της Αρασέλης Λαιμού. Με τους Abigael Loma, Hasmine Kilip, Μιχάλη Συριόπουλο, Angeli Bayani, Ειρήνη Ιγγλέση, Ku Aquino.
Emy ίσον αίμα!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
"Πες μου ξανά την ιστορία από όταν γεννήθηκα..."
Η Αρασέλη Λαιμού γεννήθηκε στο Παρίσι και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Διεθνή Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου. Το 2008 μετακόμισε στο Λος Άντζελες για να σπουδάσει στο California Institute of the Arts, απ' όπου αποφοίτησε το 2011 με μεταπτυχιακό στη σκηνοθεσία. Η μικρού μήκους ταινία της «Miguel Alvarez Lleva Peluca» (2012), έχει προβληθεί σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Το 2013 ίδρυσε το τμήμα «International Project Discovery» του φεστιβάλ ελληνικών ταινιών στο Λος Άντζελες, στο οποίο έγινε διευθύντρια. Το 2013 συμμετείχε επίσης στο Talent Campus του Φεστιβάλ Βερολίνου. To 2019 έλαβε καλλιτεχνική υποτροφία από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έχει εργαστεί ως μοντέρ και σκηνογράφος για ταινίες που έχουν βραβευτεί σε διεθνή φεστιβάλ: «Road To Nowhere» (2010), «Λάμπουν στο σκοτάδι» (2013), «Ίρβινγκ Παρκ» (2019). Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση «Με το ίδιο μέτρο» του Σαίξπηρ για το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Η Αγία Έμυ είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, στην οποία συνυπογράφει το σενάριο και το μοντάζ. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, τον Αύγουστο του 2021, στο διαγωνιστικό τμήμα «Cineasti del Presente», όπου κέρδισε Ειδική Μνεία. Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την πραγματοποίησε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας το βραβείο του ελληνικού τμήματος WIFT (Women in Film & Television) και – εξ ημισείας – το βραβείο Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, μαζί με το «18» του Βασίλη Δούβλη.
Η υπόθεση: Η Έμυ και η Τερέζα είναι δύο αδελφές. Η Έμυ μικρότερη, η Τερέζα μεγαλύτερη, έχουν ενηλικιωθεί και ζουν στον Πειραιά. Ανήκουν στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών. Η μητέρα τους, η Πιλάρ, ζούσε μαζί τους αλλά έχει γυρίσει πίσω στις Φιλιππίνες μετά από ένα μυστήριο περιστατικό, που έλαβε χώρα στο σπίτι της κυρίας Χριστίνας, στο οποίο εκείνη δούλευε ως οικιακή βοηθός. Η Τερέζα εργάζεται στην ψαραγορά, προσπαθεί να βρει δουλειά εκεί και να βολέψει και την αδελφή της ενώ τη φροντίδα τους έχει η θεία τους, η Λίντα.
Η υπόθεση: Η Έμυ και η Τερέζα είναι δύο αδελφές. Η Έμυ μικρότερη, η Τερέζα μεγαλύτερη, έχουν ενηλικιωθεί και ζουν στον Πειραιά. Ανήκουν στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών. Η μητέρα τους, η Πιλάρ, ζούσε μαζί τους αλλά έχει γυρίσει πίσω στις Φιλιππίνες μετά από ένα μυστήριο περιστατικό, που έλαβε χώρα στο σπίτι της κυρίας Χριστίνας, στο οποίο εκείνη δούλευε ως οικιακή βοηθός. Η Τερέζα εργάζεται στην ψαραγορά, προσπαθεί να βρει δουλειά εκεί και να βολέψει και την αδελφή της ενώ τη φροντίδα τους έχει η θεία τους, η Λίντα.
Κι ενώ η Τερέζα δείχνει πως τα έχει καταφέρει κι έχει ενσωματωθεί, η Έμυ ζορίζεται καθώς νιώθει άβολα τόσο ανάμεσα στα μέλη των μεταναστών συμπατριωτών της όσο και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία. Σίγουρα φταίει το γεγονός ότι η Έμυ φαίνεται να διαθέτει παράξενες δυνάμεις – ίασης αλλά και καταστροφής – ενώ κλαίει δάκρυα από αίμα. Η Τερέζα θα μείνει έγκυος από έναν Έλληνα συνάδελφό της και η Έμυ θα αρχίσει να επισκέπτεται ολοένα και περισσότερο το σπίτι από όπου εκδιώχθηκε η μητέρα της, καθώς η κυρία Χριστίνα θέλει να «εκμεταλλευτεί» τις δυνάμεις της. Θα μπορέσει να βρει τον εαυτό της; Θα καταφέρει να βρει την απαραίτητη ισορροπία;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία διαθέτει πάρα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, εξαιρετικές αρετές και μερικά... κουσούρια, τα οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, δεν είναι ικανά όμως να αμαυρώσουν την γενικότερη εικόνα. Αρχικά, μιλάμε για μια ταινία που είναι αταξινόμητη – κι αυτό (θα έχετε σιχαθεί την συγκεκριμένη αναφορά σε κάθε κείμενο του γράφοντα όπου του δίνεται η ευκαιρία) – είναι ένα υπέροχο ατού. Γιατί η ταινία είναι ταυτόχρονα το χρονικό μιας ενηλικίωσης, ένα ρεαλιστικό δράμα με κοινωνικές αιχμές, μια ταινία μυστηρίου έως και τρόμου μην σου πω κι ένα φιλμ τεκμηρίωσης με στοιχεία ταινιών του φανταστικού!
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία διαθέτει πάρα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, εξαιρετικές αρετές και μερικά... κουσούρια, τα οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, δεν είναι ικανά όμως να αμαυρώσουν την γενικότερη εικόνα. Αρχικά, μιλάμε για μια ταινία που είναι αταξινόμητη – κι αυτό (θα έχετε σιχαθεί την συγκεκριμένη αναφορά σε κάθε κείμενο του γράφοντα όπου του δίνεται η ευκαιρία) – είναι ένα υπέροχο ατού. Γιατί η ταινία είναι ταυτόχρονα το χρονικό μιας ενηλικίωσης, ένα ρεαλιστικό δράμα με κοινωνικές αιχμές, μια ταινία μυστηρίου έως και τρόμου μην σου πω κι ένα φιλμ τεκμηρίωσης με στοιχεία ταινιών του φανταστικού!
Η επιλογή του θέματος είναι επίσης κάτι πολύ ενδιαφέρον. Το σινεμά ήταν, είναι και θα είναι, ένα παράθυρο στον κόσμο. Καμία ελληνική ταινία – εξ όσων γνωρίζουμε – δεν είχε ποτέ έως τώρα ασχοληθεί με την φιλιππινέζικη κοινότητα στην Ελλάδα. Μέσω της ταινίας γνωρίζουμε αρκετά πράγματα γι' αυτήν, πέρα από τα στερεότυπα της Φιλιππινέζας οικιακής βοηθού. Κι ο μοναδικός τρόπος για να γκρεμιστούν τα στερεότυπα, είναι να γνωρίσεις τον Άλλο, σωστά; Επίσης, δεν έχουμε εδώ greek weirdwave κατάσταση ούτε «εμπορική» παραγωγή για τις μάζες ούτε αυνανιστική ομφαλοσκόπηση, που δεν αφορά κανέναν άλλον πέρα από τον δημιουργό.
Η σκηνοθέτιδα προφανώς κι έχει κάνει ενδελεχή έρευνα για τη συγκεκριμένη κοινότητα. Επίσης, δείχνει μια τρομερή αυτοπεποίθηση τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά. Στο σενάριο, όμως, δεν αποφεύγει μερικά λάθη του πρωτάρη. Όπως επίσης αργεί πολύ να φτάσει σε δραματουργικές κορυφές: ο ρυθμός της είναι κατάτι πιο αργός από όσο απαιτούσε το θέμα της και το μοντάζ θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα. Αλλά και η ανάγκη να τα πει όλα στην πρώτη της ταινία δεν βοηθάει. Είπαμε, όμως: πταίσματα.
Ίσως σας ακουστεί παράξενο αλλά η κεντρική ηρωίδα μου θύμισε καταραμένους ήρωες του De Palma όπως η Κάρι από το «Carrie» του 1976 και ο Ρόμπιν από το «The Fury» του 1978. Ανθρώπους δηλαδή με τρομακτικές δυνάμεις πέρα από αυτόν τον κόσμο, που νιώθουν καταραμένοι επειδή τις διαθέτουν και συγκρούονται με τον εαυτό τους καθώς φοβούνται πως κάποια στιγμή δεν θα μπορούν να τις ελέγξουν, κάτι που θα έχει καταστροφικές συνέπειες. «Γιατί με τιμωρεί έτσι ο Θεός;» αναρωτιέται σε κάποια στιγμή της ταινίας η Έμυ.
Η Λαιμού πετυχαίνει να αναδείξει αυτόν τον τριπλό εγκλωβισμό της: μετανάστρια σε μια ξένη και παράξενη χώρα, αταίριαστη ανάμεσα στους ομοεθνείς της και με ένα «χάρισμα» - κατάρα. Προσωπικά, θα επέμενα περισσότερο στην Έμυ, θα την αναδείκνυα ακόμα περισσότερο ως τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας και θα απέφευγα τα «ανοίγματα». Ας είναι. Και πάλι το πορτρέτο της σκιαγραφείται επιτυχημένα. Και γίνεται παραπάνω από φανερό πως ενώ υπεραγαπά την μητέρα της, φοβάται μην «λαλήσει» όπως εκείνη και την «δει» κάποια στιγμή... Σωτήρας!
Η Έμυ αισθάνεται καλύτερα όταν βρίσκεται στη φύση. Και είναι οι σκηνές της εκεί, οι καλύτερες της ταινίας: το γιάτρεμα της γάτας, το κράτημα του γλάρου, το βάδισμα μέσα στο νερό που είναι γεμάτο με νεκρά ψάρια. Την «εκμετάλλευσή» της από την κυρία Χριστίνα (η Ειρήνη Ιγγλέση στον τελευταίο ρόλο της πριν πεθάνει) την καταλαβαίνει και την κοντρολάρει ως ένα σημείο. Και η σχέση της με την αδελφή της σκιαγραφείται όμορφα.
Η Abigael Loma, που υποδύεται την Έμυ, αν και ερασιτέχνης ουσιαστικά, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, τα πάει μια χαρά. Όπως και όλοι όσοι εμφανίζονται στην ταινία, ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Δίνει την απαραίτητη αυθεντικότητα όλο αυτό. Το φινάλε της ταινίας είναι ανοιχτό. Και η σκηνή του λεωφορείου, η καλύτερη της ταινίας. Απλά, συναρπαστική! Μια ταινία, που παρά τα κουσούρια της, αποκαλύπτει ένα ταλέντο στα πρώτα του βήματα, από το οποίο περιμένουμε περισσότερα στο μέλλον.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Απριλίου 2022 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική