του Yaron Shani. Με τους Eran Naim, Stav Almagor, Stav Patay, Asher Ayalon, Yaniv Assaraf, Yaniv Dimri, Udi Ohana.
Σκλάβος στα δεσμά του
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Να δούμε τι θα πει και η πολιτική ορθότητα
Ο Yaron Shani γεννήθηκε στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ το 1973. Έχει σπουδάσει κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που έχει σκηνοθετήσει είναι το «Σταυροδρόμια της ζωής» (Ajami, 2009). Τη σκηνοθέτησε μαζί με τον Παλαιστίνιο συνάδελφό του Scandar Copti. Η ταινία είχε κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» κι είχε τσιμπήσει Ειδική Μνεία στο πλαίσιο της Χρυσής Κάμερας. Ακολούθως, προβλήθηκε σε μπόλικα άλλα φεστιβάλ (μεταξύ των οποίων κι εκείνο της Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, για να τιμηθεί τελικά με τον Χρυσό Αλέξανδρο καλύτερης ταινίας, το βραβείο σεναρίου και το βραβείο κοινού). Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση του Ισραήλ για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, φτάνοντας στην τελική πεντάδα, χάνοντας τελικά από το αργεντίνικο «Το μυστικό στα μάτια της».
Πέρασαν σχεδόν 10 χρόνια για να ξαναγυρίσει ταινία ο Shani. Και τελικά γύρισε... τρεις μαζεμένες, στο πλαίσιο της «Τριλογίας της αγάπης», όπως την ονόμασε. Το «Εγκλωβισμένος» είναι η μεσαία από τις τρεις ταινίες της τριλογίας. Η πρώτη ταινία της τριλογίας, το «Love Trilogy: Stripped» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βενετίας του 2018, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ορίζοντες». Ο Εγκλωβισμένος, δεύτερη ταινία της τριλογίας, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2019, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Πανόραμα». Και η τρίτη ταινία της τριλογίας, το «Love Trilogy: Reborn», έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Μπουσάν του 2019. Και σύμφωνα με το δελτίο τύπου της εγχώριας εταιρίας διανομής: «Η αγάπη είναι για τους ανθρώπους όσο περίπλοκη είναι η ίδια η ζωή. Περιλαμβάνει τα ίδια παράδοξα και τις ίδιες αντιφάσεις, θα μπορούσε να πει κανείς ότι φέρει το νόημα της ύπαρξής μας. Κάθε μία ταινία της τριλογίας επικεντρώνεται σε μια διαφορετική διάστασή της. Κάθε μία ταινία είναι επίσης μια πλήρης ιστορία που μπορεί κανείς να την παρακολουθήσει μόνη χωρίς τις άλλες - αλλά ο συνδυασμός των τριών δίνει στον θεατή μια ευρύτερη εικόνα των διαπλεκόμενων ζωών των πρωταγωνιστών από διαφορετικές οπτικές γωνίες και χρονικές στιγμές. Οι ταινίες μπορούν να ιδωθούν με οποιαδήποτε σειρά, κάτι που τους δίνει και άλλο νόημα κάθε φορά. Οι ιστορίες δεν γράφτηκαν από σεναριογράφο: είναι κάτι που βίωσαν οι ηθοποιοί ελεύθερα μπροστά στην κάμερα. Με αυτή την έννοια η ιστορία δεν περιορίζεται από κλισέ και στερεότυπα: είναι όσο αληθινή και αυθεντική είναι η ίδια η ζωή». Να σημειώσουμε πως για να προκύψουν τελικά οι έξι χοντρικά ώρες διάρκειας των ταινιών της τριλογίας, χρειάστηκε να μονταριστεί υλικό διάρκειας 350 ωρών!
Η υπόθεση: Ο Ράσι είναι αστυνομικός τα τελευταία 15 χρόνια. Είναι από εκείνους τους μπάτσους που κάνουν καλά τη δουλειά τους – ίσως υπερβολικά καλά. Ψηλός και σωματώδης, με παραπάνω κιλά, είναι μια επιβλητική παρουσία. Θεωρεί πως είναι προστάτης των πολιτών και του νόμου. Και λατρεύει να έχει πάντα τον έλεγχο. Αυτό που δεν ανέχεται είναι η ανυπακοή και η απειθαρχία, τόσο στη δουλειά του όσο και μέσα στο σπίτι του. Παρά τη διαρκή του έκθεση σε κάθε είδους βία, η βαθύτερή του επιθυμία είναι να αποκτήσει παιδί με τη σύζυγό του.
Η υπόθεση: Ο Ράσι είναι αστυνομικός τα τελευταία 15 χρόνια. Είναι από εκείνους τους μπάτσους που κάνουν καλά τη δουλειά τους – ίσως υπερβολικά καλά. Ψηλός και σωματώδης, με παραπάνω κιλά, είναι μια επιβλητική παρουσία. Θεωρεί πως είναι προστάτης των πολιτών και του νόμου. Και λατρεύει να έχει πάντα τον έλεγχο. Αυτό που δεν ανέχεται είναι η ανυπακοή και η απειθαρχία, τόσο στη δουλειά του όσο και μέσα στο σπίτι του. Παρά τη διαρκή του έκθεση σε κάθε είδους βία, η βαθύτερή του επιθυμία είναι να αποκτήσει παιδί με τη σύζυγό του.
Όλα όμως ανατρέπονται όταν κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση εξαιτίας της συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια ενός τυπικού ελέγχου και τίθεται σε διαθεσιμότητα. Ενώ προσπαθεί να υπερασπιστεί την αθωότητά του στη δουλειά του, στο σπίτι του συγκρούεται με την πεισματάρα και δυναμική θετή του κόρη, η οποία αψηφά την εξουσία του, ενώ η γυναίκα του μοιάζει ολοένα και πιο απόμακρη. Αβοήθητος και εγκλωβισμένος από την ανάγκη του να επιβάλλεται, γίνεται επικίνδυνος για τον ίδιο και τους αγαπημένους του. Πλέον, όλα μπορούν να συμβούν...
Η άποψή μας: Προ αρχαιοτάτων ετών, ίσως να έχουν περάσει και 30 χρόνια, όντας φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, φλέρταρα μια κοπέλα, τη Χαραυγή (καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται). Κι όπως με όλες σχεδόν τις κοπέλες με τις οποίες φλέρταρα, της πρότεινα σε μια έξοδό μας, να πάμε σινεμά. Και πήγαμε. Στο «Μακεδονικόν» παιζόταν θυμάμαι το «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» του François Truffaut. Μια ταινία του 1981, που προφανώς προβαλλόταν σε επανέκδοση ή στο πλαίσιο ενός αφιερώματος, θα σας γελάσω. Τι δείχνει η συγκεκριμένη ταινία; Τη σχέση ενός παντρεμένου άντρα, του Μπερνάρ (τον οποίο υποδύεται ο Gérard Depardieu) με μια επίσης παντρεμένη γυναίκα, την Ματίλντ (την οποία υποδύεται η Fanny Ardant στην πρώτη της πρωταγωνιστική εμφάνιση στον κινηματογράφο). Η Ματίλντ μετακομίζει με τον σύζυγό της σε ένα χωριό έξω από την Γκρενόμπλ – κι εκεί συναντά τον Μπερνάρ, καθώς μένουν κυριολεκτικά σε διπλανά σπίτια.
Η άποψή μας: Προ αρχαιοτάτων ετών, ίσως να έχουν περάσει και 30 χρόνια, όντας φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, φλέρταρα μια κοπέλα, τη Χαραυγή (καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται). Κι όπως με όλες σχεδόν τις κοπέλες με τις οποίες φλέρταρα, της πρότεινα σε μια έξοδό μας, να πάμε σινεμά. Και πήγαμε. Στο «Μακεδονικόν» παιζόταν θυμάμαι το «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» του François Truffaut. Μια ταινία του 1981, που προφανώς προβαλλόταν σε επανέκδοση ή στο πλαίσιο ενός αφιερώματος, θα σας γελάσω. Τι δείχνει η συγκεκριμένη ταινία; Τη σχέση ενός παντρεμένου άντρα, του Μπερνάρ (τον οποίο υποδύεται ο Gérard Depardieu) με μια επίσης παντρεμένη γυναίκα, την Ματίλντ (την οποία υποδύεται η Fanny Ardant στην πρώτη της πρωταγωνιστική εμφάνιση στον κινηματογράφο). Η Ματίλντ μετακομίζει με τον σύζυγό της σε ένα χωριό έξω από την Γκρενόμπλ – κι εκεί συναντά τον Μπερνάρ, καθώς μένουν κυριολεκτικά σε διπλανά σπίτια.
Το θέμα είναι πως οι δυο τους, πριν παντρευτούν, είχαν μια παθιασμένη ερωτική σχέση, η οποία τελείωσε άσχημα. Το ξαναπιάνουν το νήμα από την αρχή: ο έρωτάς τους είναι αυτό που λέμε απόλυτος, αλλά παράλληλα είναι αδιέξοδος. Οπότε (σπόιλερ για όσους δεν έχουν δει ακόμα την ταινία) κάποια στιγμή, η Ματίλντ δίνει τη λύση: μετά από ένα ακόμα ερωτικό σμίξιμο, στο γυμνό πάτωμα, βγάζει ένα όπλο από την τσάντα της, πυροβολεί τον Μπερνάρ, τον σκοτώνει και μετά αυτοκτονεί. Η φράση, που έχει μείνει ιστορική από την ταινία, είναι η «Ούτε μαζί σου, ούτε χωρίς εσένα». 40 χρόνια μετά, έρχεται αυτή η ταινία από το Ισραήλ για να μας παρουσιάσει κάτι ανάλογο (ναι, δυστυχώς, δεν γίνεται να αναφερθούμε στην ταινία χωρίς να κάνουμε πολλά, πολλά σπόιλερ, οπότε, όσοι θέλουν μια «παρθένα» από κριτικές και σπόιλερ κινηματογραφική εμπειρία, καλό είναι να σταματήσουν να διαβάζουν εδώ. Καλύτερα θα ήταν να είχαν σταματήσει να διαβάζουν πιο νωρίς, αλλά ντέφι να γίνει).
Εκείνη η ταινία είχε χαιρετηθεί από την παγκόσμια κριτική του τότε ως σπουδαία, τρομερή, ανεπανάληπτη – ενδεικτικά, ο σεβαστός στην εποχή του Roger Ebert της είχε βάλει 3,5 στα 4 αστεράκια. Και η Χαραυγή μετά την προβολή της ταινίας, όταν τη ρώτησα πως της φάνηκε, μου είπε κάτι του στυλ: «Μου άρεσε πάρα πολύ. Γιατί απεικόνιζε τον απόλυτο έρωτα και το αδιέξοδό του. Αυτό που ζούσαν οι δύο εραστές μόνο με θάνατο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί». Να πω την αμαρτία μου, τρόμαξα. Αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας. Γιατί θυμήθηκα εκείνη την ταινία και γιατί την αντιπαραβάλω με τούτη την ισραηλινή; Επειδή πολλά έχουν αλλάξει στα 40 αυτά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Και πάλι, όμως, αν τούτη η ταινία, η ισραηλινή, έβγαινε στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες πριν ενσκήψει η πανδημία, θα την εξετάζαμε και θα την κριτικάραμε διαφορετικά.
Με τα σύγχρονα δεδομένα και ιδίως στην σημερινή ελληνική κοινωνία, όπου οι γυναικοκτονίες απασχολούν σχεδόν καθημερινά τα δελτία ειδήσεων και την κοινή γνώμη, τα πράγματα είναι αν μη τι άλλο ζόρικα. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός λοιπόν πως ακόμα και ο κριτικός λόγος διαμορφώνεται αναλόγως με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Δεν μπορείς να γράψεις γι’ αυτήν την ταινία και να αποφύγεις να γράψεις για τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Κι αυτό επειδή ο δημιουργός της ταινίας καταπιάνεται με ένα έτσι κι αλλιώς δύσκολο ζήτημα. Σημείωση: ό,τι ακολουθεί από εδώ και κάτω αποτελεί ξανά μανά σπόιλερ – και γίνεται αναγκαστικά, καθώς δεν μπορείς να αναφερθείς στην ταινία προσπερνώντας το ζήτημα της γυναικοκτονίας.
Εδώ λοιπόν έχουμε αντεστραμμένο το σχήμα του «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας». Ο Ράσι δολοφονεί τη γυναίκα του κι αυτοκτονεί. Μπορεί να γίνει αποδεκτή η πράξη του; Μπορεί να δικαιολογηθεί; Μπορεί να του δοθούν ελαφρυντικά; Στο πλαίσιο μιας σοβαρής κοινωνίας, η απάντηση και στα τρία παραπάνω ερωτήματα δεν μπορεί παρά να είναι ένα μεγαλοπρεπέστατο «όχι». Στο πλαίσιο μιας ταινίας όμως; Στο πλαίσιο ενός έργου τέχνης; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Προφανώς, κάθε δημιουργός δεν έχει απλά το δικαίωμα – έχει την υποχρέωση να ασχοληθεί με ότι θεωρεί ο ίδιος σημαντικό και σπουδαίο. Αν δεν ακουμπάει θέματα που κάνουν τζιζ απλά αυτολογοκρίνεται. Θα μου πείτε: δεν είναι θεμιτό κάτι τέτοιο; Νομίζω πως η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη και μυρίζει μπαρούτι. Το πώς θα προσλάβεις την ταινία και το πώς θα αντιδράσεις απέναντί της, κατευθείαν σε χαρακτηρίζει. Ως κριτικός οφείλεις να κρίνεις ένα έργο τέχνης, τη συγκεκριμένη ταινία εν προκειμένω, χωρίς παρωπίδες, χωρίς επίσης αυτολογοκρισία και βρίσκοντας την ικανότητα να διαχωρίσεις πως άλλο πράγμα μια ταινία, άλλο πράγμα η ζωή. Κι αυτό, πολύ πολύ δύσκολο.
Anyway κι επειδή το παρατραβήξαμε. Κατασκευαστικά, η ταινία είναι άψογη. Ξεκινάμε από τα απολύτως προφανή: οι ερμηνείες όλων είναι καταπληκτικές. Και να σημειώσουμε πως μιλάμε για μη επαγγελματίες ηθοποιούς, έτσι; Οι οποίοι δεν είχαν καν γραμμένο σενάριο στα χέρια τους! Με ατελείωτες πρόβες και με αυτοσχεδιασμούς στους διαλόγους. Ο τύπος που υποδύεται τον Ράσι είναι καταπληκτικός! Τι να λέμε τώρα! Να πάνε να σκίσουν τα πτυχία τους και να πουλήσουν τα Όσκαρ τους οι διάφοροι αδιάφοροι χολιγουντιανοί σταρ. Εδώ μιλάμε για μια τρομερή, βιωματική, σωματική ερμηνεία: ο τύπος είναι οδοστρωτήρας! Πρώην αστυνομικός, άρα στο πετσί του ρόλου. Και κανείς δεν υπολείπεται του άλλου σε υποκριτικό μεγαλείο. Τώρα, ανάμεσα σε όσους λίγους (ας μην γελιόμαστε) επιλέξουν να δούνε την ταινία, θα υπάρξει φοβερός και τρομερός διχασμός.
Από τη μια, οι συντηρητικοί, οι νοικοκυραίοι, οι παραδοσιακοί, θα ταυτιστούν με τον Ράσι. Δεν θα βρουν κανένα ψεγάδι στη συμπεριφορά του. Όταν εκεί έξω κυκλοφορούν βιαστές, έμποροι ναρκωτικών, καθάρματα, ε, δεν μπορείς να αφήσεις μια 13χρονη να κάνει ό,τι γουστάρει, σωστά; Δεν μπορείς να την έχεις χύμα στο κύμα, να κάνει... γυμνές φωτογραφήσεις και να ξημερώνεται έξω, χωρίς να ενημερώνει τους γονείς και κηδεμόνες της. Επίσης, θα συμφωνήσουν με τον Ράσι: δεν μπορεί να υποκύπτει στη μαγκιά των καλοταϊσμένων καλόπαιδων, που δεν καταλαβαίνουν τίποτε, δεν έχουν ιερό και όσιο, δεν ξέρουν να... σέβονται. Από την άλλη, το πιο ανοιχτόμυαλο, το πιο προοδευτικό κοινό. Που θα δει τον Ράσι ως την απόλυτη προσωποποίηση του μπούλινγκ. «Αν δεν κάνεις αυτό που εγώ θεωρώ σωστό, θα σε κάνω να το μετανιώσεις». Δεν ασκεί σωματική βία – ασκεί όμως ψυχολογική. Και μπερδεύει την υπερπροστατευτικότητα, που σε κάνει να ασφυκτιάς, με την αγάπη.
Από εκεί και πέρα, εννοείται ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που θα κάνουν τον μέσο θεατή να μην μείνει αδιάφορος αλλά να ενδιαφέρεται. Πχ, το ότι στήνεται ολόκληρη σκευωρία για να κατηγορηθεί ο Ράσι για παιδεραστία, ε, σε βγάζει από τα ρούχα σου ρε παιδί μου. Βλέπουμε πως κάποιος ανώτερος στην ιεραρχία μπορεί να σου γαμήσει τη ζωή. Υπάρχουν κι άλλα πολλά, που επιτρέπουν στην ταινία να «πιάσει» ένα ευρώ φάσμα θεατών. Κοινωνικός ρεαλισμός σε όλο του το μεγαλείο και στο στόχαστρο μια συντηρητική κοινωνία, που εγκλωβίζει μέσα της αθώους και ενόχους, δίκαιους και άδικους.
Σε ότι αφορά το φινάλε, θα μιλήσω για την κινηματογραφική μου διαφωνία. Δολοφονία και αυτοκτονία, μου φαίνονται εντελώς «εύκολες» σεναριακές λύσεις σε μια ταινία που δεν έχει αφήσει τίποτε χωρίς να το τσεκάρει σχολαστικά. Ακόμα και η εικόνα στο πατρικό σπίτι του Ράσι, με τον Σαμψών να γκρεμίζει τις κολόνες του ναού, λειτουργεί ως κλείσιμο του ματιού, αλλά μου φαίνεται πως οι δημιουργοί εξάντλησαν όλη τους τη δημιουργικότητα στο χτίσιμο των χαρακτήρων, σε τέτοιο βαθμό ώστε όταν έφτασαν στο φινάλε, επέλεξαν την πιο εύκολη κατάληξη από όλες. Πάντως, ως σινεμά, αυτή είναι μια ταινία που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021 από την Rosebud.21!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική