Black Stone Poster ΠόστερBlack Stone

του Σπύρου Ιακωβίδη. Με τους Ελένη Κοκκίδου, Julio Γιώργο Κατσή, Kevin Zans Ansong, Αχιλλέα Χαρίσκο, Στρατή Χατζησταματίου.


Μπορείς να δραπετεύσεις ποτέ από την ελληνική οικογένεια;
γράφει ο Θόδωρος Γιαχουστίδης(@PAOK1969)

Έριξε μαύρη πέτρα πίσω του...

Ο Σπύρος Ιακωβίδης γεννήθηκε στο Λονδίνο και σπούδασε σκηνοθεσία στο London College of Printing διαφημιστικά, ντοκιμαντέρ, εταιρικά και βίντεο κλιπ. Έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μικρού μήκους και στη Σχολή Σταυράκου. Το 1998 ήταν προσκεκλημένος φοιτητής της Ακαδημίας Κινηματογράφου του Βερολίνου (DFFB). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα γράφοντας και σκηνοθετώντας (υπογράφοντας και το σενάριό τους) που προβλήθηκαν σε πολλά εγχώρια και διεθνή φεστιβάλ: «The Soul of Damon Ploumis» (2004), «The Bear and the Rabbit» (2008) και «Dr. Mori's Teleshopping» (2009). Το «Black Stone» είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.

Black Stone Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο παράλληλο του διεθνούς διαγωνιστικού τμήμα «Meet the Neighbours», κερδίζοντας τα βραβεία κοινού τόσο του τμήματος, όσο και ελληνικής ταινίας γενικότερα, αλλά και τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το βραβείο επιτροπής νεότητας φοιτητών πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης. Η ταινία κέρδισε επίσης: βραβείο κοινού και ειδική μνεία καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Τεργέστης, βραβείο Emerging Greeks στο φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Βερολίνου, βραβείο κοινού και βραβείο ερμηνείας (για την Ελένη Κοκκίδου) στο φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο, ενώ έχει και επτά υποψηφιότητες για τα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Η υπόθεση: Δυο κινηματογραφιστές γυρίζουν ένα ντοκιμαντέρ για τα «Φαντάσματα του Δημοσίου», ήτοι, για τους δημοσίους υπαλλήλους που, ενώ έχουν προσληφθεί από άγνωστους φορείς του κρατικού μηχανισμού, δεν πηγαίνουν ποτέ στη δουλειά τους. Πέφτουν πάνω στην περίπτωση του Πάνου, ενός τέτοιου δημοσίου υπαλλήλου. Με τα πολλά, θα μάθουν τη διεύθυνση κατοικίας του. Δεν θα τον βρουν εκεί όμως. Αντ' αυτού, θα βρουν τη μητέρα του, τη Χαρούλα, κλασική, υπερπροστατευτική Ελληνίδα μάνα. Η 68χρονη χήρα Χαρούλα θα τους περάσει ως τηλεοπτικό συνεργείο ειδήσεων, που μπορεί να τη βοηθήσει να βρει τον γιόκα της, ο οποίος εδώ και κάποιες μέρες, φαίνεται να έχει εξαφανιστεί χωρίς να δίνει σημεία ζωής. 

Μαζί με τον καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι μικρότερο γιο της, τον Λευτέρη, κι έναν ταξιτζή γεννημένο στην Κυψέλη αλλά με καταγωγή από την Γκάνα, τον Μιχάλη, θα προσπαθήσουν όλοι μαζί να μάθουν πού ακριβώς βρίσκεται ο Πάνος, ιδίως όταν εκείνος θα βρεθεί κατηγορούμενος για απάτη. Θα μπορέσουν να βρουν τα ίχνη του; Τον λόγο για τον οποίο εξαφανίστηκε; Και τι συνέπειες θα έχει τελικά όλο αυτό;

Η άποψή μας: Σε μια δύσκολη χρονιά για το ελληνικό σινεμά, έτσι όπως φάνηκε στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ευτυχώς που υπήρξαν δύο ταινίες, που έσωσαν την τιμή του. Η μία ήταν το «Πίσω από τις θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου. Η άλλη είναι τούτη εδώ. Ο Σπύρος Ιακωβίδης επιλέγει τη φόρμα του ψευδοντοκιμαντέρ και την λογική τηλεοπτικών σειρών όπως τα «The office» και «Modern Family», με την κάμερα να παρακολουθεί και να καταγράφει – πολλές φορές αδιάκριτα – τα δρώμενα, ενώ παράλληλα οι «πρωταγωνιστές» μιλάνε κατευθείαν στην κάμερα, ωσάν ομιλούσες κεφαλές, και σχολιάζουν, εξομολογούνται, αδιαφορούν ή καταρρέουν. 

Η λογική του ντοκιμαντέρ υπηρετείται με προσήλωση. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ενώ αρχικά το συνεργείο ξεκινάει να καταγράψει ένα φαινόμενο, μια παθογένεια του ελληνικού δημοσίου, εντέλει βρίσκει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην Χαρούλα, την οποία συναντά «τυχαία» και της οποίας το πορτρέτο χτίζει με λεπτομέρεια. Έτσι, η μαύρη σάτιρα και η σκωπτική διάθεση κριτικής των κακώς κειμένων της δημόσιας διοίκησης (γραφεία χωρίς εργαζόμενους, τηλέφωνα που χτυπάνε, σηκώνονται και κλείνουν αμέσως, ντάνες από φακέλους και χαρτούρα που πετιούνται επιμελώς ατημέλητα σε δωμάτια όπου εννοείται δεν μπορείς να βρεις το οτιδήποτε) μετατρέπεται σε ένα ψυχογράφημα, με τη Χαρούλα να αντιπροσωπεύει την παλιά Ελλάδα. 

Είναι συμπονετική και ρατσίστρια, προσφέρει το είναι της για τα παιδιά της θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή, αλλά τα «πνίγει» κιόλας, είναι ευκολόπιστη αλλά μπορεί να γίνει και πολύ καχύποπτη, έχει «βαρύνει» πολύ από όσα δύσκολα καλείται να αντιμετωπίσει καθημερινά επί τόσα χρόνια χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά – και ιδίως από το κράτος – αλλά δεν τα παρατάει και ποτέ. Ζει τη ζωή της σαν ένα ψαροκόκαλο να έχει καθίσει στο λαιμό της επί χρόνια: την ενοχλεί αλλά έχει συνηθήσει – κι εδώ έχουμε μια άψογη εκμετάλλευση αυτής της λεπτομέρειας σε μια από τις πιο κρίσιμες και δυνατές σκηνές της ταινίας. 

Μιας ταινίας που είναι ταυτόχρονα μια υπέροχη κωμωδία με σκηνές που σε κάνουν να γελάς δυνατά (ο τρόπος που ασφαλίζει το καροτσάκι στα κάγκελα, η αφίσα του «εξαφανισμένου», η αδιάκριτη γειτόνισσα με το φαγητό) αλλά και που από ένα σημείο και μετά δεν εμποδίζει και την συγκίνηση να ξεχυθεί απλόχερα, όχι εκβιαστικά, αλλά με γλύκα και ενσυναίσθηση. Η Χαρούλα έχει να αντιμετωπίσει μια αφιλόξενη πόλη, που δυσκολεύει τη ζωή των Αμεα, μια αφιλόξενη πολυκατοικία, που κάποιοι που κατοικούν εκεί αφαιρούν τη ράμπα από τα σκαλιά της εισόδου επειδή προφανώς δεν συνάδει με την... αισθητική τους, και τις ίδιες της τις ρατσιστικές πεποιθήσεις, αποτέλεσμα προφανώς χρόνων «εκπαίδευσης» από γονείς, δασκάλους, φίλους, της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. 

Η Ελένη Κοκκίδου στο ρόλο της Χαρούλας δίνει μια θριαμβευτική ερμηνεία. Μπαίνει τόσο βαθιά στο ρόλο αυτής της γυναίκας και το κάνει με τρόπο εξαιρετικό. Το πετυχαίνει σωματικά, με τη στάση του σώματός της, τις κινήσεις της, που δείχνουν κούραση, χρόνια ταλαιπωρίας. Το πετυχαίνει με τις εκφράσεις του προσώπου της. Το πετυχαίνει με τον λόγο της, τις κουβέντες της, το τι λέει και πώς το λέει. Προσέξτε πχ τις σκηνές όπου χρειάζεται να μεταφέρει τον Λευτέρη από το αναπηρικό αμαξίδιο σε ένα αυτοκίνητο, στον καναπέ, στην τουαλέτα. Το κάνει με αγάπη, με φροντίδα, αλλά και μηχανικά, με την αίσθηση «πάλι αυτό;», ταυτόχρονα. 

Είναι εξαιρετική η Κοκκίδου και καταγράφεται υπέροχα και η μεταστροφή της απέναντι στον Μιχάλη. Τον μαύρο, που αρχικά αρνείται να μπει στο ταξί του, τον μαύρο, που με καχυποψία αναρωτιέται πώς έμαθε τόσο καλά ελληνικά, τον Μιχάλη, που καταλαβαίνει εντέλει πως είναι ο μόνος που τη βοηθάει χωρίς να θέλει κάποιο αντάλλαγμα, τον Μιχάλη, που τον φροντίζει περισσότερο και από παιδί της, τον Μιχάλη, που γίνεται παιδί της. Και ο Μιχάλης του Kevin Zans Ansong, του ταλαντούχου και γνωστού στους θιασώτες της εγχώριας ραπ μουσικής «Νέγρου του Μοριά» ή/ και «Black Morris», είναι απίστευτα καλός στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση. Είναι φυσικός, έχει τη στάση του σώματος που απαιτείται και τρομερή φωνή, σε κερδίζει αμά τη εμφανίσει. Με καλοσύνη, ναι μεν στα όρια της αφέλειας, τύπου «Ted Lasso», που τόσο όμως την έχουμε ανάγκη δε, τα βγάζει πέρα και με το παραπάνω. 

Οι σκηνές του τόσο με τη Χαρούλα όσο και με τον Λευτέρη είναι απίθανες, όπως κι εκείνες όπου είναι μόνος στο ταξί, σε εξομολογητικό mode. Αλλά και η στάση της ταινίας απέναντι στα Αμεα είναι εύστοχη. Στοργική αλλά χωρίς να μας κάνει να νιώθουμε οίκτο απέναντι στον Λευτέρη – αν κάτι νιώθουμε, είναι ντροπή σε μια σπουδαία σκηνή, εκείνη της πτώσης του Λευτέρη. Όλα κυλούν ομαλά και όμορφα, με εύστοχες παρατηρήσεις σχετικά με σημεία των καιρών, όπως το ελληνικό «Black Live Matters», χωρίς στόμφο, χωρίς δασκαλίστικο τρόπο, χωρίς μεγαλοπιασίματα. 

Κι έρχεται το φινάλε, γλυκόπικρο, να δείξει έναν άλλο δρόμο στον οποίο μπορούμε να πορευτούμε. Καλή η αγάπη της παλιάς Ελλάδας, αλλά too much, πολύ σεμεδάκι, πολύ πνίξιμο, πολύ λευκό. Το παρόν και ιδίως το μέλλον είναι άσπρο και μαύρο, είναι πολύχρωμο εντέλει, είναι ένα πάντα που χορεύει, είναι ο ΠΑΟΚ (κι όχι η ΑΕΚ, το μόνο... φάουλ της ταινίας, παιδιά, πιο ασπρόμαυρη ομάδα από τον ΠΑΟΚ δεν υπάρχει – κι έχει ΠΑΟΚτζήδες και στην Αθήνα, δεν θα ήταν πρόβλημα αυτό), είναι η μαύρη πέτρα που δεν είναι πέτρα, είναι κάτι άλλο, είναι κάτι πιο αισιόδοξο, πιο φωτεινό, γεια σου ρε μάνα, μου λείπεις γαμώτο...

Black Stone Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Ιουνίου 2023 από την Cinobo!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική