των Zabou Breitman, Eléa Gobbé-Mévellec. Με τις φωνές των Simon Abkarian, Zita Hanrot, Swann Arlaud, Hiam Abbass, Serge Bagdassarian, Pascal Elbé.
Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Όταν η μπούρκα γίνεται όχημα ελευθερίας
Αυτή είναι η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων που σκηνοθετεί η ηθοποιός και σκηνοθέτιδα Zabou Breitman. Έχει σκηνοθετήσει αρκετές μικρούς μήκους και τρεις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας: «Se souvenir des belles choses» (2001), «Je l'aimais» (2009) και «No et moi» (2010). Η μόνη από αυτές που παίχτηκε στην Ελλάδα είναι η δεύτερη, που με τίτλο «Την αγαπούσα» είχε προβληθεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Για την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά είχε κερδίσει βραβείο Cesar (τα γαλλικά Όσκαρ) καλύτερης πρώτης σκηνοθετικής δουλειάς σε μυθοπλασία.
Το σενάριο της ταινίας Τα χελιδόνια της Καμπούλ (Les hirondelles de Kaboul) βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Yasmina Khadra (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Mohammed Moulessehoul, μέσω του οποίου τιμά τη σύζυγό του – το βιβλίο στη χώρα μας κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτης). Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε τον Μάιο του 2019, οπότε και προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών, εκεί που έλαβε μέρος στο παράλληλο του Διεθνούς Διαγωνιστικού προγράμματος «Ένα κάποιο βλέμμα». Είχε υποψηφιότητα ως καλύτερα ταινία κινουμένων σχεδίων τόσο στα Cesar όσο και στα European Film Awards.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 1998, στην Καμπούλ, την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν έχουν κερδίσει τους Σοβιετικούς, που (υπο)στήριζαν το κοσμικό καθεστώς, και κυριαρχούν στη χώρα. Ο νόμος της Σαρία είναι αυτός που επιβάλλεται, νόμος ιδιαίτερα σκληρός για τις γυναίκες, που ζουν ανελεύθερες, σκεπασμένες με τις μπούρκες και πολύ εύκολα μπορούν να λιθοβοληθούν ακόμα και για το πιο μικρό παράπτωμα. Ο Μοχσέν και η Ζουνάιρα είναι ένα νεαρό, παντρεμένο ζευγάρι. Εκείνη είναι πανέμορφη, αρτίστα και πνεύμα ανήσυχο. Εκείνος είναι ιστορικός, μουδιασμένος από τη νέα τάξη πραγμάτων. Ιδίως εκείνη ελπίζει πως όλα αυτά σύντομα θα είναι παρελθόν και πως θα ζήσουν ελεύθεροι.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 1998, στην Καμπούλ, την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν έχουν κερδίσει τους Σοβιετικούς, που (υπο)στήριζαν το κοσμικό καθεστώς, και κυριαρχούν στη χώρα. Ο νόμος της Σαρία είναι αυτός που επιβάλλεται, νόμος ιδιαίτερα σκληρός για τις γυναίκες, που ζουν ανελεύθερες, σκεπασμένες με τις μπούρκες και πολύ εύκολα μπορούν να λιθοβοληθούν ακόμα και για το πιο μικρό παράπτωμα. Ο Μοχσέν και η Ζουνάιρα είναι ένα νεαρό, παντρεμένο ζευγάρι. Εκείνη είναι πανέμορφη, αρτίστα και πνεύμα ανήσυχο. Εκείνος είναι ιστορικός, μουδιασμένος από τη νέα τάξη πραγμάτων. Ιδίως εκείνη ελπίζει πως όλα αυτά σύντομα θα είναι παρελθόν και πως θα ζήσουν ελεύθεροι.
Ένα άλλο ζευγάρι είναι εκείνο του Ατίκ και της Μουζαράτ. Ο Ατίκ είναι βετεράνος του πολέμου και νυν φύλακας των γυναικείων φυλακών της πόλης. Η Μουζαράτ είναι η γυναίκα του. Πάσχει από καρκίνο και δεν έχει πολύ καιρό για να ζήσει ακόμα. Οι ζωές αυτών των ανθρώπων θα διασταυρωθούν με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.
Η άποψή μας: Έχω την αίσθηση πως τούτη η ταινία προβάλλεται σε ένα πολύ κατάλληλο timing στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι στην Αττική λειτουργούν μόνον οι θερινοί κινηματογράφοι λόγω κορωναϊού τούτη είναι μια ταινία που θα βρει τον τρόπο της και θα βρει το κοινό της. Είναι μια εποχή που έχουμε βιώσει ένα λοκντάουν λόγω της πανδημίας, μια ηθελημένη και αναγκαστική αποστέρηση της ελευθερίας, σωστά; Είναι μια εποχή όπου μόλις χθες είχαμε την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, μια ιστορική απόφαση, στη μεγαλύτερη δίκη εναντίον του φασισμού παγκοσμίως, μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπως έγραψε ο Guardian! Είναι μια εποχή όπου κυριαρχεί το «Black Live Matters». Είναι μια εποχή όπου η μάχη του Σκοταδιού με το Φως είναι πιο έντονη από ποτέ.
Η άποψή μας: Έχω την αίσθηση πως τούτη η ταινία προβάλλεται σε ένα πολύ κατάλληλο timing στη χώρα μας. Παρά το γεγονός ότι στην Αττική λειτουργούν μόνον οι θερινοί κινηματογράφοι λόγω κορωναϊού τούτη είναι μια ταινία που θα βρει τον τρόπο της και θα βρει το κοινό της. Είναι μια εποχή που έχουμε βιώσει ένα λοκντάουν λόγω της πανδημίας, μια ηθελημένη και αναγκαστική αποστέρηση της ελευθερίας, σωστά; Είναι μια εποχή όπου μόλις χθες είχαμε την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, μια ιστορική απόφαση, στη μεγαλύτερη δίκη εναντίον του φασισμού παγκοσμίως, μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπως έγραψε ο Guardian! Είναι μια εποχή όπου κυριαρχεί το «Black Live Matters». Είναι μια εποχή όπου η μάχη του Σκοταδιού με το Φως είναι πιο έντονη από ποτέ.
Κι έρχεται αυτή η μικρή, ταπεινή ταινία κινουμένων σχεδίων, να συμβάλλει με τη σειρά της στον αγώνα ενάντια στο σκοτάδι. Και να μας υπενθυμίσει τονίζοντάς το όσο το δυνατόν πιο ηχηρά, πως η ανθρωπιά ανθίζει ακόμα και στα πιο δύσκολα και στέρφα περιβάλλοντα. Αυτός ο τονισμός φαίνεται σε κάποιες στιγμές ως διδακτισμός. Και ενδεχομένως κάποια πράγματα – ιδίως στους διαλόγους – να φαίνονται κλισέ. Μικρό το κακό, που επ' ουδενί μπορεί να χαλάσει τη μεγάλη εικόνα. Και η μεγάλη εικόνα είναι πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Μια χειροποίητη ταινία κινουμένων σχεδίων με συνειδητή επιλογή να προτιμηθούν οι ακουαρέλες, κάτι που δίνει στο σχέδιο μια πιο χαλαρή αίσθηση, ενώ έτσι τα χρώματα δεν είναι έντονα.
Θαρρείς και οι σκηνοθέτιδες θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να ποντάρουν στην «άχρωμη» και «άγευστη» πραγματικότητα μιας πόλης που ζει στην ανελευθερία. Αντιθέτως, η απειλή προκύπτει από την ηχητική μπάντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μια σκηνή του λιθοβολισμού. Εκεί λοιπόν ο ήχος της πέτρας που ξεσκίζει σάρκα και κόκαλα, είναι τόσο ρεαλιστικός και μεγεθυμένος, που θέλεις να κλείσεις τα αυτιά σου, όχι τα μάτια σου, όπως αντανακλαστικά κάνουμε κάθε φορά που βλέπουμε κάτι τρομακτικό. Κάποιες πινελιές είναι πολύ έξυπνες: είναι καλοκαίρι του 1998, στο ραδιόφωνο ακούγονται περιγραφές από το μουντιάλ εκείνης της χρονιάς, τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο και στα γκολπόστ υπάρχουν αγχόνες! Το σύμβολο ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, ενός παιχνιδιού στην τελική, ενός αντικειμένου που μας συνδέει με την παιδική ηλικία και τη ζωή γενικότερα, χρησιμοποιείται από τους Ταλιμπάν ως βοηθητικό εργαλείο θανάτου!
Ανατριχιαστικό. Και το όλον ολοκληρώνεται με μια σπουδαία ανατροπή. Είναι κάτι που μπορεί να φανταστεί ο θεατής; Είναι. Και πάλι όμως είναι εξόχως λειτουργική, απολαυστική και αναγκαία. Η ζωή θα θριαμβεύσει. Και η μουσική θα ακουστεί ξανά στην Καμπούλ.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Οκτωβρίου 2020 από την Cinobo!