του David Fincher. Με τους Gary Oldman, Amanda Seyfried, Lily Collins, Arliss Howard, Tom Pelphrey, Charles Dance.
Citizen Mankiewicz
του gaRis (@takisgaris)
Επειδή την τελευταία φορά που καταπιάστηκα με (ή ορθότερα, καταχέριασα) ταινία του Finch (ήταν το Zodiac, sorry fans) το άφησα λίγο στην άκρη το άθλημα, επιθυμώ να φανώ ευθυτενής και ακριβοδίκαιος με το χαίρετε, οκ; Δηλαδή, ο υπογράφων διαδηλώνει παλαβωμένος με τις εξής αθάνατες δύο (2) Fincher-ιές: 1.Seven, 2. Fight Club, εκεί, στο μεταίχμιο των δυο τελευταίων αιώνων και κατοπινά, από στενάχωρα μέχρι μπαϊλντισμένος με την μετέπειτα πορεία του αδιαμφισβήτητα ιδιοφυούς δημιουργού. Θες, τα υπερσκηνοθετημένα pulp σενάρια από τη μια, η ιδεολογικά μακρόθεν προσέγγιση, η εμμονή στην αισθητική της εικόνας εις βάρος του θεματολογικού πυρήνα, με έκαναν να κατέβω από το τρένο της Αλλαγής (πόσο ΠΑΣΟΚ ο David πια). Προσοχή όμως. Αντιρριέμαι μεν, παραδέχομαι δε. Φευ, το Mank δε δείχνει να ξεμακραίνει από τον κανόνα τουτονί, μολονότι στην προκειμένη περίπτωση διακρίνω για πρώτη φορά μετά από χρόνια ένα αίσθημα εκπλήρωσης χρέους που οπωσδήποτε με συγκινεί.
Λίγοι γνωρίζουν ότι ο πατέρας του Dave, ο απόστρατος την δεκαετία του ‘50 Jack Fincher (αποβιώσας στα 2003), υπήρξε γερή πένα με πέρασμα από Readers Digest, Saturday Review και The Smithsonian. Κάπου εκεί μετά το The Game (1997), o υιός θέλησε να γυρίσει το σενάριο του πατρός σε ασπρόμαυρο αλλά δε βρήκε χρηματοδότη κάποιο μεγάλο στούντιο. Η ιδέα απλή μα γαργαλιστική. Το πιπεράτο παρασκήνιο που οδήγησε στη συγγραφή από τον Herman Mank(iewicz) του Πολίτη Κέην (1941) με το τέρας (διπλής) τον 25άρη Όρσον Ουέλς στο σκηνοθετικό (κι όχι μόνο) τιμόνι.
Σαπιοϊστορία τη λες κιόλας, καθότι προφανέστατα η Τέχνη αντέγραψε τη Ζωή με τον Mank να αποκαθίσταται ως συν-δημιουργός οσκαρικά στο φινάλε. Ο τσαχπίνης μας ο Mank, με την κοφτερή γλώσσα και τη λατρεία του στο πιοτί, παρουσιάζεται ως ρέμπελος μιας συγγραφικής νομενκλατούρας, με πλήρως παραμελημένη σύζυγο και απίθανες διασυνδέσεις στο Hollywood.
O Fincher είναι άσφαλτος και μπετόν αρμέ από ήχο (μονοκάναλο, όπως παλιακά) και ιλουστρασιόν κινηματογράφηση σε στιλπνό κιαροσκούρο.
Το διδυμάκι - φετίχ των Trent Reznor / Atticus Ross πληκτρογραφεί μουσικά περάσματα, άκρως πειστικά, ενώ το μοντάζ του Kirk Baxter (μονιμάς κι αυτός από την εποχή του Benjie Button) δίνει γοργό ρυθμό αντιπαλεύοντας διαλόγους σπινθηροβόλους, πνευματοδεστάτους που μοιάζουν γραμμένοι κοντά στην εποχή των γυρισμάτων του Citizen Cane.
Ερμηνευτικά, το πάντρεμα Dave Fincher / Gary Oldman είναι περιπετειώδες (ενώ αν ψαχτείς λίγο για το τι σημαίνει το όνομα Donya Fiorentino και για τους δύο και πως αυτό έδωσε έμπνευση στο Gone Girl, σου φεύγει κλαπέτο), με τυχαία πλάνα να γυρίζονται από εκατό ως διακόσιες φορές μέχρις ότου το αρχηγόπουλο πει «CUT!» O Oldman, πυροβολεί ακατάπαυστα, σε κέφια που κρατούν από τη νικητήρια προσωπογραφία του Ουίνστονα Τσέρτσιλ. Υπερατού σαφώς η Amanda Seyfried, απόλυτα στοχοπροσηλωμένη, έχει τσεκάρει με επιτυχία τον τομέα «έργο εποχής» (Lovelace) και καλπάζει ως Marion Davies προς τα βραβευτικά αστέρια.
Ο Μανκ είναι ένας ακόμη (και για πάντα βάλε εσύ) Fincher που εκεί όπου οι άλλοι ζαχαρώνουν με βινύλιο αυτός σολάρει με το πιο βίντατζ γραμμόφωνο. Ουδείς παραπονούμενος από κατασκευαστικής επόψεως μένει. Χώρια που συγκινεί η πρωτοκαθεδρία που παραχωρεί στο Λόγο του πατρός Jack, διακριτικά χρωματίζοντας τις από αργκό μέχρι δειπνοσοφιστικές του αποχρώσεις, χωρίς να φείδεται ιστορικοπολιτικών αναδιφήσεων (βλέπε άνοδο Χίτλερ στην Ευρώπη). Δεν αγαπώ, απόλυτα σέβομαι, η ταινία ψιλοάπατη (κακώς) στο στρήμιν του Netflix, το ντηλ λέει για υπογραφή πακέτου τριών ακόμη, οπότε προβλέπεται επιστροφή στο pulp για τη cineχεια για να ρεφάρουμε.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2020 από το δίκτυο Netflix!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική