Τζέι Κάβεντις είναι ο γιος ενός αριστοκράτη, που μεγαλώνει στα Χάιλαντς της Σκοτίας. Η καλύτερή του φίλη είναι η Ρόουζ, κόρη ενός ταπεινού αγρότη. Καθώς μεγαλώνουν, η φιλία τους εξελίσσεται σε κάτι πολύ βαθύτερο. Ο πατέρας του Τζέι, όμως, εναντιώνεται στη – μη κοινωνικά αποδεκτή – σχέση των δύο νέων. Κι όταν ο πατέρας της Ρόουζ αναγκάζεται, λόγω ενός «κατά λάθος» εγκλήματος, να πάρει την κόρη του και να πάνε στην Αμερική, από τη μια για να κρυφτούν και από την άλλη προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, η καρδιά του Τζέι γίνεται κομμάτια. Στα 16 του χρόνια αποφασίζει να εγκαταλείψει την προνομιούχο ζωή του και ξεκινά να βρει τη χαμένη του αγάπη στη νέα ήπειρο.
Όντας στην Αμερική και πορευόμενος προς τη Δύση, στο διάβα του θα βρεθεί ο κυνηγός επικυρηγμένων Σίλας Σέλεκ. Ο Σίλας είναι μπαρουτοκαπνισμένος, κυνικός, λιγομίλητος, σκληρός άντρας. Υπό κανονικές συνθήκες απλά θα δολοφονούσε τον Τζέι, θα τον λήστευε και θα προχωρούσε παρακάτω. Αντ' αυτού, του προτείνει να του παρέχει προστασία με το αζημίωτο και να τον οδηγήσει μέχρι εκεί όπου ο Τζέι πιστεύει πως βρίσκεται η Ρόουζ. Μαζί, διασχίζουν ένα πανέμορφο αλλά και δυσοίωνο τοπίο, που κατοικείται από κάθε είδους και καταγωγής ανθρώπους. Στο ταξίδι αυτό, γεμάτο με κίνδυνο, προδοσίες και βία, ο Τζέι θα συνειδητοποιήσει ότι η Δύση δεν δείχνει οίκτο στους αθώους. Αλλά και ο Σίλας θα ωριμάσει...
Η άποψή μας: Τούτη είναι μία από εκείνες τις ταινίες που σε πιάνουν εξ απήνης. Μπαίνεις να τη δεις χωρίς πολλές προσδοκίες και σε μαγεύει από την πρώτη στιγμή. Δεν βασίζεται σε πανάκριβα εφέ ή σε εξεζητημένες ιστορίες, που σκοπό έχουν αρχικά να εντυπωσιάσουν και κατόπιν να πουν κάτι – αν έχουν κάτι να πουν εντέλει. Εδώ, η ταινία κυλάει πανέμορφα, ήσυχα, χαλαρά, παίρνει το χρόνο της, δεν χάνει ποτέ το φόκους της αλλά δίνει ανάσες, εστιάζοντας σε τόσο μικρές και υπέροχες λεπτομέρειες. Ο Τζέι (τον υποδύεται ιδανικά έχοντας και το κατάλληλο φιζίκ ο Kodi Smit-McPhee) είναι ο άγουρος ιδεαλιστής, ο ονειροπόλος, ο ποιητής, αυτός που βλέπει τον κόσμο όχι έτσι όπως είναι αλλά έτσι όπως θα ήθελε να είναι. Όπως του λέει και ο Σίλας: «είσαι σαν ένας λαγός μέσα σε μια λυκοφωλιά». Δεν έχει ελπίδες επιβίωσης. Ο Τζέι απαντάει στον Σίλας: «η ζωή δεν είναι μόνο το να επιβιώνεις». «Ναι», του απαντάει ο σκληροτράχηλος Σίλας, «είναι και να πεθαίνεις».
Εκεί όπου ο Τζέι πετάει στα σύννεφα, ο Σίλας πατάει γερά στη γη. Είναι ρεαλιστής, έχει ξεφύγει από όλες τις αυταπάτες, έχουν δει πολλά τα μάτια του. Στο ταξίδι των δύο αντιδιαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων, όπως συμβαίνει συχνά, ο ένας, (ο Τζέι) θα απολέσει την αθωότητά του, με την πυξίδα του, όμως, πάντα να δείχνει εκεί που βρίσκεται η καρδιά και ο άλλος, (ο Σίλας), θα μαλακώσει, χωρίς να απεμπολήσει τον ρεαλισμό του. Ο Τζέι θα βρεθεί κυνηγημένος, θα τον απειλήσουν με όπλο, θα του ρίξουν βέλος, θα τον κοροϊδέψουν, θα του κλέψουν τα ρούχα, θα πεινάσει. Θα φτάσει να σκοτώσει. Δεν θα πάψει, όμως, ούτε στιγμή να είναι ένα παιδί που μετράει τα άστρα. Ο Σίλας θα κάνει το ταξίδι του Τζέι δικό του. Κι ενώ εκκινεί με ταπεινά κριτήρια και με προφανείς στόχους, εντέλει θα μπολιαστεί από τη ματιά του μικρού. Οι στάσεις του ταξιδιού τους έχουν όλες κάτι να προσφέρουν στο περιθώριο. Μια αντιπαράθεση μέσα σε ένα παντοπωλείο θα αφήσει δύο παιδάκια ορφανά. Μια «βρεγμένη» στιγμή θα φέρει μια απολαυστική λύση σχετικά με το πως κάποιος μπορεί να στεγνώσει τα ρούχα του όντας καβάλα σε άλογο! Το πιοτί θα οδηγήσει σε ιστορίες γύρω από τη φωτιά για το πόσο εύκολα μπορούσες (και μπορείς) να χάσεις τη ζωή σου στην Άγρια Δύση εξαιτίας παρεξήγησης κι έχοντας καλές προθέσεις. Κι όλα αυτά ενώ οι κάθε είδους μετανάστες από κάθε μεριά της γης βιώνουν, ο καθένας από τη μεριά του, αυτόν τον εφιάλτη, που βρισκόταν τότε στα σπάργανά του: το αμερικάνικο όνειρο...
Όλα καλά με την ταινία κι όλα ωραία, εκείνο που λίγο μας χάλασε είναι η απόφαση του σκηνοθέτη να επιταχύνει τα μάλα τους ρυθμούς στην τελευταία πράξη. Θαρρείς και του είπαν κάποια στιγμή «μάγκα, πάτα γκάζι, τελείωνε και βάλε και μπόλικο πιστολίδι, εντάξει;» και τα έχωσε όλα μαζί, τη δράση και τη λύση του δράματος, στα τελευταία 20 λεπτά. Σου έρχεται απότομο όλο αυτό ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή το βλέμμα ακολουθούσε τις πορείες των δύο αντιηρώων χωρίς να διαστέλλονται οι κόρες λόγω φρίκης και καταιγιστικού μοντάζ. Μικρό το κακό για μια μικρή το δέμας ταινία, ένα meta γουέστερν που έχει τόσα μα τόσα όμορφα να πει.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Ιουνίου 2015 από την Odeon