του Lee Isaac Chung. Με τους Steven Yeun, Yeri Han, Youn Yuh Jung, Will Patton, Alan Kim, Noel Kate Cho, Darryl Cox, Esther Moon.
Η...μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Κινέζικο σέλινο, γιαπωνέζικος μαϊντανός, κορεάτικη νοστιμιά
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 19 Οκτωβρίου του 1978 στο Ντένβερ του Κολοράντο Lee Isaac Chung. Γόνος Κορεατών μεταναστών στις ΗΠΑ, μεγάλωσε σε μια φάρμα του Άρκανσας και σπούδασε στο περίφημο πανεπιστήμιο Γέιλ. Την τελευταία χρονιά των σπουδών του παράτησε την Ιατρική και επέλεξε τον Κινηματογράφο. Έχει γυρίσει αρκετές μικρού μήκους ταινίες. Οι προηγούμενες τρεις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας που σκηνοθέτησε είναι οι εξής: «Munyurangabo» (2007), «Lucky Life» (2010) και «Abigail Harm» (2012).
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ του Σάντανς, όπου κέρδισε δύο βραβεία: το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής και το Βραβείο Κοινού στην κατηγορία των Δραματικών Ταινιών. Ήταν υποψήφια για έξι βραβεία Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία εκείνα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και πρωτότυπου σεναρίου. Τελικά τιμήθηκε με το Όσκαρ β' γυναικείου ρόλου για την Youn Yuh-Jung, η οποία έτσι έγινε η πρώτη Κορεάτισσα που κέρδισε Όσκαρ ερμηνείας. Το Όσκαρ της παρέδωσε ο περσινός νικητής στην κατηγορία β' ανδρικού ρόλου, Brad Pitt, ο οποίος τυγχάνει να είναι κι ένας από τους executive producers της ταινίας.
Η υπόθεση: Ο Τζέικομπ Λι και η σύζυγός του, η Μόνικα, μεταναστεύουν από την Κορέα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 70, προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Μετά από 10 χρόνια στην Καλιφόρνια, στα οποία ο Τζέικομπ δούλευε σε πτηνοτροφείο στο σεξάρισμα (ξεχώριζε δηλαδή τους αρσενικούς από τους θηλυκούς νεοσσούς) κι αφού έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, την Αν και τον Ντέιβιντ, ετοιμάζονται για το επόμενο βήμα. Ο Τζέικομπ αγοράζει γη κάπου στην πολιτεία του Άρκανσας, πακέτο με ένα λυόμενο σπίτι «πάνω σε ρόδες», αποφασισμένος να την καλλιεργήσει, παράγοντας προϊόντα για τους συμπατριώτες του, προϊόντα που δεν υπάρχουν στην αμερικάνικη αγορά.
Η υπόθεση: Ο Τζέικομπ Λι και η σύζυγός του, η Μόνικα, μεταναστεύουν από την Κορέα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 70, προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Μετά από 10 χρόνια στην Καλιφόρνια, στα οποία ο Τζέικομπ δούλευε σε πτηνοτροφείο στο σεξάρισμα (ξεχώριζε δηλαδή τους αρσενικούς από τους θηλυκούς νεοσσούς) κι αφού έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, την Αν και τον Ντέιβιντ, ετοιμάζονται για το επόμενο βήμα. Ο Τζέικομπ αγοράζει γη κάπου στην πολιτεία του Άρκανσας, πακέτο με ένα λυόμενο σπίτι «πάνω σε ρόδες», αποφασισμένος να την καλλιεργήσει, παράγοντας προϊόντα για τους συμπατριώτες του, προϊόντα που δεν υπάρχουν στην αμερικάνικη αγορά.
Η Μόνικα είναι επιφυλακτική. Κυρίως επειδή ο επτάχρονος Ντέιβιντ έχει μια τρύπα στην καρδιά του που προκαλεί φύσημα – και το κοντινότερο νοσοκομείο βρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας από εκεί που μένουν. Ο Τζέικομπ όμως αδυνατεί να παρατήσει το όνειρό του. Όταν αρχίζουν τα πραγματικά ζόρια, η Μόνικα καλεί τη μητέρα της, την Σούνγια, από την Κορέα, να πάει να ζήσει μαζί τους και να τους βοηθήσει. Η παρουσία της Σούνγια ανάμεσά τους θα είναι καταλυτική.
Η άποψή μας: Δεν είμαι ειδικός στην κορεάτικη κουζίνα, αλλά το μινάρι (που δίνει το όνομά του στον τίτλο της ταινίας) πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα σε μαϊντανό, σέλινο και κάρδαμο. Όπως φαίνεται και στο φιλμ, έχει την δυνατότητα να αναπτύσσεται παντού, χωρίς να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις για να τα καταφέρει, κάτι που σαφώς αποκτά διαστάσεις συμβόλου για τα όσα συμβαίνουν επί της μεγάλης (ε, χμ) οθόνης. Ο σκηνοθέτης, βασιζόμενος σε αναμνήσεις της δικής του παιδικής ηλικίας (αυτός είναι ο πιτσιρίκος «Ντέιβιντ» που πρωταγωνιστεί), φτιάχνει μια χαμηλών τόνων, πολύ ενδιαφέρουσα, ήσυχη, έξυπνη και «γλυκόπιοτη» ταινία.
Η άποψή μας: Δεν είμαι ειδικός στην κορεάτικη κουζίνα, αλλά το μινάρι (που δίνει το όνομά του στον τίτλο της ταινίας) πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα σε μαϊντανό, σέλινο και κάρδαμο. Όπως φαίνεται και στο φιλμ, έχει την δυνατότητα να αναπτύσσεται παντού, χωρίς να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις για να τα καταφέρει, κάτι που σαφώς αποκτά διαστάσεις συμβόλου για τα όσα συμβαίνουν επί της μεγάλης (ε, χμ) οθόνης. Ο σκηνοθέτης, βασιζόμενος σε αναμνήσεις της δικής του παιδικής ηλικίας (αυτός είναι ο πιτσιρίκος «Ντέιβιντ» που πρωταγωνιστεί), φτιάχνει μια χαμηλών τόνων, πολύ ενδιαφέρουσα, ήσυχη, έξυπνη και «γλυκόπιοτη» ταινία.
Ένα οικογενειακό δράμα παρακολουθούμε, με καλοζυγισμένες κι εύστοχες ενέσεις χιούμορ, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο έχει η προσπάθεια των απανταχού μεταναστών ανά τον κόσμο να ριζώσουν στη νέα τους πατρίδα, κουβαλώντας εννοείται τα ήθη και τα έθιμα της χώρας από την οποία έφυγαν ενώ παράλληλα επιδιώκουν την καλώς νοούμενη ενσωμάτωση.
Κινητήριος μοχλός εδώ είναι ο πατέρας. Ο Τζέικομπ. Ο οποίος κάνει υπομονή για δέκα ολόκληρα χρόνια, τσεκάροντας τους κώλους από τα κοτοπουλάκια (δύσκολη δουλειά, που απαιτεί ταχύτητα, εμπειρία και παρατηρητικότητα) προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να καλλιεργήσει γη, να γίνει αγρότης, να κάνει το χώμα γόνιμο, έτοιμο να ανταποδώσει τον ιδρώτα και τον μόχθο που ρίχνεται επάνω του. Κατά μία έννοια, έχει εκλεκτική συγγένεια με τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Jude Law στην ταινία του Sean Durkin «Η φωλιά». Κι εκεί ο πατέρας ανατρέπει την καθημερινότητα της οικογένειάς του παλεύοντας να πραγματοποιήσει τα όνειρά του – και μάλιστα στην ίδια δεκαετία, αυτήν του '80.
Μόνο που ο Durkin σκιαγραφεί τον δικό του ήρωα με μελανά χρώματα, παρουσιάζοντάς τον ως έναν υπερφίαλο, κενό εν πολλοίς, υπέρμετρα εγωιστή φαλλοκράτη, έναν γιάπη, που ζει την καλή ζωή χωρίς ποτέ να είναι ευχαριστημένος. Στην ταινία του Lee Isaac Chung ο πατέρας κάποιες στιγμές φαίνεται επίσης να βάζει τα όνειρά του πάνω από την οικογένειά του. Όμως, ο σκηνοθέτης τον παρουσιάζει λίγο ως Δον Κιχώτη, σαφώς με μεγαλύτερη συμπάθεια από τον συνάδελφό του Durkin, αν και του επιφυλάσσει κι αυτουνού μιαν βαθιά ήττα. Όχι όμως συντριπτική, όχι τελειωτική. «Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς». Έτσι.
Ο σκηνοθέτης και η οικογένειά του είναι Χριστιανοί. Συμβαίνει το εξής ιδιαίτερο στην Νότια Κορέα. Από τον πληθυσμό των 50 περίπου εκατομμυρίων κατοίκων, περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν άθεοι/ άθρησκοι, κάτι που μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο αντίστοιχο ποσοστό σε ολάκερο τον κόσμο! Το 27% των κατοίκων είναι Χριστιανοί (περισσότεροι από τους μισούς είναι Προτεστάντες και οι υπόλοιποι είναι Καθολικοί) και 15% είναι Βουδιστές. Εξ ου και τα τόσο εμφανώς «δυτικά» ονόματα όλων στην οικογένεια Λι – εκτός από την γιαγιά! Εξ ου και η επίσκεψη στην εκκλησία. Εξ ου και ο «Αμερικάνος φίλος» (πολύ καλός ο Will Patton στον ρόλο – παίζει για δεύτερη φορά σε ταινία του Chung), που είναι λίγο αγαθός αλλά με καντάρια καλοσύνης, και που, ναι, κουβαλάει – κυριολεκτικά – τον σταυρό του!
Ο Steven Yeun, που υποδύεται τον πατέρα, έγινε ο πρώτος Αμερικανοασιάτης, που κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας! Τον τραβάει κατά πως φαίνεται η... φωτιά, μιας που ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές του συγκλονιστικού «Burning» του Lee Chang-dong (η πιο αγαπημένη μου ταινία για το 2018). Την στωική σύζυγο υποδύεται η εκφραστικότατη και γλυκύτατη Yeri Han. Την παράσταση, πάντως, ερμηνευτικά, κλέβουν δύο ηθοποιοί: ο Alan S. Kim, που υποδύεται τον επτάχρονο Ντέιβιντ και η Youn Yuh-Jung, που υποδύεται την γιαγιά. Η σκηνή που μοιράζονται, η οποία έχει να κάνει με το γνωστό αναψυκτικό (σαν γκαζόζα) Mountain Dew και κάτι που του μοιάζει, είναι από τις πιο αστείες της ταινίας. Μια γιαγιά που δεν συμπεριφέρεται ως γιαγιά, που «μυρίζει» Κορέα, όπως κλαψουρίζει ο πιτσιρίκος, που φοράει ανδρικά εσώρουχα και που βρίζει, όσο να πεις, είναι ατραξιόν. Που, με τον δικό της τρόπο, βοηθάει τα μάλα την οικογένεια αλλά και οδηγεί άθελά της στην καταστροφή. Αλλά, το είπαμε και πιο πάνω: επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς. Είναι η ανθρώπινη μοίρα αυτή. Είναι το χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας.
Κρατάω αποστάσεις ασφαλείας απέναντι στους διθυράμβους που γράφονται για την ταινία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σίγουρα πάντως μιλάμε για μια όμορφη ταινία, καλογυρισμένη κι ενδιαφέρουσα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Ιουνίου 2021 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική