Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Poster ΠόστερThe Hand Of God

του Paolo Sorrentino. Με τους Filippo Scotti, Toni Servillo, Teresa Saponangelo, Marlon Joubert, Luisa Ranieri, Renato Carpentieri.

Παιδιά ενός Παρτενοπέι Θεού
του zerVo (@moviesltd)

Προ πολλών δεκαετιών, την εποχή που υπηρετούσα την στρατιωτική μου θητεία, επί διετίας στην λατρεμένη μου Λεβεντογέννα, είχα παρατηρήσει σε πολλούς τοίχους της μεγαλούπολης, γραμμένη με τεράστια θαλασσί γράμματα την λέξη Ν.Α.ΠΟ.Λ.Η. Έτσι ακριβώς με τελείες στην μέση. Μου είχε κάνει εντύπωση το γεγονός, σε σημείο που να ρωτώ τους ντόπιους τι σημαίνει αυτή η ανάρτηση, ώσπου κάποιος γνώστης μου εξήγησε το φαινόμενο. Νέα Αλικαρνασσός ΠΟδοσφαιρική Λέσχη Ηρακλείου εννοεί, μια ομάδα μικρότατη και ανεξάρτητη είναι, που λατρεύει τον σύλλογο όπου μεγαλούργησε ο Μαραντόνα και έχει το ίδιο όνομα, τα ίδια χρώματα, το ίδιο έμβλημα. Καταπληκτικό ε? Και πόσο αφιερωματικό σε έναν από τους λιγοστούς, μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού, θεόσταλτους που έχουν υπάρξει...

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Quad Poster
Καλοκαίρι του 84', Νάπολη. Απόλυτα ευτυχισμένος, μέσα στην λιτή, εφηβική του καθημερινότητα είναι ο 17χρονος Φαμπιέτο. Ευχαρίστηση που προκύπτει μέσα από την ολοήμερη συνεύρεση με τα λατρεμένα του πρόσωπα, την καλοσυνάτη και γελαστή, όπως και πρώτη στις φάρσες και τα ανέκδοτα μάνα, τον εργαζόμενο στην καπιταλιστική τράπεζα, μα αντιδιαμετρικά σκεπτόμενο ως κομουνιστή, διαρκώς κεφάτο, αλλά και μπερμπάντη, πατέρα, τον μεγαλύτερο, ονειροπόλο αδελφό, που αισιοδοξεί πως κάποια στιγμή θα ακολουθήσει καριέρα τρανού ηθοποιού. Αλλά και ολάκερη την υπόλοιπη πολυμελή φαμίλια Σκίζα, που ανά τακτά διαστήματα συγκεντρώνεται σε πολύωρες συνάξεις, γεμάτες κουβεντολόι, αστεία και κουτσομπολιό.

Το θερμόμετρο της αγαλλίασης του νεαρού, αναμένεται πολύ σύντομα να κτυπήσει κόκκινο, καθώς ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη, το 10 το καλό της Αρχεντίνας και της Μπαρτσελόνα, ο δοξασμένος Ντιέγκο, αναμένεται να πει το πολυπόθητο ναι και να υπογράψει την μετεγγραφή του, στον ξεπεσμένο και δευτεράντζα σύλλογο του Ιταλιάνικου Νότου. Κάτι που φαντάζει απίθανο, από την στιγμή που η όμορφη, παραθαλάσσια πόλη μαστίζεται από αβάσταχτη φτώχεια και ατιμώρητη εγκληματικότητα, μην αφήνοντας παράθυρα ανοιχτά για να ελπίζει κανείς σε τέτοια δοξασμένα μεγαλεία. Κι όμως...

Είναι εκείνος ο Ιούνιος, λοιπόν, που όρισε την απαρχή δήλωσης της ύπαρξης και του παρόντος, της βουτηγμένης στην απόγνωση και την ανέχεια, κάτω ζώνης της γειτονικής μας, Απέννινας μπότας, που υστερεί κραυγαλέα σε προνόμια και κοινωνικές παροχές από τον ζάπλουτο βορρά. Κι όμως οι μαθημένοι στα λίγα ναπολιτάνοι, θαρρούν αρκετό λίγο κρασί και πέντε φρούτα, για να στήσουν το δικό τους πανηγύρι, σιμά στην ακροθαλασσιά. Η μπόλικη σε πλήθος και ορεξάτη να μην αφήσει το παραμικρό ασχολίαστο, παρέα, είναι εκείνη που θα βάλει τις βάσεις του γλεντιού. Αγάπη - και γκρίνια - να υπάρχει και όλα τα άλλα, ας τα έχουν οι προύχοντες.

Έλα όμως που η μοίρα κάτι τέτοια λιτοδίαιτα, έξω καρδιά κέφια δεν τα γουστάρει, τα ζηλεύει, τα φθονεί και τα νομίζει κόντρα τέμπου, στις δυσμενείς ορμές της. Και ξέρει πολύ καλά πως να κτυπήσει την κατάλληλη στιγμή, μεταλλάσσοντας την φιέστα σε θρήνο, το τραγούδι σε μοιρολόγι, την ελάχιστων παράδων, μακρινή από χλιδές και φανφάρες αγαπησιάρα σύναξη, σε βουρκωμένη από την απώλεια μαυροφορεσιά. Την αντέχεις αυτή την ζωή, όταν έστω και με τα λίγα είχες νιώσει τόση ευτυχία? Μπορείς να την συνεχίσεις ή μέσα στην σαστιμάρα σου, θα επιδιώξεις να βάλεις τελεία στα πάντα, ζητώντας γυρισμό στο πολύχρωμο χθες.

Με αυτό τον γνώμονα πορεύεται δημιουργικά, για να κτίσει το θέμα της καινούργιας του ταινίας ο πολυβραβευμένος Paolo Sorrentino, παρουσιάζοντας δραματουργικά, όσα, προφανώς, ο ίδιος βίωσε στην ναπολιτάνικη νιότη του, προτού πάρει την απόφαση να μεταβεί στην, πολύ περισσότερων ευκαιριών και δράσεων πρωτεύουσα. Μια νιότη ανέμελη, απροβλημάτιστη, φουλ στην λατρεία για κάθε ιερό, όπως η οικογένεια και η ομάδα, παραμυθένια ακόμη κι αν έλειπαν σχεδόν τα πάντα. Διαρκώς στο σπιτικό βασίλευε το χαμόγελο, άσχετα αν το μεσογειακό μπρίο, ξέρει πολύ καλά να μιξάρει το καθετί χαρούμενο με την μίρλα, την παραξενιά, την ύβρι, ακόμη και την πιθανή έκρηξη βίας. Στην Μπέλα Νάπολη όλα συγχωρούνται. Τώρα που ο Ο Μίο Ντίο φορά τα γαλανά, με το Ν στο στήθος και το δέκα στην πλάτη...

Διπλής όψης, όπως συνήθως η αφήγηση του ρετζίστα, που επεξεργάζεται με μαεστρία τα άκρα, με την μέθοδο που άριστα γνωρίζει. Χαρά και θλίψη, ρεαλισμός και φαντασία, αθωότητα και πειρασμός, ζωή - φυσικά - και θάνατος. Αφήνοντας κατά μέρος την συνήθη καλλιτεχνική αρτιότητα της εικόνας, στοιχείο που λήγει άμεσα στην εισαγωγική σεκάνς, αποφασίζει να ρίξει πιότερο νοιάξιμο στην ψυχή και την καρδιά, την ειλικρίνεια και το πάθος. Το πρώτο ημιχρόνιο, η μπάλα παίζεται σε γήπεδο διασκεδαστικό, κωμικό, ενίοτε και σπαρταριστό, ενόσω η συντροφιά με όπλο της την ακατάσχετη αλεγκρία, στήνει με όσο πιο αληθινό τρόπο υπάρχει, την νοτιοευρωπαία ηθογραφία. Η επανάληψη μουνταίνει, τα σύννεφα σκεπάζουν τον βασικό ήρωα, το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη, ο νους ταξιδεύει διαρκώς στις πρότερες ώρες, αναζητώντας το τρυπάνι εκείνο που θα ανοίξει την οπή στον τοίχο για την διαφυγή. Σινεμάς αποκαλείται. Αυτή είναι η απόδραση από το τρισαλί, σε αυτή την διαδρομή θα πορευτώ και μέσα από τα πλάνα που θα γεμίσω το εκράν, υποκαθιστώντας το θλιμμένο απόψε. Φανταστικό!

Ο μαξιμαλισμός έπεται, είναι η ώρα της ψυχής. Η κάμερα, καρφωμένη στα μάτια του πιτσιρικά Φαμπιέ (ήρεμη δύναμη ο ταλαντούχος Filippo Scotti) τραβά διαρκώς καρτ ποστάλ αναμνηστικές που αποτυπώνονται σαν τατουάζ στο κορμί του. Το χάδι της αγαπησιάρας μητέρας κι οι νουθεσίες του ριζοσπάστη μπαμπά (λατρεία για το ζεύγος Servillo / Saponangelo), τα τσουγκρίσματα με το μεγαλύτερο καρντάσι, οι κόντρες με το σόι, ο κρυφός έρωτας για την εκρηκτική θεία (αληθινός Βεζούβιος η Luisa Ranieri), το ξεπαρθένιασμα από την ηλικιωμένη κοντέσα του πάνω διαμερίσματος, οι παραινέσεις του μέντορα Καπουάνο. Το μπουκ, τιγκάρει με όλες εκείνες τις νοσταλγικές θύμισες, γεμίζει ασφυκτικά και φτιάχνει την κληρονομιά του εκκολαπτόμενου κινηματογραφιστή, την παράδοση του.

Σαφώς η πιο προσωπική στιγμή μέχρι ώρας του Sorrentino, είναι μια καλλιγραφική εξομολόγηση ζωής, με σκηνικό την ταπεινωμένη κοινωνικά πατρίδα του, που όμως δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα κάνει την στάση της και θα το υψώσει στον πεντακάθαρο ναπολιτάνο ουρανό το καμπιονάτο. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει ψέμα, ονείρωξη, σενάριο, είναι πιθανόν κάποια βολά να πραγματώσει και τότε ο βούθουλας θα σηκώσει περήφανα τις θριαμβευτικές του παντιέρες. Ο Θεός άλλωστε, κοντοπίθαρος, εριστικός και παρτιζάνος, είναι και θα είναι, πάντα με το μέρος μας. Με τους Παρτενοπέι...

Ο Οίκος Gucci (House Of Gucci) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Δεκεμβρίου 2021 από την Odeon!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική