Délicieux, το Πρώτο Εστιατόριο
του Éric Besnard. Με τους Grégory Gadebois, Isabelle Carré, Benjamin Lavernhe, Guillaume de Tonquédec, Lorenzo Lefèbvre, Christian Bouillette.
À la carte!
γράφει ο zerVo (@moviesltd)
Αν και η ιστορία έχει καταγράψει ως το πρώτο εστιατόριο της Γαλλίας, το ονομαστό Le Grande Taverne Des Londres, που άνοιξε τις πόρτες του περίπου μια πενταετία πριν τα γεγονότα που μας περιγράφει η ταινία, εντούτοις οφείλουμε να λησμονήσουμε προς στιγμήν την αλήθεια, για να ακολουθήσουμε τη μυθοπλασία, η οποία προφανώς έχει έναν διαφορετικό ιδεολογικό σκοπό. Η Γαλλοβελγική συμπαραγωγή Délicieux, την χρονιά που μας πέρασε, προτάθηκε για δύο τιμητικά βραβεία Cesar, τόσο για την υπέροχη σκηνογραφία της, όσο και για τα άρτια κοστούμια. Εγώ θα του έδινα μια nod ακόμη, για την σπουδαία κινηματογράφηση, που πραγματικά με ταξίδεψε στην Φραντσέζικη ύπαιθρο, κοντά δυόμισι αιώνες πριν.
Γαλλία, 1789, ελάχιστους μήνες προτού η λαϊκή εξέγερση πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Ο ταπεινός, αλλά και απίστευτα χαρισματικός σε ότι έχει να κάνει με την κουζίνα του, σεφ Πιερ Μανσερόν, εργάζεται στην αριστοκρατική έπαυλη του Δούκα του Σαμφόρ, φροντίζοντας με την επιδεξιότητα του στην μαγειρική τέχνη, να καλύπτει τις γαστριμαργικές απαιτήσεις του αλαζόνα αφεντικού του και της κουστωδίας του. Αφήνοντας με τα γευστικά παρασκευάσματα του, πάντοτε απόλυτα ικανοποιημένους τους γαλαζοαίματους προσκεκλημένους του ευγενή, εκτός από την τελευταία φορά, όπου λόγω παρεξήγησης, θα δεχτεί αναίτια επίθεση και θα εξαναγκαστεί σε παραίτηση.
Μαζί με τον παραγιό του, Μπενζαμέν, θα καταλήξει στο απόμερο χάνι που του άφησε κληρονομιά ο πατέρας του, εγκαταλείποντας όμως το μαγείρεμα, για να ασχοληθεί, για να βγάλει τα προς το ζην, με την παρασκευή ψωμιού. Μέχρι την στιγμή που εντελώς αναπάντεχα θα εμφανιστεί μπρος του, η αινιγματική και αβέβαιου παρελθόντος, Λουίζ, ζητώντας του να την διδάξει όλα όσα γνωρίζει γύρω από την κουζίνα, φυσικά έναντι αμοιβής. Κι αν αρχικά, ταπεινωμένος κι έχοντας οριστικά παραιτηθεί από την μεγάλη του λατρεία για την παρασκευή γευστικών πιάτων, της αρνηθεί, εντέλει θα υποκύψει στις πιέσεις της και θα αποδεχτεί την πρόκληση. Έστω κι αν είναι γυναίκα, φύλο που δεν αρμόζει στο επάγγελμα του σεφ!
Είναι βέβαια περιττό να πούμε πως αυτή η σχέση θα εξελιχθεί, μέσα από την διαδικασία του quid pro quo, σε αμφίδρομης παροχής γνώσης, αφού το θήλυ της υπόθεσης, μπορεί να μην απλώνει φύλλο με το ίδιο τάλαντο, αλλά έχει άλλες κρυφές χάρες που στην πορεία θα συγκινήσουν τον κυκλοθυμικό άντρα. Και μάλιστα δεν θα λείψουν και οι εκπλήξεις, ενόσω στο εκράν θα ξετυλίγεται, εκτός από την φήμη του σεφ, που σταδιακά θα φτάνει ίσαμε την (σε αναβρασμό) πρωτεύουσα και το παρελθόν της μαντεμουαζέλ, που δεν είναι και τόσο καλοκάγαθο, όσο αρχικά δείχνει.
Άρα έχουμε μπροστά μας ένα εύπεπτο και γλαφυρών προεκτάσεων μιξάζ, κομεντί εποχής, με ρομαντικές εκφάνσεις, που διαρκώς φροντίζει να γεμίζει τα κάδρα με κάθε λογής καλομαγειρεμένες λιχουδιές, ικανές να ανοίξουν διάπλατα την όρεξη των θεατών. Ταυτόχρονα, το σενάριο, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έξοχα δομημένο περιβάλλον κάδρο, της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης μιας περιόδου, όπου οι ολιγάρχες, συμπεριφέρονται σαν σε ανθρώπους τέταρτης κατηγορίας στους δούλους τους, εξευτελίζοντας τους με συμπεριφορές βάναυσες και ντροπιαστικές. Δικαιολογώντας εν μέρει τις κρεμάλες και τις λαιμητόμους, που στήθηκαν από άκρου εις άκρο του τόπου, για να εξαφανίσουν εκείνους που για αιώνες έπιναν το αίμα του λαουτζίκου!
Όμορφη και καλοδουλεμένη, ιδίως αισθητικά, όπως συνήθως και αυτή η κινηματογραφική δουλειά του σκηνοθέτη Éric Besnard (Le Gout Des Merveilles), που του αρέσει υπερβολικά καθώς φαίνεται, να στήνει ετερόκλητων χαρακτήρων Άρλεκιν, έχοντας στο φόντο του την ηλιόλουστη και εύφορη επαρχία. Με βασικά εργαλεία του τα λαχταριστά φαγητά, πιτάκια, μπριοσάκια, παστελάκια, μέχρι τα πιο βαριά πυροβολικά, πάπιες, χοιρινά και μοσχάρια τυλιχτά και γεμιστά, το Delicieux συντάσσει την πορείας μιας εποχής που αλλάζει ταχύτατα, για να προσφέρει αυτές τις χαρές της ζωής, πέραν των περουκοφόρων και οσονούπω ακέφαλων κόντηδων, στην πλέμπα και την μαρίδα, που μέχρι πρότινος γευόταν μονάχα σκουπίδια και αποφάγια στα κατώγια και τις τρώγλες.
Τον ευτραφή μάστερ της γεύσης, ιδεαλιστή όποτε κάνει κέφι, αγροίκο στις ώρες του εκνευρισμού του, μα κατά βάθος με θερμή καρδιά και αγκαλιά, υποδύεται με πειθώ ο Grégory Gadebois, που είναι πασιφανές πως φέρει την ακαδημαϊκή παιδεία της Comédie-Française. Αντάμα του ως κατεργάρα κυρά, που δεν αποκαλύπτει παρά μόνον όταν πρέπει τους σκοπούς της, η Isabelle Carré, δεν δυσκολεύεται στιγμή να φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις του ρόλου, αν και οφείλω να παραδεχτώ πως στα 51 της, δεν είναι πλέον η κοπελίτσα, που μεγάλωσε μαζί μας, χρονιά με την χρονιά στις προβολές του Festival Francophone. Ζεστή αφήγηση, με νοήματα εύκολα στην σύνταξη τους, ανάλαφρης θέασης και όχι ιδιαίτερου προβληματισμού, δείγμα τυπικό τρικολόρας φουρό ρομαντζαδούρας, που μια φορά το στομάχι θα το κάνει να γουργουρίσει, ζητώντας λίγη μεριδίτσα από τα πιάτα που κυριεύουν το πανί!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Δεκεμβρίου 2022 από την Neo Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική