του Philip Barantini. Με τους Stephen Graham, Vinette Robinson, Alice Feetham, Jason Flemyng, Ray Panthaki, Malachi Kirby, Lourdes Faberes, Izuka Hoyle, Hannah Walters.
Εφιάλτης στην κουζίνα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μάστερ Σεφ... σε απόγνωση!
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 13 Ιουλίου του 1980 στο Λίβερπουλ της Μεγάλης Βρετανίας, Philip Barantini. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Villain» (2020). Πάντως, η καριέρα του Barantini ξεκίνησε με τον ίδιο μπροστά από την κάμερα, στο ποδοσφαιρικό δράμα του καναλιού Sky, «Dream Team» (1998). Στη συνέχεια εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε πληθώρα ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, όπως τα «Band of Brothers» (HBO), «Ned Kelly» (Universal Pictures) και «Chernobyl» (HBO). Έχει γυρίσει και μερικές μικρού μήκους ταινίες: μία από αυτές, ονόματι... «Boiling Point» (2019) ήταν εκείνη που μετεξελίχθηκε στο μεγάλου μήκους φιλμ που εξετάζουμε σήμερα. Να πούμε πως ο πολυπράγμονας Barantini είχε 12χρονη πείρα στην κουζίνα – και ως σεφ – που προφανώς τον ενέπνευσε για τις δύο ταινίες, την μικρού και την μεγάλου μήκους με τίτλο «Boiling Point». Να σημειώσουμε επίσης πως φέτος προβλήθηκε στο BBC η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα σε τηλεοπτική σειρά με τίτλο «The Responder» και πρωταγωνιστή τον Martin Freeman.
Το «Boiling Point» (τόσο το μικρού όσο και το μεγάλου μήκους) γυρίστηκε ως ένα μονοπλάνο, χωρίς δηλαδή μοντάζ. Κι αυτό που φάνταζε πάρα πολύ δύσκολο για την μικρού μήκους, προσέγγισε τα ύψη ενός άθλου για την μεγάλου μήκους! Προφανώς, ο σκηνοθέτης μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας και τον κάμεραμαν έκαναν πολλές πρόβες, έτσι ώστε να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν όλοι θεώρησαν πως είναι έτοιμοι, είχε αποφασιστεί να «γυριστεί» η ταινία απνευστί σε τέσσερα βράδια, δύο φορές κάθε βράδυ, να υπήρχαν δηλαδή συνολικά οχτώ λήψεις. Όμως, λόγω του ότι η επιδημία του κορωναϊού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων βρισκόταν στο φόρτε της και καθώς οι συμμετέχοντες (σε όλα τα πόστα) στην ταινία ήταν περί τα 150 άτομα, εντέλει τα γυρίσματα έγιναν σε δύο βράδια, δύο φορές ανά βραδιά. Η λήψη που επιλέχθηκε από τις τέσσερις που έγιναν ήταν η τρίτη: η ταινία που παρακολουθούμε είναι αυτή η τρίτη λήψη. Η ταινία έκανε την παγκόσμια φεστιβαλική της καριέρα στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι τον Αύγουστο του 2021. Και είναι υποψήφια για τέσσερα βραβεία BAFTA (τα βρετανικά Όσκαρ): καλύτερης βρετανικής ταινίας της χρονιάς, α' ανδρικού ρόλου (για τον Stephen Graham), κάστινγκ και καλύτερου ντεμπούτου για Βρετανό σεναριογράφο, σκηνοθέτη ή παραγωγό.
Η υπόθεση: Ο Άντι, σεφ του διακεκριμένου εστιατορίου «Jones & Sons» κάπου στο posh Ανατολικό Λονδίνο, φτάνει αργοπορημένος για να αναλάβει τη βάρδιά του. Είναι η Παρασκευή πριν τα Χριστούγεννα, μία από τις πιο απαιτητικές και πολύβουες βραδιές για το εστιατόριο. Εκτός από τη δική του καθυστέρηση, τα πράγματα έχουν πάει πίσω χρονικά εξαιτίας μιας ξαφνικής επιθεώρησης από το υγειονομικό. Και τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί. Μέσα στη διάρκεια μίας και μόνο βάρδιας, ο Άντι και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του εστιατορίου καλούνται να αντιμετωπίσουν παράλογους πελάτες, τσακωμούς ανάμεσα στο προσωπικό, ατυχήματα, τραυματισμούς, ανοιχτούς λογαριασμούς από το παρελθόν κι όλα αυτά με τις παραγγελίες να τρέχουν και την κουζίνα να πρέπει να ανταπεξέλθει. Θα τα καταφέρει να ανταποκριθεί σε άλλη μια βραδιά εξοντωτικής πίεσης;
Η άποψή μας: Δεν μας έχουν απομείνει και πολλές απολαύσεις στη ζωή, σωστά; Μία από τις βασικότερες είναι το φαγητό. Το να δειπνήσεις έξω, σε ένα προσεγμένο εστιατόριο, με όμορφο διάκοσμο, με εξυπηρετικό προσωπικό, με καλή παρέα, συνοδεία του κατάλληλου ποτού (τόσο όσο), και προφανώς ερεθίζοντας τη γευστική σου παλέτα με ένα υπέροχο γεύμα, ε, είναι κάτι το εξαιρετικό – ιδίως όταν όλα συντονίζονται και δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα να σε «χαλάσει». Κι έχουμε «εθιστεί» παραπάνω με όλα αυτά τα reality παιχνίδια, που έχουν το φαγητό σε πρώτο πλάνο: Μάστερ Σεφ, Εφιάλτης στην Κουζίνα είναι δύο από τα πιο επιτυχημένα, ενώ κατά καιρούς βγαίνουν και διάφορα άλλα, καθώς και μπόλικες άλλες εκπομπές μαγειρικής, ενώ κάθε πρωινάδικο που σέβεται τον εαυτό του, διαθέτει ειδική βινιέτα μαγειρικής. Χαμούλης.
Η υπόθεση: Ο Άντι, σεφ του διακεκριμένου εστιατορίου «Jones & Sons» κάπου στο posh Ανατολικό Λονδίνο, φτάνει αργοπορημένος για να αναλάβει τη βάρδιά του. Είναι η Παρασκευή πριν τα Χριστούγεννα, μία από τις πιο απαιτητικές και πολύβουες βραδιές για το εστιατόριο. Εκτός από τη δική του καθυστέρηση, τα πράγματα έχουν πάει πίσω χρονικά εξαιτίας μιας ξαφνικής επιθεώρησης από το υγειονομικό. Και τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί. Μέσα στη διάρκεια μίας και μόνο βάρδιας, ο Άντι και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του εστιατορίου καλούνται να αντιμετωπίσουν παράλογους πελάτες, τσακωμούς ανάμεσα στο προσωπικό, ατυχήματα, τραυματισμούς, ανοιχτούς λογαριασμούς από το παρελθόν κι όλα αυτά με τις παραγγελίες να τρέχουν και την κουζίνα να πρέπει να ανταπεξέλθει. Θα τα καταφέρει να ανταποκριθεί σε άλλη μια βραδιά εξοντωτικής πίεσης;
Η άποψή μας: Δεν μας έχουν απομείνει και πολλές απολαύσεις στη ζωή, σωστά; Μία από τις βασικότερες είναι το φαγητό. Το να δειπνήσεις έξω, σε ένα προσεγμένο εστιατόριο, με όμορφο διάκοσμο, με εξυπηρετικό προσωπικό, με καλή παρέα, συνοδεία του κατάλληλου ποτού (τόσο όσο), και προφανώς ερεθίζοντας τη γευστική σου παλέτα με ένα υπέροχο γεύμα, ε, είναι κάτι το εξαιρετικό – ιδίως όταν όλα συντονίζονται και δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα να σε «χαλάσει». Κι έχουμε «εθιστεί» παραπάνω με όλα αυτά τα reality παιχνίδια, που έχουν το φαγητό σε πρώτο πλάνο: Μάστερ Σεφ, Εφιάλτης στην Κουζίνα είναι δύο από τα πιο επιτυχημένα, ενώ κατά καιρούς βγαίνουν και διάφορα άλλα, καθώς και μπόλικες άλλες εκπομπές μαγειρικής, ενώ κάθε πρωινάδικο που σέβεται τον εαυτό του, διαθέτει ειδική βινιέτα μαγειρικής. Χαμούλης.
Τούτη η ταινία του Barantini φιλοδοξεί να μας δείξει τι κρύβεται στο παρασκήνιο ενός πετυχημένου εστιατορίου. Και τα καταφέρνει περίφημα. Εστιάζει σε αυτόν τον μικρόκοσμο, σε αυτό το μικροσύμπαν που συνδομούν πελάτες και εργαζόμενοι, το οποίο μπορεί να είναι (και) εκρηκτικό. Μπορεί να είναι σαν μια χύτρα, που όταν δουλεύει καλά, όλα λειτουργούν ρολόι, όταν όμως η βαλβίδα από την οποία φεύγει ο ατμός, για διάφορους λόγους, δεν κάνει την δουλειά της όπως πρέπει, ε, τότε η έκρηξη θα επέλθει. Μοιραία. Ο σκηνοθέτης μαζί με τον χειριστή της κάμερας χορογραφεί ουσιαστικά όλα όσα παρακολουθούμε επί της μεγάλης οθόνης. Η ακρίβεια με την οποία συντονίζονται οι πάντες και τα πάντα, είναι άξια θαυμασμού. Η παραμικρή λεπτομέρεια πρέπει να έχει προβλεφθεί, η κάθε πιθανή αντιξοότητα να αποφευχθεί κι όλο αυτό να κυλήσει ομαλά και απρόσκοπτα.
Επιλέγοντας την χρήση του μονοπλάνου, με μια ως επί τω πλείστον αεικίνητη κάμερα, με πάνω από 30 άτομα να έχουν ομιλούντα ρόλο, και όλο αυτό μέσα στον - όσο να πεις - περιορισμένο χώρο ενός εστιατορίου, οδηγεί τον θεατή στο να αισθάνεται πως παρακολουθεί ένα... θρίλερ! Υπάρχει μια έντονη αίσθηση απειλής και εκκρεμότητας, όλοι κινούνται στα κόκκινα και νιώθεις πως όλο αυτό δεν θα έχει καλό τέλος. Οι πληροφορίες δίνονται με ταχύτητα πολυβόλου, ο κάθε χαρακτήρας δίνει επαγωγικά τη σκυτάλη στον επόμενο σε αυτόν τον αγώνα δρόμου, όπου δεν ξέρουμε αν κάποιος θα καταφέρει στο τέλος να κόψει το νήμα του τερματισμού. Ακριβώς για να μην «σκάσει» ο θεατής αλλά και να δώσει τις απαιτούμενες ανάσες ώστε να προετοιμαστούν χώροι και άνθρωποι, ο σκηνοθέτης επιλέγει κάποιες φορές να «βγει» έξω από τον κυρίως χώρο του εστιατορίου.
Έτσι πχ βλέπουμε τον υπάλληλο της κουζίνας, που έχει καθυστερήσει να πάει στη δουλειά, να βγάζει τα σκουπίδια και η κάμερα να τον ακολουθεί. Δεν είναι κάτι σπουδαίο, αλλά μειώνει για λίγο τους παλμούς. Σε άλλη φάση, βλέπουμε την υπεύθυνη του εστιατορίου να καταφεύγει για λίγο στις τουαλέτες μετά το λεκτικό «στόλισμα» που τρώει από την σου σεφ (ίσως η κορυφαία σκηνή της ταινίας) και να δακρύζει, αντιλαμβανόμενη πως κανείς δεν την χωνεύει. Μένει εκεί για κανά λεπτό συνολικά, τα πράγματα ηρεμούν μέχρι να επέλθει το επόμενο τσουνάμι.
Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ο σεφ. Που βάλλεται πανταχόθεν! Προσωπικά προβλήματα, οικογενειακά προβλήματα, οικονομικά προβλήματα και η συνεχής πίεση τον οδηγούν σε επικίνδυνα μονοπάτια. Και ναι, αυτό το μπουκάλι που κρατάει συνεχώς στα χέρια του και από όπου πίνει τρεις και λίγο, δεν έχει νερό. Ο Stephen Graham, που υποδύεται τον Άντι, είναι άψογος. Τρομερός καρατερίστας, που από... τύχη έπαιξε τον «χαζούλη» στο «Snatch» του Guy Ritchie, κλέβει την παράσταση όπου κι αν παίζει – κι ας είναι συνήθως ο ρόλος του μικρός. Εδώ, πρωταγωνιστής ουσιαστικά για πρώτη φορά, τα δίνει όλα και ναι, είναι συγκλονιστικός. Δίπλα του, άξια συμπαραστάτρια η σου σεφ του, η Vinette Robinson, αγγίζει υψηλές επιδόσεις.
Αυτοί είναι οι δύο χαρακτήρες για τους οποίους μπορούμε να πούμε πως γίνεται πολύ δουλειά στην παρουσίασή τους, είναι αυτοί που έχουν βάθος και εμφανίζονται τρισδιάστατοι. Πολλοί είναι οι χαρακτήρες που είτε εμφανίζονται για λίγο και δεν «προλαβαίνουμε» να μάθουμε πολλά γι' αυτούς (όπως πχ η γκαρσόνα, που πηγαίνει σε οντισιόν για να δοκιμάσει την τύχη της ως ηθοποιός) είτε είναι σχηματικά γραμμένοι (όπως ο πρώην συνέταιρος του Άντι, τον οποίο υποδύεται ο Jason Flemyng). Αυτό είναι και το μοναδικό ψεγάδι, που μπορώ να καταλογίσω στην ταινία.
Να σημειώσω εδώ πως υπάρχει και μια κριτικός φαγητού, που δίνει έναν ωραίο ορισμό της κριτικής – όπως έκανε ο κριτικός σε μια υπέροχη σκηνή στον «Ρατατούη». Ένας κριτικός κρίνει με βάση αυτά που υπάρχουν, συγκριτικά, με πραγματικά δεδομένα, κι όχι με κάτι ιδεατό. Τούτη η ταινία – που συν τοις άλλοις, σε κερδίζει και με τη βρώμικη και καθόλου γκλάμορους προσέγγιση στο θέμα της, τόσο στο γενικό της πλαίσιο, όπως και στα επιμέρους, όπως πχ στη διεύθυνση φωτογραφίας – είναι ένα μικρό διαμαντάκι. Αξίζει να το δοκιμάσετε.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Μαρτίου 2022 από την Cinobo!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική