του David O. Russell. Με τους Christian Bale, Margot Robbie, John David Washington, Chris Rock, Anya Taylor-Joy, Zoe Saldaña, Mike Myers, Michael Shannon, Timothy Olyphant, Andrea Riseborough, Taylor Swift, Matthias Schoenaerts, Alessandro Nivola, Rami Malek, Robert De Niro.
We'll Always Have Paris.
γράφει ο zerVo (@moviesltd)
Υπέροχη πόλη το Άμστερνταμ. Όχι από αυτές που θα διάλεγα για να ζήσω, αφού δεν αντέχω στιγμή την νοοτροπία και την κουλτούρα των Ολλανδών, αλλά από εκείνες που θα περνούσα με άνεση ένα Σαββατοκύριακο, ειδικά ανοιξιάτικο, μπας και χαθώ πέρα από τα πολύχρωμα τουλίπανς στενάκια ή πάνω στα καγκελένια γεφύρια των καναλιών. Ή να βολτάρω στο Γιόχαν Κρόιφ Αρένα για να θαυμάσω το καμάρι του Αίαντα ή να ξαπλάρω στα γρασίδια με μια αγκαλιά βαρελίσιες, που μόλις βγήκαν από το φούρνο ή έστω και να σκοταδιστώ στα καλντεριμένια σοκάκια της Ρεντ Λάιτ και των βιτρινίσιων κοριτσόπουλων της. Ακόμη ωραία ιδέα θα ήταν να δούμε και καμιά ταινία που να φιλμάρει τις ομορφιές της πιο ονομαστής πόλης των Κάτω Χωρών. Για να μην σε ξεγελά η μαρκίζα, ετούτη εδώ, δεν είναι μια από αυτές...
Άμστερνταμ, λίγο μετά το πέρας του πρώτου μεγάλου πολέμου. Για τους βαριά τραυματισμένους στο μέτωπο, Αμερικάνους στρατιώτες Μπερτ Μπέρεντσεν και Χάρολντ Γούντμαν, η πόλη του ευρωπαϊκού βορρά θα ορίσει το προσωρινό καταφύγιο, ώστε να βρουν τον χρόνο που χρειάζονται για να επουλώσουν τις πληγές τους. Την μεγαλύτερη βοήθεια θα πάρουν από την εκκεντρικών μεθόδων, αλλά κοντινών τους αντιλήψεων, νοσοκόμα, Βάλερι Βοζ που επιβλέπει την ανάρρωση τους. Ανάμεσα στα μέλη του ετερόκλητου τριγώνου θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη φιλιά, μια ξεχωριστή σχέση, που όμως θα διαλυθεί μονομιάς, όταν οι δύο άντρες επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Δεκαπέντε χρόνια κατοπινά, στα 1933, ο Μπερτ, θεραπευτής από εμπειρία, που με ιδιόμορφες τακτικές γιατρεύει βετεράνους πολέμου κι ο Χάρολντ, διπλωματούχος δικηγόρος, θα κληθούν να πραγματοποιήσουν αυτοψία στο πτώμα του Γερουσιαστή Μίκινς, που στο παρελθόν διατέλεσε διοικητής του συντάγματος τους. Γνωρίζοντας τις αγωνίες της θυγατέρας του, Ελίζαμπεθ, που πιστεύει πως ο πατέρας της έχει πέσει θύμα δολοφονίας. Και πραγματικά οι εξέταση θα αποκαλύψει πως στο χώμα του νεκρού υπάρχει υψηλή περιεκτικότητα σε δηλητήριο, ικανή να τον σκοτώσει. Ο μυστηριώδης φόνος της κόρης, που αυτομάτως θα τους καταστήσει ως τους βασικούς υπόπτους, θα τους ωθήσει, μέσα σε έκδηλη αγωνία, να βρουν τι κρύβεται πίσω από την μηχανορραφία, που έχει στηθεί εις βάρος τους.
Κι αρχίζει που λες η πάρλα, που σταματημό δεν έχει, ούτε κόμμα για να πάρεις μια ανασεμιά, μήπως και επεξεργαστείς στο μυαλό σου, που δέχεται μια μπόρα πληροφοριών, όλα όσα σου εξιστορεί το πανί. Με τους χαρακτήρες να εισβάλλουν από το πουθενά με πολυβολικό ρυθμό, φέροντας επίσης από μια ολιγόλεπτη ρουμπρίκα ο καθείς για να σου επεξηγήσει την σημασία της ύπαρξη του, χωρίς καμία υπερβολή, πέρα από το ότι δεν πρέπει να χάσεις ρούπι από όσα συμβαίνουν στο εκράν, θα ήταν φρόνιμο να κρατάς και σημειώσεις για το who is who των καθοδικά μυρίων παρελαύνοντων περσόνων. Θα σου χρειαστεί, χωρίς αμφιβολία.
Σε αυτό τον χαοτικό αχταρμά, που εκ πρώτης όψης προσπαθεί να προσεγγίσει ένα δραματικό συμβάν, αλλά και καμιά εκατοστή δευτερεύοντα ξωπίσω του, με την πιο γλαφυρή γραφίδα, μπερδεύονται κι ανακατεύονται πρακτικοί δοκτόροι, ευφυείς συνηγόροι, πατριώτες σενατόροι, ζάπλουτοι επιχειρηματίες, νεόπλουτοι εισοδηματίες, φασιστοτραφείς στασιαστές κι ένα κακό συναπάντημα, που μέχρι να μπει κάπως το νερό στο αυλάκι κατά την επανάληψη, ούτε σου πηγαίνει το μυαλό πως στην ευχή, κάποια βολά, θα γίνουν σώμα ένα.
Αν σε όλο αυτό το παρανάλωμα χαρακτήρων, που ο ντιρέκτορας λογικά τους μάζεψε για να τους αθροίσει σαν σε μικρόκοσμο, προσθέσεις το στοιχείο του μεθυσμένου οπερατέρ, που επιμένει να ζουμάρει στις scarface μούρες των πάσης φύσεων παραμορφωμένων, από τις σφαίρες του οχτρού, αντιηρώων, αντί να γυρίσει τον φακό στην δράση, που αναγκαστικά την φανταζόμαστε, τότε αληθινά έχεις απλωμένο μπρος σου το τελικό συμπέρασμα για το πιο πρόσφατο πόνημα του φαντασμένου Κυρίου O. Russell. Που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεγαλομανής επίδειξη πεταμένων λεφτών του στούντιο της Fox, προς τέρψη της ματαιοδοξίας του, να σερβίρει μια από τις τρομερότερες εμπορικές φλόπες στα χρονικά του σινεμά.
Με το πρόσχημα βέβαια της αφήγησης ιστορικών γεγονότων, τάχαμου, αλλά και της άμεσης αναγωγής τους στο μετά βεβαιότητος υποχθόνιας δράσης, από μπόλικους κατέχοντες την ισχύ, σήμερα. Τελικός απολογισμός? Δυο ντουζίνες αστέρες πρώτου μεγέθους, που πληρωμένοι κανονικότατα για να συμμετάσχει ο καθείς από ένα δεκάλεπτο (πλέον της βασικής τρόικας των Bale / Robbie / Washington) εκτόξευσαν τον προϋπολογισμό στα 80 εκατομμύρια, εκ των οποίων ούτε το ένα τέταρτο δεν έχει γυρίσει στα ταμεία. Μακελειό εισπρακτικό, που θα μας άφηνε αδιάφορους αν έστω για λιγάκι, η πλοκή πρόσφερε κομματάκι συναίσθημα, έναν αλαφρύ ορθολογισμό ή έστω ένα λιγότερο ακανθώδες μονοπάτι ανάγνωσης.
Ανταυτού η κριτική κατά των απανταχού υπονομευτών του Έθνους - φυσικά στην περίπτωση μας των Τραμπιστών, που έχουν βαλθεί, σύμφωνα με την φιλελεύθερη γνώμη, να ισοπεδώσουν την Land of the Free - καζαντά εμμονή, τσαλακώνοντας ακόμη κι αυτή την τάση αισιοδοξίας που το φιλμ μοιράζει προς την λήξη του. Πουθενά οι βετεράνοι, πουθενά οι μαχητές, πουθενά οι πληγωμένοι, πουθενά οι ρομαντικοί κυρίως, μα σε σώμα ένα αν γίνεται, χωρίς ταυτότητα και σαφή πρόσοψη, όλοι να ενωθούμε για να βάλουμε τέλος μια για πάντα στο πορτοκαλόμαλλο δεινό που μας υποθάλπει. Πουλάνε κάτι καλά στριφτά στο Amsterdam, εκεί δίπλα στον Κεντρικό σταθμό, που σε κάνουν να θαρρείς τον κόσμο κάπως έτσι, fuzzy και μπουρδούκλη. Εμείς οι κακόμοιροι. θεατές απλοί είμαστε και θα μας έκανε και κάτι λιγότερο αγχωτικά σουρεαλιστικό, καλέ μας David.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Νοεμβρίου 2022 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική