του Clint Eastwood. Με τους Clint Eastwood, Dwight Yoakam, Eduardo Minett, Natalia Traven, Fernanda Urrejola, Horacio Garcia Rojas.
Sabor A Mi!
του zerVo (@moviesltd)
Μετρώντας ορθολογικά, αυτή εδώ, αν δεν είναι η τελευταία ταινία του Clint Eastwood, σίγουρα είναι μια από τις ύστατες, είτε μπρος είτε πίσω από την κάμερα. Όσο μακάβριο ή στενόχωρο κι αν ακούγεται, μακάρι ο άνθρωπος να φτάσει στα έτη του Μαθουσάλα, στα 91 του πια, δεν υπάρχουν και τόσα πολλά περιθώρια για να σερβίρει εαυτόν ή σενάριο στην μεγάλη οθόνη. Συνεπώς ακόμη κι αν το Cry Macho απέχει έτη φωτός ποιοτικά από τις κορυφαίες δημιουργίες μιας καλλιτεχνικής καριέρας μυθικής, που μετρημένοι στα δάχτυλα έχουν καταφέρει, οφείλουμε να το δούμε ως ένα ακόμη κομμάτι της κινηματογραφικής παράδοσης του, που είναι απόλυτα βέβαιο πως πολύ σύντομα, θα κλείσει οριστικά τον κύκλο της. Και πόσο τότε θα επιθυμήσουμε την όποια ανανέωση της...
Ο Μάικ Μάιλο, ένας υπερήλικας παραδοσιακός Τεξανός καμπόης, που έχει διαγράψει πορεία υπερπρωταθλητή στα ροντέο, μέχρι την στιγμή που τα εγκατέλειψε για πάντα, εξαιτίας βαρύτατου τραυματισμού, βγάζει πια τα προς το ζην, κάνοντας θελήματα στο παλιό του αφεντικό, τον αυταρχικό πλούσιο ραντσέρη Χάουαρντ Πολκ. Το τελευταίο και πιο ριψοκίνδυνο εξ αυτών, θα προκύψει από την απαίτηση του πιεστικού μπος, να ταξιδέψει πέρα από τα νότια σύνορα της χώρας, ίσαμε την Μέχικο Σίτι, για να εντοπίσει και να φέρει πίσω στο Μοναχικό Αστέρι, τον ένα, μοναδικό, ανήλικο γιο του, Ράφο, που προς το παρόν ζει κάτω από άγνωστες συνθήκες με την μητέρα του, Λέτα.
Η πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσει ο ταλαιπωρημένος από τα χρόνια, αλλά τόσο πεπειραμένος γκρίνγκο, θα είναι ακόμη πιο αναπάντεχη, καθώς το 13χρονο αγόρι, έχοντας αποδράσει από την επίβλεψη της εύπορης, όσο και εκκεντρικής μάνας του, διαβιώνει στους δρόμους της μεγαλούπολης σαν ένα κοινό αλητάκι, βγάζοντας τα προς το ζην, συμμετέχοντας σε παράνομες κοκορομαχίες, με τον άριστα εκπαιδευμένο πετεινό του. Τον αγριεμένο Μάτσο, που δεν αποχωρίζεται ποτέ, θεωρώντας τον τον ένα και μοναδικό του φίλο, σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να δείξει εμπιστοσύνη σε κανέναν.
Συνεπώς η δυσκολία για τον θρυλικό γητευτή των αλόγων, δεν είναι μόνο να επιστρέψει το αγόρι πίσω στον πατέρα του, αλλά πρωτίστως να τον πείσει να τον ακολουθήσε σε αυτό το μακρινό ταξίδι, από το σκονισμένο και σε μόνιμη συνθήκη διαφθοράς Μεξικό, μέχρι τα περίχωρα του Όστιν, όπου τον καρτερεί ο γονιός του. Μια ρισκαδόρα διαδρομή μέσα σε ένα σαράβαλο, με δύο επιβάτες, τον υπέργηρο τσάμπιον και το νεαρό χαμίνι, που πολύ σύντομα θα κατανοήσουν πως το στοιχείο που λείπει από την ζωή τους, δεν είναι άλλο από την αγάπη. Και την κατανόηση. Και που χιλιόμετρο με το χιλιόμετρο, ίσαμε τα σύνορα στο πλάι του Ρίο Γκράντε, θα βάλουν τα δυνατά τους για να την ανακτήσουν.
Μια γλυκιά και ανθρώπινη ιστορία περιγράφει και αυτό το πόνημα του Μπλόντι. Όσο όμως και απλοϊκή στην ύφανση της. Ένα τυπικής δράσης road movie δηλαδή, που στο επίκεντρο του βρίσκεται ένα ντουέτο ζορισμένων ψυχικά ατόμων - ο συνταξιοδοτημένος χήρος και το στην ουσία ορφανό - που διασχίζουν ολόκληρο τον Βορρά της γης των Αζτέκων, ψάχνοντας στις ατέρμονες και ερημικές εθνικές οδούς, ο καθένας την δική του Γη της Επαγγελίας. Οι ρυθμοί που χρησιμοποιεί και πάλι ο Eastwood είναι υπερβολικά αργοί, πλην όμως μεθοδικοί στην αφήγηση και στο κτίσιμο των χαρακτήρων και των ατομικών φόβων που τους περιβάλλουν. Το τέμπο, από την άλλη, σκαμπανεβάζει δια μέσου των εμβόλιμων υποιστοριών, οι οποίες προβάλλουν μια κοινωνική αλήθεια, που, παρότι χρονικά το στόρι τοποθετείται στα 1971, να μην έχει αλλάξει σε σημαντικό βαθμό, μέχρι τις μέρες μας.
Υπάρχουν κακοτοπιές που ο Clint δεν τις απέφυγε σε τούτη την ματιά του, παρότι η εμπειρία του θα προϋπέθετε για το ακριβώς αντίθετο, μιας κι έχουν να κάνουν κυρίως με την διανομή και την κατεύθυνση των ρόλων. Ο πιτσιρίκος φερειπείν που υποδύεται τον συνταξιδιώτη του, ονόματι Eduardo Minnett, δεν είναι απλά κακός ως Ραφαέλ, δεν είναι καν ηθοποιός. Οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα του, όπως ακριβώς στα ποιήματα που εκφωνούν τα παιδάκια στις μαθητικές γιορτές του δημοτικού. Παρομοίως το ίδιο συμβαίνει και με τις δεύτερες εκτελέσεις, όπως ας πούμε της φλογερής πλην αλκοολικής μαμάς, που δεν το πιστεύεις πως πήρε καστ σε κινηματογραφικό έργο. Αδιανόητο για φιλμ εκείνου που έχει υπογράψει την κατεύθυνση σε πόσα Όσκαρ ερμηνείας για τους Unforgiven, Million Dollar Baby ή Mystic River.
Οι προθέσεις του αγαπημένου Manco - οποία συσχέτιση του πάλαι ποτέ δαιμόνιου αριστερόχειρα πιστολέρο με την μαρκίζα του ισχυρού, πλην απόμαχου πλέον Macho - είναι όμως εκείνες που μετρούν εντέλει, σε σημείο που να παρακάμπτουμε τα υπαρκτά φάουλ, σε χωρίς εκπλήξεις ξεδίπλωμα σεναρίου και μέτριες υποκριτικά παρουσίες. Το, μάλλον πιο πολύ τηλεοπτικής εκμετάλλευσης, Cry, ουδέποτε κορυφώνει συναισθηματικά ή συγκινησιακά, όπως έχει συμβεί αμέτρητες φορές στο δημιουργικό ή πρωταγωνιστικό παρελθόν του Eastwood. Διαθέτει όμως την οργανωτική συνέπεια, την γνώριμη ντιρεκτορική χροιά, τον ρεαλισμό, την ζεστασιά της φωτογραφικής προσέγγισης και κυρίως το ανθρώπινο πνεύμα που βασιλεύει σε κάθε πλάνο. Σε σημείο που να σε πείθει πως περνάει ακόμη η μπογιά του Αιωνόβιου, έως και να χορεύει ερωτικά μπολερό με τα συνομήλικα κορίτσια του, κάτω από τις παθιάρικες νότες του Sabor A Mi...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική