του Γιώργου Γούση. Με τους Έλενα Τοπαλίδου, Αντώνη Τσιοτσιόπουλο.
Εδώ είναι το ταξίδι!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
"Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις"
Ο Γιώργος Γούσης γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1986 στην Αθήνα. Σπούδασε γραφιστική κι ασχολήθηκε με τα κόμικ, κατορθώνοντας να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες κομίστες. Έχει συνεργαστεί με εφημερίδες όπως Η Εφημερίδα των Συντακτών, Το Βήμα και Τα Νέα. Η γνωστότερη κόμικ δημιουργία του είναι η μεταφορά ως graphic novel του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου (2016). Τούτη είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Έχει γυρίσει κι ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, τον «Χειροπαλαιστή» (2019), ταινία που έχει ξαναμοντάρει πλέον ως μεγάλου μήκους, κι ως μεγάλου μήκους έχει ήδη προβληθεί στο περασμένο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Τα Μαγνητικά Πεδία γυρίστηκαν στην Κεφαλλονιά, εν μέσω πανδημίας. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 20 Δεκεμβρίου του 2020 και ολοκληρώθηκαν 15 μέρες μετά. Το σενάριο συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης μαζί με τους δύο πρωταγωνιστές του, κάτι που αποδεικνύει τον έντονα αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα του. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου έλαβε μέρος στο (παράλληλο του επίσημου) διαγωνιστικό τμήμα «Film Forward». Τιμήθηκε συνολικά με έξι βραβεία: Χρυσός Αλέξανδρος καλύτερης ταινίας στο συγκεκριμένο τμήμα, βραβείο FIPRESCI, βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας ΠΕΚΚ, πρώτο βραβείο ΕΡΤ, πρώτο βραβείο ΕΚΚ και βραβείο Location Manager. Τέλος, η ταινία είναι υποψήφια για επτά βραβεία Ίρις (τα ελληνικά... Όσκαρ) και συγκεκριμένα: καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, σεναρίου, α’ γυναικείου ρόλου, α’ ανδρικού ρόλου, φωτογραφίας και πρωτότυπης μουσικής.
Η υπόθεση: H Έλενα ταξιδεύει νευρικά στην Αθήνα. Μετά από μπόλικη περιπλάνηση φτάνει σε ένα βενζινάδικο κι εκεί στο δίλημμα «βουνό ή θάλασσα» αποφασίζει – παρορμητικά – να ανέβει στο φέρι που πάει για Κεφαλλονιά. Ο Αντώνης, που βρίσκεται στο ίδιο φέρι, οδεύει προς ένα από τα νεκροταφεία του νησιού προκειμένου να θάψει τα ευρισκόμενα μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί λείψανα της θείας του, σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία.
Η υπόθεση: H Έλενα ταξιδεύει νευρικά στην Αθήνα. Μετά από μπόλικη περιπλάνηση φτάνει σε ένα βενζινάδικο κι εκεί στο δίλημμα «βουνό ή θάλασσα» αποφασίζει – παρορμητικά – να ανέβει στο φέρι που πάει για Κεφαλλονιά. Ο Αντώνης, που βρίσκεται στο ίδιο φέρι, οδεύει προς ένα από τα νεκροταφεία του νησιού προκειμένου να θάψει τα ευρισκόμενα μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί λείψανα της θείας του, σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία.
Όταν χαλάσει το αυτοκίνητό του, η Έλενα προσφέρεται να τον πάει σε ένα ξενοδοχείο με το δικό της, ένα αρχαίο, μαύρο Ρενό με μια πόρτα βαμμένη ματζέντα, ονόματι Ζορζ και μετά ξανά, την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο, όπου τους λένε ότι δεν μπορούν να κρατήσουν το κουτί με τα λείψανα για γραφειοκρατικούς λόγους. Ανάμεσα στον Αντώνη και την Έλενα υπάρχει ένας μαγνητισμός, μια έλξη κι ένας γλυκός συντονισμός. Έχοντας απολαύσει τα τυχαία πειράγματα και τη συντροφιά ο ένας του άλλου, αποφασίζουν να συνεχίσουν να περιφέρονται στο νησί αναζητώντας ένα καλό μέρος για να θάψουν το κουτί...
Η άποψή μας: Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια του ανεπανάληπτου Νίκου Παπάζογλου είναι το «Καλημέρα». Ένα από τα τετράστιχα του τραγουδιού, λέει: «Τι νόημα έχουν όλα αυτά; / Τι τρέχω να προλάβω; / Πέρασε η μισή ζωή / δίχως να καταλάβω». Σε τέτοια υπαρξιακή κρίση συναντάμε την Έλενα της ταινίας. Μια γυναίκα στο μεταίχμιο των -άντα με τα -ήντα. Μια γυναίκα που ασυναίσθητα πέφτει το βλέμμα της στην αντανάκλασή της στη βιτρίνα ενός μαγαζιού κι αυτό που βλέπει ούτε το αναγνωρίζει ούτε της αρέσει. Εν αντιθέσει όμως με το καταληκτικό τετράστιχο του ίδιου τραγουδιού, που λέει «Μα φτάνω στην εξώπορτα / κοιτάζω τον καθρέφτη / κι αντί να ρίξω μια μπουνιά / χαμογελώ στον ψεύτη», η ίδια επιλέγει τη φυγή. Χορεύτρια μια ζωή, κουράστηκε από την πειθαρχεία και τις στερήσεις. Δεν θέλει πια να χορεύει, θέλει να τραγουδάει.
Η άποψή μας: Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια του ανεπανάληπτου Νίκου Παπάζογλου είναι το «Καλημέρα». Ένα από τα τετράστιχα του τραγουδιού, λέει: «Τι νόημα έχουν όλα αυτά; / Τι τρέχω να προλάβω; / Πέρασε η μισή ζωή / δίχως να καταλάβω». Σε τέτοια υπαρξιακή κρίση συναντάμε την Έλενα της ταινίας. Μια γυναίκα στο μεταίχμιο των -άντα με τα -ήντα. Μια γυναίκα που ασυναίσθητα πέφτει το βλέμμα της στην αντανάκλασή της στη βιτρίνα ενός μαγαζιού κι αυτό που βλέπει ούτε το αναγνωρίζει ούτε της αρέσει. Εν αντιθέσει όμως με το καταληκτικό τετράστιχο του ίδιου τραγουδιού, που λέει «Μα φτάνω στην εξώπορτα / κοιτάζω τον καθρέφτη / κι αντί να ρίξω μια μπουνιά / χαμογελώ στον ψεύτη», η ίδια επιλέγει τη φυγή. Χορεύτρια μια ζωή, κουράστηκε από την πειθαρχεία και τις στερήσεις. Δεν θέλει πια να χορεύει, θέλει να τραγουδάει.
Στον υπέροχο τηλεφωνικό της μονόλογο, άψογα δουλεμένο και εκπληκτικά ερμηνευμένο, όλα έχουν σημασία. Ποιος άραγε θα προσέξει το «θέλω επιτέλους να φάω και να αφήσω το φαγητό μέσα μου»; Αδύνατη, όπως οφείλει να είναι μια χορεύτρια, λογικά θα ήταν σε μόνιμη δίαιτα κι όταν καμιά φορά «ξέφευγε» έβρισκε τον τρόπο να μην αφήνει το φαγητό μέσα της... Η Έλενα λοιπόν, παντρεμένη με παιδί, επιλέγει τη φυγή σε μια προσπάθεια να αποτινάξει από πάνω της τις «εργαστηριακές ρυθμίσεις», τις συμβάσεις και την καταπιεστική ρουτίνα της καθημερινότητας. Μαύρα μαλλιά, μαύρα ρούχα, μαύρα γυαλιά, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τον Ζορζ, το αμάξι της, το όχημά της για τις περιπλανήσεις της στην αχαρτογράφητη Κεφαλλονιά: κάπου έχει κι αυτή μια ματζέντα πόρτα, που περιμένει να «ανοίξει». Ντελικάτη, διανοούμενη, μπερδεμένη.
Ο Αντώνης βρίσκεται στον αντίποδά της. Ένας λαϊκός άντρας, με κόκκινο σκουφάκι και παχιά, μακριά γενειάδα. Κι αυτός μια φορά δεν αναγνώρισε τον εαυτό του: όταν ξυρίστηκε. Ποτέ ξανά! Η συνάντησή τους θα είναι τυχαία και μοιραία. Όλες οι συναντήσεις τέτοιες δεν είναι; Αν δηλαδή τους δώσεις μια ευκαιρία, ε; Δυο διαφορετικοί άνθρωποι, ίδιας ηλικίας πάνω – κάτω, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους, που απλά θα συντονιστούν. Θα μιλήσουν (κυρίως αυτή), θα εξομολογηθούν (κυρίως αυτή), θα έρθουν κοντά. Δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, που θα βασιστούν στην καλοσύνη των... ξένων: είναι ξένοι μεταξύ τους αλλά με μπόλικη καλοσύνη. Η εύρεση τοποθεσίας για το θάψιμο του κουτιού με τα λείψανα της θείας του Αντώνη, γίνεται η αφορμή για να έρθουν δύο άνθρωποι κοντά, πολύ κοντά.
Φλερτάρουν; Είναι ερωτικό αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους; Τι σημασία έχει; Σημασία κι εδώ και παντού, έχει το ταξίδι. Προσκυνητές κι όχι τουρίστες, συνυπάρχουν, μοιράζονται στιγμές, αμηχανίες, συναισθήματα, απόψεις. Είναι ο έρωτας σαν να σου κόβουν το χέρι; Ο Αντώνης δεν το θέλει – η Έλενα είναι το μόνο που θέλει. Θα ξαναβρεθούν; Ε, ναι, θα πρέπει κάποια στιγμή να του επιστρέψει το αυτοκίνητό του, όταν κάποιος το φτιάξει. Μήπως όμως δεν χάλασε ποτέ;
Ο Γιώργος Γούσης αποδεικνύει περίτρανα πως για να γυρίσεις μια σπουδαία ταινία δεν χρειάζονται ούτε άπειρα χρήματα, ούτε καρτποσταλικές τοποθεσίες, ούτε φωτογενείς, νεαροί ηθοποιοί, ούτε το σούπερ γουάου ανατρεπτικό σενάριο. Μεράκι χρειάζεται, ταλέντο, ομαδικότητα, συνεργασία, πολύ δουλειά και πολύ αγάπη γι' αυτό που κάνεις. Το στοίχημα το κερδίζει από την αρχή. Σε αιφνιδιάζει αρχικά με τα τετράγωνα πλάνα του. Μετά, σε παρασέρνει με την αισθητική του. Μια αισθητική, που παραπέμπει στα eighties. Βλέπεις την ταινία και θαρρείς πως έχεις βάλει στο βίντεο μια παλιά βιντεοκασέτα. Εντελώς homemade, αλλά κι εντελώς με υψηλά στάνταρ και μεγάλες επιδόσεις. Και βγάζει αυτό το αποτέλεσμα με μια απλή dv κάμερα!
Πενία τέχνας κατεργάζεται: ο σκηνοθέτης μετατρέπει την φτώχεια στα μέσα παραγωγής σε απολαυστικό ατού της ταινίας. Χοντρός κόκκος στην εικόνα, σκηνές περιπλάνησης όπου κινηματογραφεί το αυτοκίνητο, τον Ζορζ (που ναι, γίνεται κι αυτός χαρακτήρας της ταινίας), εν κινήσει, ενώ ακούμε – χωρίς να βλέπουμε – την Έλενα και τον Αντώνη να μιλάνε. Λύσεις υπάρχουν παιδιά. Κι ας ελλοχεύει ο κίνδυνος: αν οι κασέτες dv με το υλικό που είχε γυρίσει ο Γούσης περνούσαν μέσα από μαγνητικά πεδία (χα!), τίποτα δεν θα σωζόταν, τα πάντα θα έσβηναν και η ταινία δεν θα υπήρχε!
Πολλά μπράβο – εννοείται – πρέπει να δοθούν και για την επιλογή των τοποθεσιών όπου γυρίστηκε η ταινία. Δεν λέω, πανέμορφη η Κεφαλλονιά, όπως αποτυπώθηκε στο «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» αλλά εδώ μιλάμε για αποκάλυψη. Χειμώνας, κρύο, υγρασία και απρόσμενες σκηνές σε δάσος ανεμογεννητριών, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, σε φάρους, σε μαγαζιά, αλλά και σε απόκρημνα βράχια, σε χωματόδρομους δίπλα σε γκρεμούς, σε δυσπρόσιτη παραλία παραδομένη στο μαστίγωμα των κυμάτων. Ο Γούσης ξέρει πού να στήσει την κάμερά του, πώς να την κινεί – μέσα κι έξω από το αυτοκίνητο – πώς να καδράρει, πως να βγάζει ποίηση από εκεί που δεν το περιμένεις.
Μετά, είναι οι ερμηνείες. Ναι, συχνά το παρακάνουμε με τους επαίνους μας για σπουδαίες ερμηνείες αλλά εδώ, τι να πει κανείς; Και οι δυο ηθοποιοί είναι καταπληκτικοί. Λίγο πιο... καταπληκτική από τους δύο είναι η Έλενα Τοπαλίδου, αυτό το αερικό με την υπέροχη φωνή, που νομίζω πως θα ήταν εξαιρετική ως Μπλανς Ντιμπουά σε ένα ανέβασμα του «Λεωφορείον ο Πόθος» (αν δεν την έχει παίξει ήδη). Σαφώς κι έχει τον πιο αβανταδόρικο ρόλο από τους δύο αλλά ίσως με μιαν άλλη ερμηνεύτρια, η «Έλενα» ίσως να έβγαινε ψεύτικη, υπερβολική, αλλοπρόσαλλη. Από την άλλη, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος κρατάει τα ίσα, είναι στιβαρός και την συμπληρώνει άψογα.
Οι δυο αυτοί άγνωστοί μας άνθρωποι, των οποίων τη συνάντηση παρακολουθούμε στη μεγάλη οθόνη, μας ενδιαφέρουν επειδή είναι αληθινοί. Δεν είναι σεναριακές κατασκευές, δεν μπουρδολογούν, δεν αερολογούν. Μιλάνε σαν αληθινοί άνθρωποι, σκέφτονται σαν αληθινοί άνθρωποι, αντιδρούν σαν αληθινοί άνθρωποι, είναι αληθινοί άνθρωποι. Κι ερχόμαστε και στο καταταλαιπωρημένο σε ελληνικές ταινίες σενάριο. Εδώ, με ήρεμο, απλό, ακομπλεξάριστο τρόπο, χωρίς λεκτικές ακροβασίες, χωρίς μεγαλόπνοους στόχους, μέσα στο πλαίσιο αυτής της μικρής, χειροποίητης ταινίας, σε κάνει να την αγαπήσεις. Τεράστιο επίτευγμα.
Η ταινία είναι σοβαρή και αστεία (ναι, έχει χιούμορ) είναι ανάλαφρη, είναι γλυκύτατη, είναι τρυφερή, είναι αποκαλυπτική, είναι το χρονικό μιας σύντομης συνάντησης και νομίζω την αδικεί η σύγκριση με την τριλογία του «Πριν» (το ξημέρωμα, το ηλιοβασίλεμα, τα μεσάνυχτα). Είθε να καταφέρει να συναντήσει το κοινό της. Για μένα και μόνο η σκηνή με την ερμηνεία του (άγνωστου για μένα πριν δω την ταινία) ρεμπέτικου του Σταύρου Τζουανάκου «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» αρκούσε για να με κερδίσει η ταινία. Της παραδόθηκα αμαχητί. Σίγουρα μία από τις πιο όμορφες ταινίες της χρονιάς.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Μαίου 2022 από την Cinobo!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική