του Pedro Almodóvar. Με τους Julianne Moore, Tilda Swinton, John Turturro, Alex Høgh Andersen, Alessandro Nivola, Juan Diego Botto, Raúl Arévalo.
Με αξιοπρέπεια
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)
Μπορούμε λοιπόν να βάλουμε το ‘’ευ’’ μπροστά από τον θάνατο;
Αυτή είναι η 24η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Pedro Almodovar – και η πρώτη του μεγάλου μήκους, γυρισμένη στα αγγλικά κι όχι στα ισπανικά. Έχει γυρίσει άλλες δύο ταινίες στα αγγλικά, αλλά εκείνες ήταν μικρού μήκους. Μιλάμε για τα «The Human Voice» (2020), όπου συνεργάστηκε για πρώτη φορά με την Tilda Swinton και «Strange Way of Life» (2023). Και είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, που έλαβε μέρος στο φεστιβάλ Βενετίας, η τρίτη που συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό της τμήμα και η πρώτη που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα, το μεγαλύτερο βραβείο στην κινηματογραφική καριέρα του Ισπανού σκηνοθέτη, καθώς δεν έχει τιμηθεί ούτε με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ούτε με Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Έχει βέβαια τιμηθεί με Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου για το «Μίλα της» κι έχει κερδίσει στις Κάννες τα βραβεία σκηνοθεσίας για το «Όλα για τη μητέρα μου» και σεναρίου για το «Γύρνα πίσω».
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βενετίας στις 2 Σεπτεμβρίου και την πανελλήνια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας» στις 14 Οκτωβρίου. Όπως σε όλες τις ταινίες του, ο Almodóvar υπογράφει το σενάριο – αυτή τη φορά βασίζεται στο βιβλίο της Sigrid Nunez «What Are You Going Through». Κι ένα ενδιαφέρον στατιστικό για το τέλος: οι δύο πρωταγωνίστριες, Julianne Moore και Tilda Swinton, συναντιούνται για πρώτη φορά σε ταινία, έχουν κερδίσει και οι δύο Όσκαρ ερμηνείας και είναι γεννημένες και οι δύο το 1960: στις 5 Νοεμβρίου η Tilda και στις 3 Δεκεμβρίου η Julianne.
Η υπόθεση: Η Ίνγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους, όταν δούλευαν μαζί στο ίδιο περιοδικό. Η Ίνγκριντ έγινε επιτυχημένη συγγραφέας, ενώ η Μάρθα βραβευμένη πολεμική ανταποκρίτρια, και οι δύο τους έπαψαν να έχουν επαφές αναγκαστικά λόγω των συνθηκών των ζωών τους. Μετά από χρόνια, όπου απλά μάθαιναν η μία τα επαγγελματικά επιτεύγματα της άλλης, στα εξήντα τους πλέον, η Ίνγκριντ θα πληροφορηθεί τυχαία πως η Μάρθα πάσχει από καρκίνο. Και καθώς τυχαίνει εκείνη την εποχή να βρίσκονται και οι δυο τους στη Νέα Υόρκη, θα την επισκεφτεί στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται.
Οι δύο φίλες θα θυμηθούν τα παλιά, θα γεμίσουν τα κενά ενθυμούμενες και εξομολογούμενες αναμνήσεις του παρελθόντος, που δεν γνωρίζει η μία για την άλλη και θα ξαναέρθουν πολύ κοντά. Τόσο κοντά, που η Μάρθα, εντελώς φυσικά, θα ζητήσει από την Ίνγκριντ κάτι, που η Ίνγκριντ δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Όταν η πειραματική θεραπεία στην οποία υποβάλλεται η Μάρθα, δεν έχει τα ποθούμενα αποτελέσματα, η Μάρθα αποφασίζει να επιλέξει εκείνη το πότε θα αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Και ζητάει από την Ίνγκριντ να τη βοηθήσει, περισσότερο ως παρουσία: όντας κοντά της, στο διπλανό δωμάτιο...
Η άποψή μας: «Το διπλανό δωμάτιο» δεν είναι μια τυπική ταινία του Pedro Almodóvar. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. 75 χρονών πλέον, ο αγαπημένος Ισπανός δημιουργός από τη Λα Μάντσα (ναι, αυτήν, του Δον Κιχώτη) ίσως να νιώθει πως έχει εξαντλήσει την ενασχόλησή του με τα χαρακτηριστικά του μελοδράματα ή με τις ιδιαίτερες και πολύχρωμες κωμωδίες. Ίσως να θέλει να βγει και λίγο έξω από το safe zone του. Εξάλλου, δεν έχει να αποδείξει τίποτε άλλο πια. Απαλλαγμένος από περιττά βάρη, ίσως να τον απασχολεί περισσότερο πλέον κι ο θάνατος, πιο χειροπιαστά, πιο άμεσα, πιο υπαρξιακά. Καθόλου τυχαία λοιπόν η (τριπλή) αναφορά μέσα στην ταινία του εδώ στο «The Dead» του James Joyce (τόσο το βιβλίο, όσο και την κινηματογραφική μεταφορά του από τον τεράστιο John Huston, που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Οι Δουβλινέζοι») και στις τελευταίες φράσεις του: «Thorns his soul swooned slowly as he heard the snow falling faintly through the universe. And faintly falling like The Descent of their last. End upon all the living and the dead»...
Η άποψή μας: «Το διπλανό δωμάτιο» δεν είναι μια τυπική ταινία του Pedro Almodóvar. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. 75 χρονών πλέον, ο αγαπημένος Ισπανός δημιουργός από τη Λα Μάντσα (ναι, αυτήν, του Δον Κιχώτη) ίσως να νιώθει πως έχει εξαντλήσει την ενασχόλησή του με τα χαρακτηριστικά του μελοδράματα ή με τις ιδιαίτερες και πολύχρωμες κωμωδίες. Ίσως να θέλει να βγει και λίγο έξω από το safe zone του. Εξάλλου, δεν έχει να αποδείξει τίποτε άλλο πια. Απαλλαγμένος από περιττά βάρη, ίσως να τον απασχολεί περισσότερο πλέον κι ο θάνατος, πιο χειροπιαστά, πιο άμεσα, πιο υπαρξιακά. Καθόλου τυχαία λοιπόν η (τριπλή) αναφορά μέσα στην ταινία του εδώ στο «The Dead» του James Joyce (τόσο το βιβλίο, όσο και την κινηματογραφική μεταφορά του από τον τεράστιο John Huston, που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Οι Δουβλινέζοι») και στις τελευταίες φράσεις του: «Thorns his soul swooned slowly as he heard the snow falling faintly through the universe. And faintly falling like The Descent of their last. End upon all the living and the dead»...
Ο θάνατος και το πως τον αντιμετωπίζουμε γενικότερα, και η ευθανασία ειδικότερα λοιπόν αποτελούν τη βασική θεματική της ταινίας και ο Almodóvar είναι σοβαρός κι όχι σοβαροφανής, λιτός και ελεγειακός. Συγκρατημένος, με σαφή στόχευση και ενδιαφερόμενος πάρα πολύ για το πως αντιδράμε μπροστά στο Τέλος. Αυτά που βλέπουμε επί της μεγάλης οθόνης, θα μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα πάνω σε μια θεατρική σκηνή, με τις δύο πρωταγωνίστριες, την Julianne Moore και την Tilda Swinton, να δίνουν δυο εξαιρετικές ερμηνείες. Κι όλα αυτά, χωρίς ποτέ η ταινία να ξεπέφτει στο μελό ή να στοχεύει στον ερεθισμό των δακρυϊκών μας αδένων. Μέχρι εδώ, όλα καλά. Υπάρχουν όμως και πράγματα που «κλωτσάνε», άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο.
Ο Almodóvar ανοίγει τη βεντάλια, λες και δεν πιστεύει (αρκετά) πως από μόνη της η σχέση των δύο γυναικών και η στάση τους απέναντι στο θάνατο και την ευθανασία, είναι ικανή να στηρίξει ολόκληρη την ταινία. Πετάει μια φράση για την άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού ωσάν πυροτέχνημα, χωρίς καμία οργανική σύνδεση με το υπόλοιπο της ταινίας. Μπάζει τον χαρακτήρα που υποδύεται ο John Turturro, για να κάνει εντέλει έναν - αποτυχημένο - παραλληλισμό του τέλους της Μάρθας με το επικείμενο τέλος του κόσμου, που μοιάζει αναπόφευκτο. Το αστυνομικό στοιχείο στο φινάλε και ο ρόλος του Alessandro Nivola θαρρείς και προστέθηκαν απλά για να γεμίσει ο φιλμικός χρόνος, μιας που τίποτε ουσιαστικό δεν προσφέρουν στην ταινία. Απλά, ο Nivola λειτουργεί ως το πρόσωπο μέσω του οποίου εκφράζονται εκείνοι οι άνθρωποι που έχουν πιο παγιωμένες και άτεγκτες θέσεις πάνω στο θέμα της ευθανασίας. Κι ένας διπλός ρόλος, που αποκαλύπτεται επίσης στο φινάλε, λες και μπήκε απλά και μόνο για να διχάσει και να προκαλέσει σούσουρο. Τουλάχιστον άστοχο – κι ας έχει αποδείξει πολλάκις η Tilda Swinton μπορεί να παίξει τα πάντα!
Στη ζυγαριά, πάντως, τα θετικά της ταινίας υπερτερούν των αρνητικών. Ενδιαφέρον στοιχείο βρήκα το πως η καλλιτεχνική διεύθυνση και η διεύθυνση φωτογραφίας δημιουργούν ταμπλό – σκηνές, που παραπέμπουν θαρρείς σε πίνακες του Edward Hopper ενώ στο φλάσμπακ της σκηνής της πυρκαγιάς αντιγράφεται κανονικά ο πίνακας «Christina’s World» του Andrew Wyeth. Οι πιο ώριμοι – και σε μυαλό και σε ηλικία – θεατές, θα αγαπήσουν. Αλλά, να σε πω κάτι ως κατακλείδα; «Million Dollar Baby». Αυτά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Νοεμβρίου 2024 από την Tanweer!