Ο Νόμος της Σιωπής
του Julius Avery. Με τους Ewan McGregor, Brenton Thwaites, Alicia Vikander, Jacek Koman, Matt Nable, Tom Budge, Nash Edgerton
Πατήρ, Υιός και Άγιος Χρυσός
Οι σινεφίλ που κατά καιρούς ρίχνουν κλεφτές ματιές στις παγκόσμιες κινηματογραφικές βιομηχανίες, σίγουρα θα έχουν παρατηρήσει μια ανάταση που εμφανίζει την τελευταία δεκαετία η δημιουργικότητα των προερχόμενων από τους Αντίποδες σκηνοθετών. Ειδικότερα μάλιστα στο είδος που ορίζεται ως crime θρίλερ, η ποιότητα των Αυστραλών είναι τέτοια, που ονόματα όπως των John Hillcoat (Lawless, The Proposition) και David Michod (Animal Kingdom) θεωρούνται πλέον περιζήτητα στα μεγάλα διεθνή ραντεβού. Ο Julius Avery είναι ένα από τα καινούργια βλαστάρια αυτής της down under σχολής, που μπορεί με το ντεμπούτο του Son Of A Gun, να μην φτάνει στα επίπεδα των έμπειρων προαναφερόμενων, σίγουρα όμως κάνει ένα αξιοπρεπές πρώτο βήμα, δείχνοντας ικανό μέρος των δεξιοτήτων του.
Εισερχόμενος στην φυλακή υψίστης ασφαλείας, προκειμένου να εκτίσει την δωδεκάμηνη ποινή που του επιβλήθηκε για πλημμέλημα ο 19χρονος Τζέι Αρ, έχει να αντιμετωπίσει όλους εκείνους τους κινδύνους που προκαλούν στους νεότερους οι παλιοσειρές. Εντυπωσιασμένος από την οξυδέρκεια και την εξυπνάδα του ψάρακα, ο έχοντας να περάσει ακόμη είκοσι χρόνια πίσω από τα κάγκελα, κακοποιός Μπρένταν Λιντς, θα τον πάρει υπό την επίβλεψη του, αποτρέποντας τους υπόλοιπους τρόφιμους να του κάνουν κακό. Έναντι φυσικά αδρού ανταλλάγματος, αφού από εκείνον περιμένει πως μόλις απελευθερωθεί, να φέρει εις πέρας την καλά οργανωμένη απόδραση, που θα βγάλει από την στενή, τόσο τον βαρυποινίτη, όσο και την υπόλοιπη συμμορία του.
Και πραγματικά μετά από μια εντυπωσιακή σε εκτέλεση, Παλαωιωκωστικών μεθόδων, εξαφάνιση από το προαύλιο του σωφρονιστικού ιδρύματος, η ομάδα θα ανοίξει τα φτερά της για καινούργια κατορθώματα σε όλη την αυστραλιανή επικράτεια. Αρχής γενομένης από το ξάφρισμα των μεταλλείων χρυσού, εκεί που οι πανάκριβες ράβδοι, υπόσχονται στον καθένα κομπανιέρο ληστή, ζωή χαρισάμενη, αν όλα πάνε κατ ευχήν. Στην ζωή του μικρού όμως, έχει μπει εδώ και καιρό η παράνομη μετανάστης Τάσα, που θα αναστατώσει την καρδιά του και θα θέσει σε κίνδυνο το παράτολμο σχέδιο των γκάνγκστερς.
Πρόκειται για μία από εκείνες τις περιπτώσεις που στον βούρκο του υποκόσμου, κρύβονται εκείνες οι ηθικές αξίες που είναι ικανές να δημιουργήσουν ιδιαίτερες φιλικές έως και αδελφικές σχέσεις (που επίσης συναντάμε εδώ) αλλά συνήθως σχέσεις στοργής, που δύναται να συγκριθούν μόνο μεταξύ πατρός και υιού. Σε μια πολύ λιγότερης έντασης και πάθους εκδοχή του Un Prophet, ο απομακρυσμένος από την φαμίλια του νέος, που έχει κατρακυλίσει στην παρανομία, με ευχαρίστηση θα δεχτεί την θαλπωρή του όχι ιδιαίτερα γλυκόλογου, απότομου και κυκλοθυμικού Μπρένταν. Η ιδιομορφία του σεναρίου, περισσότερο παίζει με την πιθανή ανατροπή, ο τύποις γονιός να την έχει στημένη στον εικοσάρη, στοιχείο που βαθμηδόν ανεβάζει ποσοστά να συμβεί, μέχρι που φτάνουμε στην τελική σεκάνς, όπου λύνεται επιτέλους το σασπένς ερώτημα, για το αν όλα ήταν ένα παιχνίδι που θα επέφερε περισσότερο κέρδος.
Με ικανή σκηνοθετική ματιά ο πρωτόπειρος Avery, στήνει μια αξιόλογη πρώτη πράξη εντός της φυλακής, θυμίζοντας περισσότερο κλίμα από βρετανικό Starred Up, με το που φεύγει η κάμερα όμως από το φρέσκο, σαν κάπου να μπερδεύεται θεματικά, μιξάροντας το crime, με το ρομάντζο και το heist με το κοινωνικό δράμα, ουσιαστικά μην καταλήγοντας ποτέ σε κάποιο σαφή ορίζοντα. Στα θετικά του Son Of A Gun, οπωσδήποτε εντάσσεται η μονίμως έντεχνα υπερφωτισμένη κινηματογράφηση, χαρακτηριστικό στοιχείο σχεδόν όλων των προερχόμενων από την Ωκεανία αντίστοιχων παραγωγών, μα και το επιλεγμένο κάστινγκ, με εξαίρεση τον διασημότερο των αστέρων που συμμετέχουν, ο οποίος εδώ κάνει μια από τις πλέον άστοχες εμφανίσεις της πολύ καλής του καριέρας.
Για πες: Κι αυτό διότι ο McGregor, ανακατεύοντας Σκωτσέζικα με αυστραλέζικη προφορά, μάλλον προς το γλαφυρό τείνει, γεγονός που δεν αναστρέφει με την εκφραστική του δεινότητα, σε αντίθεση με τον ταλαντούχο Brenton Thwaites, που βγάζει στην ματιά του την πρέπουσα μελαγχολία του ζορισμένου και δίχως ορατό μέλλον νέου. Από την δική της μεριά η έκπληξη του Ex Machina, Σκανδιναβή Alicia Vikander, μάλλον προς το μισκάστ τείνει, άσχετα αν παρουσία του χαρακτήρα της, η ταινία αρχίζει να ρετάρει, όχι επιβαρύνοντας κατά ανάγκη την ίδια, μα περισσότερο το σενάριο που δεν ψάχνει για ξεκάθαρο προορισμό.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 28 Μαΐου 2015 από την Seven / Spentzos