της Nia DaCosta. Με τους Yahya Abdul-Mateen II, Tony Todd, Teyonah Parris, Hannah Love Jones, Nathan Stewart-Jarrett, Colman Domingo, Kyle Kaminsky, Vanessa Williams.
I'm starting with the man in the mirror
του zerVo (@moviesltd)
Ίσως και να αναφερόμαστε στον κινηματογραφικό τίτλο, εκείνο, που του έκανε το μεγαλύτερο καλό η άνθηση του φαινομένου της βίντεο κασέτας. Η πρώτη ταινία Candyman, που κυκλοφόρησε κοντά τρεις δεκαετίες πριν, ως ασήμαντη, τόσο σαν ακριβό πρότζεκτ, όσο και σαν τίτλος, ουδέποτε πήρε διανομή στις αίθουσες, στα μέρη μας. Χάρη στην επιμονή των ιδιοκτητών των βίντεο κλαμπς, βοηθούμενης στην πορεία και από τον κουρνιαχτό που σήκωνε η μαρκίζα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, το καταβουτηγμένο στο αίμα φιλμ τρόμου, εξελίχθηκε σε νούμερο ένα επιτυχία των πρωτόγονων οικιακών σινεμά, με συνεχείς ενοικιάσεις που κράτησαν μέχρι και τους επόμενους δώδεκα μήνες! Το εξελισσόμενο μέγκα χιτ, την εποχή εκείνη απέκτησε δύο σίκουελ, πανομοιότυπης πλοκής αλλά και ιδίας αγοραστικής συμπεριφοράς, για να επανέλθει εν έτι 2021 στην επικαιρότητα, πέφτοντας στην αντίληψη του αναγνωρισμένου Jordan Peele, που θέλησε να το αναγεννήσει, δίνοντας του όμως, μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στον συλλογισμό του.
Έχουν περάσει τριάντα σχεδόν χρόνια, από τα μοιραία περιστατικά που συγκλόνισαν την μικρή κοινωνία της πρώην εργατικής, μα τώρα πολυτελούς, γειτονιάς του Καμπρίνι Γκριν και σχεδόν κανείς από τους κατοίκους δεν τα έχει λησμονήσει. Άλλωστε η πτώση στην πυρά της νεαρής φοιτήτριας Χέλεν Λάιλ, ελάχιστες στιγμές μετά την απόπειρα της να ρίξει στις φλόγες ένα νεογέννητο μωρό, ακόμη δεν έχει εξηγηθεί από κανέναν, ούτε για το κίνητρο, ούτε για τις αιτίες που την ώθησαν στην αυτοθυσία. Λίγοι γνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη εκείνο το τρομερό βράδι στα περίχωρα του Σικάγο και κάθε ένας που τα πληροφορείται, δεν κρύβει το σοκ που του προκαλεί το νοσηρό αυτό φονικό.
Αντίδραση έκπληξης που θα νιώσει και ο ιδιαίτερα ταλαντούχος εικαστικός καλλιτέχνης Άντονι ΜακΚόι, μαθαίνοντας πως πίσω από το τραγικό συμβάν, συντηρείται ο αστικός μύθος του Κάντιμαν, ενός στυγερού δολοφόνου που εμφανίζεται αν κανείς φωνάξει το όνομα του, μπροστά στον καθρέφτη για πέντε συνεχόμενες φορές. Ο θάνατος για όποιον τολμήσει την πρόκληση θα είναι ακαριαίος, από το αόρατο μοχθηρό στοιχειό, που η φήμη λέει πως πρόκειται για το εκδικητικό πνεύμα ενός έγχρωμου άντρα, που χτυπήθηκε βάναυσα μέχρι θανάτου από τους αστυνομικούς, κατηγορούμενος άδικα για παραβατική συμπεριφορά.
Εντυπωσιασμένος από την ιστορία του Κάντιμαν, ο ανερχόμενος καλλιτέχνης θα συμπεριλάβει την θολή εικόνα του στο περιεχόμενο της δημόσιας έκθεσης, που θα πραγματοποιήσει στην γκαλερί της μνηστής του. Από την στιγμή όμως που θα αρχίσουν να εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο, θύματα σφαγιαστικής επίθεσης από άγνωστο δολοφόνο στην περιοχή, όλοι θα αντιληφθούν πως ο εγκληματίας που ξεπηδά μέσα από το είδωλο έχει επιστρέψει για τα καλά. Δείχνοντας μέσα από σημάδια και οιωνούς πως μια ιδιαίτερη σχέση τον συνδέει με τον χαρισματικό βιντεογράφο.
Ένα από αυτά τα αποκαλούμενα φοβιστικά παραμύθια με μπαμπούλες, όπως ξεπήδησε μέσα από την έμπνευση του φοβερού και τρομερού Clive Barker σε μια από τις ολιγοσέλιδες νουβέλες του, στηρίζει την ύπαρξη του το ισάξια ριμπούτ και συνέχεια του θρυλικού τίτλου της δεκαετίας του 80. Με φόντο δράσης ένα σκηνικό, που μέσα στο πέρασμα του καιρού άλλαξε ολοσχερώς, αφού τα μπλοκ στέγασης εκατοντάδων πολιτών, έχουν δώσει πλέον την θέση τους σε διαμερίσματα πανάκριβα, που φιλοξενούν την πιο εύπορη τάξη της μεγαλούπολης. Με το γκρέμισμα εκείνης της φτωχογειτονιάς, οι παλιότεροι θα υπολογίσουν πως έχουν παρασυρθεί και τα υπαρκτά φαντάσματα του χθες, νομίζοντας τα πλέον σαν κοινούς urban legends. Η σφαγιαστική πραγματικότητα του σήμερα θα τους διαψεύσει.
Είναι όμως το χρώμα του δέρματος του τιμωρού, εκείνο που ανοίγει έναν παράλληλο δρόμο στην εξιστόρηση, προκειμένου να ιδωθεί το έργο και από μια επιπλέον σκοπιά, κοινωνική και φυλετική. Ο Κάντιμαν είναι μαύρος, όχι λευκός όπως ο Μάικ Μάιερς ή ο Φρέντι Κρούγκερ κι αυτό το δεδομένο από μόνο του στήνει έναν επιπλέον βατήρα μελέτης των συμβάντων, μέσα από ένα εναλλακτικό πρίσμα, για τον δημιουργό του (υπερεκτιμημένου) Get Out και του (συγκλονιστικού) Us. Ο Peele από το πόστο του σχεδιαστή, οργανωτή, σεναριογράφου και φυσικά παραγωγού εδώ, παίρνει από το χέρι το πουλέν του Nia DaCosta, οδηγώντας την να (επανα)σκιτσάρει με γνώμονα την κοινωνική εξέλιξη της αφροαμερικάνικης ράτσας τους ανά τις δεκαετίες, μια θρυλική, εξίσου με φονική, κινηματογραφική περσόνα.
Η προσέγγιση της σκηνοθέτιδας, είναι υπερβολικά ενδιαφέρουσα στην μέθοδο που κτίζει την μορφή του νέου Κάντιμαν. Καινούργιο σκηνικό, μοντέρνο, νέες αντιλήψεις, καινοτόμες, που χωράνε και τους μαύρους σε δράσεις μέχρι πρόσφατα αποκλειστικά για λευκούς, άλλος αέρας, φρέσκος, τάχαμου, που δεν δίνει χώρο σε παλιακές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Όλα αυτά στην λαμπερή βιτρίνα, διότι πίσω της, ο ρατσισμός είναι υπαρκτός, ζωντανός και διαιωνίζεται από παράγοντες αναλλοίωτους στο χρόνο, θεσμικούς, ιδεολογικούς, διαπροσωπικούς. Εντέλει όμως και εσωτερικούς της μαύρης κοινότητας, καθώς πλέον έγχρωμους δεν συναντάς πια μόνο στον πάτο, αλλά θα βρεις και προύχοντες, αξιωματούχους, προνομιούχους που δεν διστάζουν να κρεμάσουν το αδέρφι τους, για κέρδους πήδημα.
Υπέροχες γωνίες λήψεις, έξοχες προοπτικές ιδέες, που εκρήγνυνται ενόσω λαμβάνουν χώρα τα φονικά - η ζουμ άουτ σεκάνς της πολυκατοικίας, είναι ανθολογική - ευρηματικά πρόσθετα τύπου ανατριχιαστικά φοβιστικού θεάτρου των σκιών, ορίζουν ένα ντιρεκτορικό πακέτο, που προσθέτει το απαιτούμενο κάτι παραπάνω, στο γνωστό τοις πάσι (φαντάζομαι) κεντρικό θέμα. Το ήξεις - αφίξεις, για ακόμη μια φορά σε ταινία του Peele, φινάλε, που σε εγκαταλείπει έρμαιο του ότι κατάλαβες κατάλαβες, εννοείται πως κάνει την εμφάνιση του και τσαλακώνει αισθητά τις καλές εντυπώσεις. Με έναν πειστικότερο αστέρα στον κεντρικό ρόλο, που μοιάζει μεν ικανός, όχι τόσο όμως ώστε να χωρέσει στα παπούτσια του τυποποιημένου Tony Todd, το καινούργιο Candyman θα είχε εκτοξευτεί σε άλλα επίπεδα ποιότητας. Το βέβαιο είναι πως, σεβόμενο το ορίτζιναλ, βάστηξε alive and kicking την μορφή του κολασμένου βιτζιλάντε με το χέρι γάντζο, ανοίγοντας φτερά για πιθανές συνέχειες. Εννοείται πάντως, πως ακόμη δεν παίζει από μένα, πενταπλή εκφώνηση του ονόματος του, μπροστά σε κάτοπτρο, ούτε γι αστείο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Αυγούστου 2021 από την Tulip Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική