του Visar Morina. Με τους Mišel Matičević, Sandra Hüller, Rainer Bock, Thomas Mraz.
Όπου γης και πατρίς! #not
του zerVo (@moviesltd)
Η αλήθεια είναι πως από τις τόσες χιλιάδες αφηγήσεις, που έχουμε κατά καιρούς ακούσει, από τους συμπατριώτες μας που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη, για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη, στον τόπο που έχει γεννήσει την πιο άφιλη φυλή από καταβολής του σύμπαντος, δεν έχουμε αντιληφθεί κάτι το πολύ ακραίο να έχει διαμειφθεί, σε ρατσιστική συμπεριφορά. Πιθανότατα για τον λόγο πως το συντριπτικό ποσοστό των μεταναστών, μισό και βάλε αιώνα πριν, δεν διεκδίκησε τίποτα σοβαρά πόστα από τους ντόπιους, παρά μόνο επιδόθηκε σε εργασίες χειρωνακτικές, όχι πρωταγωνιστικές ή υψηλόβαθμες, ώστε να τσιγκλήσει τον εγωισμό των Γερμαναράδων. Σε αντίθεση με το σήμερα, δηλαδή, που οι αγορές έχουν ανοίξει και παίζει το ενδεχόμενο κανείς να ψάξει κι ένα πιο σοβαρό επάγγελμα από λαντζέρης ή ντελίβερης, οπότε είναι πάρα πολύ πιθανό να σκοντάψει πάνω σε ένα Ράους. Μια για στάσου, για να μην μιλάμε μόνο για τα αφεντικά της Γιουρόπ, κάτι παρόμοιο δεν παίζει, λίγο πολύ και στα δικά μας μέρη?
Ψάχνοντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής, ο σπουδαγμένος Τζάφερ, θα αφήσει από μικρός πίσω του την πατρίδα του το Κόσοβο, για να αρπάξει όποια ευκαιρία του δοθεί στην υποτιθέμενα αξιοκρατική εργασιακή αγορά της Γερμανίας. Σήμερα, παντρεμένος με Γερμανίδα, την Νόρα, που μαζί της έχει αποκτήσει τρία παιδιά, ζει μια τυπική, μικροαστική καθημερινότητα στα περίχωρα της μεγαλούπολης, ξοδεύοντας το μεγαλύτερο κομμάτι του 24ωρου του στην εργασία του. Στην φαρμακευτική εταιρία που έχει προσληφθεί εδώ και δύο έτη ως μελετητής των βιοχημικών ερευνών των εργαστηρίων της.
Εσχάτως, όμως, παράξενα φαινόμενα θα ανατρέψουν την μέχρι πρότινος, ευχάριστη διάθεση του Κοσοβάρου. Αρχικά ο πεταμένος νεκρός αρουραίος στο κατώφλι της οικίας του, θα τον πείσει πως κάποιος, είτε από την γειτονιά, είτε από τη δουλειά, τον θεωρεί σφόδρα ανεπιθύμητο. Μια υπόνοια που στον νου του θα εξελιχθεί σε βεβαιότητα, όταν καταλάβει πως οι συνάδελφοι του, ειδικά εκείνος ο αγέλαστος Ουρς, τον μποϊκοτάρουν και επιδιώκουν να τον οδηγήσουν σε λάθη, ώστε ο Πρόεδρος της φίρμας, να δείξει δυσαρεστημένος με το πρόσωπο του.
Αλήθεια λες? ή τα πάντα είναι αποκύημα της φαντασίας, ενός μεσήλικα που νιώθει ολοκληρωτικά ξένος, σε ένα περιβάλλον, που ουδέποτε έχει δείξει φιλικό προς αυτόν? Το ρητό του φιλόσοφου είναι σαφές: Το ότι εσύ ενδεχόμενα πάσχεις από σχιζοφρένεια, δεν σημαίνει κατ ανάγκη πως όλοι αυτοί δεν σε κυνηγούν. Και πάνω σε αυτή την ρήση πατά ο σταδιακά ωθούμενος στον τρόμο, άντρας, για να εξαπλώσει την καταδιωκτική του μανία. Δεν με θέλει πια η γυναίκα μου, αφού η μάνα της τής βάζει λόγια συνεχώς, πιθανότατα έχει και εραστή και με περιπαίζει, ούτε τα παιδιά μου με αγαπούν, κανείς στο εργασιακό περιβάλλον δεν με γουστάρει, όλοι με περνάνε για παρακατιανό, άσε που υπάρχει το ενδεχόμενο η Αλβανή καθαρίστρια που ξενοπηδάω, κάνοντας της μεταφραστικές χαρούλες, να καρφώσει οπουδήποτε την σχέση μας. Ε, με τόσα κατάμαυρα πλοκάμια ανασφάλειας, να έχουν απλωθεί στον νου του φουκαρά, που καθώς φαίνεται έσπασε η μία τρίχα συγκράτησης της λογικής του, είναι απόλυτα σίγουρο πως οσονούπω θα πέσει στον βούρκο της μανιοκατάθλιψης.
