του Dusan Milic. Με τους Miona Ilov, Danica Curcic, Slavko Stimac, Nikola Kent, Flavio Parenti, Nikola Rakocevic.
Μένω εδώ...
γράφει ο zerVo (@moviesltd)
Διεθνώς η αναταραχή του Κοσσυφοπεδίου του 2004, έμεινε στην ιστορία με την ονομασία March Pogrom, ορίζοντας την στιγμή της κορύφωσης του πιο άδικου πολέμου, του εμφυλίου. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου οι εχθροπραξίες ξεπέρασαν κάθε όριο, με συνέπεια δεκάδες νεκρούς πολίτες για κάθε αντιμαχόμενη πλευρά, εκατοντάδες εστίες κατεστραμμένες, αλλά και χιλιάδες πρόσφυγες, ξεριζωμένους από τον τόπο τους, να αναζητούν την επιβίωση προς άγνωστη κατεύθυνση. Οι ιστορίες που μπορεί να αφηγηθεί η κάθε μεριά που συμμετείχε σε αυτή την μοιραία διένεξη αμέτρητες και ατέλειωτες. Στο Mrak θα διαβάσουμε, μία, ακόμη, από αυτές...
Ο εμφύλιος σπαραγμός στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας συνεχίζεται αμείλικτος, με την αιματοχυσία να καταμετρά θύματα σε κάθε αντιμαχόμενη μεριά στην ταραχώδη γωνιά του Κοσόβου, τόσο εκείνη των Αλβανόφωνων, όσο και σε αυτή των Ορθοδόξων. Ο ηλικιωμένος, Σερβικής καταγωγής αγρότης, Μίλουτιν, που έχει χάσει στο πεδίο της μάχης, τόσο τον γιο του, όσο και τον γαμπρό του, αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει το σπίτι του, που βρίσκεται απομονωμένο στην εχθρική περιοχή, μολονότι δέχεται ολημερίς επιθέσεις από τους φανατισμένους εχθρούς.
Έχοντας μετατρέψει το καλύβι σε πραγματικό φρούριο, πάνοπλος και ο ίδιος, παλεύει νυχθημερόν, να διαφυλάξει την ασφάλεια, όσων του έχουν απομείνει, της θυγατέρας του Βούκιτσα και της ανήλικης εγγόνας του, της Μιλίτσα. Οι νύχτες στην παράγκα φαντάζουν τρομακτικές, ενόσω οι φανατισμένοι ενάντιοι της επιτίθενται με κάθε τρόπο, μετατρέποντας τις ώρες αγωνίας σε αληθινή κόλαση, ωσότου ξημερώσει και εμφανιστούν οι κυανόκρανοι, για να συνοδεύσουν, με την θωρακισμένη αύρα, το κορίτσι στο σχολείο.
Εννοείται πως στα είκοσι χρόνια που έχουν διαβεί από εκείνη την ανείπωτη τραγωδία που προκάλεσε τόσο βαθιά τραύματα και στους δύο αντιμαχόμενους, την ώρα που όσοι υποκίνησαν την συμφορά παρακολουθούσαν τα φονικά ευτυχείς για το επίτευγμα τους, δεν είναι λίγες οι φορές που ο διεθνής κινηματογράφος έχει ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα. Προβάλλοντας τα γεγονότα από την δική του σκοπιά, την εθνική, σαν έναν τύπο προπαγάνδας για να πειστεί η διεθνής σινεφίλ κοινότητα. Εννοείται πως ο αντικειμενικός θεατής, ειδικότερα ο Έλληνας που έχει βιώσει στο πετσί του τον Εμφύλιο, γνωρίζοντας καλά πια ποιος ξένος "προστάτης" είναι εκείνος που τον δημιούργησε, οφείλει να δει τα συμβάντα μέσα από το ουδέτερο πρίσμα και να μην παρασυρθεί σε γρήγορες κρίσεις προς την μία ή την άλλη πλευρά. Συνεπώς και στην παρούσα περίπτωση, ελάχιστα μας ενδιαφέρει η εθνότητα των πολιορκημένων ή των διαβόλων που τους γυροφέρνουν, αφού σε μια διαφορετική εξιστόρηση, τα πάντα θα μπορούσαν να διατυπωθούν από την ανάποδη. Η γενοκτονίες και οι εξοντώσεις, βλέπεις, σε τελική ανάλυση, δεν διακρίνουν κράτη και σημαίες, όταν έχουμε πόλεμο, παρά μόνον ανθρώπους.
Η ιστορία αυτή του φουκαρά Μίλουτιν και την φαμίλιας του, που καμία ξένη KFOR δεν αναλαμβάνει να προστατέψει από την οργή των εξοργισμένων αντιπάλων, από τις πρώτες κιόλας στιγμές της έχει μια ανατριχιαστική όψη, καθώς λαμβάνει χώρα σε έναν χώρο ελάχιστων τετραγωνικών, φωτισμένο από την λάμψη ενός και μόνο κεριού. Χωρίς ρεύμα, χωρίς την δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, με το που πέφτει το σκοτάδι στην ράχη του δάσους που κρύβεται το σέρβικο σπιτικό, οι τρεις κλειδαμπαρωμένοι, καλούνται να αμυνθούν, στις φονικές ορέξεις των αόρατων ενάντιων. Οι πόρτες σφαλίζουν με δεκάδες καρφιά, τα παράθυρα φράζουν οι ξύλινες παλέτες, ενώ τριγύρω από το σπίτι οι σκόρπιες παγίδες είναι έτοιμες να υποδεχτούν τους εισβολείς.
Που σε καμία στιγμή, ούτε σε ένα πλάνο δεν επιδεικνύονται από τον σκηνοθέτη Dusan Milic, στην δημιουργική του απόπειρα να ζωγραφίσει μια πραγματική ταινία τρόμου, που δεν οφείλει την ύπαρξη της στα στοιχειά και τα παρανορμάλια, αλλά στα κτήνη που εκφοβίζουν τον άμαχο πληθυσμό. Ο ψυχολογικός φόβος είναι ο κύριος πρωταγωνιστής της αφήγησης του Σέρβου κινηματογραφιστή, όπως τον σκιτσάρει στις παρανοϊκές αποφάσεις του παππού, στις απελπισμένες κινήσεις της μάνας, στα σκοταδιασμένα μάτια ενός δεκάχρονου παιδιού, που κανονικά θα έπρεπε να παίζει ανέμελο στις εξοχές, αντί να κρύβεται όλη νύχτα κάτω από ένα τραπέζι. Που από τι θα το γλυτώσει, αν και εφόσον τα δαιμόνια εισχωρήσουν στο σπίτι?
Μπροστά σε αυτό τον υπαρκτό τρόμο που αναδίδει η χειρότερη μορφή πολέμου, εννοείται πως όλες εκείνες οι τυποποιημένες χόρορ έννοιες των κάθε λογής Conjuring και Annabelle δεν πιάνουν μία. Ένα τείχος από πεύκα, πέρα από τον λασπωμένο δρόμο, στήνουν το εχθρικό φρούριο. Ένα μάτσο συριστικοί θόρυβοι που δεν σε αφήνουν να κλείσεις μάτι, γιατί αν το πράξεις, ο εφιάλτης θα σε καθηλώσει περισσότερο, συνθέτουν τον αληθινό φόβο. Και αυτό το πηχτό σκότος, που ούτε καν ξέρεις τι μπορεί να κρύβει ξωπίσω του, ποιο φονικό μαχαίρι, σφαίρα ή γιαταγάνι. Ή μήπως είναι όλα φαντασία, ψέμα, έναν πολύ άσχημο όνειρο. Μακάρι να ήταν έτσι...
Αποκάλυψη το κορίτσι με το όνομα Miona Ilov, που σε αφήνει άναυδο με το πληγωμένο, αθώο του βλέμμα, γεννώντας μέσα σου την νεανική ελπίδα, πως όλα μπορεί και να πάνε καλά, οι φίλοι ενδεχόμενα να γυρίσουν, ο πατέρας να είναι ζωντανός, τα παιχνίδια και τα παιδικά γέλια να ζωντανέψουν ξανά τις αιματοβαμμένες φυλλωσιές. Είναι πολύ σκληρό πράγμα ο πόλεμος, αυτή η εθνική φανατίλα που ούτε ξέρεις τι μπορεί να ξημερώσει, τόσο για σένα, όσο και για τους αγαπημένους γύρω σου. Και που δυστυχώς, τις ρίζες μιας νέας παγκόσμιας διένεξης, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλο τον πλανήτη, βιώνουμε στις ημέρες μας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Δεκεμβρίου 2022 από την Filmcenter Trianon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική