Ελληνικό Box Office 23 - 26 Μαρτίου 2017 by OPTOMA


Φιλμ
Διανομή
Wks Αίθουσες
4ήμερο Ελλάδας
Σύνολο Ελλάδας
1
Beauty And The Beast
Feelgood Ent.
2
221
37.138
117.649
2
Get Out
UIP
2
51
11.412
36.319
3
Power Rangers
Odeon
1
63
9.484
9.484
4
Kong: Skull Island
Tanweer
3
36
6.755
91.941
5
Logan
Odeon
4
28
5.874
174.268
6
All Nighter
Tanweer
1
29
3.161
3.161
7
Suburra
Strada Films
1
11
2.977
2.977
8
Juste la fin du monde
Seven Films
1
11
2.682
2.682
9
The LEGO Batman Movie
Tanweer
7
40
2.086
71.355
10
Πλατεία Αμερικής
Feelgood Ent.
1
13
1.656
1.656


Περισσότερα... »

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) PosterΤο Αουτσάιντερ
του Christophe Barratier. Με τους Arthur Dupont, François-Xavier Demaison, Sabrina Ouazani, Tewfik Jallab, Thomas Coumans, Sören Prévost, Franz-Rudolf Lang, Luc Schiltz, Mhamed Arezki


Απληστία
του zerVo (@moviesltd)

Κάθε τέσσερα χρόνια και μια καινούργια ταινία είναι η περιοδικότητα που έχει ορίσει για την δημιουργικότητα του ο Γάλλος σκηνοθέτης Christophe Barratier, που με το ντεμπούτο του είχε αφήσει εξαιρετικές υποσχέσεις για μια πολύ σπουδαία καριέρα. Και όχι άδικα αφού το Les Choristes (είχε προβληθεί και αυτό σε μια από τις πρώτες εκδοχές του Γαλλόφωνου Φεστιβάλ, ενώ ο πρωταγωνιστής του Gerard Jugnot είχε παραβρεθεί στην επίσημη πρεμιέρα του στην Αθήνα) αποτελεί μια από τις πιο όμορφες στιγμές του τρικολόρ σινεμά για την πρώτη δεκαετία του μιλένιουμ, έχοντας φτάσει μάλιστα ίσαμε τις Οσκαρικές υποψηφιότητες, σε δύο κατηγορίες, καλύτερης ξενόγλωσσης παραγωγής και καλύτερης μουσικής επένδυσης. Η πορεία του 53χρονου κινηματογραφιστή εντέλει δεν ανταποκρίθηκε των προσδοκιών με τις επόμενες ταινίες του, Faubourg 36 και La Nouvelle Guerre Des Boutons, να μην φτάνουν ποτέ στα επίπεδα της πρώτης. Το L'Outsider είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους δημιουργία του και παρότι ενδιαφέρουσα, εκτιμώ η πιο αδύναμη ποιοτικά όλων.

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) Quad Poster
Το όνειρο κάθε φιλόδοξου χρηματιστή του Παρισιού, είναι κάποια στιγμή να καταφέρει να ανέβει τις γιγάντιες σκάλες που οδηγούν στα έγκατα των κτιρίων των κορυφαίων τραπεζικών ιδρυμάτων, εκεί που παίζεται και το πιο χοντρό παιχνίδι κέρδους. Όνειρο που θα κάνει πραγματικότητα στα 2005 ο νεαρός Ζερόμ Κερβίλ, κερδίζοντας μια θέση κατώτερου υπαλλήλου στην τράπεζα Societe General, μια εκ των 120 χιλιάδων παγκοσμίως, τρέφοντας πάντοτε μέσα του την ελπίδα θα αναρριχηθεί στην ιεραρχία της και να εξελιχθεί σε μεγάλο και τρανό μπρόκερ. Και πραγματικά έχοντας την καθοδήγηση του άριστου γνώστη των κινήσεων της αγοράς Κέλλερ, που θα τον πάρει υπό την εποπτεία του, ο Ζερόμ ταχύτατα θα εκτιμηθεί από τους ανωτέρους του σαν ιδιαίτερα φέρελπις χρηματιστής και θα κερδίσει επάξια ένα από τα σημαντικότερα και πλέον καίρια πόστα, που του δίνει την δυνατότητα να τζογάρει καθημερινά τεράστια ποσά, αποσκοπώντας σε ανάλογα θεόρατα κέρδη για τους εργοδότες του. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της δράσης του, θα γίνει σαφές σε όλους τους συναδέλφους του, πως οι μέθοδοι του υπέχουν τεράστιου ρίσκο και μια ενδεχόμενη αστοχία θα σημάνει απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για την τράπεζα. Όταν κάποια φορά γίνει επίσημη καταμέτρηση της χασούρας, τα μεγέθη θα είναι πολύ πιο μεγάλα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί ο απλός νους...

Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που έφτασε στα όρια της καταστροφής μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, πετυχαίνοντας με τις ενέργειες του να την βάλει μέσα ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά 4,7 δισεκατομμύρια ευρώ, νούμερο ιλιγγιώδες, που ειδικά στις δύσκολες ημέρες για την κεφαλαιαγορά που διανύουμε, με ευκολία μπορεί να βάλει λουκέτο ακόμη και στις πιο γερών θεμελίων χρηματοπιστωτικές οικογένειες. Το σκάνδαλο της SG που συγκλόνισε το 2008 τις αγορές της Γαλλίας, δεν πετυχαίνει τα ίδια αποτελέσματα όμως, τοποθετημένο στο επίκεντρο του στόρι ενός φιλμ που παγιδεύεται μέσα στην ίδια του την ματαιοδοξία, να προβάλλει συμπυκνωμένο όλο το πάθος των μανιακών της stock market, για κέρδη και φούσκωμα μέχρι και ξεχείλωμα των λογαριασμών με ποσά που ξεπερνούν την φαντασία. Στην απεικόνιση πάνω στους συνδεδεμένους με τις αγορές ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όλα αυτά τα νούμερα μοιάζουν με ιερογλυφικά στο μυαλό του άμαθου θεατή, που δεν έχει την γνώση για το πότε είναι το σωστό να ψωνίζεις και να πουλάς, άρα οι ορολογία που χρησιμοποιούν οι λουσμένοι στον κρύο ιδρώτα ρισκαδόροι, δεν μπορεί να περάσει με ευκολία και να αγκαλιάσει την αδαή πλατεία. Δεν είναι βλέπεις και όλοι Scorsese για να δημιουργήσουν ταινία χρηματιστηριακής δράσης και να μην πνίξουν τον αναγνώστη τους σε ποσοστά, αριθμούς, νούμερα και ψηφία...

Ο Barratier προσπαθεί πάντως να κτίσει ένα ανθρώπινο υπόβαθρο γύρω από την βασική του περσόνα, που υποδύεται ο ταλαντούχος Arthur Dupont με συνέπεια και τόλμη. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην στιγμή που γίνεται αντιληπτό πως δεν πρόκειται για έναν απλό ανθρωπάκο, για έναν υπάλληλο εταιρίας που κάνει τα πάντα για να πάει το μαγαζί του μπροστά. Ο Κερβίλ είναι ένα ντόμπερμαν, ένας λυσσασμένος σκύλος που νοιάζεται μόνο για σκορ με θετικό πρόσημο και πολλά μηδενικά ψηφία στο κλείσιμο τους. Στην αγωνιώδη του ετούτη μάχη, λησμονεί πως έχει γονείς, φίλους, συντροφιές, μια μνηστή που τον καρτερεί υπομονετικά στο σπίτι, γίνεται ένα παθιασμένα άπληστο ζόμπι, ένας ζωντανός νεκρός που δεν έχει κάτι να κερδίσει τόσο ο ίδιος, όσο η πουλημένη στον διάβολο του χρήματος ψυχή του, αν κατορθώσει να πετύχει το μεγάλο, το σπουδαίο ντιλ. Από αυτή του την έκφανση Το Αουτσάιντερ (λογικός ο τίτλος, κανείς δεν του το είχε του μικρού για καταστροφέα) αποσπά τα περισσότερα κέρδη του, όταν γίνεται πιο γήινο και απτό, αφού ντυμένο μια πιο θρίλερ φορεσιά, κτίζει το πορτρέτο του μισαλλόδοξου μανιοκαταθλιπτικού τύπου, που παραλίγο να τινάξει στον αέρα τα ισοζύγια της δεύτερης σημαντικότερης οικονομικά δύναμης της ΕΕ.

Το Αουτσαϊντερ (L'Outsider) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) PosterΕκείνο το Καλοκαίρι
του Mikhaël Hers. Με τους Anders Danielsen Lie, Judith Chemla, Marie Rivière


Ηλιόλουστη Μελαγχολία
του zerVo (@moviesltd)

Με τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας ενός λατρεμένου προσώπου καταπιάνεται στην καινούργια του δημιουργία, ο σαραντάχρονος Γάλλος σκηνοθέτης Mikhael Hers. Πρόκειται για την πέμπτη απόπειρα μεγάλου μήκους του αξιόλογου κινηματογραφιστή, που με τις προηγούμενες του - καμία δεν έχει προβληθεί με επίσημη διανομή στην χώρα μας - έχει ταξιδέψει στα μεγαλύτερα φιλμικά ραντεβού της Ευρώπης. Από αυτά έχει φύγει έχοντας πάντοτε στις αποσκευές του ένα σημαντικό τρόπαιο, κάτι που συνέβη και στην Angers το 2007 για το Charell και στις Κάννες το 2009 για το Montparnasse και στο Locarno το 2010 για το πιο γνωστό μέχρι στιγμής πόνημα του Memory Lane. Το Ce Sentiment De L'Ete υπήρξε κατά την περσινή χρονιά υποψήφιο για το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ του Rotterdam στην Ολλανδία.

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) Quad Poster
Ανείπωτη τραγωδία! Μια καλοκαιρινή ημέρα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή προειδοποίηση από κάποια ενόχληση στην υγεία της, η τριαντάχρονη Σάσα, επιστρέφοντας από το Βερολινέζικο στούντιο που ανέπτυσσε τις αρτιστικές της  θα αφήσει παντελώς ξαφνικά την τελευταία της πνοή, βυθίζοντας στο πένθος τα αγαπημένα της πρόσωπα. Τόσο τον ευρισκόμενο πλέον σε απόγνωση Λόρενς, που νιώθει το σπιτικό τους αδειανό, μετά από μια πενταετία κοινής συμβίωσης, όσο και την νεαρότερη αδελφή της Ζόε, που διαμένει στην πρωτεύουσα μαζί με τον μονίμως ευδιάθετο και καλοσυνάτο σύζυγό της και το ανήλικο αγοράκι τους. Καθώς οι εποχές θα κυλούν, οι δύο πιο κοντινοί στην θανούσα άνθρωποι, θα κληθούν να ζυγίσουν από την αρχή τις ζωές τους, ώστε να προσπεράσουν, το ακαριαίο και αναπάντεχο κτύπημα της μοίρας.

Κατόπιν του άδειου από λόγια πρώτου τρίλεπτου, που η κινούμενη κάμερα ακολουθεί κατά πόδας την δύσμοιρη γυναίκα της σύνοψης, τα πάντα στρέφονται πλέον σε αυτούς που μένουν πίσω, που πλέον πρέπει να ζυγίσουν το ρητό πως η ζωή συνεχίζεται, ψάχνοντας τους δικαιότερους τρόπους για να μην λησμονήσουν την απελθούσα και να την θρηνήσουν όπως της πρέπει. Χρονικά το σύνολο σπάει σε τρεις διαφορετικές περιόδους που έχουν απόσταση μεταξύ τους ενός έτους, προτάσσοντας ακόμη μια ιδιαιτερότητα, τον τόπο που εξελίσσεται η πλοκή. Από την Γερμανική πρωτεύουσα, την επόμενη θερινή πάντοτε σεζόν το θέμα ταξιδεύει στο Παρίσι (και σε κάποιες λίγες στιγμές στην εξοχική κατοικία των γονιών της Σάσα στο πανέμορφο Αννεσί) για να κλείσει ο κύκλος, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στην Νέα Υόρκη, την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και θα είναι εκείνη που θα δώσει στους προβληματισμένους χαρακτήρες την ευκαιρία αναζωογόνησης που επιζητούν.

Στον ένα πόλο βρίσκουμε τον σύντροφο της πρόωρα χαμένης, που έτσι κι αλλιώς αναζητά από πριν μια ταυτότητα στην πορεία του, που ακόμη δεν έχει καταφέρει να την βρει, ασχολούμενος περιστασιακά είτε σαν συγγραφέας είτε σαν μεταφραστής. Από την άλλη μεριά η αδελφή που έμεινε μόνη της, μάλλον δεν δείχνει ακόμη έτοιμη να εγκαταλείψει για πάντα την νιότη για να ντυθεί το ρούχο της σοβαρής οικογενειάρχη, ενθυμούμενη τις ανέμελες στιγμές που περνούσε μαζί με το αίμα της. Ο έξοχος καιρός που συντροφεύει και τους δύο, ο καταγάλανος ουρανός, οι πολύ καλές συνθήκες, έρχονται σε αντιδιαστολή με  το πένθος και την μουντάδα των ψυχών, δημιουργούν όμως τις προϋποθέσεις εκείνες που ζητούνται για να στηθεί ένα καλύτερο αύριο. Μελαγχολικό αναμφίβολα το ενενηντάλεπτο, τονίζει όμως το ρητό με τον χρόνο και την γιατρειά των ψυχών που έχουν τυλιχτεί από την θλίψη. Δυνατό συστατικό της αφήγησης οι αληθινές ερμηνείες, κυρίως του Νορβηγού Anders Danielsen Rye, που είναι ρεαλιστικότατος στην έκφραση του, αποδίδοντας τον ταλαιπωρημένο από την απότομη φυγή της αγαπημένης του άντρα.

Εκείνο το Καλοκαίρι (Ce sentiment de l'été) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Ακόμη δεν έχει προγραμματιστεί!
Περισσότερα... »

Φοβού τον Πεθερό (All Nighter) PosterΦοβού τον Πεθερό
του Gavin Wiesen. Με τους Emile Hirsch, J. K. Simmons, Kristen Schaal, Jon Daly, Taran Killam, Hunter Parrish, Analeigh Tipton, Shannon Woodward


Ο Γαμπρός σαν θα γεννηθεί...
του zerVo (@moviesltd)

Παραλλαγές σε ένα θέμα, η καλύτερη συνταγή για το Χόλιγουντ που έχει στερέψει εδώ και πολύ καιρό από ιδέες. Και αν αφορά μάλιστα στο είδος της κωμωδίας, αυτό το ξαναμπάλωμα, ξαναζέσταμα, ξανασερβίρισμα των ίδιων και των ίδιων τάχαμου διασκεδαστικών ιστοριών, γίνεται αδιάκριτα και χωρίς να υπάρχουν αναστολές από τους δημιουργούς, που δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα μην τυχόν και τους κατηγορήσει κανείς ως κραυγαλέους αντιγραφείς. Εντάξει, σύμφωνοι, δεν παίρνουν και το στυπόχαρτο να ξεπατικώσουν ολόκληρο έργο, προσθέτουν μια πινελιά από δω, μια κουτσουλιά από εκεί και νάσουτο το εντελώς διαφορετικό ταινιάκι, χιουμοριστικό και κεφάτο. Κι αν σου θυμίζει η υπόθεση του κάτι παρόμοιο παρελθοντικό, ε, οκ δεν έγινε και τίποτα, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη, θα σου αντικρούσουν με στόμφο. Φοβού τον Πεθερό λοιπόν, γράφει η μαρκίζα... Χμ... Δεν παίζει λες ο De Niro σε ρόλο ΕΣΑτζή father in law? Για κάνω λάθος?

Φοβού τον Πεθερό (All Nighter) Quad Poster
Έξι ολόκληροι μήνες έχουν περάσει από εκείνο το καταστροφικό ραντεβού γνωριμίας, σε πανάκριβο ρεστοράν,  του τεμπελάκου και μπατίρη μουσικού Μάρτιν, με τον πατέρα της καλής του, Κύριο Γκάλο, έναν αυταρχικό, είρωνα, σνομπ, πολυάσχολο και πάμπλουτο εργασιομανή επιχειρηματία με έδρα την Γενεύη, που από την πρώτη στιγμή δεν είδε με καθόλου καλό μάτι την ερωτική επιλογή της θυγατέρας του. Έξι μήνες που στην κυριολεξία έχουν διαλύσει τα πάντα όμως, καθώς η Τζίνι, έχει εγκαταλείψει τον ελάχιστα φιλόδοξο Μάρτιν, για τα μάτια ενός εύπορου Μίστερ Ράιτ, βυθίζοντας τον ακόμη περισσότερο στην κατάθλιψη και την εσωστρέφεια, να παραμένει κλεισμένος στο βρωμερά ακατάστατο διαμέρισμα του, διαλυμένος ψυχικά και δίχως το παραμικρό κέφι για να ασχοληθεί με το μουσικό όργανο που είναι σολίστας, το κάντρι σύμβολο, μπάντζο...

Αναζητώντας σε ένα διάλειμμα των υποχρεώσεων του την κόρη του, ο Κύριος Γκάλο κι έχοντας χάσει τα ίχνη της, θα κτυπήσει την πόρτα του πρώην της (όπως θα πληροφορηθεί) μην τυχόν κι εκείνος γνωρίζει το που βρίσκεται. Η αρνητική απάντηση που θα πάρει από τον νεαρό, θα τον ανησυχήσει ακόμη περισσότερο, μιας και δεν ξέρει καν προς τα που να στραφεί και να την αναζητήσει σε ολάκερο Λος Άντζελες. Γι αυτό, μολονότι κι ο ίδιος δεν το κρίνει σαν την καλύτερη ιδέα, θα ζητήσει την βοήθεια του τσαπατσούλη Μάρτιν, ώστε να τον οδηγήσει στα στέκια που εκείνη σύχναζε, μην τυχόν και κάποιος θαμώνας μπορέσει να δώσει την οποιαδήποτε ένδειξη ικανή να αποκαλύψει τα ίχνη της...

Οπότε ο λιγομίλητος και απότομος Πεθερούλης καλείται να ενώσει δυνάμεις με τον αδέκαρο και όχι και τόσο έξυπνο Γαμπρούλη, για καλό όμως σκοπό, την εξεύρεση της υψηλομύτας κορασίδας, που την έκανε με ελαφριά πηδηματάκια, από την αγκάλη του ολημερίς στην ξάπλα μποέμ οργανοπαίκτη, για την σαφώς πιο ασφαλή και παραλίδικη του βασιλόπαιδου. Το ζήτημα που ορίζει και τον χιουμοριστικό άξονα πάνω στον οποίο κινείται το All Nighter (ο δεύτερος δανεισμός ιδέας, δηλαδή, από το Into The Night του Landis) είναι το ότι η συνύπαρξη των δύο διαφορετικής ηλικίας, σκεπτικής, συμπεριφοράς και δράσης αντρών, λογικά θα αναγκάσει τον ένα να ενεργήσει σύμφωνα με τις προσταγές του άλλου. Και ω του θαύματος, δεν θα είναι εκείνος ο προδομένος Μπαντζοπαίκτης, αλλά ο γηραιότερος, που μέσα σε ελάχιστα λεπτά πλοκής, θα απολέσει το πανάκριβο κοστούμι του, αντικαθιστώντας το με ροζουλί τι σερτ της Χάνα Μοντάνα (νομίζω...).

Η βόλτα μέσα στην νύχτα, στην αναζήτηση του σπιτιού της νεαράς, δεδομένα και λογικά θα στρέψει τους συμμετέχοντες (στο ντουέτο κάποια στιγμή προστίθεται και ένας πολυλογάς Τύπου Γαλιφιανάκης, που μάλλον χαλάει την συνοχή της αφήγησης) σε παράνομες πράξεις και ενέργειες, που θα συμπληρώσουν το φασαριόζικο από την μια και χαχανίστικο από την άλλη πακέτο, μιας καθαρόαιμης b-movie κομεντί, ιδιαίτερα χαμηλού κόστους, όπως και ιδιαίτερα χαμηλών απαιτήσεων. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που πίσω από την κάμερα βρίσκεται ο άσημος σχετικά Gavin Wiesen, που έξι χρόνια πριν είχε ασχοληθεί και πάλι με την κωμωδία, με εξίσου μέτρια αποτελέσματα, στο μη προβεβλημένο στα μέρη μας, The Art Of Getting By, με πρωταγωνίστρια την Emma Roberts, σε μια συμπτωματική εκλεκτική συγγένεια με το ίδιας, τωρινής, κυκλοφοριακής εβδομάδας Nerve, όπου η ξανθούλα βρίσκεται στο στάρινγκ.

Σε γενικές γραμμές πολύ λίγα πράγματα προσφέρει το φιλμάκι στον θεατή του, εξόν του εισαγωγικού ίντρο σκηνικού, βγαλμένου από τον Γαμπρό της Συμφοράς, που ένας Stiller με την γνωστή του γκριμάτσα θα είχε απογειώσει. Εδώ ο άνευρος και ασυμπαθής ανέκαθεν, Emile Hirsch δεν έχει πάνω το παραμικρό στοιχείο που θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκη ενασχόλησης της πλατείας μαζί του, υποδυόμενος τον οκνηρό, άεργο, κοιμήση και do not disturb από το χουζούρι μου, παρατημένο boyfriend. Αντιθέτως ο J.K. Simmons, ο λατρεμένος ετούτος ρολίστας, ντυμένος την στολή που του ταιριάζει απόλυτα, εκείνη του πειθήνιου μεσήλικα που δεν σου δίνει την δυνατότητα για πολλά πολλά μαζί του, όπως την έραψε από την εποχή του Σπαίντερμαν μέχρι τις Whiplash ημέρες μας, είναι και ο μοναδικός σοβαρός λόγος για να ρίξεις οβολό σε ένα φιλμ, που πίσω θα σου επιστρέψει λιγότερα από όσα ενδεχόμενα καρτεράς. Άστο για το βίντεο το λοιπόν...

Φοβού τον Πεθερό (All Nighter) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Tanweer
Περισσότερα... »

Κάποια να με Προσέχει (The Carer) PosterΚάποια να με Προσέχει
του János Edelényi. Με τους Brian Cox, Anna Chancellor, Emilia Fox, Coco König, Karl Johnson, Selina Cadell, Andrew Havill, Roger Moore


To Be, To Be...
του zerVo (@moviesltd)

Δεν είναι και τόσο εύκολα εξηγήσιμο το φαινόμενο της ύπαρξης αρκετών φιλμς που επεξεργάζονται ακριβώς το ίδιο θέμα, της σχέσης ανάμεσα σε έναν ανήμπορο ασθενή και τον άνθρωπο που έχει αναλάβει να τον φυλάει, ενώ ακόμη πιο δύσκολο να εξηγηθεί είναι το πως καταφέρνει αυτό το όχι και τόσο πιασάρικο είναι η αλήθεια ζήτημα - δεν αποτελεί και την πρώτη επιλογή για το κοινό, να αποτυπωθεί στο εκράν φαντάζομαι, η εικόνα ενός αρρώστου - να έχει μια άξια αναφοράς εμπορική απήχηση στα box office. Με πιο δοξασμένη να έρχεται πρόχειρα στο μυαλό την περίπτωση των Φραντσέζων Les Intouchables, που εντός ολίγου θα αποκτήσουν την αγγλόφωνη εκδοχή τους, μπορούμε να θυμηθούμε ακόμη την καταπληκτική περίπτωση του επίσης Γαλλικού, αλλά και διαφορετικού ύφους, De Rouille Et D'Os, όπως και του πιο πρόσφατου Me Before You, που ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, χάρη στην στάση που πήρε στο ζήτημα της εθελούσιας ευθανασίας. Μια πιο γλαφυρή και ανάλαφρη ιδέα είναι αυτή που προτείνει η Βρετανικής κοπής, δια χειρός Μαγυάρου μαέστρου, περίπτωση του The Carer.

Κάποια να με Προσέχει (The Carer) Quad Poster
Ελάχιστοι Σεξπιρικοί ερμηνευτές, έχουν γνωρίσει τέτοια μεγαλεία και δόξες όσες έχει βιώσει ο Σερ Μάικλ Γκίφορντ, το ζωντανό, ακόμα, τοτέμ του θεάτρου της Γηραιάς Αλβιόνας, αφού δεν έχει υπάρξει ούτε ένας ρόλος γραμμένος από τον κορυφαίο Βάρδο που δεν τον έχει αποδώσει με τεχνική αρτιότητα, στο διάβα μιας καριέρας μεγαλύτερης του μισού αιώνα. Γηρασμένος πλέον ο κορυφαίος ηθοποιός και έχοντας μπει στην τελική ευθεία της ζωής του, κτυπημένος από την νόσο του Πάρκινσον που τον έχει καταβάλλει και του έχει στερήσει την ικανότητα να αυτοσυντηρείται, έχει αποσυρθεί στην εξοχική του έπαυλη στην ύπαιθρο του Κεντ, εκεί που ολημερίς συνυπάρχει με τις θύμησες μιας πραγματικά θριαμβευτικής καριέρας.

Αποφασισμένη να δώσει ένα τέλος στην ταλαιπωρία που ζει τον τελευταίο καιρό με την δύσκολα διαχειρίσιμη κατάσταση του πατέρα της, που ολοένα και χειροτερεύει, η κόρη του βετεράνου ηθοποιού, Σοφία, θα πάρει το ρίσκο να προσλάβει μια γυναίκα, που θα τον προσέχει, θα τον παρακολουθεί σε οτιδήποτε χρειαστεί και θα τους κρατά συντροφιά στις μοναχικές ώρες της ημέρας του. Ο κλήρος θα πέσει στην άμαθη και άπειρη ως αποκλειστική, Ντορότια, νεαρή μετανάστη από την Ουγγαρία, που χάρη στο κοινό της ενδιαφέρον με τον γέρο παράξενο που φροντίζει, μιας και το όνειρο της είναι να πατήσει και να εδραιωθεί στο θεατρικό σανίδι, θα αναπτύξει μαζί του μια σχέση τρυφερή και ευαίσθητη, μολονότι εξ αρχής κάτι τέτοιο διαφαινόταν κυριολεκτικά αδύνατον.

Αδύνατον σε ότι αφορά εκείνον, τον δύστροπο και κακεντρεχή παππού, που η άνοια έχει καταστρέψει ολοκληρωτικά τους τρόπους επικοινωνίας με το περιβάλλον του και που αντιλαμβανόμενος το εκ πρώτης όψης ξένο σώμα που πάνε να φορτώσουν δίπλα του, αντιδρά, γίνεται έξαλλος, ούτε διανοείται να αποδεχτεί την ανημπόρια του και συνεπώς την ανάγκη για άμεση χείρα βοηθείας. Το κοριτσάκι από την μεριά του, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να είναι ευγενικό και καλοπροαίρετο. Τον κουβαλάει πέρα δώθε τον γέροντα, του μιλάει, του κουβεντιάζει, τον κάνει βόλτες, ανάβει μαζί του κανά τσιγαράκι, τον αλλάζει πάνες, τον πλένει, τον ντύνει και ακεί που βρίσκει το κουμπί του, είναι που του παρασταίνει (έχοντας διαβάσει και δυο βιβλία του Ουίλιαμ) ήρωες που έχει υποδυθεί κατά το παρελθόν. Ε, δεν θέλει και παραπάνω ο θεατρικός θρύλος από το να πάρει κι εκείνος μπρος και να εκφωνεί με στόμφο και πομπωδώς τις ατάκες που μια φορά κι έναν καιρό τον έκαναν διάσημο.

Ευχάριστη, αλλά και αφελής κατά περιόδους, είναι η ηλιόλουστης αισθητικής ταινία που υπογράφει ο Ούγγρος Janos Edelenyi, ένας 70χρονος κινηματογραφιστής από την παραδουνάβια πανέμορφη αυτή χώρα, που έχει να επιδείξει μόλις δύο ταινίες μεγάλου μήκους στο παλμαρέ του. Ουσιαστικά η ιστορία που αφηγείται επικεντρώνεται κατ αποκλειστικότητα στην σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του Σεξπιρικού μύθου και του θαρραλέου μα και θρασύτατου ανερχόμενου υποκριτικού ταλέντου, σχέση που σε ελάχιστο χρόνο θα ορίσει ένα είδος εξάρτησης για τους δύο πόλους που την ορίζουν. Η πιτσιρίκα παίρνει από τον πεπειραμένο ερμηνευτή όλες εκείνες τις συμβουλές που τις χρειάζονται για να κάνει πράξη το καλλιτεχνικό όραμα της, ο ηλικιωμένος σε ανταπόδοση ρουφά ζωή από το κέφι και τα νιάτα της, κάνοντας κέφι με το ιδιδόμορφο αξάν την προφοράς της.

Πολύ σημαντικός ηθοποιός ο Brian Cox, που πλέον ειδικεύεται στην απόδοση ρόλων συνταξιούχου και απομάχου, εκμεταλλευόμενος την τεράστια εμπειρία που έχει αποκτήσει εδώ και πέντε (και βάλε) δεκαετίες, τόσο στο σινεμά κυρίως όμως στο θέατρο όπου αποτελεί σύμβολο της Βρετανικής σκηνής. Στους αντίποδες η μικρούλα Coco Konig, πραγματοποιεί το ντεμπούτο της αν μη τι άλλο με αξιοπρέπεια, αποδίδοντας την ανέμελη και τρυφερή νεανική περσόνα της The Carer, δείχνοντας πως διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που ενδεχόμενα θα της ανοίξουν τον δρόμο για μια μια θετική πρωταγωνιστική πορεία. Ταίριασμα ευχάριστο, που δεν πρόκειται ποτέ να χαλάσει τον θεατή του, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα του αφήσει και αναμνήσεις τέτοιες που θα του μείνουν αξέχαστες.

Κάποια να με Προσέχει (The Carer) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »

Ευτυχία PosterΕυτυχία
του Χρήστου Πυθαρά. Με τους Ξανθή Σπανού, Δημήτρη Αλεξανδρή, Θέμιδα Μπαζάκα, Σταύρο Συμεωνίδη, Μυρτώ Πανάγου, Γιάννη Μυλωνά, Κατερίνα Παπανδρέου, Χρήστο Στέργιογλου


Τα πράγματα ζορίζουν...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Όλα συμβαίνουν μες στο κεφάλι μας

Ο Χρήστος Πυθαράς γεννήθηκε το 1981. Κατηγορεί τη γιαγιά του και τα Σαββατοκύριακα μαζί της, που τον έμαθαν να αγαπά τα αιματηρά θρίλερ των 80s. Απόφοιτος σκηνοθεσίας κινηματογράφου από το Κολέγιο Καλών Τεχνών του Εδιμβούργου. Έχει σκηνοθετήσει οκτώ μικρού μήκους ταινίες, τρεις θεατρικές παραστάσεις και βιντεοκλίπ. Βασικός εισηγητής των πρακτικών σεμιναρίων σκηνοθεσίας του Filmschool.gr. H «Ευτυχία» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.

Ευτυχία Quad Poster
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 40 μέρες, το μοντάζ της κράτησε σχεδόν έναν χρόνο και το συνολικό της μπάτζετ έφτασε μόλις τις 10.500 ευρώ! Την πρεμιέρα της την έκανε στις... «Νύχτες Πρεμιέρας», στο φεστιβάλ δηλαδή του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ακολούθησε η προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Την Πέμπτη 23 Μαρτίου βγαίνει σε έναν κινηματογράφο, στην Αθήνα, χωρίς εταιρία διανομής από πίσω της. Και προσεχώς, θα λάβει μέρος στο φεστιβάλ Bafici του Μπουένος Άιρες.

Η υπόθεση: Η Άννα είναι μια νεαρή γυναίκα που καταναλώνει τον ελεύθερο χρόνο της στο facebook. Νιώθει μοναξιά ανάμεσα σε φίλους, συνεργάτες και συγγενείς. Δυσκολεύεται να έχει κοινωνική ζωή και τις περισσότερες φορές κατασκευάζει ψέματα για πάρτι και εκδρομές που δεν έχει πάει. Η ερωτική της ζωή επίσης περιορίζεται σε ιντερνετικές απολαύσεις. Μεταξύ του σπιτιού της και του φωτογραφείου στο οποίο δουλεύει, κάνει σύντομες στάσεις στο ψιλικατζίδικο για να «κλέψει» τσίχλες και στο σπίτι της μητέρας της που δεν σταματά ποτέ να φροντίζει τα λουλούδια της αλλά δεν φροντίζει την Άννα. Ξαφνικά, εμφανίζεται ένας άντρας με κόκκινο μπουφάν που μοιάζει να την παρακολουθεί συνεχώς. Κάθε στοιχείο της ζωής της αρχίζει να γίνεται δυσβάσταχτο υπό την πίεση του κόκκινου μπουφάν και η εμμονή της να εντοπίσει αυτόν τον άντρα παίρνει την μορφή ψύχωσης. Και της αφήνει και χαρτάκια post-it με αντίστροφη μέτρηση. Η Άννα αρχίζει να υποψιάζεται τους πάντες γύρω της. Ποιος και γιατί την τυραννάει; Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο;

Η άποψή μας: Αυξάνονται και πληθύνονται οι ταινίες είδους στην Ελλάδα της κρίσης, κι αυτό είναι ένα καλό νέο. Η συγκεκριμένη είναι αξιοθαύμαστη για πάρα πολλούς λόγους. Κυρίως επειδή κατορθώνει να αρθρώσει έναν πολύ ξεκάθαρο κινηματογραφικό λόγο με πενιχρά μέσα παραγωγής, ακολουθώντας πρακτικές diy και gorilla film-making! Ο Πυθαράς δεν κρύβει τις κινηματογραφικές επιρροές του. Η «Αποστροφή» και ο «Ένοικος» του Roman Polanski ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στην ταινία του, όπως επίσης το «Μια γυναίκα δαιμονισμένη» του Andrzej Zulawski αλλά και το «Μετά τα μεσάνυχτα» του Nicolas Roeg.

Αλλά ο άνθρωπος δεν μιμείται: οι αναφορές του είναι καλά χωνεμένες κι αυτό που κάνει είναι ολότελα δικό του. Σκιαγραφεί μια απτή, σημερινή, ολοζώντανη πραγματικότητα μέσα από την διαστρεβλωμένη οπτική μιας νεαρής γυναίκας που χάνει τη λογική της, μιας που δεν μπορεί να «ταιριάξει». Αυτή η πραγματικότητα της προκαλεί κνησμό: θέλει να διώξει από πάνω της όλα όσα την καταπιέζουν, όλα όσα τη βαραίνουν, αλλά δεν μπορεί. Θέλει αγάπη, θέλει φροντίδα, θέλει αλήθεια, αλλά δεν τη βρίσκει. Κι αφού δεν τη βρίσκει εκεί έξω, τη... βρίσκει μόνη της. Αυνανισμός μπροστά από μια οθόνη υπολογιστή: τόσο τρομαχτικό και πλέον τόσο συχνό που καταντά κλισέ! Αυτό που όλοι μας το ανεχόμαστε και το βαφτίζουμε ζωή η Άννα δεν το αντέχει. Και ξεσπάει. Και σωματοποιεί το άγχος της, τους φόβους της, τον εγκλωβισμό της, στο πρόσωπο ενός τύπου που φοράει κόκκινο μπουφάν και της στέλνει post-it κάθε μέρα, με νούμερα σε αντίστροφη μέτρηση.

Είναι εξαιρετική η Ξανθή Σπανού στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Βγάζει όλη της υστερία αλλά και ταυτόχρονα όλη την απελπισία του σύγχρονου ανθρώπου. Μικρή το δέμας μεν αλλά πάρα πολύ δυνατή και έξυπνη ταινία, με λειτουργική κινηματογραφοφιλία, εξαιρετικό σάουντρακ και πολύ εύστοχη χρήση της κινηματογραφικής γλώσσας. Μικρό διαμαντάκι λέμε! Ευτυχείτε, που λέει και ο τοίχος σε ένα πλάνο της ταινίας. Αν υπάρχει ευτυχία. Αν υπάρχει ο τοίχος...

Ευτυχία Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από Ανεξάρτητη διανομή
Περισσότερα... »

Το κρύο της Τραπεζούντας (Kalandar Sogugu) PosterΤο κρύο της Τραπεζούντας
του Mustafa Kara. Με τους Haydar Sisman, Nuray Yesilaraz, Hanife Kara, Ibrahim Kuvvet, Temel Kara


Στα βουνά του Πόντου!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Άνθρακες ο θησαυρός (;)

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Mustafa Kara, οχτώ χρόνια μετά την πρώτη του, το «Umut adasi» (2015). Η ταινία «Το κρύο της Τραπεζούντας», αν και παραγωγή του 2015, ήταν η επίσημη υποψηφιότητα της Τουρκίας για τα ξενόγλωσσα Όσκαρ του 2016, δεν μπόρεσε όμως να μπει στις τελικές υποψηφιότητες και να διεκδικήσει το αντίστοιχο βραβείο που δόθηκε πριν περίπου ένα μήνα.

Το κρύο της Τραπεζούντας (Kalandar Sogugu) Quad Poster
Η ταινία Kalandar Sogucu προβλήθηκε σε μια σειρά από φεστιβάλ, όπως: του Τόκιο, της Αντάλια, της Ανζέ, του Αμβούργου, της Χάιφας. Και στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης βραβεύτηκε με την Χρυσή Τουλίπα καλύτερης σκηνοθεσίας, αλλά και με τα βραβεία καλύτερης διεύθυνσης φωτογραφίας, μοντάζ και α' ανδρικού ρόλου (στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα).

Η υπόθεση: Η ζωή του Μεχμέτ ξύνει τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Ζει σε ένα εξαθλιωμένο ορεινό χαμόσπιτο στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας (όχι της πόλης, αλλά της περιοχής), συντροφιά με την γριά μάνα του, την εξουθενωμένη και απελπισμένη σύζυγό του και τα δυο παιδιά του. Τα λιγοστα ζωντανά που εκτρέφουν, δεν τους παρέχουν παρά ελάχιστα. Το λογικό θα ήταν να έβρισκε κάποια δουλειά στο κοντινό ορυχείο όπως τον πιέζει η οικογενεία του για να πληρώσει τα αμέτρητα χρέη του, αλλά ο Μεχμέτ γυρνάει τα βουνά μόνος του αναζητώντας με μανία, εκείνη την χρυσοφόρο φλέβα που θα τους λύσει τα προβλήματα μια για πάντα...

Η άποψή μας: Ρε τους άτιμους τους Τούρκους. Τι σινεμά είναι αυτό που διαθέτουν ρε παιδιά. Προφανώς παράγουν και ταινίες ευρείας κατανάλωσης που... βλέπονται: αυτό γίνεται αντιληπτό και από τα σίριάλ τους – όλα με υψηλά κατασκευαστικά στάνταρ, που πιάνουν το σφυγμό του πόπολου. Γυρίζουν όμως και κάτι ταινίες – ψιλοβελονιές, απίστευτες! Όπως τούτη εδώ! Ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα! Που – να το επισημάνουμε αυτό εδώ προς αποφυγή παρεξηγήσεων – δεν είναι σινεμά για τα μούλτιπλεξ. Δεν είναι σινεμά για τις μάζες. Δεν είναι εμπορική ταινία βρε παιδί μου, πως να το πούμε διαφορετικά. Είναι μια ταινία, όμως, που τη βλέπεις και λες: να, αυτή είναι μια χορταστική φέτα ζωής.

Η ταινία του Kara είναι σαφέστατα ταινία μυθοπλασίας, κρατάει όμως και πολύ έντονα στοιχεία ντοκιμαντέρ. Ο φακός του παρακολουθεί τη ζωή των ηρώων του αλλά παρακολουθεί και τη φύση στο διάβα των τεσσάρων εποχών ενός χρόνου. Η οικογένεια ζει... εκτός σχεδίου πόλης, σε ένα αυθαίρετο χαμόσπιτο, σε οροπέδιο, μακριά από τον πολιτισμό, χωρίς ρεύμα, μαζί με τα λίγα οικόσιτα ζώα που διαθέτει. Για να καταλάβετε: η φωτιά που ζεσταίνει το σπίτι βρίσκεται στη μέση του κοινόχρηστου χώρου, εκεί που καίγονται τα ξύλα: ούτε σόμπα, ούτε τζάκι, ούτε καλοριφέρ εννοείται. Καταγής. Όπως τα στρώματα, το τραπέζι, το νοικοκυριό. Για να κάνει μπάνιο η σύζυγος του πρωταγωνιστή, η Χατιφέ, πηγαίνει στον στάβλο. Εκεί κάνει ζέστη, εκεί, δίπλα στις αγελάδες που αφοδεύουν και κατουράνε, εκεί πλένεται και καθαρίζεται. Κι ο στάβλος είναι κάτω από το σπίτι: σηκώνοντας σανίδια ο Μεχμέτ μπορεί να δει τι γίνεται μέσα στο στάβλο. Έτυχε να δω τούτη την ταινία την ίδια μέρα που είδα σε dvd το «Η μάγισσα» (The Witch, 2015) του Robert Eggers. Και οι δύο ταινίες είχαν σπουδαία, αριστουργηματική διεύθυνση φωτογραφίας και οι δύο ταινίες παρουσίαζαν τη φύση ως χαρακτήρα και μεγαλειωδώς. Μόνο που ενώ στην τούρκικη ταινία η φύση απλά υπάρχει, χωρίς να ενδιαφέρεται (ίσα – ίσα, αδιαφορεί) για το ανθρώπινο δράμα, στην ανεξάρτητη αμερικάνικη ταινία, στο πλαίσιο του παγανιστικού της κλίματος και της θρίλερ χροιάς της, ενέχει εντέλει το ρόλο του αντιχριστιανικού κακού.

Αυτό που πετυχαίνουν οι δύο διευθυντές φωτογραφίας στην τούρκικη ταινία, ο Cevahir Sahin και ο Kürsat Üresin, είναι μυθικό! Απίστευτη ομορφιά ρε παιδί μου, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το διηγείσαι. Με φυσικό φως μέσα στο σπίτι, βράδυ, με μόνο τη φωτιά να καίει. Μέσα στο όρυγμα, σε σκοτάδι, με την αξίνα να γδέρνει το εσωτερικό του βουνού και να πετάγονται σπίθες. Πάνω στο οροπέδιο, σύννεφα, σε σχηματισμό που δεν πιστεύεις στα μάτια σου ότι θα μπορούσες ποτέ να δεις. Σαλιγκάρια να κατακλύζουν τα πάντα μετά από βροχή. Απόλυτη αρμονία ανθρώπου και φύσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η σχέση αυτή δεν είναι δύσκολη! Και να ο λύκος που τρώει τις κατσίκες του γείτονα και να το χιόνι που σκεπάζει σχεδόν τα πάντα και να το κρύο που δεν αντέχεται. Εξαιρετική αίσθηση καδραρίσματος, απαράμιλλη πλανοθεσία, οι άνθρωποι ζωγραφίζουν!

Ο ήρωας της ταινίας μας, ο Μεχμέτ, είναι τυχοδιώκτης κατά μία έννοια. Πάμφτωχος, νιώθει πως για να ξεφύγει από τη φτώχεια του δεν μπορεί να βασιστεί στη χειρωνακτική εργασία. Να πάει να πιάσει δουλειά στο παρακείμενο ορυχείο. Ξέρει πως αυτός είναι ο σίγουρος τρόπος να διαιωνίσει τη φτώχεια του. Εννοείται πως αν δουλέψει έτσι όπως επιθυμούν όλοι γύρω του, τουλάχιστον δεν θα αυξήσει τα χρέη του. Δεν τον αρκεί αυτό. Κι επειδή μια φορά είχε σταθεί τυχερός, ψάχνει στις σπηλιές και στα ανοίγματα του βουνού, μπας και βρει χρυσάφι κι άλλα πολύτιμα μέταλλα, που θα τον σώσουν από τη μοίρα του, από τη μοίρα του φτωχού. Όχι, δεν τα καταφέρνει: αποτυχία. Όταν χειμωνιάζει και δεν μπορεί να ψάχνει στα βουνά, ρίχνει το βάρος του σε άλλη πιθανή πηγή πλουτισμού: τις ταυρομαχίες. Έχει έναν ταύρο, που η γυναίκα του τον σπρώχνει να τον πουλήσει για να μειώσουν τα χρέη τους, να πάνε το μικρότερό παιδί τους (που είναι mentally challenged, για να το θέσουμε πολιτικά ορθά) στο γιατρό, να πάρουν μια ανάσα. Όχι, ο Μεχμέτ έχει το σχέδιό του. Και ορκίζεται πως αν δεν πάει κι αυτό καλά, θα κάνει ό,τι του υποδείξει εκείνη. Θα παραιτηθεί. Θα συμβιβαστεί. Θα μπει στη σειρά...

Οι ρυθμοί είναι αργοί, τελετουργικοί, το άναμμα τσιγάρου έχει τη σημασία του, το άρμεγμα της αγελάδας είναι σημείο αναφοράς, το μάζεμα φρούτων επίσης. Και υπάρχουν και ιστορίες. Για τα παλιά χρόνια όπου στα συγκεκριμένα εδάφη ζούσαν Έλληνες. Και η γιαγιά μιλάει στα εγγόνια της για το μεγάλο, υπέροχο μοναστήρι, που το έκαψαν οι Τούρκοι και από τα ερείπιά του πήραν οικοδομικά υλικά και χτίσανε τα σπίτια τους. Και μιλάει για τους μωμόγερους, που όσοι είναι Πόντιοι (όπως εγώ) τους έχουμε ακουστά, μας έχουν διηγηθεί οι γονείς μας και οι παππούδες μας για αυτά τα τέρατα της τοπικής μυθολογίας. Ακούμε μουσική (ελάχιστη) αλλά με τόσο κοντινά ηχοχρώματα σε σχέση με την ποντιακή μουσική. Βλέπουμε το ζευγάρωμα του ανδρόγυνου στα βουβά, μουλωχτά, πνιχτά, καταγής. Βλέπουμε τα μαλώματά τους. Βλέπουμε πως στηρίζουν εντέλει ο ένας τον άλλο παρά τη δυστυχία τους. Και βλέπουμε και πως κυλάει η ζωή σε εκείνες τις περιοχές. Όλη η φάση με τις ταυρομαχίες θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει μιας πρώτης τάξεως ντοκιμαντέρ από μόνη της. Βλέπουμε τη γέννα ενός μοσχαριού. Βλέπουμε, βλέπουμε, βλέπουμε και δεν χορταίνουμε! Είναι εμπειρία η θέαση τούτης της ταινίας. Κι ενώ αν σε ρωτήσουν τι γίνεται στην ταινία νιώθεις πως ουσιαστικά δεν γίνεται κάτι, συμβαίνουν τόσα μα τόσα πολλά. Μικρός ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Το απόλυτο τίποτα ο φτωχός μέσα στον καπιταλισμό. Ευτυχώς που καμιά φορά οι ταύροι, έστω και ηττημένοι, χάνονται σε τρύπες χρυσαφένιες.

Τρομερή ταινία, με ερμηνείες από καταφανέστατα ερασιτέχνες ηθοποιούς, οι οποίοι δεν είχαν πρότερη υποκριτική πείρα, οι οποίοι για πρώτη φορά στάθηκαν μπροστά σε κινηματογραφικό φακό και οι οποίοι θα έκαναν χολιγουντιανούς σταρ να δακρύσουν! Όσοι τη δείτε (ενήλικες) θα τη θυμάστε για χρόνια (οι πιο υπομονετικοί). Και κάτι τελευταίο: ο σκηνοθέτης αποφασίζει στο φινάλε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη. Κάποτε οι φτωχοί αυτού του κόσμου πρέπει να δικαιώνονται κιόλας, έτσι; Κι αν προς το παρόν αυτό συμβαίνει μόνο στις ταινίες, καιρός είναι να αλλάζουν τα πράγματα και στην αληθινή ζωή...

Το κρύο της Τραπεζούντας (Kalandar Sogugu) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Neo Films
Περισσότερα... »

Θάρρος ή Αλήθεια (Nerve) PosterΘάρρος ή Αλήθεια
των Henry Joost, Ariel Schulman. Με τους Emma Roberts, Dave Franco, Machine Gun Kelly, Juliette Lewis, Emily Meade, Miles Heizer, Kimiko Glenn, Samira Wiley


Με μένα που θέλω να είμαι Θεατής, τι γίνεται?
του zerVo (@moviesltd)

Σε μια κάπως πιο απλοποιημένη φόρμα του πραγματικού κόσμου, σε έναν πιο επίπεδο, πιο φλατ που λέμε κοινωνικό περίγυρο, οι ταυτότητες που μοιράζονται στα μέλη του, ενδέχεται να είναι μονάχα δύο χρωματισμών. Και να ανταποκρίνονται στους συμμετέχοντες στις δραστηριότητες και στους παρατηρητές των στην θεωρία ενδιαφερόντων πεπραγμένων, εν ολίγοις όπως μας περιγράφει η κάπως μελλοντολογικού και gaming ενδιαφέροντος νεανική δημιουργία, σε Παίκτες και Θεατές. Φυσικά και οι πρώτοι, λόγω του κουράγιου που επιδεικνύουν φέροντας εις πέρας αποστολές ανταμείβονται αδρά και υλικά μα το κυριότερο αποσπώντας ολάκερη την δόξα, που σε πολλές περιπτώσεις δεν αγοράζεται με χρήμα. Οι δεύτεροι δε, οι πιο φοβιτσάρηδες να πούμε, δεν κινδυνεύουν να πάθουν τίποτα, αφού εθελοντικά παραμένουν εκτός στίβου, μακριά από μονομαχίες που πιθανόν θα τους βλάψουν, αλλά γι αυτήν τους την επιλογή, δεν κερδίζουν παράσημα ανδρείας, παρά μόνο πληρώνουν για να απολαύσουν τα ανδραγαθήματα των άλλων. Εγώ να σου πω την αλήθεια, Θεατής επιθυμώ να είμαι πάντα, όχι λόγω φόβου για το άγνωστο των προκλήσεων, αλλά από πεποίθηση. Βεβαίως να έχω να δω και κάτι ενδιαφέρον και όχι ένα φιλμάκι, ας πούμε σαν το Nerve, που ναι μεν στηρίζεται σε μια αξιόλογη ιδέα, στην εξέλιξη δεν την εκμεταλλεύεται ποτέ όμως, αφήνοντας την μισή...

Θάρρος ή Αλήθεια (Nerve) Quad Poster
Εξαιρετική μαθήτρια, από τα καλύτερα κορίτσια της τάξης, χαρισματική στο πάτημα του κουμπιού της φωτογραφικής της μηχανής και με προοπτικές να εξελιχθεί σε ικανότατη φωτορεπόρτερ είναι η Βίνους, μια όμορφη ξανθούλα, μα από τις λιγότερο δημοφιλείς παρουσίες του σχολείου, που προτιμά να απαθανατίζει τους καλογυμνασμένους της συμμαθητές με τον φακό της, παρά να τους εξομολογηθεί το ερωτικό της ενδιαφέρον. Ανασφάλεια που αυτομάτως την καθιστά αόρατη προς εκείνους, που προτιμούν τις πιο πεταχτούλες και τσαχπίνες του σχολείου και όχι τις χαμηλοβλεπούσες και συνεσταλμένες όπως αυτή. Μια κατάσταση που αναμένεται να αλλάξει μονομιάς, ενόσω θα πληροφορηθεί την ύπαρξη του διαδικτυακού παιχνιδιού Νέρβ, που χρειάζεται κότσια για να πεις πως συμμετέχεις στα τσάλεντζ του, αν όμως τα βγάλεις πέρα και νικήσεις τον κάθε γύρο, σε περιμένει κέρδος πρόκληση πολλών εκατοντάδων δολαρίων...

Οι κανόνες είναι απλοί, απλούστατοι και σε αριθμό φτάνουν τους τρεις. Ο βασικότερος είναι αν ο Παίκτης αποδεχθεί την πρόκληση, θα πρέπει να την καταγράψει με την κάμερα του κινητού του τηλεφώνου και να την δημοσιοποιήσει άμεσα στο διαδίκτυο. Ο δεύτερος έχει να κάνει με τα κερδισμένα χρήματα - τρόπαια της νίκης, που επιστρέφονται μονομιάς στον διοργανωτή του Game, αν και εφόσον ο αγωνιστής αποτύχει ή δεν αποδεχθεί την πρόκληση. Και ο τρίτος και τελευταίος κανόνας είναι ο αυτονόητος: Κάθε έννοια του Νόμου, προκειμένου το άθλημα να μην αποκτήσει ποτέ του όρια, μένει εκτός της σύμβασης, συνεπώς όποιος αποδέχεται την συμμετοχή στο Νερβ, θέτει αυτόματα εαυτόν στην αποδοχή της ευθύνης γι οτιδήποτε του προκύψει στο ματς.

Έστω και δίχως γνώση για το τι ακριβώς την περιμένει, η Βι, θα κάνει φοβισμένα το πρώτο βήμα και θα γυρέψει την πρώτη της αποστολή. Το πολύ σημαντικό χρηματικό έπαθλο, αλλά και η ταυτόχρονη εξέλιξη του αγώνα της, μαζί με έναν ακόμη παίκτη, τον μορφονιό Ίαν, θα δημιουργήσει μέσα της την θέληση για να συνεχίσει τον αγώνα. Stage με το Stage όμως κι όσο θα αφήνει πίσω της τους χαμένους αντιπάλους, η Βι θα ανέβει και πάμπολλα σκαλιά δημοφιλίας, που σταδιακά θα την χρίσουν σαν ένα από τα φαβορί που θα σηκώσει το κύπελλο της οριστικής επικράτησης σε ολάκερη την χώρα...

Αν δεν το παρατήρησες καλά, δες ποιοι ακριβώς είναι οι συσχετισμοί του χαρακτήρα της βασικής πρωταγωνίστριας με το σύνολο της ταινίας. Ένα κοριτσάκι ανέμελο μέχρι τα χθες, που δεν έχει σαφείς προσδιορισμούς για την ζωή της, που πολύ θα ήθελε να μοιάσει στον χαμένο της αδελφό, αλλά το αποφεύγει γιατί κάτι τέτοιο υπέχει μεγάλου ρίσκο, που η καρδιά της λέει να ακολουθήσει ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα ο περίγυρος της (δηλαδή η μοναχική της και ψυχικά ζορισμένη μαμά) όμως όχι, διότι ούτε χρήματα διαθέτει για να την σπουδάσει, ούτε εκτιμά πως κάτι τέτοιο είναι αποδοτικό. Ομοίως λοιπόν συμβαίνει και με το έργο των δύο παρακαλώ σκηνοθετών, δεν υπάρχει ο παραμικρός ορίζοντας, ένδειξη, συλλογισμός, για το ποια ακριβώς είναι η ταυτότητα του πονήματος. Sci Fi ευρηματικό που επιθυμεί να αναδείξει την πλήρη εξάρτηση των νέων από τις μοντέρνες τεχνολογίες? Θρίλερ αγωνιώδες που ανεβάζει στροφές ενόσω πλησιάζουμε στο φινάλε και αναμένεται να λάβει χώρα η μητέρα των μαχών? Κοινωνικό δράμα με έντονο το στοιχείο του προβληματισμού, για το ποιον ακριβώς δρόμο καλούνται να ακολουθήσουν τα μπερδεμένα βλαστάρια μας στην ζωή τους?

Τσιμπολογώντας λίγο από όλα τα προαναφερόμενα πεδία, εντέλει το Nerve δεν πετυχαίνει να γίνει τίποτα εξ αυτών. Με σενάριο που ακολουθεί πολύ χαλαρές μεθόδους ρεαλιστικής αφήγησης και πλοκή που δεν γίνεται αποδεκτή ούτε για προσωπικότητες video game, όχι δα για πραγματικές, το φιλμάκι δεν αποδεικνύεται τίποτα περισσότερο από ένα εφηβικού περιεχομένου θορυβώδες και μπιτάτο βίντεο κλιπ, που εξαντλεί την λαμπρή του ιδέα πολύ πριν ξεκινήσουν οι άκρως επικίνδυνοι και δίχως ουσιαστικό αντίκρυσμα, γύροι. Εκφραστικούλα, δίχως να την αποκαλείς και κούκλα η Emma Roberts με ευκολία βγάζει τους μορφασμούς εκείνους που χρειάζεται ο ρόλος της σε κομφούζιο 17χρονης, πιο πομπώδης και φασαριόζος ο παρτενέρ της Dave Franco, μάλλον δεν δείχνει να διαθέτει την ερμηνευτική στόφα του μεγάλου του αδελφού, James.

Εν ολίγοις έχουμε να κάνουμε με μιάμιση ώρα που μάλλον θα περάσει πιο άνετα με το Nerve να παίζει στο βίντεο, συνεχίζοντας το Κυριακάτικο χουζούρι, παρά στην σκοτεινή αίθουσα, που δεν έχει να αναδείξει και τίποτα σπουδαία ειδικά εφέ ή ειδικών προοπτικών πλάνα. Πολυδιαφημισμένο, άδικα, ως κάτι το εξαιρετικό, το καθαρόαιμο ετούτο b-movie δεν μου άφησε και πολλά για να θυμάμαι σαν εμπειρία. Λες γιατί δεν επέλεξα να είμαι Παίκτης? Μπορεί...

Θάρρος ή Αλήθεια (Nerve) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »

Πλατεία Αμερικής (Amerika Square) PosterΠλατεία Αμερικής
του Γιάννη Σακαρίδη. Με τους Γιάννη Στάνκογλου, Μάκη Παπαδημητρίου, Βασίλη Κουκαλάνι, Θέμιδα Μπαζάκα, Ερρίκο Λίτση, Αλέξανδρο Λογοθέτη, Ξένια Ντάνια, Ρέα Πεδιαδιτάκη, Σουλτάν Άμιρ, Πέτρο Σαντοβίτο, Αχιλλέα Κυριακίδη


Είμαστε όλοι αστρομετανάστες...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Refuse to s-ink...

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Γιάννης Σακαρίδης, μετά το Wild Duck (2013). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ της Μπουσάν. Ακολούθησε η παρουσία της στο φεστιβάλ του Σικάγου. Κατόπιν, ήταν η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες που έλαβαν μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου τιμήθηκε με Ειδική Μνεία για την ερμηνεία του Βασίλη Κουκαλάνι, αλλά και με το βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας από την FIPRESCI. Πήρε μέρος και στο φεστιβάλ της Τεργέστης και η φεστιβαλική της πορεία συνεχίζεται.

Πλατεία Αμερικής (Amerika Square) Quad Poster
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα (εκδόσεις Νεφέλη) και το συνυπογράφουν οι Γιάννης Τσίρμπας, Βαγγέλης Μουρίκης και Γιάννης Σακαρίδης. Και η ταινία διεκδίκησε έξι βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και συγκεκριμένα: Μεγάλου Μήκους Ταινίας Μυθοπλασίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Α' Ανδρικού Ρόλου (για τον Βασίλη Κουκαλάνι), Β' Γυναικείου Ρόλου (για τη Θέμιδα Μπαζάκα) και μοντάζ (για τον Γιάννη Σακαρίδη), από τα οποία τελικά «τσίμπησε» ένα – εκείνο για το καλύτερο μοντάζ.

Η υπόθεση: Με φόντο την πολύβουη Πλατεία Αμερικής, τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται και η πορεία του ενός καθορίζεται από τον άλλο. Ο Μπίλι και ο Νάκος είναι φίλοι από παιδιά, όμως έχουν εξελιχθεί σε δύο διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες. Ο Νάκος είναι σαραντάρης (38 χρονών, όπως επιμένει ο ίδιος όταν τον χλευάζει ο πατέρας του), άνεργος, ζει με τους γονείς του και μισεί τους ξένους που έχουν κατακλύσει το μόνο πράγμα που του δίνει ταυτότητα: τη γειτονιά του. Εκεί, ο Μπίλι, ένας rock n’ roll σαραντάρης, που έχει παράνομο «τατουαζάδικο» πάνω από το μπαρ – καφετέρια το οποίο διατηρεί μαζί με την αδελφή του, παρατηρεί τις αλλαγές στο αστικό τοπίο, μέχρι που μια αναπάντεχη ερωτική ιστορία βομβαρδίζει τον μικρόκοσμό του.

Η Τερέζα, μια μπλεγμένη στα δίχτυα αθηναϊκού υποκόσμου Αφρικανή τραγουδίστρια, θέλει να καλύψει ένα παλιό τατουάζ, επισκέπτεται τον Μπίλι και η «χημεία» μεταξύ τους είναι ακαριαία. Παράλληλα, ο Τάρεκ, ένας απελπισμένος πρόσφυγας από τη Συρία με τη 10χρονη κόρη του, βρίσκεται στην ίδια περιοχή και απευθύνεται όπου μπορεί για να φύγει από τη χώρα με προορισμό το Βερολίνο. Ο κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους έχει τη δική του ατζέντα. Όσο ο Νάκος καταστρώνει ένα σχέδιο «εξολόθρευσης» των μεταναστών, η τύχη υφαίνει τη δική της πλοκή και φέρνει τις μοίρες των ανθρώπων κοντά, όσο μακριά κι αν γεννήθηκαν.

Η άποψή μας: Τα καλά νέα είναι πως η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη είναι πιο καλή, πιο πλήρης, πιο μεστή από την προηγούμενή του, το «Wild Duck». Κορυφαία ταινία του, βεβαίως, συνεχίζει να είναι η μικρού μήκους του «Αλήθεια», η οποία ουσιαστικά έδωσε το υλικό για να προκύψει η πρώτη μεγάλου μήκους του, το «Wild Duck». Σε ότι αφορά τα κακά νέα... αυτά δεν υπάρχουν – με αστερίσκο (θα επανέλθουμε)! Το σενάριο περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση με τους μετανάστες σήμερα στη χώρα μας, από διαφορετικά point of views. Κι ενώ η πανέμορφη Ξένια Ντάνια ως Τερέζα έχει σαφώς έναν ρόλο ειδικής αποστολής, όλο το βάρος της ταινίας πέφτει στους ώμους των τριών ανδρών πρωταγωνιστών. Αυτών που υποδύονται τον Μπίλι, τον Νάκο και τον Τάρεκ. Ο Μπίλι έχει μια σαφή και παγιωμένη αντίληψη για το τι είναι σωστό και τι λάθος, ο Νάκος βλέπει την πραγματικότητα μέσω του παραμορφωτικού φακού του ρατσισμού και ο Τάρεκ είναι εκείνος που κουβαλάει τη δική του αλήθεια. Αυτήν την αλήθεια που τον έδιωξε – χωρίς να το θέλει ο ίδιος – από το Χαλέπι για να σωθεί μαζί με την κόρη του. Την αλήθεια που λέει πως η Ελλάδα είναι μόνο ενδιάμεσος σταθμός για άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Την αλήθεια που λέει πως πριν τους μετανάστες, που έχουν κάνει κατάληψη στις πλατείες, όπως διατείνονται οι φασίστες, οι ίδιοι Ελληνάρες δεκάρα δεν έδιναν για τις ίδιες πλατείες!

Μέχρι και αγαπημένες ποιήτριες (!) εξέπεμψαν ρατσιστική ρητορική με αφορμή την «κατάληψη» στα παγκάκια, αν θυμάστε! Σκηνές διαλόγων εναλλάσσονται με σκηνές που με φωνή off περιγράφουν την αλήθεια του καθενός από τους ήρωες. Κι ενώ σαφώς η θέση του σκηνοθέτη είναι υπέρ των μεταναστών, του σωστού και του δίκαιου, μέσω του Νάκου αφήνει να ακουστεί και η άλλη, η ρατσιστική άποψη. Εννοείται πως την αφήνει στην κρίση των θεατών, εννοείται πως είναι άθλια και κομίζουσα μίσος και θάνατο, αλλά χρησιμοποιώντας στο ρόλο του Νάκου τον Μάκη Παπαδημητρίου έξυπνα ποιών, δεν τη δαιμονοποιεί στρατευμένα, με το δάχτυλο τεντωμένο. Την παραθέτει ως την άποψη (;) ανθρώπων αποπροσανατολισμένων, που μη μπορώντας (ή μη θέλοντας) να καταλάβουν ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι γι' αυτό που βιώνουμε ως χώρα τα τελευταία πολλά χρόνια με την κρίση, βρίσκουν ως εύκολο στόχο τους μετανάστες, τους υπεύθυνους δια πάσαν νόσον και πάσα μαλακίαν. Γρήγοροι ρυθμοί, ευπρόσδεκτο χιούμορ (η σκηνή στο οικογενειακό τραπέζι με Μπαζάκα και Λίτση έχει πολύ πλάκα), εξαιρετική χρήση της κάμερας και των δυνατοτήτων των οπτικών εφέ δίνουν ένα αποτέλεσμα ευπρόσωπο, που οδήγησαν την ταινία στο να συμμετέχει σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο.

Το βασικότερο: αυτή είναι μια ταινία που έχει την καρδιά της στο σωστό σημείο. Κι έχει ενδιαφέρον πως θα αντιδράσουν οι θεατές απέναντί της. Και πάμε στον αστερίσκο. Αρχικά, στο ουσιαστικό: μπορεί το σενάριο να βασίζεται σε βιβλίο, οπότε για το... φάουλ πρέπει να «κατηγορήσουμε» την πηγή. Αλλά τρεις άνθρωποι μαζί (οι σεναριογράφοι) δεν καταφέρνουν να μας πείσουν για μια κρίσιμη στιγμή της ταινίας. Αυτήν της θυσίας του Μπίλι για την Τερέζα. Ό,τι έχει προηγηθεί ως εκείνη τη στιγμή τόσο ως δραματουργία όσο και ως χτίσιμο χαρακτήρων δεν δικαιολογεί τη συγκεκριμένη σκηνή – δεν γίνεται πιστευτή από τον θεατή (κι ας είναι μια από τις πιο... όμορφες της ταινίας, έτσι;). Είναι, κατ' αναλογία, μια κατάσταση ανάλογη με αυτήν που βίωσα στο «Arrival»: κάτι πολύ βασικό σε ότι αφορά την πλοκή και το σενάριο επηρέασε τη συνολική κρίση μου για την ταινία.

Πάμε και στο επουσιώδες: βρε παιδιά, εντέλει Πλατεία Αμερικής λέγεται η ταινία ή Amerika Square; Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την είδαμε ως «Πλατεία Αμερικής». Στο imdb αναφέρεται με τον ελληνικό τίτλο. Και η εταιρία διανομής στο δελτίο τύπου την αναφέρει ως «Amerika Square». Μπλέξιμο λίγο, ε;

Πλατεία Αμερικής (Amerika Square) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »

Ακριβώς το τέλος του κόσμου (Juste la fin du monde) PosterΑκριβώς το τέλος του κόσμου
του Xavier Dolan. Με τους Gaspard Ulliel, Nathalie Baye, Léa Seydoux, Vincent Cassel, Marion Cotillard


«Σπιρτόκουτο» αλά γαλλικά!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Αγαπημένες οικογενειακές στιγμές...

Η συγκεκριμένη ταινία Juste Le Fin Du Monde ξεκίνησε τη διεθνή της καριέρα από το περασμένο φεστιβάλ των Καννών, 10 μήνες πριν περίπου. Κι από τότε, για άλλη μια φορά, το κωλοπαίδι από το γαλλόφωνο Καναδά δίχασε και συνεχίζει να διχάζει κοινό και κριτικούς, στην κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού του Jean-Luc Lagarce, ο οποίος πέθανε το 1995, σε ηλικία 38 ετών από Aids. Να σημειώσουμε εδώ πως το θεατρικό του Lagarce παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου «Το Γαλλικό Θέατρο a la Grecque» το Μάιο του 2015, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολάρι, με πρωταγωνιστές τους Ελεονώρα Αντωνιάδου, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Ιωάννη Παπαζήση και Βαγγέλη Ψωμά.

Ακριβώς το τέλος του κόσμου (Juste la fin du monde) Quad Poster
Πλάκα πλάκα ο 27χρονος Xavier Dolan με την 6η μεγάλου μήκους ταινία βρέθηκε στο φεστιβάλ Καννών για πέμπτη φορά (το «Tom à la ferme» πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας το 2013) και για δεύτερη φορά συμμετείχε στο διαγωνιστικό διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα. Όχι και μικρό πράγμα για ένα 27χρονο παιδαρέλι, σε ένα φεστιβάλ όπου κυριαρχούν οι μεσήλικες, για να το θέσουμε κομψά, έτσι; Στο φεστιβάλ Καννών λοιπόν, το «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Η ταινία ήταν η πρόταση του Καναδά για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία στα 89α βραβεία Όσκαρ κι έφτασε στην τελική εννιάδα. Απέσπασε επίσης τα Βραβεία Σεζάρ καλύτερης Σκηνοθεσίας, Μοντάζ και Α’ Ανδρικού ρόλου για τον Gaspard Ulliel.

Η υπόθεση: Ο Λουί είναι ένας διάσημος θεατρικός συγγραφέας. Στα 38 του χρόνια είναι πολύ άρρωστος και ο θάνατος είναι ζήτημα εβδομάδων ή μηνών. Αυτό αποτελεί αρκετό κίνητρο για να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του και την οικογένειά του μετά από απουσία 12 ετών, προκειμένου να τους δει για τελευταία φορά και να τους ανακοινώσει ότι θα πεθάνει. Είναι όλοι τους εκεί: η μητέρα του η (χήρα) Μαρτίν, ο μεγάλος του αδελφός, ο (μονίμως νευριασμένος) Αντουάν, η σύζυγός του, η (συνεσταλμένη και υποτακτική) Κατρίν, την οποία ο Λουί δεν είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του και η μικρή του αδελφή, η (τσαμπουκαλού) Σουζάν, που ήταν πιτσιρίκα όταν την είδε τελευταία φορά πριν φύγει. Η οικογενειακή συνάντηση βγάζει πίκρες, θυμό, οργή και απογοητεύσεις. Όλοι έχουν παράπονα για τον Λουί, για τον εαυτό τους, για τις μεταξύ τους σχέσεις. Ο Λουί, παθητικά, παρακολουθεί ό,τι λαμβάνει χώρα μπροστά του. Θα καταφέρει να τους πει αυτό το νέο για το οποίο τους επισκέφτηκε;

Η άποψή μας: Αδιάφορη ταινία ο Xavier Dolan δεν έχει καταφέρει να γυρίσει ακόμα. Εκνευριστική, σπαστική, αλαζονική, υπερβολική, ναι, όλα αυτά είναι επίθετα που ταιριάζουν γάντι στις ταινίες του. Τούτη εδώ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί (και) με τη χρήση ενός άλλου επιθέτου: υστερική. Οι ήρωές του Dolan δεν μιλάνε: φωνάζουν! Βλέποντας την ταινία δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι θα μπορούσε να τη γυρίσει ο Γιάννης Οικονομίδης – προσθέτοντας βέβαια και κοινωνικό σχόλιο, που στη συγκεκριμένη περίπτωση λείπει. Προκειμένου να κατορθώσει να κρύψει τη θεατρική προέλευση της ταινίας του ο Dolan κάνει ό,τι μπορεί σε επίπεδο εικόνας, με διάφορα τρικ, γεμίζει για άλλη μια φορά το σάουντρακ με αγαπημένα ποπ τραγούδια που συνεπικουρούνται από την πολύ καλή μουσική που έγραψε ο Gabriel Yared και δίνει απαραίτητες ανάσες μετά από καταιγισμό διαλόγων. Κι επιμένει πολύ στα κοντινά, στα close ups. Εγκλωβίζει τα πρόσωπα, το καθένα ξεχωριστά, στους διαλόγους, έτσι, για να μας δείξει την ασφυξία, την απομόνωση, τη μοναξιά.

Εντέλει βλέπουμε μια ταινία που το 90% της δράσης της λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα σπίτι όπου ο Λουί συναντά ένα προς ένα τα μέλη της οικογένειάς του και συζητά μαζί τους με τον καθένα ξεχωριστά αλλά και με όλα τα μέλη της οικογένειας μαζί. Εντέλει, αυτό που βλέπουμε είναι μια δυσλειτουργική οικογένεια με πολλά μυστικά και απογοητεύσεις και ακυρώσεις που μπορεί να «επικοινωνεί» μόνο φωνάζοντας! Η αλήθεια είναι πως χωρίς την παρουσία του Λουί οι άνθρωποι ενδεχομένως να τα πήγαιναν μια χαρά (δύσκολο, αλλά λέμε τώρα). Το ότι εμφανίζεται 12 χρόνια μετά, όπου στο ενδιάμεσο ο μόνος τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε ήταν κάποιες καρτ ποστάλ που έστελνε με σιβυλλικά μηνύματα, δικαιολογεί εν μέρη όλον αυτόν το θυμό από τα μέλη της οικογένειάς του. Γι' αυτό και η μόνη που δεν φωνάζει όταν μιλάει μαζί του είναι η Κατρίν, η γυναίκα του αδελφού του, την οποία δεν γνώρισε ποτέ. Κι αυτό επειδή η Κατρίν δεν έχει απαιτήσεις από αυτόν...

Δεν υπάρχουν δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης εδώ. Μόνο αυτό που βλέπουμε. Ανθρώπους πικραμένους που μιλάνε πολύ, μιλάνε δυνατά, μιλάνε με οργή, λένε αυτό που θέλουν αλλά δεν ακούνε. Δεν τους ενδιαφέρει να ακούσουν. Δεν θα μάθουν για τον επικείμενο θάνατο του Λουί: ο Λουί ουσιαστικά έχει πεθάνει γι' αυτούς εδώ και πολύ, πολύ καιρό... Οι ερμηνείες είναι όλες πολύ καλές – εξάλλου κατά μία έννοια έχουμε εδώ την εθνική Γαλλίας σε υποκριτικό επίπεδο. Να πω την αμαρτία μου, για πρώτη φορά βρίσκω συμπαθή τον Gaspard Ulliel στον πρωταγωνιστικό ρόλο: η χαμηλότονη προσέγγισή του, του ταιριάζει και ο Dolan τον κινηματογραφεί γλυκά. Σε κάποιες γωνίες λήψης, βεβαίως, μοιάζει λίγο με τον Iwan Rheon, τον σιχαμερό κακό Ramsay Bolton από το «Game of Thrones», αλλά εντάξει! Ο Vincent Cassel στο ρόλο του μεγάλου αδελφού είναι είρωνας, λεκτικά βίαιος αλλά βγάζει πετυχημένα και μια αδικία που νιώθει εις βάρος του (είναι ο πιο πληγωμένος από την απουσία του αδελφού του και φαίνεται), η Léa Seydoux ως η μικρή αδελφή είναι πολύ καλή, γεμάτη τατουάζ και έτσι, να καπνίζει τον ένα μπάφο μετά τον άλλο, η Nathalie Baye στο ρόλο της μητέρας βάφεται και ντύνεται σαν λατέρνα αλλά υποστηρίζει αυτό που κάνει ερμηνευτικά κι εκείνη που ξεχωρίζει για άλλη μια φορά είναι η Marion Cotillard, στο ρόλο της συνεσταλμένης, κοινωνικά άβγαλτης συζύγου του Cassel που δέχεται συχνά λεκτικό bullying από εκείνον. Είναι υπέροχη, πανέμορφη και χάρμα να τη βλέπεις ως γυναίκα και ως ηθοποιό. Κι αν συνδυάσουμε τα «λεκτικά» λάθη που κάνει στους διαλόγους της με την πληροφορία ότι στην κωμωδία «Rock'n'Roll», όπου υποδύεται τον εαυτό της, υποτίθεται ότι μαθαίνει γαλλικά του Κεμπέκ για να παίξει στη νέα ταινία του Xavie Dolan (!) καταλαβαίνουμε ότι ο σκηνοθέτης έχει μεταφέρει τη δράση στον γαλλόφωνο Καναδά και η Cotillard υποδύεται τη Γαλλίδα νύφη, που δεν έχει μάθει ακόμα καλά γαλλικά του Κεμπέκ, ε; Να σημειώσω ότι δεν γνωρίζω γαλλικά και ουσιαστικά κάνω μια υπόθεση. Λεπτομέρειες, θα μου πείτε...

Εν κατακλείδι, τούτη η ταινία δεν είναι αριστούργημα, σίγουρα πάντως είναι πολύ, πολύ ενδιαφέρουσα.

Ακριβώς το τέλος του κόσμου (Juste la fin du monde) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Seven Films
Περισσότερα... »

Υπόγεια Πόλη (Suburra) PosterΥπόγεια Πόλη
του Stefano Sollima. Με τους Pierfrancesco Favino, Elio Germano, Claudio Amendola, Alessandro Borghi, Greta Scarano, Giulia Elettra Gorietti, Adamo Dionisi, Giacomo Ferrara, Antonello Fassari, Jean-Hugues Anglade, Nazzareno Bomba, Marco Zangardi


Μια βροχή θα μας σώσει
του zerVo (@moviesltd)

Σουμπούρα: Συνοικία της Αρχαίας Ρώμης, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης και το πλέον κακόφημο σημείο της πρωτεύουσας της γιγάντιας αυτοκρατορίας. Αποτελούμενη από αμέτρητα στενά σοκάκια, άκρως επικίνδυνα να τα διαβεί κανείς ολομόναχος, όριζε τον τόπο που ζούσαν οι πολύ χαμηλότερου κοινωνικού επιπέδου Ρωμαίοι πολίτες, οι πιο φτωχοί και καταφρονεμένοι, οι χαμηλότερης μόρφωσης και κατά κύριο λόγο οι εγκληματίες. Οι πιο εύποροι Ρομάνοι απέφευγαν ακόμη και να περνούν από την Red Light District της εποχής, ιδιαίτερα μετά την Δύση του ήλιου, όταν έκλειναν τα φθηνομάγαζα, όπου οι συνθήκες γίνονταν ακόμη πιο ρισκαδόρικες για όρους δεν γνώριζαν τους κινδύνους. Οι ιστορικοί της εποχής, δε, αναφέρουν πως σε ετούτη την ντάουν κλας γειτονιά, μεγάλωσε ο Ιούλιος Καίσαρας, πριν εξελιχθεί στον μεγάλο και τρανό ηγέτη της Εμπάιαρ! Αλληγορικά, πανέξυπνα, ευρηματικά και το κυριότερο ευθύβολα, την βρωμερή ανάσα που ξεβράζει αυτή η υπόγεια πόλη, χρησιμοποιεί ο μαέστρος στην μαρκίζα της ταινίας του, για να αναδείξει την δυσωδία και την σαπίλα της σοσιολογικής διαστρωμάτωσης που ισχύει σήμερα στον τόπο του. Suburra είναι το καθρέφτισμα ολάκερης της Ιταλίας...

Υπόγεια Πόλη (Suburra) Quad Poster
Την εντολή από τους πάμπλουτους ανωτέρους του, να φέρει εις πέρας την δύσκολη αποστολή που του έχει ανατεθεί, θα πάρει ο πρώην ακροδεξιός εξτρεμιστής και σεβάσμιο στέλεχος του υποκόσμου με το παρατσούκλι Σαμουράι. Ερχόμενος σε διαρκή επικοινωνία με τα στελέχη της ταρακουνημένης και έτοιμης να καταρρεύσει τον τελευταίο καιρό κυβέρνησης, ιδιαίτερα με τον εύθραυστης ηθικής πολιτικάντη Φίλιππο Μαλγκράντι κι έχοντας την σταθερή υποστήριξη της πανίσχυρης Τράπεζας του Βατικανό και των υποχθόνιων Καρδιναλίων, ο Σαμουράι θα απαιτήσει την ψήφιση νομοσχεδίου που θα μετατρέπει το ανεκμετάλλευτο και κοντινό στην Ρώμη θέρετρο της Όστια, σε κέντρο τζόγου και νυχτερινής διασκέδασης. Επένδυση που θα αποφέρει και μάλιστα πολύ σύντομα, κέρδη δισεκατομμυρίων στους χρηματοδότες της και που θα πρέπει πολύ σύντομα να μπει σε φάση δημιουργίας, ώστε να μην χάνεται χρόνος και παράδες, από τους ήδη τιγκαρισμένους λογαριαμσούς των πλουσίων που κινούν τα νήματα.

Μια βραδιά ερωτικής παραφροσύνης για τον βουλευτή Μαλγκράντι, που θα έχει σαν αποτέλεσμα τον αιφνίδιο θάνατο, μέσα στα χέρια του, μιας ανήλικης πόρνης, θα εκκινήσει μια διαδικασία ντόμινο, που ενδεχόμενα να οδηγήσει το φιλόδοξο πλάνο στην καταστροφή. Η δολοφονία ενός άμυαλου στελέχους της τσιγγάνικης Μαφίας, από τα χέρια του Νούμερο Οκτώ, του παρανοϊκού κι απρόβλεπτου κακοποιού και ιδιοκτήτη του πιο γκλάμουρ νάιτ κλαμπ της Όστια, θα ορίσει την έναρξη ενός πολέμου εκδίκησης μεταξύ των συμμοριών, που θα παρασύρει στο διάβα του, τους διαβρωμένους πολιτικούς, τους ξεπεσμένους και σιχαμερούς αριστοκράτες, τους ξεπουλημένους εκπροσώπους του Νόμου, μα το κυριότερο τους ίδιους τους κληρικούς, που στο όνομα της Αγίας Καθολικής Εκκλησίας, δεν διστάζουν να παίζουν Μονόπολη στην πλάτη του ανυποψίαστου κοσμάκη...

Το χρονικό των Επτά Ημερών του μυθοπλαστικού Νοέμβρη του 2011, που θα οδηγήσει ίσαμε την ημέρα της Αποκάλυψης, εν μέσω προβληματισμού του Ποντίφικα για παραίτηση από τον Πανάγιο Θρόνο του, ελέω ψυχικής διαταραχής και εμφανών ζορισμάτων του ίδιου του Πρωθυπουργού, που νιώθει την καρέκλα του να τρίζει, από τις συνεχείς αποτυχίες στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, που εμβαθύνουν ακόμη πιο πολύ την υπάρχουσα οικονομική κρίση. Επτά μερόνυχτα που πάνω από τον ουρανό της - κατά τα άλλα πανέμορφης - Αιώνιας Πόλης, έχει κοντοσταθεί ένα σύννεφο κατράμι, που δεν παύει στιγμή να ρίχνει την βροχή του, μπας και καθαρίσει τον τόπο από την βρώμα, οι ίδιοι οι απάνθρωποι που στηρίζουν τα θεμέλια της Σουμπούρα, όμως, εκμεταλλεύονται για να κρύψουν πίσω από τις σκοτεινιασμένες σταγόνες τις πομπές και τα αμαρτήματα τους. Και δεν βγαίνει ποτέ ο ήλιος, που παρουσία του τίποτα δεν μένει κρυφό...

Με εμπειρία δεκαετιών από την δράση του στην μικρή οθόνη, ο πλέον αναγνωρισμένος στον τόπο του ντιρέκτορας Stefano Sollima, δημιουργός των τεράστιων επιτυχιών La Squadra, Crimini, Romazo Criminale και φυσικά του Gomorra, όλων κινούμενων πίσω από το παραπέτασμα του υποκόσμου, παρουσιάζει μια ευφάνταστη και έξοχα μελετημένη στους σπονδύλους που την ορίζουν, αγωνιώδη ιστορία, με πρωταγωνιστές γνωστό τοις πάσι εγκληματίες, που χάρη στους Νόμους που οι ίδιοι έχουν θεσπίσει, παραμένουν αιώνια ατιμώρητοι. Γερουσιαστές, κονσιλιέροι, εκτελεστές, βαποράκια, ιερόδουλες, μπράβοι, κλαμπάρχες, τζάνκις, ιερωμένοι, καθαριστές, τραπεζίτες, τσιλιαδόροι, κάθε λογής φρούτο - πλην Αστυνομίας, δεν υπάρχει εντέχνως καν και πουθενά - μπαίνει από την γραφίδα του όμορφα συλλογιζόμενου Ιταλιάνου στο μίξερ. Και το αποτέλεσμα που βγαίνει, κινηματογραφικά μεν ρυθμικότατα έξοχο, με έντονο σασπένς και αγωνία στην εξέλιξη του, δυσώδες όμως στο πραγματικό του αντίκρυσμα, στην αναπαράσταση του τι τρέχει, πίσω από τα Ιερά, τα Περιστύλια, τις γκλαμουράτες Επαύλεις.

Σε ότι αφορά τις εγχώριες φιλμικές παραγωγές, ο χαρακτηρισμός του προιόντος ως τηλεοπτικού, λογικό κι επόμενο είναι με όλες αυτές τις σαχλαμάρες που σερβίρει η TV, να λειτουργεί αφοριστικά και υποβαθμιστικά για το κάθε έργο. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει το ίδιο για τους γειτόνους μας τους Ατζούρους. Το προιόν που μας προσφέρει ο Sollima είναι καθαρόαιμα τηλεοπτικό, με την θετική (φυσικά και υπάρχει) έννοια του όρου. Ο Ιταλιάνος θα μπορούσε άνετα όλα όσα εξιστορεί στο πέρασμα της Αποκαλυπτικής του εβδομάδας, να τα σκόρπιζε σε έξι επτά επεισόδια μιας μίνι σειράς που θα έγραφε ιστορία. Αντιθέτως διαλέγει να τα συμπυκνώσει και να τα προσφέρει σε πακέτο δυομισάωρο, ασταμάτητου παλμού και εντυπωσιακής αφηγηματικής οικονομίας, δίχως φιοριτούρες και παρατραβήγματα που ενδεχόμενα θα προκαλούσαν χασμουρητά, μην αφήνοντας τον θεατή του καν να πάρει ανάσα, ρίχνοντας του, το ένα νταμάκι μετά το άλλο, κτίζοντας το κλίμα έντασης εκείνο που θα τον φτάσει μέχρι τον τελικό όλεθρο.

Και καλλιτεχνικά όμως το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα προσεγμένο, με σεκάνς πολύ υψηλής αισθητικής, καλογυρισμένες είτε σε εσωτερικές (εννοείται με κορυφαία το τριολέ του βολευτή) είτε σε εξωτερικές (το πιστολιδικό φινάλε, σε φάζυ σλόου μόσιον, ποιητικό και ονειρώδες, ορίζει σκηνή αναφοράς) και δυσκολότερες συνθήκες. Χάρη στην παρουσία της μισής και βάλε υποκριτικής Εθνικής Ιταλίας, με καπιτάνο τον ασχημάντρα Favino ως πολιτικό και άξονες τον Germano ως βδελυρό πλουσιόπαιδο, τον Amendola σαν ενορχηστρωτή του μεγάλο κόλπου, τον αγνώριστο Borghi με το Οκτάρι της μπίλιας σχεδιασμένο στο ξυρισμένο του κεφάλι, αλλά και τις ανερχόμενες κουκλίνες ενζενί στο τσιρλίντερ φόντο, η Suburra κατορθώνει να αποδώσει τον σφυγμό μιας σύγχρονης, κατασκότεινης, εμετικής Πολιτείας, που ενδιαφέρεται να συντηρεί σαν κορώνες της μόνο τους θεσμούς της, επίσημους, μα το κυριότερο ανεπίσημους. Κάτω από το τραπέζι, αόρατους και αφανείς, που τραβάνε πέρα δώθε σαν μαριονέτα τον λαουτζίκο, παραμένοντας οι ίδιοι όρθιοι και κραταιοί ίσαμε το τέλος.

Η βροχή είναι πιθανόν κάποια στιγμή να σαρώσει την σκουπιδίλα τους και να στείλει τα μιάσματα στον υπόνομο? Ενδεχόμενα, αν και κατά τον καλλιτέχνη, δεν προβλέπεται εξαρχής εκείνος που στο τέλος επιβιώνει. Που εντέλει είναι ο πιο αποφασιστικός, ο πιο ανθρώπινος και ο πιο αυθόρμητος στα κίνητρα του. Ηλιαχτίδα λες καλύτερου ξημερώματος? Μέχρι κι αυτός να πάρει πόστο, εκτιμώ. Τίποτα δεν αλλάζει, δυστυχώς...

Υπόγεια Πόλη (Suburra) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαρτίου 2017 από την Strada Films
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου: Τετάρτη 22 Μαρτίου
Bienvenue!

Για πρώτη φορά το φεστιβάλ διεξάγεται ταυτόχρονα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Βέβαια, στη Θεσσαλονίκη οι σινεφίλ που τους αρέσει ο γαλλικός κινηματογράφος θα δουν το 1/3 περίπου των ταινιών που θα δουν οι αντίστοιχοι σινεφίλ στην Αθήνα. Ας είναι. Πριν ξεκινήσει το φεστιβάλ, εμείς σας παραθέτουμε εδώ τα κείμενα για δύο από τις ταινίες που θα παιχτούν. Ταινίες που είδαμε σε πρόσφατα φεστιβάλ στο εξωτερικό και αποτέλεσαν μέρος ανταποκρίσεων μας. Έτσι, για να μπαίνουμε σιγά σιγά στο κλίμα: η Πέμπτη είναι κοντά! Οι ταινίες στις οποίες θα αναφερθούμε είναι οι: «Μέσα στο δάσος» (Dans les bois) του Guillaume Nicloux την οποία είδαμε στην Berlinale του 2016 (μόνο που τότε είχε τον τίτλο «The End») και «Βικτώρια» (Victoria) της Justine Triet την οποία είδαμε στο φεστιβάλ Καννών του 2016 (μόνο που τότε είχε τον τίτλο «In Bed with Victoria»!). Τα κείμενα παρατίθενται με ελάχιστες αλλαγές σε σχέση με αυτό που είχαμε στείλει ως ανταπόκριση από τα δύο φεστιβάλ.

The Party Berlinale 2017

Ο Guillaume Nicloux είναι ένας σκηνοθέτης, που η τελευταία του ταινία την οποία παρακολουθήσαμε εμπορικά σε αίθουσες στη χώρα μας ήταν το «Κλειδί» (La clef), παραγωγής 2007, με πρωταγωνιστή τον Guillaume Canet. Είναι ένας σκηνοθέτης που οι ταινίες του είναι αν μη τι άλλο, ξεχωριστές. Και κάθε άλλο παρά αδιάφορες. Η τελευταία του ταινία ονομάζεται «The End» και λαμβάνει χώρα στο τμήμα «Forum» της φετινής Berlinale.

Η υπόθεση: Γαβγίσματα. Ένας υπέρβαρος, μεσήλικας, μοναχικός άνθρωπος ξυπνάει φορώντας μόνο το μποξεράκι του. Η υπερμεγέθης κοιλιά του ξεχωρίζει. Τρώει πρωινό, ταΐζει τον σκύλο του και μαζί ξεκινάνε για το κοντινό δάσος. Πηγαίνουν για κυνήγι λαγού. Αρχικά, όλα βαίνουν καλώς. Κάποια στιγμή, όμως, το σκυλί εξαφανίζεται. Το κινητό του κυνηγού δεν έχει σήμα. Αποπροσανατολισμένος, δεν ξέρει πως να βγει από το δάσος. Αποκαμωμένος, αγκομαχώντας, πεινασμένος, βρίζει και μεμψιμοιρεί, καθώς νιώθει ότι ζει έναν εφιάλτη. Κοιμάται και την επόμενη μέρα αντιλαμβάνεται πως κάποιος του έχει κλέψει το όπλο του. Συναντά μαύρους σκορπιούς! Βλέπει έναν νεαρό ως σανίδα σωτηρίας αλλά κάθε άλλο παρά τον βοηθά εκείνος. Το δεύτερο βράδυ εμφανίζεται μπροστά του μια ολόγυμνη γυναίκα! Δεν του μιλάει. Μαζί πλέον, οι δυο τους, περπατούν εις το δάσος αναζητώντας διέξοδο. Θα τη βρουν; Και ποιο θα είναι το τέλος;

Η άποψή μας: Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που βγήκε στις αίθουσες το αριστούργημα του Bernardo Bertolucci «1900», στο οποίο πρωταγωνιστές ήταν ο Roberd De Niro και ο Gérard Depardieu. 40 χρόνια μετά, ο De Niro είναι ένας αξιοσέβαστος ηθοποιός, που δεν δίνει πολλά δικαιώματα για κουτσομπολιά στην προσωπική του ζωή αλλά γυρίζει τη μία μαλακία μετά την άλλη! Από την άλλη, ο Depardieu πρέπει να έχει σκατά στο κεφάλι του! Παλιοχαρακτήρας, φιλοχρήματος, μέθυσος, ρατσιστής, κι όμως, οι κινηματογραφικές του επιλογές είναι ως επί το πλείστον άριστες! Παίρνοντας και πολύ μεγάλα ρίσκα, έτσι; Με τίποτε ο De Niro δεν θα έπαιζε το συγκεκριμένο ρόλο σε αυτήν την ταινία. Κι αν τον έπαιζε δεν θα τον έπαιζε με τον μαγικό τρόπο που τον παίζει ο Depardieu. Αυτό το τέρας της υποκριτικής που χρησιμοποιεί ακόμα και το παραμορφωμένο από τα πολλά κιλά σώμα του για να βγάλει συναίσθημα. Έχοντας τη μορφή ταινίας μυστηρίου τούτο εδώ το καλλιτέχνημα δεν είναι παρά μία σπουδή για τον σύγχρονο άνθρωπο. Όπως θα έλεγε και ο Κόκορας του Αρκά «Θέλω να βγω από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο αλλά δεν θυμάμαι από που μπήκα»! Εντελώς υπαρξιακό θρίλερ με όλες τις αναζητήσεις που συνακόλουθα κουμπώνουν επάνω του. Η ζωή είναι ένα παράξενο, μπερδεμένο δάσος. Χωρίς σκύλο, χωρίς κινητό, χωρίς όπλο, χωρίς «πολιτισμό» μένουμε γυμνοί, αντιμέτωποι με τα αρχέγονα ένστικτά μας. Η νέα γενιά δεν βοηθάει, ούτε καν με αντίτιμο. Και το μέλλον είναι μια γυμνή, τρομαγμένη, βιασμένη (;) γυναίκα, που δεν ξέρεις πως θα αντιδράσει. Ή μήπως το μέλλον έχει ήδη τελειώσει και το τέλος είναι ήδη εδώ; Σπουδαία ταινία όχι για όλους, με ένα φινάλε εκρηκτικό και εντέλει αυτοκτονικό. Ναι, τα καλά πράγματα προκύπτουν εκεί απ' όπου δεν τα περιμένεις...

Berlin Syndrome Berlinale 2016

Είδαμε και την ταινία έναρξης του τμήματος «Εβδομάδα της Κριτικής». Είναι το «In Bed with Victoria» με αρχικό τίτλο μόνο «Victoria, που προφανώς άλλαξε για να μην υπάρχει παρεξήγηση σε σχέση με την πρόσφατη γερμανική ταινία, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2015. Το πως βρέθηκε αυτή η ταινία να παίζεται στο τμήμα που ετοιμάζουν οι Γάλλοι κριτικοί, πραγματικά με ξεπερνάει. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω.

Η υπόθεση: Η Βικτώρια Σπικ είναι μια καλή δικηγόρος και μια εντυπωσιακή γυναίκα. Έχει αποκτήσει δύο κόρες από έναν αποτυχημένο γάμο – μάλιστα, ο πρώην άντρας της γράφει σε ένα μπλογκ όλα όσα έζησε μαζί της, μαζί με πιπεράτα μυστικά, κάτι που την εκθέτει. Σε έναν γάμο η Βικτώρια ξανασυναντά έναν παλιό της φίλο, τον Βενσάν ενώ πέφτει κι επάνω στον Σαμ, έναν loser τον οποίο υπερασπίστηκε πετυχημένα στο δικαστήριο. Στο γάμο η σύζυγος του Βενσάν θα δεχτεί ένα μαχαίρι στην κοιλιά της. Η σύζυγος κατηγορεί τον Βενσάν. Ο Βενσάν το αρνείται και ζητά από την Βικτώρια να αναλάβει την υπεράσπισή του. Μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες είναι ένας... σκύλος Δαλματίας της συζύγου κι ένας... χιμπατζής που βρέθηκε με τον εκπαιδευτή του στο γαμήλιο πάρτι. Εντωμεταξύ, για να ξεδίνει η Βικτώρια, κάθε βράδυ καλεί και διαφορετικό άνδρα στο σπίτι της, σε ένα δωμάτιο, εκεί όπου τα ανήλικα κορίτσια της δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Ένα βράδυ θα περάσει από εκεί και ο Σαμ, που πια έχει προσληφθεί ως νταντά των παιδιών της Βικτώρια...

Η άποψή μας: Υποθεσάρα, έτσι; Η ταινία σκηνοθετήθηκε με εμπορικές προδιαγραφές αλλά εμπορική δεν την λες – κι εδώ είναι το παράδοξο του πως ακριβώς βρέθηκε στο συγκεκριμένο τμήμα στις Κάννες. Μια ρομαντική κομεντί υποτίθεται ότι είναι, λίγο «κουνημένη», αλλά εντέλει ούτε ως κωμωδία λειτουργεί (σπάνια γελάς) ούτε ως ρομάντζο (και καλά, πρέπει να πιστέψουμε πως μια γυναικάρα σαν την Βικτώρια, που τόσα χρόνια ψωνιζόταν ρέμπελη κι ελεύθερη, θα «ερωτευόταν» τον Σαμ). Ως δικαστικό δράμα επίσης δεν λειτουργεί, μιας που είναι γελοία τόσο η υπόθεση στην οποία πρέπει υποτίθεται να δώσουμε βάση για να βρούμε τον ένοχο, όσο και το γεγονός πως μάρτυρες κατηγορίας από τη μια και υπεράσπισης από την άλλη είναι ένας σκύλος και ένας χιμπατζής. Κρίμα, γιατί στην αρχή, με την ερμηνεία σε καραόκε του παλιού καλού «Suzanna» των Art Company και με την παρουσία αυτού του αιλουροειδούς με το όνομα Virginie Efira στον πρωταγωνιστικό ρόλο, περιμέναμε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον. Εντέλει, το πιο ενδιαφέρον στην ταινία ήταν – συγχωρέστε με και μην βρίζετε – τα βυζγιά της πρωταγωνίστριας. Άντε, πάμε για άλλα!
Θοδωρής Γιαχουστίδης

18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Live
Περισσότερα... »