Η αφήγηση δεν έχει κάποιο σκοπό να ρίξει φως στην υπόθεση, αποκαλύπτοντας είτε το ένα ενδεχόμενο, της ξενοφοβικής συμπεριφοράς του περίγυρου (ο τόπος είναι αόριστος, η γερμανική γλώσσα μόνο προδίδει την έδρα δράσης, αλλά είναι προφανές πως το ζήτημα είναι γενικότερο) είτε το έτερο, του ψυχικού κατακερματισμού του Τζάφερ. Πιθανότατα τόσο το σενάριο, που επαναλαμβάνει περιοδικά τις σιχαμένες πράξεις με τα νεκρά τρωκτικά, όσο και οι επίμονες λήψεις του σκηνοθέτη πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο του "κυνηγημένου", ενόσω τριγύρω του συμβαίνουν άφιλες και υποτιμητικές για την πάρτη του δράσεις, να επιθυμεί να δείξει πως έχουν εκκινήσει αμφότεροι οι μηχανισμοί. Και ο ατομικός, με τις φοβίες, τις νευρώσεις, τις παράνοιες, αλλά και ο κοινωνικός, που κινείται εχθρικά προς το τσακισμένο εσωτερικά υποκείμενο και κυριολεκτικά το ισοπεδώνει.
Το θρίλερ που υπογράφει ο προερχόμενος από αυτή την φτωχική και βασανισμένη γωνιά της πρώην Γιουγκοσλαβίας και αξιόλογος ντιρέκτορας Visar Morina, ανεβάζει παλμούς και εντάσεις στην εξέλιξη του. Βοηθούμενο υπερβολικά από το κλειστοφοβικό περιβάλλον, των πολύχρωμης υφής γραφείων και της μουντής, γκρίζας και κενής μεζονέτας, αλλά και από τους ανατριχιαστικούς τόνους της μουσικής επένδυσης, που ομοιάζουν με εκείνες τις εμβοές στο μυαλό, που προκαλούν ασφυξία, αγωνία, παράλυση. Αλλά και απώλεια της ορθολογικής συνείδησης, που θα οδηγήσει τον, παντί τρόπω, εσωτερικό ή εξωτερικό, διωκόμενο, στο να πάρει τις σωστές αποφάσεις και όχι να δράσει επιπόλαια, σκάβοντας ακόμη περισσότερο, ον ίδιο του τον λάκκο. Οι ανατροπές στην πορεία, μπορεί και να άνοιγαν ένα μικρό χωράκι, για να το σκάσει ο Τζάφερ από το αδιέξοδο. Φευ! Έχει πλέον τροχιοδρομήσει, δεν εμπιστεύεται πια κανέναν, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό.
Η σωστή και προσεγμένη χρήση των προοπτικών στο στήσιμο της κάμερας, ορίζει και το μεγαλύτερο χάρισμα του δημιουργού, στην απόπειρα του να φτιάξει ένα περιβάλλον όχι απλά εχθρικό, αλλά μανιασμένα ενάντιο - έστω και κατά φαντασίαν - πετώντας στο μέσον του, σαν σε παστέλ αρένα, τον μελλοθάνατο ποντικό. Έξοχη η απόδοση του Εξόριστου μονομάχου από έναν πολύ ποιοτικό πρωταγωνιστή, όπως ο Mišel Matičević, που εδώ αφήνει στην άκρη, την, γνώριμη από την φιλμογραφία του, μόστρα του Βαλκάνιου αγριεμένου μετανάστη, που οδηγείται στην παραβατικότητα ώστε να επιβιώσει στη ζούγκλα, για να ερμηνεύσει με πειθώ, το φοβισμένο θύμα μιας συνεχούς καταπιεστικής επίθεσης, που τον έφτασε μέχρι το χείλος της σχιζοφρένειας. Δεν θέλει και πολύ...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Νοεμβρίου 2021 από την Strada Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική