του Juho Kuosmanen. Με τους Seidi Haarla, Yuriy Borisov, Dinara Drukarova, Julie Aug, Lidia Kostina, Tomi Alatalo, Viktor Chuprov, Denis Pyanov.
Το "Μαγνητικά πεδία" αλά φινλανδικά!.
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Πώς το έλεγε η Desireless; "Voyage Voyage"...
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία, που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 30 Σεπτεμβρίου του 1979 στην πόλη Κόκολα της Φινλανδίας, Juho Kuosmanen. Παράλληλα με τις σπουδές του, σκηνοθέτησε κι έπαιξε σε έργα για το θέατρο και συνεργάστηκε στενά με την ομάδα West Coast Kokkola Opera, που ανεβάζει πειραματικές όπερες. Οι προηγούμενες μικρού μήκους ταινίες του απέσπασαν πολλά βραβεία σε σημαντικά φεστιβάλ, όπως στη Cinefondation των Καννών και στο Λοκάρνο. Η προηγούμενη ταινία του ήταν το αγαπημένο, ασπρόμαυρο «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι» (Hymyilevä mies/ The Happiest Day in the Life of Olli Mäki, 2016), που είχε τιμηθεί με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς.
Τούτη, η δεύτερη ταινία του Juho Kuosmanen γυρίστηκε με φιλμ, στη Ρωσία, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Rosa Liksom, η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό (καλοκαιρινό) φεστιβάλ των Καννών. Έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό του τμήμα και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Από εκεί και πέρα: ήταν υποψήφια για 3 βραβεία (καλύτερης ταινίας, γυναικείας και ανδρικής ερμηνείας) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα διεθνούς ταινίας και υποψήφια για καλύτερη διεθνή ταινία στα Independent Spirit Awards. Ως επίσημη πρόταση της Φινλανδίας στα Όσκαρ, έφτασε στη βραχεία λίστα για το Όσκαρ διεθνούς ταινίας και κέρδισε βραβείο ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Seidi Haarla και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Fipresci στο φεστιβάλ του Γκέτεμποργκ. Πρόσφατα απέσπασε οχτώ βραβεία Jussi, τα «φινλανδικά Όσκαρ», ανάμεσα τους κι αυτό της καλύτερης ταινίας της χρονιάς. Στην Ελλάδα, η ταινία έκανε πρεμιέρα στο περασμένο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού, με προβολές στο Μέγαρο Μουσικής.
Η υπόθεση: Τέλη δεκαετίας του ’90, Ρωσία. Η Λάουρα είναι μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, που ζει στη Μόσχα, έχοντας συνάψη ερωτική σχέση με την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που νοικιάζει, την Ιρίνα. Είναι χειμώνας και οι δυο τους έχουν αποφασίσει να πάνε μαζί, με τρένο, μέχρι τον αρκτικό κύκλο και συγκεκριμένα μέχρι το λιμάνι του Μουρμπάνσκ, προκειμένου η Λάουρα να δει από κοντά τα περίφημα πετρογλυφικά, που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Εντέλει, η Ιρίνα ακυρώνει τη συμμετοχή της και η Λάουρα – με βαριά καρδιά – αποφασίζει να κάνει το ταξίδι μόνη της. Στο τρένο, η Λάουρα θα αναγκαστεί να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπε με έναν νεαρό Ρώσο μεταλλωρύχο, τον Λιόχα. Καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι μοιράζονται ένα ταξίδι, που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή.
Η άποψή μας: Ρε, τι όμορφη ταινία είναι αυτή; Τι γλυκιά, τι ζεστή (ω, ναι, παρά τις παγωμένες περιοχές της Ρωσίας που διασχίζει σε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι), τι αγαπησιάρικη. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή, όπου καταλαβαίνουμε πως η Λάουρα αντιμετωπίζεται υποτιμητικά τόσο από την εράστριά της και σπιτονοικοκυρά της, την Ιρίνα, όσο και από την – γεμάτη διανοούμενους, μη χέσω – παρέα της, μπαίνουμε στο... ψητό. Είναι απαραίτητη η εισαγωγή, για να καταλάβει ο θεατής το στάτους στο οποίο βρίσκεται η Λάουρα. Είναι μια νέα γυναίκα, ίσως λίγο ανασφαλής εξαιτίας των λίγων παραπάνω κιλών της, σίγουρα σε αναζήτηση ταυτότητας. «Η κατανόηση του παρελθόντος μας είναι σημαντική για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρόν μας». Το ακούει και το ενστερνίζεται. Και το επαναλαμβάνει. Αλλά εντελώς μηχανικά.
Η υπόθεση: Τέλη δεκαετίας του ’90, Ρωσία. Η Λάουρα είναι μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, που ζει στη Μόσχα, έχοντας συνάψη ερωτική σχέση με την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που νοικιάζει, την Ιρίνα. Είναι χειμώνας και οι δυο τους έχουν αποφασίσει να πάνε μαζί, με τρένο, μέχρι τον αρκτικό κύκλο και συγκεκριμένα μέχρι το λιμάνι του Μουρμπάνσκ, προκειμένου η Λάουρα να δει από κοντά τα περίφημα πετρογλυφικά, που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Εντέλει, η Ιρίνα ακυρώνει τη συμμετοχή της και η Λάουρα – με βαριά καρδιά – αποφασίζει να κάνει το ταξίδι μόνη της. Στο τρένο, η Λάουρα θα αναγκαστεί να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπε με έναν νεαρό Ρώσο μεταλλωρύχο, τον Λιόχα. Καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι μοιράζονται ένα ταξίδι, που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή.
Η άποψή μας: Ρε, τι όμορφη ταινία είναι αυτή; Τι γλυκιά, τι ζεστή (ω, ναι, παρά τις παγωμένες περιοχές της Ρωσίας που διασχίζει σε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι), τι αγαπησιάρικη. Μετά από μια σύντομη εισαγωγή, όπου καταλαβαίνουμε πως η Λάουρα αντιμετωπίζεται υποτιμητικά τόσο από την εράστριά της και σπιτονοικοκυρά της, την Ιρίνα, όσο και από την – γεμάτη διανοούμενους, μη χέσω – παρέα της, μπαίνουμε στο... ψητό. Είναι απαραίτητη η εισαγωγή, για να καταλάβει ο θεατής το στάτους στο οποίο βρίσκεται η Λάουρα. Είναι μια νέα γυναίκα, ίσως λίγο ανασφαλής εξαιτίας των λίγων παραπάνω κιλών της, σίγουρα σε αναζήτηση ταυτότητας. «Η κατανόηση του παρελθόντος μας είναι σημαντική για να μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρόν μας». Το ακούει και το ενστερνίζεται. Και το επαναλαμβάνει. Αλλά εντελώς μηχανικά.
Κι αυτό είναι το υπέροχο σε αυτό το ταξίδι, όπου είναι η βασική πρωταγωνίστρια. Ξεκινάει ετερόφωτη και στο τέλος λάμπει, αυτόφωτη, με μεγαλύτερη γνώση του εαυτού της και του κόσμου, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, χωρίς να χρειάζεται δεκανίκια, αλλά αντιλαμβανόμενη πως ναι, μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, ναι, μπορεί να βρεθούν πολλοί άνθρωποι στο διάβα της που θα την πληγώσουν αλλά σίγουρα ναι, θα υπάρξουν και άνθρωποι σε αυτό το μεγάλο ταξίδι της ζωής, που θα τους αγαπήσει, θα αγαπηθεί από αυτούς και θα γίνει καλύτερη.
Πώς το έλεγε ο πιτσιρίκος στο «Όταν ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές»; «Κάθε μέρα, με κάθε τρόπο, θα γίνομαι λίγο καλύτερος». Το επαναλάμβανε ως μάντρα. Η Λάουρα το βιώνει. Και μάλιστα, εκεί που δεν το περιμένει. Γιατί η πρώτη της επαφή με τον Λιόχα κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε. Φωνακλάς, μέθυσος, αδιάκριτος, στην αρχή την περνάει για πόρνη – και της το πετάει στα μούτρα, έτσι, χωρίς καμία αιδώ. Δεν καταλαβαίνει Χριστό, οπότε και η δικιά μας (που μιλάει σχεδόν άπταιστα ρώσικα) όταν πλέον νιώθει πιεσμένη και εκνευρισμένη, θα του ετοιμάσει μια κασκαρίκα. Όταν τη ρωτάει πώς λένε στα φινλανδικά το «σ’ αγαπώ», του απαντά «χάιστα βίτου», που απλά σημαίνει «άντε και γαμήσου»! Ναι, κατά μία έννοια, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει και «σ’ αγαπώ»...
Η συνέχεια δεν είναι καλύτερη. Εκείνος δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει αυτά που νιώθει ή που αισθάνεται. Τα λέει όλα αφιλτράριστα. «Φαίνεσαι σοβαρή όλη την ώρα. Θα γεράσεις γρήγορα», της λέει. Δεν το λέει με κακία, εκείνη απαντά αμυντικά «το ξέρω» κι έτσι συνεχίζεται η κατάσταση. Η οποία θα επιδεινωθεί περισσότερο. Έως ότου μια κοινή έξοδος από το τρένο σε έναν από τους σταθμούς, θα αλλάξει τη δυναμική. Δεν γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Πάντως, η κατανάλωση άφθονης βότκας ίσως βοηθάει προς αυτήν την αλλαγή... Το δίδυμο όμως είναι δυναμικό. Εκεί που τσίγκλιζε ο Ρώσος και αμύνονταν η Φινλανδή, όταν η Φινλανδή, αφοπλισμένη, δεν κρύβει τα αισθήματά της, ο Ρώσος κάνει πίσω. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου...
Αυτό που συμβαίνει μεταξύ της Λάουρα και το Λιόχα μου θύμισε περισσότερο τη σχέση ανάμεσα στην Έλενα και τον Αντώνη από τα «Μαγνητικά πεδία» παρά τη σχέση ανάμεσα στην Σελίν και τον Τζέσι από τη γνωστή τριλογία του Linklater – κι ας υπάρχει... τρένο στην πρώτη ταινία της τριλογίας, το «Πριν το ξημέρωμα». Ο Kuosmanen και το συνεργείο του κάνουν θαύματα σε ότι αφορά την κινηματογράφηση στους εκ προοιμίου στενούς και στενάχωρους χώρους ενός τρένου. Δεν μας δείχνει καθόλου την μηχανή του τρένου ή εξωτερικό του τρένου, που να δείχνει πέρα από ένα βαγόνι: όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης, ήθελε ο θεατής να ενδιαφέρεται μόνο για αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο βαγόνι. Ή στο βαγόνι – εστιατόριο. Ή στο βαγόνι όπου κοιμούνται στριμωγμένοι οι πιο φτωχοί ταξιδιώτες. Ή στην τουαλέτα του τρένου: μπορεί να μην έχει τρεχούμενο νερό στη βρύση για να πλένεις τα δόντια σου, αλλά μπορεί να λειτουργήσει μια χαρά ως καταφύγιο. Ή στο διάδρομο, έξω από το χώρο όπου βρίσκεται η ελεγκτής, εκεί όπου υπάρχει πάντα τεράστια τσαγιέρα με βραστό νερό, για να φτιάχνεις τσάι.
Ο σκηνοθέτης μας μεταφέρει σε μια εποχή αναλογική, όπου τη μουσική την απολάμβανες από κασέτα στα γουόλκμαν, όπου δεν είχες κινητό για να καταγράψεις... τα πάντα, αλλά, στην καλύτερη, μια βιντεοκάμερα, η απώλεια της οποίας σου στοίχιζε πάρα, πάρα πολύ. Μια εποχή, την οποία ο δημιουργός δεν εξωραΐζει, δεν την γκλαμουροποιεί, αλλά ναι, η νοσταλγία είναι εκεί. Και ναι, τα πετρογλυφικά είναι η Ιθάκη. «Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Υπέροχο σενάριο, εξαιρετική κινηματογράφιση, τρομερές ατάκες («Απλά μου λείπει ο τρόπος που με κοιτούσε»), φοβερές ερμηνείες, κι όχι φίλε Λιόχα, ούτε η Λάουρα ούτε εμείς νομίζουμε πως είσαι κακός άνθρωπος. Κι ας «δανείζεσαι» ένα αυτοκίνητο, που δεν είναι δικό σου. Εκείνη η πρόχειρη, παιδική ζωγραφιά, που δεν ήθελες να δώσεις, τα λέει όλα. Ρε σεις, δείτε την ταινία. Είναι πραγματικά ότι καλύτερο για θερινό σινεμά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουνίου 2022 από την One From The Heart!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική