John Wick: Κεφάλαιο 2 (John Wick: Chapter 2) PosterJohn Wick: Κεφάλαιο 2
του Chad Stahelski. Με τους Keanu Reeves, Common, Laurence Fishburne, Riccardo Scamarcio, Ruby Rose, John Leguizamo, Ian McShane, Lance Reddick


Παιχνίδι Χωρίς Κανόνες...
του zerVo (@moviesltd)

Από τις πλέον απρόβλεπτες κινηματογραφικές περιπτώσεις, έτσι όπως εξελίχθηκε στην πορεία της, αυτή του John Wick, εκείνου του μοναχικού εκτελεστή που βροντοφωνάζει, παρατήστε με στην ησυχία μου, μα κανείς δεν τον ακούει, μιας και ελίχθηκε χαμηλόφωνα τον καιρό της κυκλοφορίας του ορίτζιναλ και με την από στόμα σε στόμα θεατών διαφήμιση, πέτυχε τον εμπορικό του σκοπό. Να τετραπλασιάσει - ανέλπιστα είναι η αλήθεια - το κόστος τους σε παγκόσμιο τζίρο, φέρνοντας πίσω στα ταμεία της σύμπραξης των ανεξάρτητων παραγωγών, 80 εκατομμύρια, 60 δηλαδή παραπάνω από όσα όλοι μαζί οι συντρόφοι, έβγαλαν από τα παντελόνια τους. Χαρές και πανηγύρια για τους εκμεταλλευτές του τίτλου, που κατοπινά πέτυχαν σπουδαίο ντιλ με την μόνιμη κολεγιά των Summit / Lionsgate, οι οποίοι ανέλαβαν υπό την σκέπη τους το πρότζεκτ, δίνοντας του ακόμη μεγαλύτερη ώθηση, τόσο από πλευράς μπάτζετ (άμεσος διπλασιασμός!) όσο και από σκοπιάς προμόσιον, καθώς η φιγούρα του loner πιστολέρο κυριάρχησε στα πόστερ των μεγαλύτερων φιλμικών μάρκετ, με συνέπεια - αδικαιολόγητη εντέλει - να γίνει περιζήτητος.

John Wick: Κεφάλαιο 2 (John Wick: Chapter 2) Quad Poster
Έχοντας πάρει αιματηρή εκδίκηση από την συμμορία που έκανε το σφάλμα να του διαλύσει την ηρεμία, εισβάλλοντας στο σπίτι του και καταστρέφοντας τα υπάρχοντα του, ο αποτραβηγμένος εδώ και καιρό από την παρανομία, πρώην αρχιεκτελεστής του υποκόσμου Τζον Γουίκ, έχει πλέον όλο τον καιρό να επιστρέψει ήσυχος στην εστία του και να θρηνήσει τον πρόωρο, ελέω βαριάς ασθένειας, χαμό της λατρεμένης συζύγου του. Δεν έχει όμως επίγνωση του γεγονότος πως αυτή του η πρόσκαιρη επιστροφή στην ενεργό δράση, θα ξυπνήσει τις ορέξεις των παλιών κομπανιέρων του μαφιόζων, ειδικότερα του Ιταλιάνου Σαντίνο Ντ'Αντόνιο, που θα θελήσει να τον ενεργοποιήσει για μια ακόμη πολύ δύσκολη αποστολή, να βγάλει από την μέση την ίδια του την αδελφή, που του κάνει πολύ δύσκολη την ζωή με τα καμώματα της.

Αρνούμενος αρχικά ο σούτερ, να φορτωθεί ξανά το περίστροφο, εντέλει θα πειστεί απειλούμενος ακόμη και για την δική του σωματική ακεραιότητα από τους γκάνγκστερς και θα ταξιδέψει ίσαμε την μακρινή και κοσμοπολίτικη Ρώμη, για να κάνει πράξη το ύστατο, όπως πιστεύει, συμβόλαιο θανάτου. Για εκείνο που δεν είναι προετοιμασμένος όμως, είναι πως ο ανήθικος Σαντίνο, αλλάζοντας μονομιάς πρόσωπο, κρίνοντας τον υπαίτιο της δολοφονίας της δημοφιλούς Τζάνα, θα τον επικηρύξει, ζητώντας την παραδειγματική του τιμωρία, δίνοντας σε όποιον επαγγελματία φονιά του επιστρέψει το τομάρι του Γουίκ νεκρό, το ιλιγγιώδες ποσό των επτά εκατομμυρίων δολαρίων!

Κι έτσι από εκεί που είχε αποφασίσει να αφήσει πίσω του μια για πάντα το νοσηρό παρελθόν, που του κατέστρεψε τα σωθικά, ο Τζόναθαν, πλέον καλείται να αντιμετωπίσει τον ένα μετά τον άλλο τους μισθοφόρους που τον καταδιώκουν για να τον τσακώσουν Dead or Alive. Φουκαράδες που τους γυάλισε η αμοιβή του πλούσιου Ιταλού και θα τρέξουν ξωπίσω από την άριστα εκπαιδευμένη φονική μηχανή, χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση των ικανοτήτων του θηράματος τους, που με ελάχιστες επιδέξιες κινήσεις και χρησιμοποιώντας οτιδήποτε έχει στην κατοχή του για όπλο, το πιθανότερο είναι να τους εξουδετερώσει μια και καλή. Θα καταφέρει όμως ο διαλυμένος ψυχικά χήρος, να βγάλει νοκ άουτ τους καινούργιους αντιπάλους που ξεφυτρώνουν από παντού στο διάβα του? Και αν ναι, πως θα μπορέσει να βάλει τέλος στην διένεξη που ξεκίνησε με τα υψηλότερα στην ιεραρχία στελέχη της καμόρα, με τα οποία άνοιξε πόλεμο?

Η συνέχεια λοιπόν του προ διετίας ικανοποιητικού εμπορικού χιτ, βαδίζει ακριβώς στα ίδια μονοπάτια, δίχως να προσφέρει την παραμικρή διαφοροποίηση στην πλοκή. Ο Ένας αλλά Λύκος, που μπορεί να σκαρφιστεί χίλιους δυο τρόπους αφανισμού του εχθρού - εκτός από την προέκταση του χεριού του, το ρεβόλβερ με τον σιγαστήρα, που οι σφαίρες του δεν σώνονται ποτέ - πέφτει στην παγίδα που του στήνουν οι πρώην συντρόφοι του και πλέον είναι αδύνατον να βγει από τον χορό, κατά πως θα το επιθυμούσε διακαώς. Το σκηνικό της δράσης ετούτη την φορά, εκτός από τα εντός έδρας γυρίσματα τόσο στην Νέα Υόρκη, μα κυρίως στο οικονομικότερων συνθηκών Μόντρεαλ, διαθέτει και Μεσογειακό ήλιο, αναπνέοντας, μέσω κάποιων λιγοστών, έως και ελάχιστων, εξωτερικών πλάνων, τον αέρα της Αιώνιας Πόλης. Κατόπιν του ξέφρενου ίντρο, που ενδεχόμενα να έχουμε δει στις μισές b movie περιπέτειες των 80s, οι ταχύτατες λήψεις των πιστολιδιών, λαμβάνουν χώρα σε κλειστούς κυρίως χώρους, υπονόμους, διαδρόμους, σταθμούς τρένων, αποβάθρες, ακόμη και μέσα σε βαγόνια του μετρό, εκεί που ο ήρωας μας εισβάλλει τραυματισμένος από βόλι και καταματωμένος στο πρόσωπο, αλλά ουδείς εκ των επιβατών του κατάμεστου συρμού απορεί για την εικόνα του. Μάλλον μόνο στον δικό μας ηλεκτρικό, όλοι κόβουν όλους από πάνω μέχρι κάτω, ενόσω διαρκεί το ολιγόλεπτο υπόγειο ταξίδι. Στο Αμέρικα ο οπλισμένος σαν αστακός Τζον Γουίκ, με το κοστούμι ξεσκισμένο και την φάτσα σμπαράλια από τα μπουνίδια, σε τίγκα δημόσιο έδαφος, είναι τετριμμένο φαινόμενο. Ήμαρτον!

Επηρεασμένος εμφανώς από τις αναλόγου νεο νουάρ action στιγμές του μοντέρνου Ασιανού σινεμά, ο πρώην κασκαντέρ και ορισμένος ήδη να αναλάβει τις τύχες του ριμέικ του Highlander, σκηνοθέτης Chad Stahelski, τάχαμου αποτίνει φόρο τιμής στο genre, χρησιμοποιώντας στην ανάπτυξη των εικόνων του, ταχύτατες λαβές, αεικίνητες χορογραφίες και μπαλετικά στησίματα των σταντ μεν ακριβείας, προκαλώντας τον ενθουσιασμό. Των άπειρων σινεφίλ βεβαίως που δεν έχουν άποψη για αναλόγου ύφους Κορεάτικες, Γιαπωνέζικες ή made in Hong Kong κατασκευές, που απέχουν παρασάγγες και στην οργάνωση και στην εκτέλεση και στην προβολή του θέματος τους. Μα το κυριότερο στηρίζονται πάνω σε πανίσχυρα στόρι, εν αντιθέσει με τον John Wick: Chapter 2, που όπως ακριβώς συνέβη και στο Chapter 1, σκοτώνει σχεδόν για την πλάκα του, εφόσον από πίσω του, η υπόθεση που λαμβάνει χώρα είναι πολύ φτωχή, σχεδόν ανύπαρκτη.

Συνεπώς, επαναλαμβανόμενα το δεύτερο μέρος, από τα πάμπολλα που υποσχέθηκε το στούντιο, των περιπετειών του φτωχού και μόνου καουμπόι - άνετα κάτι τέτοιο θα γυριζόταν κάποτε γουέστερν, όχι σπουδαίου λέβελ είναι η πραγματικότητα - βασίζεται κατά κύριο λόγο στις ιδιαίτερες αρτίστικες επιλογές της καλλιτεχνικής διεύθυνσης για να στολίσει τον περίγυρο του Γουίκ, που και πάλι υπολείπονται συγκριτικά με τις ανώτερες ασιάτικες. Παρόλα αυτά ο αποφασισμένος τιμωρός, που με κάθε αγριότητα εξολοθρεύει τον πάσα ένα βρεθεί στο διάβα του, έδωσε την ευκαιρία στον χαμένο τελευταία Keanu Reeves να ανορθώσει την σε προφανή κατιούσα πορεία, καριέρα του, όχι βεβαίως φτάνοντας στα πάλαι ποτέ ουράνια του Matrix, αλλά επανεμφανίζοντας τον με αξιώσεις στο εκράν, εκεί που - επίσης ανεξήγητα, για την μέτρια προς κακή υποκριτική του αξία - τυγχάνει υψηλής δημοφιλίας. Είναι συμπαθής ο μπαγάσας στο κοινό και γι αυτό το αστέρι του, επί τρεις δεκαετίες, μολονότι τρεμοπαίζει, δεν σβήνει. Και αν συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό, απλά και μόνο από τις συνέχειες του John Wick, πανεύκολα θα τις κάνει τέσσερις.

John Wick: Κεφάλαιο 2 (John Wick: Chapter 2) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Φεβρουαρίου 2017 από την Spentzos Films
Περισσότερα... »

Η ζωή μιας γυναίκας (Une vie / A Woman’s Life) PosterΗ ζωή μιας γυναίκας
του Stéphane Brizé. Με τους Judith Chemla, Jean-Pierre Darroussin, Yolande Moreau, Swann Arlaud, Nina Meurisse, Olivier Perrier, Clotilde Hesme, Alain Beigel, Finnegan Oldfield, Lucette Beudin


Αυτό που λέμε ζωάρα... not!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Τα πάθη και τα λάθη πληρώνονται

Αυτή είναι η 7η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 51χρονος Stéphane Brizé. Στην Ελλάδα τον... ανακαλύψαμε σχετικά αργά, μέσω της προηγούμενης ταινίας του. Το «Ο νόμος της αγοράς» (La loi du marché, 2015) συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Vincent Lindon αλλά και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής (Ειδική μνεία). Και βεβαίως, είναι ταινιάρα! Τούτη εδώ, η τελευταία ταινία του, έλαβε επίσης μέρος σε διαγωνιστικό τμήμα φεστιβάλ και συγκεκριμένα σε εκείνο της περασμένης Βενετίας, όπου και κέρδισε το βραβείο της διεθνούς ένωσης κριτικών, FIPRESCI. Αλλά και στην προσεχή απονομή των βραβείων Cesar έχει θέση η ταινία, καθώς είναι υποψήφια για δύο βραβεία: καλύτερης γυναικείας ερμηνείας (για την Judith Chemla) και κοστουμιών.

Η ζωή μιας γυναίκας (Une vie / A Woman’s Life) Quad Poster
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Guy de Maupassant, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1883! Και η ταινία προβλήθηκε στο τελευταίο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα «Ειδικές προβολές».

Η υπόθεση: Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, που επιστρέφει σπίτι μετά από τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι. Όταν ζητάει το χέρι της εις γάμου κοινωνίαν ο όμορφος αριστοκράτης χωρίς μεγάλη οικονομική επιφάνεια Ζουλιέν, με τη συναίνεση των γονέων της, η Ζαν πιστεύει πως τα όνειρά της γίνονται πραγματικότητα. Φευ: ο εφιάλτης μόλις έχει ξεκινήσει. Ο Ζουλιέν είναι τσιγκούνης και αδιαφορεί για την Ζαν. Αποδεικνύεται και γυναικάς: αφήνει έγκυο της Ζαν, αφήνει όμως έγκυο και την υπηρέτριά της, τη Ροζαλί, την οποία βιάζει! Το αντρόγυνο χωρίζει. Ο παπάς της περιοχής, όμως, προσπαθεί να τους επανασυνδέσει. Και τα καταφέρνει. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά και πάλι. Μάλιστα, η Ζαν βρίσκει μια φίλη στο πρόσωπο της γειτόνισσάς της, της Ζιλμπέρ. Η Ζιλμπέρ είναι παντρεμένη με παιδιά, δεν αργεί όμως να πέσει θύμα της γοητείας του Ζουλιέν. Η Ζαν τους βλέπει μαζί στο κρεβάτι. Εξομολογείται το γεγονός στον παπά, ο οποίος της λέει να πει την αλήθεια στο σύζυγο της Ζιλμπέρ. Η Ζαν αρνείται. Ο παπάς, όμως, ενημερώνει τον κερατωμένο σύζυγο. Αποτέλεσμα: εκείνος σκοτώνει τόσο τη γυναίκα του όσο και τον σύζυγο της Ζαν. Και τα προβλήματα για τη Ζαν δεν σταματάνε εδώ...

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια ταινία να τη δει κάποιος ο οποίος είναι στα εντελώς down του. Γιατί, παρακολουθώντας την δεν μπορεί παρά να πει: «πω ρε φίλε, ήμαρτον, τι άλλο θα συμβεί στην έρημη τη γυναίκα. Πάλι καλά είμαστε εμείς!». Μέχρι και το παιδί της, της παίρνουν σε κάποια φάση! Ένα παιδί, που θα αποτελέσει πηγή επίσης μεγάλης δυστυχίας και πόνου για την Ζαν. Υπό άλλες συνθήκες το όλον θα μπορούσε να δώσει πρώτης τάξης υλικό για ένα... ανεπανόρθωτο μελόδραμα, τραβηγμένο στα άκρα! Εδώ, όμως, το όλο πρίσμα είναι σαφώς και περισσότερο καλλιτεχνικό. Θέλω να πω, η δουλειά που έχει γίνει στην καλλιτεχνική διεύθυνση, στον ήχο, στο φως, στις ερμηνείες, είναι εξαιρετική! Ο σκηνοθέτης επιλέγει το «τετραγωνισμένο» φορμά του λεγόμενου Academy Ratio από τη μια για να επικεντρωθεί στα απαραίτητα αποφεύγοντας τα περιττά και από την άλλη για να δείξει τον εγκλωβισμό αυτής της γυναίκας. Και πάλι λοιπόν, ο νόμος της αγοράς, που στην προκειμένη περίπτωση είναι και οικονομικός νόμος αλλά κυρίως νόμος της «ηθικής» εκείνης της εποχής, συντρίβει έναν άνθρωπο με όνειρα και φιλοδοξίες, που όμως στέκεται άτυχο.

Ο σκηνοθέτης «πηδάει» από εποχή σε εποχή και από γεγονός σε γεγονός με σειρά ψυχολογικής... κακοποίησης της ηρωίδας του. Η διαρκής θυματοποίησή της κάποια στιγμή είναι κουραστική, όπως και η μόνιμη προσήλωση του κινηματογραφικού φακού επάνω της. Ο σκηνοθέτης «κολλάει» επάνω στην ηρωίδα του σαν εντομολόγος που βλέπει το αντικείμενό του να υποφέρει με κάθε είδους τρόπο! Δεν τον ενδιαφέρει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι αλλαγές που συμβαίνουν στη Γαλλία και στην κοινωνία της, αλλαγές ιστορικές! Όχι, τον ενδιαφέρει η «μία ζωή» αυτής της γυναίκας, την οποία και κινηματογραφεί μοντέρνα. Με κάμερα στο χέρι. Και αφαιρετικά. Πχ βλέπουμε αντίδραση χωρίς τη δράση – παρακολουθούμε τη νύχτα γάμου χωρίς να έχω δει την τελετή, βλέπουμε σκηνή νεκροταφείου χωρίς να έχουμε δει το θάνατο κτλ κτλ. Είναι άθλος για την Judith Chemla που καταφέρνει να τη βγάζει καθαρή και να μπαίνει στο απυρόβλητο από τους θεατές, που κάποια στιγμή είναι λογικό να κουραστούν τόσο από τον τρόπο κινηματογράφησης, όσο από τη διάρκεια αλλά και από ένα σημείο και μετά, από την αποθέωση της μιζέριας και τον αποκλεισμό οποιασδήποτε έκπληξης για τον θεατή. Στο φινάλε έχουμε μια φράση – κατακλείδα, που συνοψίζει όλο το νόημα της ταινίας: «τα πράγματα στη ζωή δεν είναι ποτέ τόσο καλά ή τόσο κακά όσο νομίζουμε».

Ολίγον τι απλοϊκό, έτσι, ιδίως αν κάποιος έχει υποφέρει προηγουμένως έχοντας παρακολουθήσει όλα όσα υποφέρει η έρημη γυναίκα. Ας είναι, το μήνυμα είναι και λίγο θετικό – εξάλλου μια ζωή είναι – και είναι η μόνη που έχουμε, σωστά;

Η ζωή μιας γυναίκας (Une vie / A Woman’s Life) Rating


Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Φεβρουαρίου 2017 από την Ama Films
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

67η Berlinale: Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου
Και Τσικνοπέμπτη και ΠΑΟΚΑΡΑ!

Όταν εσείς οι λίγοι και εκλεκτοί φανατικοί διαβάζετε αυτές τις γραμμές για τις ταινίες που είδαμε την Τετάρτη, θα είναι Τσικνοπέμπτη! Άρα, πριν ή μετά το διάβασμα, θα ορμίσετε σε βρώμικα και μη, ίσως και σικ εστιατόρια για να καταβροχθίσετε άπειρες ποσότητες κρέατος! Σας ζηλεύω λέμε! Γιατί, κακά τα ψέματα, στη Γερμανία οι άνθρωποι υστερούν στο φαγητό. Ελλαδάρα και πάλι Ελλαδάρα!

Εννοείται ότι θα δούμε ταινίες και την Πέμπτη, εξάλλου οι προβολές ολοκληρώνονται την Κυριακή! Αλλά, ψέματα δεν θα σας πω: θα δούμε και την ΠΑΟΚΑΡΑ το βράδυ, στο ματς με την Σάλκε! Με καλή παρέα. Και με θετική αύρα. Άιντε, επειδή μας έπιασε το μεγαλόψυχο, ευχόμαστε και στον Ολυμπιακό «καλή επιτυχία» για το αυριανό ματς (με φωνή Μητσοτάκη, μουάχαχαχαχα). Όχι, εντάξει, όλα καλά...

Call Me by Your Name Berlinale 2017

Φέτος, νιώθω ότι παρακολουθώ μια εξαιρετική Berlinale! Σχεδόν κάθε μέρα βλέπω δύο ταινίες εξαιρετικές και μόνο μία που μου βγαίνει λίγο... μάπα το καρπούζι, αλλά με ελαφρυντικά! Μάλλον έκανα καλή προετοιμασία κι απέφυγα τις κακοτοπιές. Ας πούμε, ρε παιδιά, τι ταινιάρα έκανε ο Luca Guadagnino! Το Call Me by Your Name είναι ταινία που αξίζει όλους τους επαίνους του κόσμου! Στην πέμπτη του μεγάλου μήκους ταινία ο Ιταλός σκηνοθέτης έρχεται στο παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ, το Panorama Special, και κάνει ειδικούς και κοινούς θνητούς να παραληρούν, έχοντας ανάλογη αντιμετώπιση και στο φεστιβάλ του Σάντανς όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της.

Η υπόθεση: 1983, καλοκαίρι. Η Ιταλία ζει μέρες αφθονίας με τον Μπετίνο Κράξι στην εξουσία (ο Ιταλός Ανδρέας Παπανδρέου!) και ο 17χρονος Έλιο περνάει τις διακοπές του, όπως κάθε χρόνο, στο εξοχικό των γονέων του στη βόρεια Ιταλία. Η αλήθεια είναι ότι βαριέται και σκοτώνει το χρόνο του ακούγοντας μουσική, διαβάζοντας βιβλία και κολυμπώντας. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν στο εξοχικό καταφθάνει ο Όλιβερ. Ο Όλιβερ είναι ένας 24χρονος Αμερικάνος, που όπως και ο Έλιο, έχει εβραϊκές ρίζες και βοηθάει τον πατέρα του Έλιο στην ακαδημαϊκή του έρευνα. Αρχικά, ο Έλιο είναι επιφυλακτικός και κρύος απέναντι στον Όλιβερ. Καθώς όμως ξεκινάνε να κάνουν περισσότερο παρέα, ο Έλιο έλκεται φανερά από τον όμορφο Αμερικάνο. Οι ορμόνες του κατακλύζουν το σώμα του. Χάνει την παρθενιά του με μια κοπέλα που επίσης κάνει χρόνια διακοπές στην περιοχή και είναι ερωτευμένη μαζί του, το πάθος του όμως για τον Όλιβερ δεν μπορεί να σβήσει. Και καθώς το καλοκαίρι προχωράει η αμοιβαία έλξη ανάμεσα στον έφηβο Έλιο και τον νεαρό Όλιβερ γίνεται ολοένα και πιο έντονη!

Η άποψή μας: Τούτο εδώ ήταν ένα σχέδιο που ήθελε να κινηματογραφήσει ο γνωστός για τις «δαντέλες» του Αμερικανός σκηνοθέτης, James Ivory, βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο του André Aciman. Εντέλει, ο Ivory βοήθησε στην ολοκλήρωση του σεναρίου και τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο – ολοένα και καλύτερος – Guadagnino. Που, ως επόμενο πρότζεκτ του έχει να γυρίσει το ριμέικ της αρτζεντικής «Σουσπίρια». Αν μη τι άλλο, έχει κοχόνες ο τύπος. Και το αποδεικνύει περίτρανα σε αυτήν την ταινία, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να του ξεφύγει και να γίνει ένα κλάιν μάιν μελόδραμα. Όχι όμως. Ο Guadagnino έχει και την ικανότητα και την ωριμότητα να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Όχι, δεν κάνει τον δικό του «Θάνατο στη Βενετία» - πέρα όλων των άλλων, εκεί η ηλικιακή διαφορά του νεαρού Τάνζιο με τον κρυφό θαυμαστή του ήταν τεράστια. Έναν ύμνο στην ομορφιά κάνει ο Ιταλός σκηνοθέτης.

Με σκηνικό μια υπέροχη μικρή πόλη και μια θαυμάσια, οργιαστική φύση: τι να μας πουν οι βορειοευρωπαίοι ρε παιδί μου, ζηλεύουν. Ζηλεύουν που ο ήλιος στη Μεσόγειο έχει χαρίσει άφθονα τα ελέη του. Και να σου τα φρούτα – ιδίως τα ζουμερά ροδάκινα (αυτά έχουν πολλαπλή... αναφορά και χρήση στην ταινία) και τα βερίκοκα και τα κεράσια. Με ένα άπλωμα του χεριού σου είναι δικά σου, κατευθείαν από το δέντρο! Υπάρχει τίποτε καλύτερο; Υπάρχει. Υπάρχει το κάλλος με την αρχαιοελληνική έννοια. Ο Πραξιτέλης αναφέρεται συχνά πυκνά, ως ο γλύπτης που έφτιαξε τόσο πανέμορφα αγάλματα που σχεδόν σε αναγκάζουν να υποκύψεις στην γοητεία και την ηδονική παρουσία του άψογου σώματός τους. Ο Έλιο γουστάρει τον Όλιβερ επειδή είναι όμορφος. Ο Όλιβερ γουστάρει τον Έλιο επειδή είναι όμορφος! Και μετά έπονται όλα τα υπόλοιπα. Η ανάγκη για επικοινωνία, το φλερτ, οι γκάβλες. Ο Armie Hammer, το μεγάλο όνομα του καστ, είναι άψογος στο ρόλο του και... πανέμορφος! Εκείνος που κλέβει την παράσταση, όμως, είναι ο Timothée Chalamet, που υποδύεται τον Έλιο. Τον υποδύεται άψογα! Με μια διάθεση για παιχνίδι, απίστευτα φυσική. Με μια μελαγχολία όταν το απαιτεί ο ρόλος. Και με τρομερή πειθαρχία, έτσι; Γιατί, είπαμε, πολύ εύκολα το όλο σκηνικό θα μπορούσε να διολισθήσει σε λασπωμένα εδάφη. Είναι φυσικό αυτό που βιώνουν οι δύο άντρες ο ένας για τον άλλο. Είναι το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο. Να παίρνουν χαρά και ηδονή ο ένας από τον άλλο. Σε τοποθεσίες μαγικές, όπως εκείνη με τους καταρράκτες. Είναι κάτι σαν τους πρωτόπλαστους. Ότι αρχιζει ωραία, όμως, τελειώνει με πόνο. Όχι επειδή συμβαίνει κάτι τραγικό. Απλά, τελειώνει το καλοκαίρι. Και αρχίζουν οι συμβιβασμοί.

Στην πιο τρυφερή σκηνή της ταινίας ο Όλιβερ λέει στον Έλιο «μίλα μου με το όνομά σου» - τη φράση δηλαδή που δίνει τον τίτλο στην ταινία. Τόσο απλό και τόσο συγκλονιστικό! Εγώ γίνομαι εσύ! Γουάου! Εννοείται πως το ίδιο θα ίσχυε σε ερωτική ιστορία ανάμεσα σε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – απλά εδώ τα πράγματα είναι πιο... δύσκολα. Βέβαια, αυτά που λέει ο πατέρας του Έλιο στο γιο του λίγο πριν το φινάλε είναι απίστευτα λόγια αποδοχής και παρηγοριάς, έτσι; Όλα είναι εξαιρετικά, η μουσική είναι υπέροχη (και ο Sufjan Stevens έχει γράψει τραγουδάρες ειδικά για την ταινία) και υπάρχει και χιούμορ: το ζευγάρι των Ιταλών πχ που παθαίνει λογοδιάρροια δίνει μια κωμική ανάσα στην ταινία. Κάποια πράγματα δεν φαίνονται τόοοοσο απαραίτητα: πχ, αν η ρινορραγία και ο εμετός του Έλιο μπορούν να ερμηνευθούν ως αντίδραση του σώματός του για το ότι συμμετέχει σε κάτι που εν πολλοίς θεωρείται απαγορευμένο, η όλη φάση με το τραυματισμό του Όλιβερ στην κοιλιά δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάτι. Επίσης, κάτι δεν πήγε και τόσο καλά στο μοντάζ, καθώς αρκετές σκηνές κόβονται ολοφάνερα χωρίς να έχουν πλήρως ολοκληρωθεί. Μικρό το κακό όμως για μια τεράστια ταινία: στο φινάλε θα ανοίξουν οι... κάνουλες! Α, και με το ροδάκινο, να πούμε τη σκηνή: ο μικρός, είπαμε, έχει γκάβλες. Ε, και πως ο τύπος στο «American Pie» διακόρευσε μια μηλόπιτα (ή κερασόπιτα, δεν θυμάμαι) εδώ ο Έλιο βιάζει ένα ροδάκινο! Αφού του βγάλει το κουκούτσι! Κι αφήνει το σπέρμα μέσα! Αυτά τα πράγματα καλύτερα είναι να μην γίνονται...

Newton Berlinale 2016

Η Ινδία δεν είναι μια χώρα της οποίας τις ταινίες έχουμε την ευκαιρία να δούμε συχνά στην Ελλάδα. Έχουν το Bollywood τους κι έχουν και κάποιες ταινίες που ξεχωρίζουν, εκτός Bollywood. Πχ, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει το υπέροχο «Παραδόσεις αγάπης» (The Lunchbox, 2013) και το πολύ δυνατό «Το δικαστήριο» (Court, 2014). Ε, λοιπόν, στο τμήμα του φεστιβάλ που ονομάζεται Forum είδα μια ταινία από την Ινδία που έγινε η αγαπημένη μου από όλες όσες είδα στην φετινή Berlinale! Τίτλος της: Newton. Ρε τους μπαγάσες, μιλάμε για σπουδαίο σινεμά!

Η υπόθεση: Ο Newton είναι ένας νεαρός Ινδός που έχει αρχές. Είναι από τους σπάνιους κρατικούς υπαλλήλους που κάνει τη δουλειά του χωρίς να δέχεται λαδώματα: έχει συνείδηση. Οι γονείς του τον πιέζουν να παντρευτεί, εκείνος όμως αντιδράει. Καθώς κηρύσσονται εκλογές στην πολυπληθή χώρα, ο Newton επιλέγεται (αν και αναπληρωτής αρχικά) να πάει στη ζούγκλα, σε μια απομονωμένη περιοχή, όπου κατοικούν ιθαγενείς Adivasi, για να φέρει εις πέρας την εκλογική διαδικασία. Η περιοχή, όμως, ελέγχεται από μαοϊκούς αντάρτες εδώ και τρεις δεκαετίες! Αντάρτες που στόχος τους είναι να ανατρέψουν την αστική δημοκρατία και να αναλάβουν την εξουσία με τη βία. Έτσι, δίνουν φιρμάνι στους κατοίκους της περιοχής να μην συμμετέχουν στις εκλογές. Ο Newton όμως είναι πεισματάρης. Πιστεύει πως το μεγαλύτερο μέρος από τους 76 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους της περιοχής θα εμφανιστεί και θα ψηφίσει! Μαζί του είναι άλλοι δύο κρατικοί λειτουργοί και μια πανέμορφη κοπέλα από την περιοχή, αλλά κι ένας λόχος κυβερνητικών στρατιωτών μαζί με τους αξιωματικούς τους. Οι στρατιωτικοί έχουν αναλάβει να μεταφέρουν με ασφάλεια τον Newton και τους συν αυτό μέσα από τη ζούγκλα στο σχολείο που θα λειτουργήσει ως εκλογικό κέντρο. Καθώς η ζέστη γίνεται ολοένα και χειρότερη και τα κουνούπια γίνονται ολοένα και πιο απειλητικά ο Newton αναρωτιέται: θα πάει εντέλει κανείς να ψηφίσει;

Η άποψή μας: Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο σαφέστατα ταλαντούχος 36χρονος Ινδός σκηνοθέτης Amit V Masurkar. Και με μια λέξη είναι αριστούργημα! Ο δημιουργός κατορθώνει κάτι που φαίνεται απλό αλλά ελάχιστοι το πετυχαίνουν: να ξεκινήσει από το μερικό για να μιλήσει για το γενικό. Και λέει σπουδαία πράγματα με μπόλικο χιούμορ, το οποίο πηγάζει όχι μόνο από τους διαλόγους του σεναρίου αλλά και από τις καταστάσεις. Ο Newton (έτσι βαφτίζει τον εαυτό του σε σχέση με το Nutan, όπως τον είχαν βαφτίσει οι γονείς του – το γιατί κάνει την αλλαγή βγάζει γέλιο) είναι ένας άνθρωπος με αρχές. Με ήθος. Με σαφή γνώση για το πώς οριοθετείται το καλό και πώς το κακό. Που ακολουθεί πιστά το νόμο. Και που είναι άκαμπτος και ισχυρογνώμων!

Ο Newton θα βρεθεί μέσα σε μια πολύ παράξενη κατάσταση. Θα βιώσει πράγματα που δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Όπως του λέει και η κοπέλα που βοηθάει στην διαδικασία: «το παράξενο είναι πως ζεις δυο μόλις ώρες μακριά από εδώ και δεν έχεις χαμπάρι για το τι γίνεται εδώ πέρα». Και δεν θα αργήσει να καταλάβει πως συμμετέχει σε ένα φιάσκο, σε ένα θέατρο του παραλόγου! Ουσιαστικά, συμμετέχει σε εκλογές «δημοκρατίας με το ζόρι»! Όταν εντέλει εμφανίζονται ψηφοφόροι για να ψηφίσουν (κουβαλιούνται ουσιαστικά με την απειλή όπλου!) ο Newton καταλαβαίνει πως κανείς από τους ανθρώπους αυτούς δεν ξέρει τα κόμματα που συμμετέχουν στις εκλογές και τους υποψηφίους! Πώς να επιλέξουν λοιπόν; Κουτουρού! «Θα το δούνε σαν παιχνίδι» του λέει ο μπαρουτοκαπνισμένος κανάγιας λοχίας για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Ο Newton κάποια στιγμή καταλαβαίνει το μάταιο της όλης κατάστασης. Το όλο γίνεται mediaκο σόου, καθώς εμφανίζεται δημοσιογράφος του BBC για να επιβεβαιώσει πως στην Ινδία υπάρχει δημοκρατία! Μουάχαχαχαχα. Τρομερό φιλμ για όλες τις στρεβλώσεις των δυτικών κοινωνιών και των υπό ανάπτυξη χωρών, όπως η Ινδία, με απίστευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές και ακόμα πιο απίστευτη φτώχεια! Το τι ακούγεται στην ταινία: ο διαβητικός βοηθός του Newton λέει κάποια στιγμή: μην τρομάζετε τον κόσμο εδώ – δώστε του τηλεοράσεις, να δουν διαφημίσεις για την Coca Cola και για φαγητά και να δείτε πως θα μπουν στη σειρά. Ένας από τους υποψηφίους για τις εκλογές λέει πως δεν θα ησυχάσει αν δεν δει κάθε νέο της χώρας να έχει στο αριστερό του χέρι ένα λάπτοπ και στο δεξί ένα κινητό! Ο λοχίας που λέγαμε βάζει παιδάκια – ιθαγενείς να τραγουδήσουν: interrogation, λέει στον εμβρόντητο Newton. Ο άλλος από τους υπαλλήλους λέει πως θέλει να... επενδύσει στην περιοχή και ζητάει πληροφορίες από τους φαντάρους. Κι ένας από αυτούς, του απαντάει: πάρε ένα όπλο, πες πως είσαι κομουνιστής και παραδώσου – θα πάρεις καλά λεφτά! Όλα στο βωμό της προπαγάνδας! Ο διαβητικός μαθαίνει αγγλικά βλέποντας ταινίες στο κινητό του, όλες αριστουργήματα της Έβδομης Τέχνης, όπως «Η νύφη του Τσάκι» και ταινίες με ζόμπι ή τζόμπι, όπως τα λέει ο ίδιος! Λέει και τα χαρτιά στον Newton: τον βάζει να διαλέξει τρία χαρτιά. Το ένα αντιπροσωπεύει το παρελθόν, το δεύτερο το παρόν και το τρίτο το μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, του ερμηνεύει το παρελθόν και το παρόν, κάτι συμβαίνει όμως και δεν του λέει για το μέλλον. Αφού ολοκληρωθούν οι εκλογές – παρωδία, ανοίγει και το χαρτί για το μέλλον: είναι ένα άσημο (φαινομενικά) πεντάρι! Χμ, λέει ο υπάλληλος, αν ήταν άσσος, βαλές, ντάμα, θα μπορούσα να σου πω ευχάριστα πράγματα, το πεντάρι, όμως, δεν λέει τίποτε. Κι αυτό που ακολουθεί είναι ότι πιο επαναστατικό και υπέροχο έχω δει τελευταία σε ταινία. Γιατί η όμορφη κοπέλα δεν αφήνει το σχόλιο να πέσει κάτω. Τι λες, λέει. Το πέντε παραπέμπει σε αυτό – και μας δείχνει την ανοιχτή παλάμη του ενός χεριού της με τα πέντε δάχτυλα. Το οποίο η συντρόφισσα το κάνει γροθιά και το σηκώνει στον αέρα! Ανατριχίλα!

Τρομερή ταινία, έπαθα πλάκα, γέλασα, συγκινήθηκα, μπήκα σε σκέψεις και κόλλησα αισιοδοξία! Σούπερ!

Colo Berlinale 2017

Τελευταία αφήσαμε μια ταινία από το διαγωνιστικό τμήμα και συγκεκριμένα το Colo από την Πορτογαλία και τη σκηνοθέτιδα Teresa Villaverde. Στα χαρτιά φαινόταν πολύ ενδιαφέρον. Τελικά, όμως, άλλο τι λένε τα χαρτιά και άλλο το τι λέει η τελική δημιουργία...

Η υπόθεση: Στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, τη Λισαβόνα μια τριμελής οικογένεια βιώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ο πατέρας είναι εδώ και πολύ καιρό άνεργος. Ψάχνει για δουλειά αλλά δεν βρίσκει τίποτε. Οπότε, κάποιες φορές, πηγαίνει στην ταράτσα της πολυκατοικίας τους για να δει τον ορίζοντα, που πάντως δεν φαίνεται πλέον να του υπόσχεται κανένα μέλλον! Η μητέρα πιάνει και δεύτερη δουλειά για να τα βγάλουν πέρα ως οικογένεια. Το αποτέλεσμα είναι να γυρίζει στο σπίτι εξουθενωμένη από τη δουλειά. Και πάλι, δεν μπορεί να είναι συνεπής με τις οικονομικές υποχρεώσεις τους. Η έφηβη, ανήλικη κόρη, έχει τα δικά της προβλήματα. Δεν εξομολογείται τίποτε στους γονείς της (για το γεγονός πχ ότι κόβει το δέρμα της με κοφτερό γυαλί) και αναρωτιέται μόνο αν την επόμενη μέρα θα της δώσουν χρήματα για να πληρώσει το εισιτήριο του λεωφορείου και να πάει σχολείο. Και μια φίλη της μένει έγκυος και τη διώχνουν από το δικό της σπίτι...

Η άποψή μας: Εντάξει, παιδιά, λίγο πολύ (πάρα πολύ δηλαδή, ας μην γελιόμαστε) την οικονομική κρίση τη βιώνουμε άγρια τόσο οι άνθρωποι στην Πορτογαλία όσο κι εμείς εδώ στην Ελλάδα. Κι εγώ, όπως ο πατέρας στην ταινία, επί τρία χρόνια ήμουν άνεργος και στις όποιες προτάσεις της συζύγου μου για έξοδο, επέλεγα την πιο φτηνή. Κι εμείς ως οικογένεια αφήνουμε λογαριασμούς να λήξουν και να πληρωθούν (ότ)αν πέσουν χρήματα στα χέρια μας. Κι εμείς βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους να αναγκάζονται να ζουν στη μιζέρια. Να ψάχνουν στα σκουπίδια για φαϊ. Να τους κόβεται το ρεύμα. Να βοηθιούνται από γονείς και πεθερικά – μιλώ για παντρεμένα ζευγάρια. Αυτά λοιπόν τα γνωρίζουμε κυρία Villaverde μας. Το πως μας τα παρουσιάζεται έχει σημασία. Και μας τα παρουσιάζεται αποδραματοποιημένα, χωρίς καμία διάθεση να κάνετε μια τόσο δα μικρούλα παραχώρηση για να υπάρξει η απαιτούμενη ταύτιση. Εντάξει, όντως, δεν χρειάζεται να προκύψει κάτι μελό από όλο αυτό, αλλά και το άλλο ακριβώς άκρο δεν βοηθάει. Οι τρεις χαρακτήρες (συν ο χαρακτήρας – τζόκερ της εγκυμονούσας φίλης) αλλάζουν στο διάβα της ταινίας κι αυτό είναι σημαντικό. Αλλά, γίνονται πράγματα επί της μεγάλης οθόνης και ο θεατής αδιαφορεί. Είναι και οι ρυθμοί βασανιστικοί, είναι και η διάρκεια μεγάλη... Α, να το πω κι αυτό γιατί έχει τη σημασία του: στα πορτογαλέζικα η λέξη «colo» σημαίνει «αγκαλιά». Αγκαλίτσα κανείς;
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2017 Live
Περισσότερα... »

Manchester By The Sea PosterΜια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα
του Kenneth Lonergan. Με τους Casey Affleck, Michelle Williams, Kyle Chandler, Lucas Hedges, Gretchen Mol, Tate Donovan, Kara Hayward, Erica McDermott, Matthew Broderick, Heather Burns


"Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου κι απελπισίας" -Arthur Schopenhauer
του gaRis (@takisgaris)

Τρυφερός μίσχος στο πάτημα της γαλότσας και ψυχρό αγέρι στο σβέρκο μια συννεφιασμένη Κυριακή η ανδρική μελαγχολία. Η απώλεια, το πένθος, το κενό μεταξύ προσωπικής πανωλεθρίας και εξ ανάγκης βιοπάλη. Ο Kenneth Lonnergan, θεατρικός συγγραφέας πίσω από τα Analyze This (1999) και οσκαρικής αναγνώρισης You Can Count On Me (2000, σκηνοθετικό ντεμπούτο) και Gangs of New York (2002), χρειάστηκε μια 10ετία για το χαρακτηρολογικά επικό - και ως 3ωρη διάρκεια - Margaret (2011) κι άλλα πέντε μέχρι αυτή την απλή καθημερινή ιστοριούλα οικογενειακής οδύνης στο βοστωνέζικο χωριουδάκι Manchester by the Sea. O Lee Chandler (Casey Affleck) είναι ο μαστοράκος για όλες τις δουλειές με τους άξεστους τρόπους και την ελάχιστη συναισθηματική αντίδραση στους γύρω του. Χωρισμένος από το γυναικάκι (Michelle Williams) και τα τρία αγγελούδια τους, ζει το προσωπικό του δράμα που κορυφώνεται στο άγγελμα θανάτου του αγαθού καρδιοπαθούς αδερφού του (Kyle Chandler) ο οποίος αφήνει πίσω τον 16χρονο γιο (Lucas Hedges) που χρήζει άμεσα κηδεμόνος. Ο Lee επιστρέφει εκών - άκων στον τόπο της οικογενειακής του τραγωδίας για να δηλώσει πλήρως ανέτοιμος να επιστρέψει από κείνο το μακρινό μέρος που ταξιδεύει ο νους όταν η ψυχή σκυλεύεται από θανατερό δοξάρι.

Manchester By The Sea Wallpaper
«Κανένας δε μου είχε πει ποτέ πως η θλίψη έμοιαζε τόσο πολύ με φόβο» - C.S. Lewis

Ο Casey γράμματα πολλά δεν ξέρει ούτε μασάει τα λόγια του όταν τον πνίγει το κάμα του πόνου. Δεν κάνει το κοκοράκι ούτε έχει το μυαλό να ανταποκριθεί στο γυναικείο φλερτ. Στο χωριό τον λυπούνται όμως δε θέλουν πάρε - δώσε μαζί του. Είναι παρείσακτος και στιγματισμένος. Κανείς δεν τον έχει καταδικάσει όμως περισσότερο από ότι ο ίδιος του ο εαυτός. Η Michelle θα έρθει με φουσκωμένη κοιλιά στην κηδεία του Kyle και εκτός από λύπηση, αφήνει αδιάσειστα ιόντα καταπιεσμένης αγάπης στην ατμόσφαιρα. Ούτε αργότερα, όταν με το καροτσάκι θα ανταμώσουν στο δρόμο τυχαία, ο Casey θα επιτρέψει στον εαυτό του να ανοίξει τη μπουκαπόρτα του μπαρουτοκαπνισμένου του αμπαριού. "Δε μπορώ, δε μπορώ να το νικήσω" ψελλίζει, ορθώνοντας με γενναιότητα ανάστημα στη θλίψη, ομολογώντας ήττα, αποφασισμένος πάντα να προχωρήσει, χωρίς να είναι βέβαιος αν αυτό εντέλει αξίζει τον κόπο. Ο Lucas με τις γκομενοδουλειές και την ασέβεια του αθλητικού εφήβου που διψά για ανδροσύνη, τον στριμώχνει στο να ανταμώσει τα αδιέξοδα αλλά κυρίως την ευθύνη του να γίνει ξανά γονιός. Να εξιλεωθεί. Να κλείσει τον κύκλο της απώλειας. Να επανανοηματοδοτήσει τη ζήση του.

«Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σα να ελπίζει. Ο πόνος δε δίνει δικαιώματα» - Albert Camus

Ο Lonnergan έχει μια εμμονή στην άντληση αδιακόρευτου πάθους στην πρόζα εις βάρος της φιλμικής οικονομίας. Πώς να του καταλογιστεί όμως αυτό όταν ανθολογεί την μακράν αισθαντικότερη ταινία του φετινού Sundance αν όχι ολάκερης της κινηματογραφικής χρονιάς. Με καθοριστικά φλάσμπακς και ηθελημένη αποφυγή ψυχαναγκαστικής υποκλοπής δακρύων απογειώνει ένα χιλιοπαιγμένο αφήγημα σε ρεσιτάλ εσωτερικευμένης έκρηξης και δραματουργικής αλήθειας. Αν έκλεινε λίγο πριν το 2ωρο το Manchester by the Sea θα επετύγχανε μέγιστο σφρίγος, ενώ η σπαραξικάρδια Michelle Williams η οποία με 6-7 λεπτά παρουσίας είναι από τα φαβορί βράβευσης ως υποστηρικτική ερμηνεία έχρηζε σαφέστατα μεγαλύτερης ανάλυσης ως ρόλος. Ο θαυμαστός Lucas Hedges (γνωστός από το σύμπαν του Wes Anderson) επίσης απειλεί να κλέψει τον κεραυνό του μικρού Affleck, στον ρόλο που ξεκλειδώνει τον χαρακτήρα του Lee μπροστά στο έρεβος του υπαρξιακού αδιεξόδου.

«Τα αναφιλητά ενός άνδρα είναι σπαραχτικά στεγνά» - Emile Zola

Ο καλύτερος της οικογενείας Affleck, υποψήφιος για β’ ρόλο ως oφονιάς του Jesse James, Robert Ford (2007), κουνιαδάκι και αυτοκόλλητος (I’m Not There, 2010) του μοναδικού τρελάκια (O αγαπημένος μου ηθοποιός) Joaquin Phoenix, έμαθε στην καριέρα του από νωρίς να περνά απαρατήρητος. Σεμνός και προσγειωμένος, γεννήθηκε για τον ρόλο του Lee. Αν έχεις καρδιά στα σωθικά δε γίνεται να μη χύσεις καυτό δάκρυ για τα πάθια του, μα κυριότερα για την πάλη του ενάντια στους δαίμονες του παρελθόντος. Το όσκαρ μοιάζει κατάδικό του για το λόγο και μόνο ότι αδυνατείς να πιστέψεις πως αυτός ο ηθοποιός είναι οποιοσδήποτε έτερος από το σκηνικό του προσωπείο. Το Manchester by the Sea δε θα είχε ευοίωνο ταξίδι για την καλλιτεχνική καταξίωση αν ο Casey δεν ήταν το θαλερό μοτόρι, το αξιόπλοο σκαρί και η υπαρξιακή του πυξίδα.

Manchester By The Sea Rating




Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Φεβρουαρίου 2017 από την Feelgood Ent.
Περισσότερα... »

Όλα Αρχίζουν Αύριο (Demain Tout Commence) PosterΌλα Αρχίζουν Αύριο
του Hugo Gélin. Με τους Omar Sy, Gloria Colston, Clémence Poésy, Antoine Bertrand, Clémentine Célarié, Ashley Walters


Three Men One Man and a Baby
του zerVo (@moviesltd)

Ε, δεν διαθέτει μονάχα το Χόλιγουντ την δυνατότητα να τροποποιεί στα δικά της μέτρα και σταθμά, κινηματογραφικές παραγωγές που έχουν καταφέρει σημαντικές επιτυχίες στα γκισέ, πολύ μακριά από τα σύνορα της. Άλλωστε η τρίτη μεγαλύτερη φιλμική βιομηχανία του κόσμου, η Φραντσέζικη, έχει μεγαλώσει τόσο πολύ σε μέγεθος, παρουσιάζοντας περισσότερες από τρεις εκατοντάδες φιλμς ετησίως, ώστε να ρίχνει κλεφτές ματιές και στις ξένες κινηματογραφίες, τσιμπώντας θεματάκια που μεταποιημένα στην δική της γλώσσα να τα σερβίρει ξαναζεσταμένα μεν, με την γνώριμη φινέτσα της δε. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η Μεξικάνικη ταινία του Eugenio Derbez, No Se Aceptan Devoluciones (Πουθενά χωρίς την κόρη μου), η οποία με κόστος μόλις 5 εκατομμυρίων δολαρίων, κατάφερε να αποσπάσει τα εννιαπλάσια σε καθεμιά από τις αγορές, Αμερικάνικη τε και Αζτέκα, που χωρίζει ο Ρίο Ντε Λα Πλάτα. Την γαλλόφωνη βερσιόν της, έχουμε την ευκαιρία να δούμε, στην ευαίσθητη εκδοχή που φέρει την πινακίδα Demain Tout Commence!

Όλα Αρχίζουν Αύριο (Demain Tout Commence) Quad Poster
Ζωή παραδεισένια και χαρισάμενη ζει ο δίχως ίχνος ευθύνης πάνω του Σάμουελ, που βγάζει τα προς το ζην ξεναγώντας πλούσιους τουρίστες στις πανέμορφες της Κοτ ΝτΆζούρ, ξοδεύοντας το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του στα νυχτερινά κλαμπς της περιοχής, εκεί που ο ανοιχτός και κεφάτος χαρακτήρας του, τον έχει καταστήσει δημοφιλή και αγαπητό. Μετά από μια (συνηθισμένη για εκείνον) νύχτα ξεσαλώματος, θα έρθει το αναπάντεχο ξημέρωμα, που θα ανατρέψει τα πάντα στην ζωή του. Από το πουθενά θα εμφανιστεί η Κριστίν, αγγλογαλλίδα που μαζί της είχε περάσει ένα φεγγάρι ερωτικό, εμφανίζοντας μπροστά του ένα βρέφος, που παραδίδοντας του το, θα τον ενημερώσει πως εκείνος είναι ο πατέρας! Και θα εξαφανιστεί όπως ήρθε, αφήνοντας τον σύξυλο, έκπληκτο και αδύναμο παντελώς να αντιδράσει...

Οκτώ χρόνια μετά, χιλιάδες μίλια μακρυά από την Κυανή Ακτή, στο μόνιμα συννεφιασμένο και βροχερό Λονδίνο. ο Σάμουελ έχει στρώσει και πάλι την καθημερινότητα του, έχοντας διαρκώς στο πλευρό του το λατρεμένο του κοριτσάκι, την Γκλόρια, που παρόλες τις αντίξοες συνθήκες του ερχομού της ποτέ δεν εγκατέλειψε στην τύχη της. Με στρωμένη εργασία, ως στάντμαν στην πιο δημοφιλή σειρά της μικρής οθόνης, που του έχει προσφέρει ο εκκεντρικός παραγωγός και μοναδικός του φίλος στην Αγγλική πρωτεύουσα, Μπέρνι, ο Σαμ καταφέρνει να προσφέρει στην μικρούλα όλες εκείνες τις ανέσεις για να μεγαλώσει σωστά και ευτυχισμένα, έστω κι αν της λείπει το μητρικό χάδι. Ευτυχία που θα ανατραπεί για δεύτερη φορά για εκείνον, καθώς η μετανιωμένη μαμά του κοριτσιού θα επιστρέψει, διεκδικώντας με όλες της τις δυνάμεις την κηδεμονία της. Με τις προβλέψεις για τον Σάμουελ, που έχει κάνει τα πάντα για την θυγατέρα του, να είναι δυσοίωνες...

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το έργο (ακόμη κι αν δεν έχει ποτέ παρακολουθήσει το Μεξικάνικο ορίτζιναλ) το έχει ξαναδεί, αν ανατρέξει λίγες δεκαετίες πίσω και φέρει στην μνήμη του την απίστευτα πετυχημένη κομεντί Ένα Μωρό Για Τρεις, που παρεμπιπτόντως έκανε θραύση στην Αμερική, μολονότι το πρωτότυπο ήταν Γαλλικό! Ακριβώς το ίδιο premise ισχύει κι εδώ με την μοναδική διαφορά πως ο αριθμός των τριών μπαμπάδων μειώνεται δραστικά σε έναν και μοναδικό, ο οποίος μάλιστα μέχρι να σαρανταρίσει δεν έχει βάλει ίχνος σκοτούρας πάνω από το κεφάλι του, έχοντας να σκεφτεί μονάχα τα διασκεδαστικά ξενύχτια και συνεχή one night stands. Για το αν τα καταφέρνει στον καινούργιο ρόλο του γονιού, το πληροφορούμαστε πολύ σύντομα στην πλοκή, σχεδόν την ίδια στιγμή που αυτή θα μεταβεί (ανεξήγητα ελαφρώς) στην Γηραιά Αλβιόνα. Τα ζητήματα θα εκκινήσουν καιρό μετά, όταν το αχώριστο δίδυμο, μάλλον θα κληθεί να τραβήξει δρόμους χωριστούς, κατόπιν της επανεμφάνισης της, άντε μην πως καμιά βαριά κουβέντα...

Για να βάζουμε τα πράγματα σε μια τάξη, δεν είναι και λίγες οι σεναριακές ασυνέπειες της ταινίας που υπογράφει ο νεαρός Hugo Gelin, πραγματοποιώντας το δεύτερο σκηνοθετικό του βήμα μετά το επίσης κομεντικό Comme Des Freres. Εκτός της αδικαιολόγητης και μονομιάς, γεωγραφικής μετατόπισης του στόρι προς Βορρά, υπάρχουν στοιχεία όπως ας πούμε η αδυναμία του Σάμουελ να βγάλει έστω και μια λέξη Αγγλικά (8 χρόνια κάτοικος Λόνδρας!!!), η πλήρως ανάρμοστη στάση μιας γυναίκας που θέλει να λέγεται και μάνα (απουσία που πάντως όμορφα δικαιολογεί ο μπαμπάς στο παιδί του) και τέλος η συμπεριφορά του δικαστηρίου και γενικότερα της νομοθεσίας, που δεν την πετάει με τις κλωτσιές πίσω από εκεί που ήρθε. Ακόμη και με ετούτες τις σημαντικές μπαλωματιές στο σκριπτ πάντως, η αφήγηση τσουλάει ευχάριστα και αυτό δικαιολογείται κατά σημαντικό τρόπο από την αναπτυσσόμενη χημεία των δύο βασικών πρωταγωνιστών, που υποδύονται αντίστοιχα τον συνεσταλμένο παρόλες τις αρχικές ενδείξεις πατέρα και την λατρεμένη μπεμπούλα του.

Ο Omar Sy, ότι πιο σταρικό σε αρσενικό, έχει να επιδείξει το τρικολόρ σινεμά την πρόσφατη δεκαετία, αφού ήδη διανύει καριέρα πέραν του Ατλαντικού με σημαντική επιτυχία, στέκει εξαιρετικά ως ο Γάλλος Will Smith, όχι μόνο σε θωριά, εμφάνιση και γενική εικόνα, αλλά ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του, εμμένοντας να παίρνει μέρος σε φιλμς που το δράμα και η συγκίνηση μιξάρεται σε μεγάλο βαθμό με την τελική ευχαρίστηση και την αγαλλίαση του χάπι έντ. Είναι χαρισματικός ο γιγάντιος Φραντσέζος στο να βγάζει μέσα από την μισοθλιμμένη μα αισιόδοξη ματιά του μια εικόνα αντιδιαμετρική του όγκου του, που του έχει αποφέρει τεράστιο κέρδος την συμπάθεια του σινεφίλ κοινού με οτιδήποτε κι αν καταπιαστεί. Δεν το συζητούμε καν πως εδώ από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο δευτερόλεπτο, με την αρωγή της  πιτσιρίκας Gloria Colston που ντεμπουτάρει αλλά και του support έκπληξη, ως σωτήρα του καναδού Antoine Bertrand, προσθέτει πάνω του αμέτρητους πόντους εκτίμησης ως η ιδανική πατρική φιγούρα, αφαιρώντας αντιστοίχως τόνους φίλιας διάθεσης προς την μορφή της Clemence Poesy - ρηχή εμφάνιση σαν μάνα / κουκουρούκου.

Για το ανέμελο συνήθως ύφος τέτοιου είδους ταινιών, που μοιάζουν ιδανικά για να περάσει κανείς ένα ευχάριστο Κυριακάτικο απογευματάκι, τα επιμέρους θέματα που καταπιάνεται το Demain Tout Commence είναι αρκετά, έστω κι αν κάτι τέτοιο το πράττει επιδερμικά, με λεπτό χιούμορ και γλαφυρότητα, χωρίς να θέλει να τα μελετήσει σε βάθος. Η πάλη του ενός και μοναδικού γονιού, ιδίως όταν αυτός είναι ο ριγμένος πατέρας, να φροντίσει όπως επιθυμεί το τζιέρι του, οι νομοθεσίες που σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι άνισες, η αλληλεγγύη της πραγματικής φιλίας, μέχρι και οι σχέσεις των άσπονδων γειτόνων Γάλλων και Άγγλων, ρίχνονται στον καμβά του αξιοπρεπώς στημένου φιλμ, που ακόμη και με τις δεδομένες αντιφάσεις και ατασθαλίες του, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις. Δίνοντας συνάμα την ευκαιρία στον θεατή του, να βάλει στο πίσω μέρος του μυαλού του, ένα σύνθημα ανανέωσης, τριών μόλις λέξεων, που πηγάζει από την μαρκίζα κι έχει τόσο σπουδαία σημασία: Όλα Αρχίζουν Αύριο...

Όλα Αρχίζουν Αύριο (Demain Tout Commence) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Φεβρουαρίου 2017 από την Odeon
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

67η Berlinale: Τρίτη 14 Φεβρουαρίου
Τα ύστερα του κόσμου!

Καλά ρε Μπαρτσελόνα, πας και τρως ντόρτια από την Παρί Σεν Ζερμέν; Τι είναι αυτά ρε παιδιά. Καταρρέουν όλες οι αξίες! Αμ το άλλο; Η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε να γυριστεί διαφήμιση, φωτογράφιση ξέρω 'γω του οίκου Gucci στην Ακρόπολη. Καλά, είστε σοβαροί ρε; Να μην γνωρίσει ο κόσμος την Ακρόπολη μέσω του οίκου Gucci; Πώς γκένεν αυτό; Ε, βέβαια, μόνο σε κάτι Μαζωνάκηδες δίνετε το μνημείο, για να γυρίσουν βιντεοκλίπ για το Gucci φόρεμα κτλ. Δεν γίνονται αυτά...

Κατά τα άλλα, what happens in Berlin stays in Berlin. Χθες βράδυ ο ανιψιός μου με πήγε σε ένα καλλιτεχνικό πάρτι σε ένα σπίτι όπου διαμένουν ζωγράφοι, ποιητές, κουλτούρα κι έτσι – και ο Πάρης στην Καλών Τεχνών είναι. Τραγουδούσαν κιόλας, είχε και προβολές ταινιών και γυρνούσαν δίσκοι με έτοιμα, στριμμένα σε λέω, τσιγαριλίκια, όλο το σπίτι είχε αυτήν την ευχάριστη μυρωδιά του μπάφου, «γραμμές» κυκλοφορούσαν επίσης σε δίσκους, μου πρόσφεραν έκσταση, κουμπιά, ότι θες, ωραία πράγματα. Καλά, ένιωσα πολύ βλάχος. Ευτυχώς, με ένα lexotanil και μια μπυρίτσα, είμαι κουλ και ευθυτενής – τα παλιόπαιδα – μα τι είναι αυτοί οι τύποι ρε συ; Α, υπήρχε κι ένας Ιρανός ονόματι Μόμο, σύντροφος Ελληνίδας ανερχόμενης καλλιτέχνιδος, που έλεγε άψογα το «Θέλω ένα φραπέ μέτριο». Ρε τι γίνεται...

The Party Berlinale 2017

Στις ταινίες μας τώρα. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει η μέρα μας από το να παραβρεθούμε στη δημοσιογραφική προβολή της νέας ταινίας του Aki Kaurismäki. Τίτλος της: «Toivon tuolla puolen» ή αγγλιστί The Other Side of Hope, που μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Η άλλη πλευρά της ελπίδας». Η δεύτερη ταινία της τριλογίας του σκηνοθέτη για τα λιμάνια, είναι μία από τις καλύτερες της φιλμογραφίας του και μιλάει για το μεταναστευτικό πέρα όλων των άλλων με έναν τρόπο ευφυή και βαθιά ανθρώπινο.

Η υπόθεση: Ο Χαλέντ είναι ένας Σύριος μετανάστης. Φεύγει από το Χαλέπι και μετά από μπόλικες περιπέτειες φτάνει στο Ελσίνκι, μέσα σε ένα πλοίο που μεταφέρει κάρβουνο. Ζητά πολιτικό άσυλο από τη Φινλανδία, χωρίς μεγάλες προοπτικές επιτυχίας πάντως. Και παράλληλα ψάχνει και την αδελφή του, ό,τι του έχει απομείνει από οικογένεια δηλαδή, η οποία δεν ξέρει σε ποιο κέντρο συγκέντρωσης μεταναστών βρίσκεται. Ο Βίλκστρομ από την άλλη είναι ένας τυπικός Φινλανδός. Μετά από... αιώνες στους δρόμους ως πωλητής ειδών ένδυσης, πουλάει το στοκ του, παρατάει τη γυναίκα του και ακολουθεί το όνειρό του: να ανοίξει ένα εστιατόριο. Αγοράζει ένα σε πολύ καλή τιμή και οι δουλειές πάνε καλά. Έως ότου στο δρόμο του βρεθεί ο Χαλέντ. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Βίλκστρομ προσφέρει δουλειά στον Χαλέντ, ο οποίος το είχε σκάσει από τις αρχές καθώς ήταν έτοιμες να τον... επαναπατρίσουν! Μαζί με τον μάγειρα, τον μετρ (!) και τη σερβιτόρα αλλά και τον σκύλο της, δημιουργείται μια μικρογραφία ουτοπικής κοινωνίας – κι ας παραμονεύει πολύς ρατσισμός εκεί έξω...

Η άποψή μας: Μα τι θεούλης είναι αυτός ο Καουρισμάκης ρε παιδιά! Τι δικό μας... παιδί. Τι ανθρωπιά βγάζει χωρίς πολιτικές ορθότητες, χωρίς επιτηδευμένο φιλανθρωπικό σεντιμενταλισμό του κώλου, χωρίς να κρύβει τα κακώς κείμενα. Τα λέει όλα ο άνθρωπος και με τρόπο τόσο απλό που συγκλονίζεσαι. Τι να πρωτοθαυμάσεις; Σκηνές; Όπως εκείνη όπου ο Χαλέντ βγαίνει από το κάρβουνο; Ή εκείνη όπου πλένεται μετά και φεύγει το μαύρο από πάνω του; Ή η σκηνή με το σερβίρισμα της σπεσιαλιτέ του μαγαζιού: σαρδέλες από την κονσέρβα με βρασμένες πατάτες; Ή η επίθεση από τους σκίνχεντ; Το δε χιούμορ, κλασικό καουρισμακικό, απίστευτο και ήδη κλασικό. Ο Χαλέντ όταν τον ρωτάνε οι αστυνομικοί το θρήσκευμά του λέει πως μετά από αυτά που έζησε στο Χαλέπι δεν πιστεύει σε καμία θρησκεία. Άθεος λοιπόν, τον ρωτάει ο αστυνομικός. Όχι απαντάει ο Χαλέντ. Καλά, βάζω χωρίς θρησκεία. Μετά, όμως, μιλώντας για το σκύλο της σερβιτόρας λέει ότι ο σκύλος είναι πολύ έξυπνος, καθώς του μίλησε για λίγα λεπτά στα αράβικα κι εκείνος έγινε μουσουλμάνος!

Και για να κλείσουμε με τα αστεία για τις θρησκείες, σε μια επίθεση ενός ΚΔΟΑ φασίστα, λέει στον Χαλέντ: «στο είχα πει ότι δεν θα γλυτώσεις παλιοεβραίε»! Όλη η φάση με την αλλαγή γευστικού προσανατολισμού της κουζίνας του εστιατορίου έχει απίστευτο γέλιο: ιδίως όταν γίνεται σούσι μπαρ, το γέλιο ρέει ατελείωτο. Οι σουρεάλ συζητήσεις είναι το στοιχείο του σπουδαίου Φιλανδού σκηνοθέτη. Εκεί, όμως, που πετυχαίνει διάνα πια, είναι ο αμόλυντος, ανόθευτος ανθρωπισμός του. Σε απίστευτο τάιμινγκ βγαίνει η ταινία. Είναι μια ταινία που τη χρειαζόμασταν. Γιατί ο Kaurismäki λέει χωρίς να κηρύττει, χωρίς να υπερβάλλει, χωρίς να ψεύδεται ουσιαστικά, πως το να βοηθήσεις έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, αυτό σημαίνει ουμανισμός. Όπως η νοσοκόμα, που βοηθάει τον Χαλέντ να ξεφύγει. Όπως ο Ιρακινός, που του δανείζει το κινητό και είναι πραγματικά δίπλα του. Όπως ο φορτηγατζής, που φέρνει την αδελφή του Χαλέντ από εκεί που βρίσκονταν. Και όπως ο Βίλκστρομ, που θα βοηθήσει τον Χαλέντ ουσιαστικά.

Καταπληκτική ταινία, πραγματικά, και πάει καρφί για τη Χρυσή Άρκτο. Αλλά στα φεστιβάλ πολλές φορές έχουμε πετύχει εκπλήξεις, να τα λέμε κι αυτά!

Berlin Syndrome Berlinale 2016

Η Cate Shortland είναι μια Αυστραλέζα σκηνοθέτιδα, που εντυπωσίασε τους πάντες με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, «Τα παιδιά του πολέμου» (Lore, 2012), όπου έδειχνε τις συνέπειες της λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στο στρατόπεδο των ηττημένων. Φαίνεται πως η σχέση της με τη Γερμανία είναι ιδιαίτερη καθώς η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, το Berlin Syndrome (που προβλήθηκε στο τμήμα Panorama Special) είναι γυρισμένη στη γερμανική πρωτεύουσα κι έχει κατά μία έννοια και πάλι να κάνει με τους ηττημένους ενός πολέμου – αυτήν τη φορά, με τους Ανατολικογερμανούς...

Η υπόθεση: Η Κλερ είναι μια νεαρή φωτορεπόρτερ που αποφασίζει να πάει στο Βερολίνο και να βγάλει φωτογραφίες από σπίτια κλασικής αρχιτεκτονικής της Ανατολικής Γερμανίας. Καθώς περπατάει τους πολυσύχναστους δρόμους του Κρόιτζμπεργκ, τραβώντας με την κάμερά της οτιδήποτε της κινεί το ενδιαφέρον, θα συναντήσει τυχαία τον Άντι. Ο Άντι είναι ένας Γερμανός δάσκαλος Αγγλικών αλλά και γυμναστικής και η γοητεία του δεν θα αφήσει ασυγκίνητη την Κλερ. Χωρίς να χάσουν χρόνο οι δυο τους θα βρεθούν στο διαμέρισμα του Άντι σε μια ερημική περιοχή του πρώην Ανατολικού Βερολίνου και θα κάνουν παθιασμένα έρωτα! Την άλλη μέρα ο Άντι πηγαίνει στη δουλειά του και η Κλερ αντιλαμβάνεται ότι την έχει κλειδώσει. Όταν ο Άντι επιστρέφει, όμως, η Κλερ καταλαβαίνει πως το κλείδωμα δεν ήταν τυχαίο γεγονός και ότι ουσιαστικά είναι αιχμάλωτη του παράξενου αυτού ανθρώπου. Και εννοείται ότι θα κάνει τα πάντα για να ξεφύγει...

Η άποψή μας: Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, αλλά υπάρχουν κάποιες ταινίες που σε πετάνε εντελώς έξω. Δεν σε αγγίζουν βρε παιδί μου, δεν έχουν κάτι να σου πουν. Όπως καλή ώρα ετούτη εδώ. Όσο σπουδαία δουλειά έκανε η Shortland στα «Παιδιά του πολέμου» άλλο τόσο... μετριότητα είναι αυτό που πετυχαίνει εδώ! Θέλω να πω, αν πίσω από την ταινία δεν βρισκόταν μία σκηνοθέτιδα που έχει την φεστιβαλική σφραγίδα, πόσο πολύ... θαψίδι θα έτρωγε τούτο το φιλμ; Γιατί, για να μπαίνουμε πλέον στο ζουμί ούτε «Ο συλλέκτης» είναι η ταινία (καλά, αριστούργημα, δεν το συζητώ) ούτε καν «Δέσε με»! Ο τύπος απαγάγει την τουρίστρια, γαμιώσαντε, και την κρατά φυλακισμένη γιατί... έλα μου ντε! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Θέλω να πω, σε μια χολιγουντιανή παραγωγή, θα δινόταν κάποια εξήγηση, έστω και του κώλου, για το για ποιον λόγο κάνει ο τύπος ότι κάνει. Εδώ, η περίφημη καλλιτεχνική ελλειπτικότητα, δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα! Κάτι μας αφήνει μια κουβέντα να εννοηθεί ότι ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ο τύπος ήταν... Ανατολικογερμανός! Ή ότι η μητέρα του παράτησε τη μητέρα του όταν εκείνος ήταν ακόμα μικρός και το έσκασε για τη Δύση (πριν την ένωση των δύο Γερμανιών μιλάμε, έτσι;).

Κανένα λογικό έρεισμα, έχει βίτσιο ο τύπος να βγάζει φωτό την κοπελιά, λογικά μας αφήνεται να εννοηθεί ότι το έχει ξανακάνει, τον γουστάρει και μια πιτσιρίκα στο σχολείο, χαμός! Από την άλλη, ισχύει και το άλλο. Θέλει ο σωβινιστής Θόδωρος να κρυφτεί και να μην γράψει ότι τουλάχιστον η Teresa Palmer έχει κορμάρα και βυζάρες αλλά το γουρούνι ο Γιαχού δεν τον αφήνει. Η λύση του δράματος έχει χίλιες τρύπες, η κοπελιά απελευθερώνεται και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς άστα να πάνε.

Ίσως να φταίει και η πρώτη ύλη, το ομώνυμο μπεστ σέλερ της Melanie Joosten, αλλά φευ, αυτή δεν είναι μια καλή ταινία...

I am Not Your Negro Berlinale 2017

Ο Raoul Peck εμφανίζεται στη Berlinale με δύο ταινίες. Κι ενώ στην ταινία μυθοπλασίας «Ο νεαρός Καρλ Μαρξ» δεν τα πήγε και τόσο καλά, με το I am Not Your Negro πετυχαίνει πολύ σπουδαία επίδοση. Δεν βρίσκεται λοιπόν τυχαία αυτή η ταινία ως η μία από τις πέντε υποψήφιες για το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ. Είναι ταινιάρα!

Η υπόθεση: Τον Ιούνιο του 1979 ο πολυτάλαντος Αφροαμερικάνος συγγραφέας James Baldwin ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο τελευταίο βιβλίο του, «Remember this House» το οποίο ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Οι προσωπικές του μνήμες σχετικά με τους τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους ηγέτες και αγωνιστές για τα δικαιώματα των Αφροαμερικάνων, του Medgar Evers, του Malcolm X, και του Martin Luther King – αναφορά με τη σειρά που δολοφονήθηκαν καθώς δολοφονήθηκαν και οι τρεις – και οι θύμισές του από τις δικές του οδυνηρές εμπειρίες ως Αφροαμερικάνος χρησιμοποιούνται σε αυτό το ντοκιμαντέρ προκειμένου να ξαναγραφτεί η Αμερικάνικη Ιστορία!

Η άποψή μας: Δεν τα γουστάρω τα ντοκιμαντέρ, το έχω επισημάνει κατά καιρούς σε όλους τους τόνους. Γουστάρω τη μυθοπλασία, η οποία όμως θέλω να είναι... ρεαλιστική! Εντάξει, είμαι για τα σίδερα, το γνωρίζω! Τούτο εδώ, όμως, είναι ιδιαίτερο ντοκιμαντέρ. Είναι σπουδαίο ντοκιμαντέρ. Αφηγητής του είναι ο Samuel L. Jackson, με αυτήν τη χαρακτηριστική, στιβαρή φωνή του. «Πρωταγωνιστής» είναι ο μακαρίτης μαύρος συγγραφέας, James Baldwin. Από τους ηγέτες της Αφροαμερικάνικης κοινότητας, που ΔΕΝ δολοφονήθηκε, είχε έναν τρόπο να μιλάει και να γράφει, που είναι πραγματικά ανατριχιαστικός! Κάθε του εμφάνιση μαγνήτιζε, ήταν φοβερός ρήτορας, ήξερε να χειρίζεται το λόγο μαγικά, ήταν συγκλονιστικός.

Δεν τον ήξερα από πριν, να μην κάνω τον καμπόσο, αλλά μέσω του ντοκιμαντέρ αποτέλεσε για μένα σπουδαία ανακάλυψη. Μας μιλάει (μέσω τηλεοπτικών του εμφανίσεων ο ίδιος ή μέσω των γραπτών του, με τη φωνή του Jackson) για τρεις πλέον εμβληματικούς ηγέτες των Αφροαμερικάνων. Και οι τρεις φίλοι του. Και οι τρεις, τρομεροί άνθρωποι. Και όλες του οι παρατηρήσεις και όλες του οι αναφορές είναι τραγικά επίκαιρες. Ιδίως τώρα, με τον Τραμπ στην εξουσία. Το πρόβλημα των μαύρων στην Αμερική είναι το πρόβλημα των μεταναστών παγκοσμίως. Και είναι χοντρό πρόβλημα! Δείχνονται ένα σωρό στιγμιότυπα από ταινίες, μέσω των οποίων γίνεται μια εξελικτική μελέτη για το πως παρουσιάζονταν οι Αφροαμερικάνοι, πάντα σε σχέση με την κοινωνία, το βασικότερο όμως είναι πως η ταινία έχει καρδιά, έχει ρυθμό και λέει τα πράγματα όπως έχουν, χωρίς φιοριτούρες και βλακείες.

Πραγματικά τρομερή δουλειά. Ευφυής η επιλογή του ασπρόμαυρου. Και ναι, εδώ ο Peck κάνει μια φανταστική δημιουργία!
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2017 Live
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

67η Berlinale: Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου
Έλα ν' αγαπηθούμε ντάρλινγκ!

Να, εδώ, εγώ σας γράφω για τις ταινίες που είδα τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στη Berlinale. Το κείμενο, όμως, θα δημοσιευτεί μια μέρα αργότερα! Ήτοι, την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου. Την Ημέρα των Ερωτευμένων! Και πώς θα τραβήξω τα βλέμματα ερωτευμένων ζουζουνακίων, που χαρίζουν λουλούδια και σοκολατάκια και θα σπεύσουν να δουν – ειδικά σήμερα – τις «Πενήντα πιο σκοτεινές αποχρώσεις του γκρι», έτσι, για να παίρνουμε και καμιά ιδέα, μην μας πούνε και βλάχους; Μα, βάζοντας ως τίτλο το παραγνωρισμένο αριστούργημα της εποχής της βιντεοκασέτας με πρωταγωνιστή τον Στάθη Ψάλτη. Θέλω να πω, αφού αυτός ο ασχημάντρας, κατόρθωσε να κάνει καριέρα εραστή, όλα είναι πιθανά!

Κατά τα άλλα, συνεχίζουμε να βλέπουμε ταινίες που έχουν ενδιαφέρον. Κάναμε καλές επιλογές στον καταρτισμό του προγράμματος προβολών στις οποίες εντέλει παραβρεθήκαμε, κι αυτό βγαίνει στο αποτέλεσμα!

The Party Berlinale 2017

Με τη δεύτερη ταινία της, το «Orlando», η Βρετανίδα Sally Potter έβαλε το όνομά της στη λίστα των πιο ενδιαφέροντων νέων δημιουργών της εποχής της. Και μας σύστησε ουσιαστικά μια ηθοποιό, την Tilda Swinton, σε μια μαγική ερμηνεία (και λέγε ότι θέλεις Ζερβόπουλε!). Με την όγδοη μεγάλου μήκους ταινία της, που έχει τον εύγλωττο τίτλο The Party συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Βερολίνου! Είναι η πρώτη της ταινία μετά από πέντε χρόνια απουσίας από τα κινηματογραφικά δρώμενα, είναι η πρώτη της ασπρόμαυρη ταινία και είναι η ταινία της από τις μεγάλου μήκους, που έχει τη μικρότερη διάρκεια!

Η υπόθεση: Η Τζάνετ είναι μια 40something (ίσως και 50something) πολιτικός που μόλις έχει διοριστεί σκιώδης υπουργός από το αντιπολιτευτικό κόμμα στη Μεγάλη Βρετανία! Αυτή είναι η μεγαλύτερη στιγμή της πολιτικής της καριέρας. Έτσι, καλεί ορισμένους φίλους για ένα μικρό πάρτι στο σπίτι της. Είναι η φαρμακόγλωσση φίλη της, Έιπριλ με τον Γερμανό σύζυγό της, μετρ του life coaching, Γκότφριντ, είναι η παλιά συμφοιτήτρια του συζύγου της, του Πολ, η Μαρθα, μαζί με τη σύντροφό της, την κατά πολύ νεώτερή της Τζίνι, που μέσω τεχνητής γονιμοποίησης εγκυμονεί πλέον τρία παιδάκια και είναι και ο Τομ, ένας χρηματιστής, παντρεμένος με την Έμιλι, παλιά μαθήτρια του άντρα της Τζάνετ, και μεγαλύτερου υποστηρικτή της, του Πολ. Ο Πολ, όμως, φέρεται παράξενα. Κι όταν πλέον μαζευτούν όλοι οι φίλοι, θα κάνει μια ανακοίνωση, η οποία θα σκάσει σαν βόμβα στο πάρτι. Μια βόμβα που εντέλει δεν είναι ότι πιο απρόσμενο ακουστεί και αποκαλυφθεί σε αυτήν τη συγκέντρωση φίλων...

Η άποψή μας: Αυτή, μάλιστα, είναι ταινία για να δει κανείς του Αγίου Βαλεντίνου! Η Sally Potter σκηνοθετεί το δικό της σενάριο, ένα σενάριο στην παράδοση των καλύτερων και πιο βιτριολικών κωμωδιών made in UK! Κι όσο κι αν προσπάθησε η ίδια να απορρίψει μετά βδελυγμίας τη θεατρικότητα της ταινίας, αυτή δεν κρύβεται με τίποτε! Αυτό όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μας νοιάζει καθόλου. Μα καθόλου! Εφτά νοματαίοι σε ένα σπίτι που μιλάνε ακατάπαυστα, ναι, παραπέμπει σε θεατρικό. Και ναι, 99% του χρόνου τέτοιον καιρό, αφού κάνει την καριέρα της η ταινία στις αίθουσες θα τη δούμε και ως θεατρική διασκευή από κανέναν Μαρκουλάκη, που το έχει να διασκευάζει ταινίες σε παραστάσεις. Σε μια τόσο μικρή σε διάρκεια ταινία όλα πρέπει να λειτουργούν ρολόι. Και εννοείται ότι λειτουργούν. Με παντιέρα το βιτριολικό σενάριο που βάζει στο στόχο του αυτούς τους καλοαναθρεμμένους αστούς με τις αριστερές καταβολές, οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και συνθέτουν εντέλει μια απολαυστική μαύρη κωμωδία, από αυτές που μόνο το βρετανικό σινεμά μπορεί να μας δώσει.

Έχοντας ελάχιστον μπάτζετ και με γυρίσματα που ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο βδομάδες, χωρίς χρόνο για πολλές πρόβες ή τη δυνατότητα για πολλαπλό γύρισμα κάθε σκηνής, όλοι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Όλοι οι ηθοποιοί λάμπουν. Εκείνοι, όμως, που ξεχωρίζουν ως καλύτεροι από ίσους είναι οι μη Βρετανοί! Ο (γερμανόφωνος) Ελβετός Bruno Ganz, που δείχνει να έχει εξαιρετικό κωμικό τάιμινγκ και σε κάνει να γελάσεις με κάθε ατάκα του, διάολε, με κάθε του βλέμμα και χαμόγελο και η Αμερικανίδα Patricia Clarkson, στο ρόλο της συζύγου του, που έχει έτσι κι αλλιώς τις καλύτερες ατάκες και στάζει δηλητήριο με πρόσωπο παγωμένο. Απίστευτοι, όλοι τους! Είναι μια ταινία ηθοποιών, είναι μια ταινία σεναρίου, είναι μια ταινία που πέρα και πάνω από όλα θα διασκεδάσει τους θεατές τόσο με το πανέξυπνο χιούμορ της όσο και με τις ανατροπές της, την ίντριγκα που επικρέμεται, τη λοξή ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις.

Μία από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στη φετινή Berlinale!

Der junge Karl Marx Berlinale 2016

O Raoul Peck είναι ο μοναδικός σκηνοθέτης που έρχεται στη Berlinale όχι με μία αλλά με δύο ταινίες! Πως το έκανε ο Jim Jarmusch πέρσι στις Κάννες; Ε, αυτό. Κι ενώ στο ντοκιμαντέρ «I Am Not Your Negro» κάνει φανταστική δουλειά (θα αναφερθούμε διεξοδικά στην ταινία στην αυριανή μας ανταπόκριση, η ταινία μυθοπλασίας του, το Der junge Karl Marx, που συμμετέχει στο τμήμα Berlinale Special Gala, δεν πιάνει τις ανάλογες υψηλές επιδόσεις. Κι ας έχει μια απίστευτη μπράντα από πίσω της, έτσι;

Η υπόθεση: 1844. Ο Καρλ Μαρξ είναι 26 ετών και ζει μαζί με τη γυναίκα του, την Τζένι, στο Παρίσι, ευρισκόμενος σε εξορία ουσιαστικά. Όταν συναντά για πρώτη φορά τον ελαφρώς νεώτερό του Φρίντριχ Ένγκελς, γιο ενός εργοστασιάρχη, τον απορρίπτει ως έναν δανδή, χωρίς ταξική συνείδηση. Όμως, ο Ένγκελς, ο οποίος μόλις έχει δημοσιεύσει μια μελέτη πάνω στη φτωχοποίηση του αγγλικού προλεταριάτου, έχει εδώ και καιρό διαφοροποιηθεί και ουσιαστική αρνηθεί την τάξη του. Οι δύο άντρες με τις ίδιες ιδέες γίνονται φίλοι και εμπνέουν ο ένας τον άλλο προκειμένου να γράψουν κείμενα μέσω των οποίων επιθυμούν να μπουν τα θεωρητικά θεμέλια για την επανάσταση, η οποία, όπως πιστεύουν, δεν θα αργήσει να έρθει. Στόχος τους δεν είναι μια απλή εξήγηση του κόσμου στον οποίο βρίσκονται: στόχος τους είναι να τον αλλάξουν, να τον διαλύσουν, να τον ξεπατώσουν συθέμελα και να χτίσουν έναν άλλο, πιο δίκαιο. Οι συντηρητικές δυνάμεις τους πολεμούν όπως και δυνάμεις μέσα στην Αριστερά που έχουν τη δική τους ατζέντα για το πως πρέπει να τσουλήσουν τα πράγματα. Αυτές οι αντιδράσεις, όμως, απλά τους κάνουν πιο παθιασμένους.

Η άποψή μας: Υπάρχουν δύο ειδών βιογραφίες πραγματικών, ιστορικών προσώπων. Η βιογραφία τύπου «Γκάντι», μεγαλεπήβολες δημιουργίες δηλαδή, που παίρνουν τη ζωή του βιογραφούμενου προσώπου, τονίζουν τις σπουδαίες στιγμές του και τυλίγουν το όλον με εντυπωσιακές σκηνές πλήθους, μάχης κτλ και είναι και οι σύγχρονες βιογραφίες, τύπου του πρόσφατου «Νερούδα», όπου βλέπουμε γεγονότα από ένα συγκεκριμένο μέρος της ζωής του βιογραφούμενου και η βιογραφία είναι κάπως λοξή: πιο ποιητική, πιο ελεύθερη, πιο δημιουργική. Ε, λοιπόν ο Raoul Peck επέλεξε τον... τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό: την... τηλεοπτική βιογραφία! Θέλω να πω, πως η όλη του προσπάθεια θα μπορούσε να είναι αντί για ένα κινηματογραφικό δίωρο, ένα τηλεοπτικό 10ωρο, με επεισόδια που θα άφηναν τα γεγονότα να αναπνεύσουν. Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης παραθέτει γεγονότα χωρίς να βγάζει οποιαδήποτε ένταση. Άτιμοι καπιταλιστές!

Για όσους δεν γνωρίζουν και πολλά, η ταινία λειτουργεί λίγο ως εγχειρίδιο βασικών στοιχείων για τη ζωή ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του 19ου αιώνα, ενός ανθρώπου, που άλλαξε τον κόσμο όπως τον ξέραμε. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο. Και οι ηθοποιοί προσπαθούν να καταφέρουν ότι καλύτερο μπορούν με βάση το δεδομένο υλικό. Αλλά το... μπέρδεμα του σκηνοθέτη εντοπίζεται και σε ένα άλλο σημείο, μικρής σημασίας ενδεχομένως, αλλά κάποιους (όπως εμένα) θα τους ενοχλήσει: οι ηθοποιοί μιλούν αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, ακόμα και στην ίδια σκηνή, ακόμα κι όταν πχ μιλάνε μεταξύ τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς! Σαν να λέμε, μιλάω εγώ με τον Ζερβόπουλο, που είμαστε Έλληνες και οι δύο κι εκεί που μιλάμε αλλάζουμε και μιλάμε στα αγγλικά, μετά στα γερμανικά, μετά στα γαλλικά (ναι, ξέρουμε και πολλές γλώσσες, τι να κάνουμε). Ευρωπουτίγκα.

Το κοινό της, πάντως, η ταινία το έχει εξασφαλισμένο. Απλά, επιθυμούσαμε να δούμε κάτι τόσο δυνατό όσο το όνομα του βιογραφούμενου ανθρώπου.

Headbang Lullaby Berlinale 2017

Τελευταία ταινία την οποία θα παρουσιάσουμε στη σημερινή μας ανταπόκριση είναι το Headbang Lullaby του Hicham Lasri το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του προγράμματος Panorama Special. Είναι η 6η μεγάλου μήκους ταινία του Μαροκινού σκηνοθέτη

Η υπόθεση: Στις 11 Ιουνίου 1986, μία ημέρα αφού το Μαρόκο έγραψε ποδοσφαιρική ιστορία κάνοντας την έκπληξη, κερδίζοντας την Πορτογαλία στο Μουντιάλ, ο κυβερνητικός υπάλληλος Νταούντ παίρνει εντολή να «ασφαλίσει» μια γέφυρα έξω από την Καζαμπλάνκα. Αυτή είναι μια έρημη γέφυρα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εχθρικές κοινότητες και βρίσκεται πάνω από έναν άδειο αυτοκινητόδρομο. Ο Νταούντ θα πρέπει να περιμένει καθώς αναμένεται (αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα συμβεί κιόλας) να περάσει από το σημείο ο βασιλιάς της χώρας, Χασάν ο 2ος! Συναντήσεις με υποστηρικτές της κυβέρνησης και με μέλη οικογενειών πολιτικών κρατουμένων – η μυστήρια εμφάνιση μιας αλλοδαπής γυναίκας κι ενός βερβέρου – αλλά και η παρουσία ενός πιτσιρίκου τρελαμένου με το ποδόσφαιρο είναι όλα αυτά too much για τον Νταούντ. Τραυματισμένος στο κεφάλι (όπου πλέον έχει μεταλλική πλάκα) κατά τη διάρκεια των «εξεγέρσεων για το ψωμί» πέντε χρόνια πριν, ο Νταούντ δεν μπορεί να εκφράσει κανένα συναίσθημα, καθώς το πρόσωπό του είναι ουσιαστικά παράλυτο. Αυτά που βλέπει γύρω του, όμως, δεν μπορούν παρά να τον επηρεάσουν...

Η άποψή μας: Η αρχή είναι εντυπωσιακή. Βλέπουμε στην οθόνη μια φράση σημαντική. Ακούμε μια ενδιαφέρουσα δήλωση – με φωνή οφ – για το λίπος σε συνδυασμό με την ψυχή. Στο τέλος της ταινίας έχουμε άλλη μια ενδιαφέρουσα δήλωση περί ψυχής. Η αρχική σκηνή με τον βασικό πρωταγωνιστή να παίζει τένις, με κοντινό στο πρόσωπό του και τη γαμάτη μπλούζα του από τον «Πόλεμο των Άστρων» ενώ πίσω του, σε απόσταση αναπνοής, βρίσκεται ένας φράχτης θαρρείς από φραγκοσυκιές, είναι αρκούντως ελκυστική. Περιμένεις να δεις κάτι σπουδαίο, κάτι διαφορετικό, κάτι το εκλεκτό. Πέφτουν οι τίτλοι της αρχής. Η δυνατή μουσική επίσης βοηθάει τα μάλα στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος. Μετά, έρχεται η σκηνή του τραυματισμού. Επίσης δυνατή. Μέχρι εδώ όλα καλά. Και μετά; Και μετά, δυστυχώς, οι υποσχέσεις μένουν σε αυτό το επίπεδο: των εντυπώσεων. Το μαροκινό «Περιμένοντας τον Γκοντό» έχει συνεχείς «πιθανότητες» και υπόνοιες για κάτι σπουδαίο. Μα παραείναι ελλειπτικό. Και παραείναι... φλασάτο. Από τη μια κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αχρείαστα κουλτουριάρικο και από την άλλη επιτηδευμένα... βιντεοκλιπίστικο. Τόσες πολλές δυνατότητες, όλες χαμένες.

Σαφέστατα πολιτικό σινεμά, αλλά βρε αδελφέ, αφού το έχεις, προχώρα στο παρασύνθημα. Δεν τη λες κακή ταινία, τη λες χαμένη ευκαιρία...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2017 Live
Περισσότερα... »

Η Ταινία LEGO Batman (The LEGO Batman Movie) PosterΗ Ταινία LEGO Batman
του Chris McKay. Με τις φωνές των Will Arnett, Zach Galifianakis, Michael Cera, Rosario Dawson, Ralph Fiennes, Mariah Carey, Jenny Slate, Susan Bennett, Billy Dee Williams, Héctor Elizondo


Είμαι ένας φτωχός και μόνος...Μπάτμαν!
του zerVo (@moviesltd)

Σίγουρα υπήρξε σημαντικό ρίσκο για την Warner, εκείνη η πρώτη φορά που αποφάσισε να ασχοληθεί στο δικό της κομμάτι του animation με την στοπ μόσιον περίπτωση των πολύχρωμων τουβλοπαιχνιδιών της Lego, μιας και ούτε λίγο ούτε πολύ δαπάνησε το ποσόν των εξήντα εκατομμυρίων δολαρίων για να το κάνει πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πάντως, πως πολύ δύσκολα το εγχείρημα δεν θα στεφόταν με επιτυχία, αφού χάρη στην μαγική δυάδα των σχεδιαστών Lord και Miller, το The Lego Movie επέστρεψε στα ταμεία το κόστος του, μόλις στο πρώτο γουικέντ και μόνο στην Αμερική, καταφέρνοντας τελικά να κλείσει το παγκόσμιο box office του κάποιυ κοντά στο μισό δις! Νούμερο που συνδυασμένο με την nod που απέσπασε η ταινία στην σχετική Οσκαρική κατηγορία, κατέγραψε έναν πραγματικό θρίαμβο για την προσπάθεια που δύσκολα δεν θα είχε την λογική συνέχεια της. Η οποία όχι απλώς αποτελεί ένα σίκουελ των περιπετειών του από την μια στιγμή στην άλλη superhero Έμμετ, αλλά προσθέτει στην ιστορία το σύνολο των περίφημων χαρακτήρων που πηγάζουν από τις μελάνινες σελίδες των κόμικ της DC, για να στολιστεί με ακόμη πιο σελέμπριτυ και διάσημα clicky!

Η Ταινία LEGO Batman (The LEGO Batman Movie) Wallpaper
Είναι ο προστάτης της Γκόθαμ Σίτι, εκείνος που εδώ και χρόνια με τις τεράστιες και υπεράνθρωπες ικανότητες του καταφέρνει να αποτρέψει στους απανταχού κακούς να επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες στην τεράστια μητρόπολη, είναι ο Άνθρωπος Νυχτερίδα, ο διαβόητος Μπάτμαν. Με την μόνη διαφορά πως κατόπιν της πιο πρόσφατης επικράτησης του σε μια ακόμη κόντρα με τον αιώνιο αντίπαλο του Τζόκερ, δεν διάγει και τις πιο εύθυμες του ημέρες, καθώς η καινούργια αρχηγός της Αστυνομίας, κόρη του συνταξιούχου πλέον, επιθεωρητή Γκόρντον, Μπάρμπαρα, θα ζητήσει από εκείνον να αποσυρθεί, προκειμένου να αναλάβουν την προστασία των πολιτών, εκείνοι που έχει ορίσει ο νόμος, οι καλά εκπαιδευμένοι και κανονικοί ένστολοι. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο υπερήρωας, εξαιτίας της πομπώδους και σνομπ συμπεριφοράς του, θα αντιληφθεί πως οι υπόλοιποι σύντροφοί του της Justice League Τον έχουν θέσει στο περιθώριο και δεν τον καλούν πια στις συγκεντρώσεις τους.

Μόνος, στενοχωρημένος και αποτραβηγμένος στην Μπατκέιβ του, ο μαυροντυμένος τιμωρός, έχοντας σαν συντροφιά που του έχει απομείνει τον πιστό του σέρβαντ Άλφρεντ, καλείται πλέον να πληροφορείται δίχως να μπορεί να αντιδράσει τις προθέσεις των αντιπάλων του, που θα επιστρέψουν ακόμη πιο ισχυροί και απειλητικοί. Χωρίς να χάσει χρόνο, εκείνος, θα παρακούσει τις άνωθεν εντολές και θα στρατολογήσει στο πλευρό του, τον μικρούλη και άφοβο ορφανό Ντικ Γκρέισον, που αφού του δώσει κι εκείνου φορεσιά ήρωα και τον βαφτίσει Ρόμπιν, θα τον πάρει μαζί του, στην κατά πως φαντάζεται τελευταία και πιο σημαντική τους αποστολή: Να κλέψουν παρέα το υπερόπλο που θα στείλει τον Τζόκερ στην εξορία των κακίστρων και να ξενοιάσουν από αυτόν μια και καλή...

Εννοείται βέβαια πως τα πράγματα δεν θα πάνε κατά πως τα σχεδιάζει ο Μπάτμαν, αφού όχι μόνο θα τιμωρηθεί από την συνετή Τσιφ Μπάρμπαρα για την παρανομία του, μα θα καταφέρει εκεί που θα στείλει τον ανήθικο γελαστό παλιάτσο, να τον φέρει σε επαφή με όλους τους κακούς χαρακτήρες της ιστορίας, που πλέον θα γυρίσουν όλοι μαζί συντροφιά για ισοπεδώσουν την Γκόθαμ. Πανηγύρι που περιλαμβάνει από Δράκουλα, Κινγκ Κονγκ και Γκρέμλινς, ίσαμε Βόλντεμορτ, Χάρλει Κουίν αλλά και το μάτι του Σάουρον που επιβλέπει τα πάντα. Και άντε τώρα να τα βγάλεις πέρα με όλη αυτή την μικτή κακοποιών, που ήδη έχει ξεκινήσει το καταστροφικό της έργο.

Η πολύ μεγάλη διαφορά σε σχέση με όλες τις προηγούμενες εκδοχές εμφάνισης του Σκοτεινού Ιππότη στην μεγάλη οθόνη βέβαια, είναι το ότι τα πάντα, τα πάντα κυριολεκτικά όμως, δίνονται μέσα από ένα πρίσμα αχαλίνωτης γλαφυρότητας. Αρχής γενομένης από την ίδια την περσόνα του Μπάτμαν, που διαθέτει στοιχεία εντελώς διαφορετικά από εκείνα που τον χαρακτηρίζουν στ' αλήθεια. Εγωκεντρικός, ψωροπερήφανος, όχι ιδιαίτερα ευφυής, με τεράστια ιδέα για τον εαυτό του, εκτιμά πως χωρίς αυτόν η μητρόπολη ήδη θα είχε καταστραφεί από την έφοδο των villains. Κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα με την μόνη διαφορά πως τα μυαλά του φαντασμένου Νυχτερίδα παραέχουν πάρει αέρα, θεωρώντας εαυτόν σαν τον ένα και μοναδικό σωτήρα! Ούτε η άφιξη του χαζοχαρούμενου αλλά και διαθέσιμου να δώσει και την ζωή του ακόμη για τον...μπαμπά του, Ρόμπιν, θα του αλλάξουν την συλλογιστική, παρόλη την πίκρα που βιώνει από τον παραγκωνισμό του. Οπότε τι μένει? Φυσικά να πάρει επάνω του την ευθύνη και να τα βάλει με όλους και με όλα, ολομόναχος για μια ακόμη φορά. Θα τα καταφέρει κόντρα στις αντιξοότητες?

Απίστευτο κέφι και πανζουρλισμός ακατάπαυστης δράσης και εκρηκτικών πλάνων, με τα τουβλάκια να εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν, κάθε φορά που το Μπατμομπίλ παίρνει μπροστά ή όποτε η φράξια των κακιασμένων, υπό τις οδηγίες του σαρδόνιου Τζόκερ κάνει τα πάντα γης μαδιάμ. Σχεδιασμός τρισδιάστατης αντίληψης πάρα πολύ ικανοποιητικός, γνωρίζοντας την δυσκολία του εγχειρήματος, πανομοιότυπος και ίσως ακόμη και πιο προσεγμένος από εκείνον της πρώτης φοράς, μιας κι εδώ πλέον πρέπει να τονιστούν στα πλαστικά ανθρωπάκια, οι μορφές, οι γκριμάτσες, τα στοιχεία γνώριμων σε όλους, προσώπων. Σε αυτό το τσάλεντζ η παραγωγή παίρνει πάρα πολύ καλό βαθμό, όπως άλλωστε και στο επίτευγμα του lip sync που είναι πράγματι εντυπωσιακό. Όπως και στην πρώτη Legoπεριπέτεια έτσι κι εδώ, η μεγαλύτερη αναποδιά του δημιουργού Chris McKay έχει να κάνει με την κίνηση των τούβλινων παιχνιδιών, που εξ ορισμού δεν γίνεται να είναι η ομαλότερη, μείον που αναγκαστικά θα πρέπει να αποδεχθούμε ντε φάκτο.

Προσεγμένη δουλειά έχουν πραγματοποιήσει και οι πέντε στον αριθμό σεναριογράφοι, που με βάση τις θρυλικές πενιές του Bob Kane, χτίζουν μια κεφάτη πλοκή, αναμφίβολα φανταστικού περιεχομένου και έκβασης, που να ταιριάζει ει δυνατόν στις απαιτήσεις της παιχνιδιάρικης Lego φόρμας, αλλά και του πολύ νεαρού σε ηλικία κοινού που θα κληθεί να παρακολουθήσει την The Lego Batman Movie. Πλάκες και ανέκδοτα που ιδίως στις λιγότερο θορυβώδεις σκηνές, ασχέτου της υπάρχουσας μετάφρασης, βγάζουν έξυπνο και ευθύβολο χιούμορ (ο μπάτλερ του Μπρους Γουέιν - πολύ μικρή χρονικά εμφάνιση για τον μη μασκοφόρο Μπάτμαν - είναι αληθινή απόλαυση, φέροντας την λαλιά του Ralph Fiennes) που μετατρέπεται με άνεση σε γέλιο, πριν πάρουν την σκυτάλη ξανά οι κοφτότατου μοντάζ εικόνες πανικού, εκεί που δεν προλαβαίνεις, ακόμη και σαν γνώστης των μορφών τους, να αντιληφθείς σε ποιον ανήκει η πασίγνωστη φάτσα που μόλις είδες.

Δικαιολογημένα θα σαρώσει εμπορικά, δηλαδή και στην νέα, εναλλακτική, πλαστικοποιημένη και όχι βαρετή, τύπου Affleck, βερσιόν του ο Μπάτμαν, όπως συνέβη σχετικά και το 2016 και το 2012 και το 2008 και το 2005 και το 1997 και το 1995 και το 1992 και 1989... Εντάξει, δεν παριστάνω τον ξερόλα, ο Άλφρεντ μου τις θύμισε τις φορές, τις πιο πολλές τις είχα λησμονήσει.

Η Ταινία LEGO Batman (The LEGO Batman Movie) Rating



Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Φεβρουαρίου 2017 από την Tanweer
Περισσότερα... »



Berlin International Film Festival 2017 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

67η Berlinale: Κυριακή 12 Φεβρουαρίου
Τζάκποτ στο Τζόκερ!

Το έχω παρατηρημένο: κάθε φορά που βρίσκομαι στο Βερολίνο για το φεστιβάλ κινηματογράφου, στην Ελλάδα το τζόκερ μετά από διαδοχικά τζακπότ μοιράζει ένα τεράστιο ποσό που έχει συγκεντρωθεί. Τουλάχιστον 16 εκατομμύρια ευρώ λοιπόν θα δώσει το τζόκερ στον ή στους τυχερούς που θα βρουν τα μαγικά νούμερα στην κλήρωση της ερχόμενης Πέμπτης. Καλή τύχη να ευχηθώ...

Λίγο... λαχείο είναι να επιλέξεις και τις σωστές ταινίες μέσα σε ένα φεστιβάλ. Τις ταινίες εκείνες που θα σου φτιάξουν τη μέρα, που δεν θα σε αφήσουν να τον... πάρεις λιγάκι, έστω κι αν είσαι σφόδρα κουρασμένος, που θα σε κάνουν να θέλεις να μοιραστείς τη γνώμη σου γι' αυτές σε άλλους ανθρώπους. Μοιραζόμαστε και σήμερα λοιπόν!

Pokot Berlinale 2017

Η Agnieszka Holland είναι παλιά στο κουρμπέτι. Η ταινία Pokot είναι η 16η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας στη μακρόχρονη ιστορία της. Και με αυτήν συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale. Η Holland έχει εντρυφήσει τα μάλα και στην τηλεόραση, μιας που έχει σκηνοθετήσει επεισόδια από σειρές όπως το περίφημο «The Wire», αλλά και τα πιο πρόσφατα «The Killing», «House of Cards» και «The Affair». Καθόλου αμελητέα ποσότητα λοιπόν!

Η υπόθεση: Η Γιανίνα Ντουσέικο ζει μια έντονη ζωή στην περιοχή της κοιλάδας του Κλόντσκο, σε ένα ορεινό χωριό κοντά στα σύνορα Πολωνίας και Τσεχίας. Είναι μια πολυάσχολη γυναίκα στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας: διδάσκει αγγλικά στο τοπικό σχολείο, είναι παθιασμένη αστρολόγος, δεν τρώει κρέας και τα έχει με τους λαθροθήρες αρχικά και με τους κυνηγούς γενικότερα. Τα γράμματα διαμαρτυρίας και καταγγελίας που στέλνει στις αρχές αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς της. Μια μέρα τα δύο της αγαπημένα σκυλιά εξαφανίζονται. Λίγες μέρες μετά ανακαλύπτει το πτώμα ενός γείτονα, κυνηγού, με πατημασιές ελαφιών γύρω από αυτό. Ακολούθως κι άλλα πτώματα ανδρών προκύπτουν στην περιοχή, όλα ανήκοντα σε κυνηγούς ή σε εκπροσώπους αρχών που τους στηρίζουν. Μήπως, όπως δείχνουν οι αρχικές ενδείξεις, αυτοί οι άνδρες δολοφονήθηκαν από άγρια ζώα; Ή μήπως κάποιος έχει ξεκινήσει βεντέτα εναντίον τους;

Η άποψή μας: Αυτό που αρχικά εντυπωσιάζει στη νέα ταινία της Holland είναι η κατασκευή. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη άψογα, το μοντάζ είναι σούπερ, παθαίνεις πλάκα με τη διεύθυνση φωτογραφίας και η μουσική είναι το κάτι άλλο: όχι μόνο είναι εξαιρετικά γραμμένη αλλά συνοδεύει τις εικόνες και αλλάζει τόνο ανάλογα με το τι συμβαίνει επί της μεγάλης οθόνης. Από εκεί και πέρα έχουμε μια ταινία που είναι ταυτόχρονα, ένα θρίλερ με μπόλικη αγωνία και οικολογικές ανησυχίες, μια ιστορία με ντετεκτιβίστικη διάθεση και μπόλικο χιούμορ και ταυτόχρονα ένας φεμινιστικός ύμνος! Ναι, υπάρχει αρκετή αγριάδα σε όλο αυτό, η Holland όμως υπονομεύει το υλικό της με μπόλικο σαρκασμό, κι έτσι αυτό είναι λειτουργικό. Γιατί, αν πάρουμε της μετρητής όλα όσα συμβαίνουν, τότε το σενάριο βρίθει μεγαλοστομιών, κοινοτοπιών και διαθέτει έναν κεντρικό χαρακτήρα τόσο μεμπτό ηθικά με όσα κάνει, που είναι προβληματικός.

Η υστερία που βγάζει η Ντουσέικο (και όχι Ντουσένκο, όπως τη φωνάζουν πολλοί, κάτι που την εκνευρίζει) την φέρνει στα όρια του να μην τη γουστάρει το κοινό. Εντέλει, όμως, μέχρι που και... δικαιολογεί (μέχρι ενός σημείου, έτσι, μην τρελαθούμε) τις πράξεις της. Και είπαμε, σε αυτό παίζει βασικό ρόλο το χιούμορ της ταινίας. Σε κάποια στιγμή η Ντουσέικο βλέπει στο σπίτι του χήρου γείτονά της που τη γουστάρει κορνιζομένο το δίπλωμά του ως μέλος των Πολωνών ειδικών στο μάζεμα μανιταριών. Το τι λέει ο στόμας της σχετικά με αυτό και το τι σημαίνει για την Πολωνία γενικότερα, βγάζει πολύ γέλιο. Όπως η σκηνή όπου σε ένα πάρτι τραγουδάνε όλοι μαζί το «The House of The Rising Sun». Στο ίδιο πάρτι μασκέ η Ντουσέικο ντύνεται... κακός λύκος και ο εν λόγω γείτονας... Κοκκινοσκουφίτσα!

Δυνατή ταινία, που σπρώχνει τα πράγματα σε μια υπερβολή, η οποία προφανώς και δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή, δείχνει όμως το πρόβλημα της κακομεταχείρισης των ζώων από τον άνθρωπο. Στις αρχές της ταινίας θαρρείς πως βλέπεις μια παραλλαγή των «Πουλιών» του Χίτσκοκ! Η φύση εκδικείται λοιπόν. Έστω, μέσω τρελαμένων αντιπροσώπων της. Κι αυτά που λέει με φωνή off στο υπερβατικό, ονειρικό φινάλε η Ντουσέικο είναι αυτά που θέλουν και τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο κύκλος της ανθρώπινης παρακμής κλείνει. Θα εμφανιστεί μια νέα γενιά που θα αρχίσει να παλεύει ξανά για ιδανικά. Και θα τα πάει καλύτερα. Ναι βρε Agnieszka μου, άντε, να έχουμε κάτι να περιμένουμε!

Una mujer fantástica Berlinale 2016

Με την προηγούμενη, την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, την «Gloria», ο Χιλιανός Sebastián Lelio συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale του 2013 και τιμήθηκε με τρία βραβεία με σημαντικότερα εκείνα καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και της Οικουμενικής Επιτροπής. Τέσσερα χρόνια μετά επιστρέφει στη γερμανική πρωτεύουσα με τη νέα του ταινία Una mujer fantástica και συμμετέχει και πάλι στο διαγωνιστικό τμήμα, διεκδικώντας – γιατί όχι; - το κάτι παραπάνω..

Η υπόθεση: Η Μαρίνα και ο Ορλάντο είναι ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Ζουν μαζί ευτυχισμένες στιγμές και ας έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας: Ο Ορλάντο είναι 57 ετών και η Μαρίνα είναι καμιά 25αριά χρόνια νεώτερη. Ο Ορλάντο είναι επιχειρηματίας, χωρισμένος από τη γυναίκα του, με ενήλικο παιδί. Η Μαρίνα δουλεύει ως σερβιτόρα και της αρέσει πολύ να τραγουδά. Μια μέρα, μετά την επιστροφή τους από έξοδο όπου γιόρταζαν μαζί τα γενέθλια της Μαρίνας, ο Ορλάντο ξυπνάει χλωμός και έντονα αδιάθετος. Η Μαρίνα τον πάει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο νοσοκομείο, αλλά οι γιατροί το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να δηλώσουν το θάνατό του. Ο Ορλάντο πέθανε από ανεύρυσμα.

Η Μαρίνα, πρώην άντρας και νυν γυναίκα μετά από επέμβαση αλλαγής φύλου, θα βρεθεί σε έναν κυκεώνα άσχημων καταστάσεων. Η πρώην γυναίκα του Ορλάντο ζητάει να πάρει το αυτοκίνητό του από τη Μαρίνα και ο γιος τους θέλει να τη διώξει άμεσα από το διαμέρισμα και να της πάρει και τον σκύλο. Κυρίως, όμως, η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να παραβρεθεί η Μαρίνα στην κηδεία! Δεν της δίνουν το δικαίωμα να θρηνήσει τον αγαπημένο της. Παράλληλα, μια γυναίκα αστυνομικός πιέζει την Μαρίνα με μια σειρά από ερωτήσεις και δυσάρεστες διαδικασίες, καθώς δεν μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση εγκληματικής ενέργειας. Και η Μαρίνα, μόνη της ουσιαστικά, δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει...

Η άποψή μας: Ο Lelio αποδεικνύεται μέγας σκηνοθέτης στη δημιουργία πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πορτρέτων. Γιατί πέρα από τεχνικές λεπτομέρειες, η Μαρίνα είναι μια γυναίκα. Μια γυναίκα που η σεξουαλικότητά της προσλαμβάνεται ως απειλητική από την κοινωνία. Ιδίως τα μέλη της οικογένειας του θανόντος, και κυρίως ο γιος του, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα με κανέναν τρόπο! Νιώθουν αμηχανία, νιώθουν ντροπή, νιώθουν μέχρι και αηδία! Δεν μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση, δεν μπορούν να δεχτούν τη Μαρίνα ως ανθρώπινο ον. Το μόνο μέλος της οικογένειας που βλέπει πέρα από τα προσχήματα και τις προκαταλήψεις είναι ο αδελφός του πεθαμένου, τον οποίο υποδύεται ο Luis Gnecco, ο άνθρωπος που υποδύεται τον Νερούδα στην ομώνυμη, υπέροχη ταινία ενός άλλου Χιλιανού σκηνοθέτη, του Pablo Larain!

Η Μαρίνα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση με περισσή στωικότητα. Δεν προκαλεί, δεν υστεριάζει, δεν απειλεί, δεν προσπαθεί να «κερδίσει» κάτι από την όλη κατάσταση. Το μόνο που θέλει είναι να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της. Όπως έχει το δικαίωμα. Και δεν πτοείται ακόμα κι όταν ο γιος του Ορλάντο μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους, αρπάζουν την Μαρίνα, την χώνουν σε ένα SUV και την κακομεταχειρίζονται, ασκώντας βία επάνω της. Όχι, η Μαρίνα δεν πτοείται ακόμα κι όταν τα στοιχεία της φύσης είναι εναντίον της: είναι εξαιρετική η σκηνή όπου η Μαρίνα περπατάει στο δρόμο, φυσάει δυνατός αέρας, πολύ δυνατός, που θα μπορούσε να την παρασύρει, αλλά εκείνη εναντιώνεται, και ξέρει πως μπορεί να λυγίσει αλλά δεν σπάει.

Μικρή ταινία, τρυφερή, ευγενική, κατορθώνει όχι μόνο να μην «τρομάξει» τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές αλλά να κερδίσει την εύνοια όλων. Εντάξει, δεν είναι χωρίς προβλήματα η ταινία: η όλη φάση με το κλειδί από το φοριαμό στο χαμάμ είναι αδιέξοδη ενώ κατά μία έννοια έχουμε φινάλε πριν το φινάλε, πράγματα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να τα αποφύγει ο σκηνοθέτης. Έχοντας ως σύμμαχο όμως την πολύ καλή ερμηνεία της Daniela Vega, ενός πρώην άνδρα που έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου στην πραγματικότητα, και τη δική του τρομερή ικανότητα να στήνει ονειρικές σκηνές, ο Lelio πετυχαίνει να παραδώσει μια ταινία, καλύτερη από την «Gloria». Είναι νωρίς ακόμα στο φεστιβάλ αλλά κατά τη γνώμη μας η ταινία δεν θα φύγει χωρίς κάποιο βραβείο από το Βερολίνο!

Kongens nei Berlinale 2017

Τελευταία ταινία την οποία θα παρουσιάσουμε στη σημερινή μας ανταπόκριση είναι το Kongens nei του Erik Poppe το οποίο προβάλλεται στο πλαίσιο του προγράμματος Panorama Special. Η ταινία αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και κατάφερε μάλιστα να φτάσει μέχρι την λίστα με τις 9 επικρατούσες υποψηφιότητες, δεν έφτασε όμως μέχρι την τελική πεντάδα.

Η υπόθεση: Στις 9 Απριλίου του 1940 ο ναζιστικός στρατός της Γερμανίας εισβάλει στη Νορβηγία, χωρίς προηγουμένως να έχει κηρύξει πόλεμο εναντίον της. Η πεποίθηση των Νορβηγών πως η πολιτική ουδετερότητας που διατηρούσαν αταλάντευτα όλα τα τελευταία χρόνια θα τους προστάτευε από τα επιθετικά πλάνα του Χίτλερ αποδείχτηκε μέγα λάθος. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα επικρατεί χάος και αποπροσανατολισμός στη χώρα. Με τις ευλογίες του Χίτλερ ο φασίστας Νορβηγός πολιτικός Κουίσλινγκ ζητά μετ' επιτάσεως να αναδειχθεί πρόεδρος – πρωθυπουργός της χώρας.

Ο βασιλιάς Χάακον ο Έβδομος, που διέφυγε από την πρωτεύουσα, το Όσλο και βρήκε καταφύγιο μαζί με την οικογένειά του, το υπουργικό συμβούλιο και πολλούς πολιτικούς στο χωριό Νίμπεργκσουντ, αποδεικνύεται φοβερά ψύχραιμος. Τονίζει πως αν το νορβηγικό κοινοβούλιο αποφασίσει να συνθηκολογήσει και να υποκύψει στις απαιτήσεις των Ναζί, ο ίδιος θα αποδεχτεί αυτήν την απόφαση. Ο Χίτλερ, ενώ στο παρασκήνιο γίνεται προσπάθεια για διπλωματικές συζητήσεις, συνεχίζει τους βομβαρδισμούς. Και ο λαός της Νορβηγίας εκτιμά τη στάση του βασιλιά και την εκλαμβάνει ως έκκληση για αντίσταση.

Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως έχουμε δει τόσες πολλές ταινίες με θέμα βγαλμένο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πλέον για να εντυπωσιαστούμε ή να δεχτούμε πως κάποια τέτοια ταινία ξεχωρίζει από τον σωρό, θα πρέπει να είναι πραγματικά διαφορετική και σπουδαία. Τούτη η ταινία δεν είναι κακή. Δεν έχει όμως και κάτι το διαφορετικό, κάτι το οποίο να μην έχουμε ξαναδεί. Ο Eric Poppe διαχειρίζεται πολύ καλά το υλικό του και βγάζει ενδιαφέρουσες ερμηνείες, κυρίως από τον Jesper Christensen, που υποδύεται τον βασιλιά. Από τη μια η σχέση του βασιλιά με την οικογένειά του και τα εγγόνια του, από την άλλη η προσπάθεια του Γερμανού διπλωμάτη για μια λύση που να μην θίγει κανέναν, δημιουργούν μια κάποια ίντριγκα αλλά τίποτε παραπάνω. Από τις κλασικές ταινίες που αν παιχτούν στην τηλεόραση αυτός που θα έχει πέσει επάνω τους θα καθίσει να τις δει, καθώς προσφέρουν ένα ευχάριστο, ψυχαγωγικό πρόγραμμα. Σε ένα φεστιβάλ, όμως, ιδίως τόσο προχωρημένο όσο αυτό του Βερολίνου, στέκει λίγο παράταιρα. Δεν πειράζει, χρειάζονται κι αυτά.

Ενδιαφέρουσα ταινία αλλά όχι για πολλά πράγματα...
Θοδωρής Γιαχουστίδης

Berlin International Film Festival 2017 Live
Περισσότερα... »