του Hong Sang-soo. Με τους Kim Min-hee, Song Seon-mi, Kwon Hae-hyo, Seo Young-hwa, Lee Eun-mi .
Και λέγε λέγε, λέγε λέγε...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η γατούλα που χασμουρήθηκε
Ο Hong Sang-soo γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1960 στη Σεούλ της Νότιας Κορέας. Είναι γνωστός ως ο Woody Allen της Νότιας Κορέας. Την πρώτη του ταινία την γύρισε το 1996. Και μέσα σε 25 χρόνια καριέρας έχει γυρίσει 24 ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους! Πολυγραφότατος λοιπόν ο τύπος. Και αγαπημένος των μεγάλων φεστιβάλ. Έχει συμμετάσχει με ταινίες του: 9 φορές στο φεστιβάλ Καννών, 5 φορές στο φεστιβάλ Βερολίνου και 2 φορές στο φεστιβάλ Βενετίας. Ο αγαπημένος του καλλιτέχνης είναι ο Cezanne.
Αυτή – αν δεν κάνουμε λάθος – είναι μόλις η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του που βλέπουμε εμπορικά στην Ελλάδα. Η πρώτη ήταν το «Στη χώρα των άλλων» (Da-reun na-ra-e-seo / In Another Country, 2012) που βγήκε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2014, με πρωταγωνίστρια την Isabelle Huppert. Και η δεύτερη το «Η επόμενη μέρα μιας σχέσης» (Geu-hu / The Day After, 2017), που στην Ελλάδα προβλήθηκε τον Δεκέμβριο του 2018. Τούτη η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2020, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, τιμώμενη τελικά με το βραβείο σκηνοθεσίας. Κι αυτή είναι η έβδομη από τις οχτώ τελευταίες ταινίες του στην οποία πρωταγωνιστεί η Kim Min-hee. Ο 61χρονος σκηνοθέτης χώρισε με τη γυναίκα του και ζει πλέον με την πρωταγωνίστριά του, τη θεά Kim Min-hee, 39 Μαΐων παρακαλώ, την οποία λατρέψαμε κυρίως στην «Υπηρέτρια», το αριστούργημα του Park Chan-wook. Το... κακό ξεκίνησε το 2015, όταν οι δυο τους συνεργάστηκαν για πρώτη φορά στα γυρίσματα της ταινίας «Right Now, Wrong Then».
Η υπόθεση: Η Γκαμχί είναι μια 30something παντρεμένη γυναίκα, που κατά πως φαίνεται βαριέται κάπως. Μετά από πέντε χρόνια ευτυχισμένου ( ; ) γάμου, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει μείνει μόνη της ούτε για μία μέρα, ο σύζυγός της φεύγει για δουλειές. Η Γκαμχί εκμεταλλεύεται την κατάσταση και αποφασίζει να βγει έξω, να ξεσκάσει. Αρχικά, πηγαίνει στο σπίτι της Γιουνγκσόν, η οποία ζει έξω από τη Σεούλ και μοιράζεται το σπίτι της με μια συγκάτοικο, την Γιουνγκί. Οι τρεις τους τρώνε και συζητούν έως ότου ένας νέος γείτονας, τις διακόπτει για να απαιτήσει να πάψουν να ταΐζουν τις αδέσποτες γάτες της περιοχής, καθώς αυτό ενοχλεί τη γυναίκα του.
Η υπόθεση: Η Γκαμχί είναι μια 30something παντρεμένη γυναίκα, που κατά πως φαίνεται βαριέται κάπως. Μετά από πέντε χρόνια ευτυχισμένου ( ; ) γάμου, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν έχει μείνει μόνη της ούτε για μία μέρα, ο σύζυγός της φεύγει για δουλειές. Η Γκαμχί εκμεταλλεύεται την κατάσταση και αποφασίζει να βγει έξω, να ξεσκάσει. Αρχικά, πηγαίνει στο σπίτι της Γιουνγκσόν, η οποία ζει έξω από τη Σεούλ και μοιράζεται το σπίτι της με μια συγκάτοικο, την Γιουνγκί. Οι τρεις τους τρώνε και συζητούν έως ότου ένας νέος γείτονας, τις διακόπτει για να απαιτήσει να πάψουν να ταΐζουν τις αδέσποτες γάτες της περιοχής, καθώς αυτό ενοχλεί τη γυναίκα του.
Μετά, η Γκαμχί επισκέπτεται την Σουγιούνγκ, μια δασκάλα πιλάτες και κακή μαγείρισσα, η οποία γουστάρει τον γείτονα που μένει στο από πάνω της διαμέρισμα και θέλει να απαλλαγεί από έναν νεαρό ποιητή, που την ενοχλεί διαρκώς ύστερα από ένα βράδυ όπου, όντας μεθυσμένη, κοιμήθηκε μαζί του. Τέλος, πηγαίνοντας σινεμά, η Γκαμχί πέφτει πάνω στην Γουουζίν, η οποία είναι παντρεμένη με έναν πετυχημένο συγγραφέα, με τον οποίο παλιά η Γκαμχί είχε σχέση.
Η άποψή μας: Θα ξεκινήσω το κείμενό μου για τη συγκεκριμένη ταινία, αντλώντας έμπνευση από κάτι που βρήκα στα trivia του φιλμ στο imdb. Αναφέρει λοιπόν η αγαπημένη κινηματογραφική βίβλος πως τα 77 λεπτά της ταινίας είναι δομημένα με 28 σκηνές, με μέσο όρο για κάθε σκηνή τα δύο λεπτά και 45 δευτερόλεπτα. Η σύγκριση με τον μέσο όρο των ταινιών για το 2021 (έως τώρα) είναι πολύ χαρακτηριστική: κάθε ταινία έχει 2000 σκηνές (ας το θέσω πιο λιανά – cuts) με διάρκεια για κάθε σκηνή λιγότερο από 3 δευτερόλεπτα!!! Εντάξει, ευτυχώς δεν βομβαρδίζεται ο αμφιβληστροειδής μας με καταιγιστικό μοντάζ, αλλά ο φίλος μας πάει στο άλλο άκρο, με πλάνα – σεκάνς που... ξεχειλώνουν.
Η άποψή μας: Θα ξεκινήσω το κείμενό μου για τη συγκεκριμένη ταινία, αντλώντας έμπνευση από κάτι που βρήκα στα trivia του φιλμ στο imdb. Αναφέρει λοιπόν η αγαπημένη κινηματογραφική βίβλος πως τα 77 λεπτά της ταινίας είναι δομημένα με 28 σκηνές, με μέσο όρο για κάθε σκηνή τα δύο λεπτά και 45 δευτερόλεπτα. Η σύγκριση με τον μέσο όρο των ταινιών για το 2021 (έως τώρα) είναι πολύ χαρακτηριστική: κάθε ταινία έχει 2000 σκηνές (ας το θέσω πιο λιανά – cuts) με διάρκεια για κάθε σκηνή λιγότερο από 3 δευτερόλεπτα!!! Εντάξει, ευτυχώς δεν βομβαρδίζεται ο αμφιβληστροειδής μας με καταιγιστικό μοντάζ, αλλά ο φίλος μας πάει στο άλλο άκρο, με πλάνα – σεκάνς που... ξεχειλώνουν.
Κι έστω ότι γινόταν κάτι σε κάθε μία από αυτές τις σκηνές, να πεις, οκ, μια χαρά ο μάγκας, κάτι μας δείχνει, κάτι μας λέει, κάτι γίνεται. Εδώ, τίποτα. Λόγια, λόγια, λόγια, συζητήσεις κάζουαλ, χαλαρές, χωρίς να διακυβεύεται κάτι, χωρίς να περνάει κάτι στον θεατή, εκτός από τη βαρεμάρα. Αν αυτός ήταν ο στόχος του σκηνοθέτη, να μας δείξει δηλαδή την μπαναλιτέ της καθημερινότητας, τότε τα κατάφερε και με το παραπάνω. Θέλω να πω – επειδή γίνονται και κάποιες παράλογες συγκρίσεις με το σινεμά του Éric Rohmer: καμία σχέση. Και δεν μπορείς να πεις ότι χρησιμοποιεί σύμβολα για να μας μεταφέρει κάτι σε δεύτερο επίπεδο: μπα. Σαν να πήρα εγώ το κινητό μου κι αποφάσισα να κινηματογραφήσω τη γυναίκα μου σε τρεις επισκέψεις της σε φίλες.
Εντάξει, μια φυσικότητα την πετυχαίνει ο Sang-soo, κι αυτό δεν είναι λίγο πράγμα, αλλά το να αφήνεις την καμερά σταθερή και στα εντελώς ξεκούδουνα να ζουμάρεις κουτουρού, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς εμφανώς κάτι να επιθυμείς να επιτύχεις (μπορεί εσύ κάτι να θέλεις να πεις αλλά οι θεατές που δεν παραδίνουν πνεύμα και δεν αναπαύονται στην αγκαλιά του Μορφέα, μπορεί και να αναρωτηθούν του τύπου wtf) ε, δεν αποτελεί και θετικό πρόσημο για την ταινία. Ο Hong Sang-soo εκτός από τη σκηνοθεσία, υπογράφει και το σενάριο και τη μουσική και το μοντάζ (το ποιο;;;;; ). Και ναι, ωραίο εύρημα – λέμε τώρα – να μας δείχνει τους άντρες της ταινίας πλάτη και μπορεί μέσα από τον ολοκληρωτικά παρόντα και μάλλον αδιάφορο λόγο να βγαίνει ένα κάποιο φεμινιστικό μήνυμα, αλλά ακόμα και τα 77 λεπτά τούτης της ταινίας, είναι αρκετά.
Πολλοί σημαντικότεροι κριτικοί από εμένα λατρεύουν το σινεμά του συνολικά κι αυτήν την ταινία πιο συγκεκριμένα, αλλά it’s not my kind of tea. Κι επίσης, οτιδήποτε κορεάτικο δεν είναι τρέντι και σούπερ γουάου και τέτοια, έτσι; Καλά τα «Παράσιτα», καλό το «Παιχνίδι του καλαμαριού», θεοί οι Kim Jee-woon, Park Chan-wook, Bong Joon-ho, Lee Chang-dong και ο μακαρίτης ο Kim Ki-duk, αλλά εδώ μιλάμε για εντελώς άλλο πράγμα
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Οκτωβρίου 2021 από την Ama Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική