του Aaron Sorkin. Με τους Yahya Abdul-Mateen II, Sacha Baron Cohen, Joseph Gordon-Levitt, Michael Keaton, Frank Langella, John Carroll Lynch, Eddie Redmayne, Mark Rylance, Alex Sharp, Jeremy Strong, Noah Robbins, Danny Flaherty, Ben Shenkman, Kelvin Harrison Jr., Caitlin Fitzgerald, John Doman, J.C. Mackenzie.
The Whole World Is Watching
του zerVo (@moviesltd)
Μισό ακριβώς αιώνα μετά. Ο ίδιος τόπος που διατείνεται πως ορίζει την χώρα της ελευθερίας και την πατρίδα των θαρραλέων. Τρίχες κατσαρές! Η πρωτεύουσα της σαπίλας είναι, της δυσωδίας, της παράνομης μπόχας, ο παγκόσμιος ορισμός της κοινωνικής ανισότητας, του ρατσιστικού μίσους, ο worldwide χαλίφης που τα πασουμάκια του γλύφουν οι προσκυνημένοι σαν και του λόγου μας, μπας και τσιμπήσουν μισό δευτερόλεπτο εύνοιας παραπάνω, ο διαρκής και αιώνιος σερίφης, που ανακατεύεται όπου δεν τον σπέρνουν, μοιράζοντας πολεμικές μπόρες όπου του λάχει, προκαλώντας ορδές προσφύγων φουκαράδων. Η βιτρίνα του πάντως λαμπερή, ιλουστρασιόν, χλιδάτη. Εδώ θα ζήσεις το Αμέρικαν Ντριμ! Αν είσαι υποτακτικός και καταφέρεις να πάρεις ανάσα, όταν η μούρη σου είναι πατημένη στην άσφαλτο. Και μην βγάλεις κιχ για όλα αυτά. Σε καρτερεί η Θέμιδα. Με την ζυγαριά της πειραγμένη από πολύ πιο πριν. Κοντά μισό αιώνα. Και βάλε...
Καυτός Αύγουστος του 68'. Η Πόλη των Ανέμων βρίσκεται σε κατάσταση αναβρασμού, ενόσω πανέτοιμη να φιλοξενήσει το Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών, οι ριζοσπαστικές οργανώσεις, εξοργισμένες από την άσχημη τροπή που παίρνει ο εφιάλτης του Βιετνάμ, θα κατεβούν με ειρηνικές διαθέσεις στους δρόμους τους Σικάγο, προκειμένου να υψώσουν αντιπολεμική φωνή αντίδρασης. Εκεί ακριβώς που θα τους στήσουν καρτέρι οι αστυνομικές δυνάμεις της πόλης, συνεπικουρούμενες από την σε κατάσταση μεγίστης ετοιμότητας Εθνοφρουρά, ένα ραντεβού που θα έχει σαν αποτέλεσμα την μετατροπή της διαδήλωσης, σε μια άνιση αιματηρή σύγκρουση με δεκάδες άοπλους πολίτες, βαρύτατα τραυματίες.
Προς γενική κατάπληξη όλων, ως συνωμότες κατά της πατρίδας, πρωτοστάτες και υπαίτιοι των ταραχών κρίθηκαν οι ηγέτες αντιπολεμικών και σοσιαλιστικής ιδεολογίας κινημάτων - οι ανατρεπτικοί φοιτητές SDS, το Κόμμα της Νεολαίας των Yippies, η επιτροπή ΜΟΒΕ υπέρ του τερματισμού της σύρραξης στην Ασία, φυσικά οι πάντοτε στο στόχαστρο Μαύροι Πάνθηρες - που αυτοστιγμεί οδηγήθηκαν στο εδώλιο, κατηγορούμενοι ως οι υποκινητές του χαλασμού στο Γκραν Παρκ. Ανάμεσα στους επτά υπόδικους, θα βρεθούν οι Άμπι Χόφμαν και Τζέρι Ρούμπιν, διάσημοι στον καλλιτεχνικό χώρο της μεγαλούπολης ως αρτίστες ενάντιοι στις μιλιταριστικές τάσεις της Κυβέρνησης, ο φιλόδοξος ιδεαλιστής Τομ Χέιντεν, ο αντιρρησίας συνείδησης Ντέιβιντ Ντελινγκερ και το υψηλόβαθμο στέλεχος των επαναστατών Πάνθερς, Μπόμπι Σιλ.
Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της ακροαματικής διαδικασίας, θα γίνει αντιληπτό από όλους, κυρίως από το δίδυμο των αμισθί μαχόμενων συνηγόρων υπεράσπισης, Ουίλιαμ Κάνσλερ και Λέοναρντ Γουάιν γκλας, πως το θέατρο που προΐσταται ο "σεβάσμιος" δικαστής Τζούλιους Χόφμαν είναι στημένο. Και σκοπό έχει, κατόπιν των υπόγειων ενεργειών των συμμοριτών της CIA να καταδικαστούν παντί τρόπω οι εναγόμενοι, ώστε να αναδειχτεί θριαμβευτής η νέα, πλην προβληματική, ρεπουμπλικανική Διοίκηση Νίξον.
Πρόκειται φυσικά για την κινηματογραφική μεταφορά των όσων συνέβησαν πριν αλλά και κατά την διάρκεια της πολύκροτης δίκης, διάρκειας περισσοτέρων των 150 ημερολογιακών ημερών, που κυριολεκτικά συγκλόνισε την κοινή γνώμη της Αστερόεσσας. Και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο θέμα απασχολεί την έβδομη τέχνη, αφού αναφορές σε αυτό έχουν κάνει στα έργα τους σκηνοθέτες τους διαμετρήματος των Godard, Woody Allen και Kerry Feltham. Είναι όμως η συγκυρία της παρουσίας στον Προεδρικό θώκο της Αμέρικα αυτού του αποκρουστικού παλιάτσου, αναβιωτή των αντιδημοκρατικών ιδεωδών, που έχει οπλίσει νομιμοφανώς το χέρι κάθε ακροδεξιού φασίστα, ώστε να εκτελεί τον ανυποψίαστο (συνήθως μειονοτικό) κοσμάκη επειδή έτσι, απλά, του κάπνισε. Σε σημείο που αν δεν υπήρχε η Δίκη στην αλήθεια, κάποιος θα επιβαλλόταν να την σκιτσάρει μυθοπλαστικά ως μεταφορά, ως αλληγορία.
Εννοείται πως σε κανένα σημείο η ιστορική έρευνα δεν παρακάμπτει δεδομένα, που είτε έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας, είτε συνέβησαν στην πραγματικότητα εκείνο το καυτό καλοκαίρι του 68', το στιγματισμένο από τις δύο συνταρακτικές πολιτικές δολοφονίες, των Ρόμπερτ Κένεντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το ζήτημα επί της παρούσης ήταν το ποιος ικανός γραφιάς, θα κατάφερνε να πάρει τα υπάρχοντα ντάτα και να τα μετουσιώσει σε σενάριο τέτοιο, που ούτε να βαρύνει από τις μακροσκελείς απολογίες, μαρτυρίες, ενστάσεις και αγορεύσεις, ούτε να χάσει μισό ψήγμα ρεαλισμού, ως αντανάκλαση του υπαρκτού δοσιλογικά χθες, στο καθρεφτίζων του απόψε.
Δεν νομίζω πως γύρισε και πολύ η κληρωτίδα πριν καταλήξει στο όνομα του Aaron Sorkin, εκεινού που με την πένα του έχει σχηματίσει όσο κανείς το σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι των Στέιτς, μέσα από φιλμς έντονου σοσιολογικού προβληματισμού σαν τα Social Network, Steve Jobs και Moneyball. Καθήμενος και στην καρέκλα του έχοντα το γενικό πρόσταγμα ο 60χρονος Νεουορκέζος, γνωρίζει καλά πως έχει στα χέρια του μια ξυραφένια ιστορία, με θεμέλια τόσο στέρεα, ώστε πάνω τους να πετύχει να κτίσει μια ταινία που ναι μεν λαμβάνει χώρα πολύ πιο πριν, αλλά αντανακλά όσο τίποτα άλλο στο ανάξιας διακυβέρνησης σήμερα. Κι αυτό ακριβώς, πέρα από οποιαδήποτε άλλη αρτιστική αξία του έργου, είναι που καθιστά το The Trial Of The Chicago 7 τόσο σημαντικό. Σε αξία, έννοια, μαθησιακή γνώση, προκειμένου The Whole World που Watching να εκπαιδευτεί για το τι τρέχει στις μέρες του, μέσα από το ίδιο του το παρελθόν.
Κάποια πράγματα βλέπεις δεν αλλάζουν ποτέ, ίδια παραμένουν σε βάθος χρόνου, ειδικά αν μιλούμε για τις ΗΠΑ, που οι κολυμπήθρες του Σιλωάμ τους, λειτουργούν οσιοποιητικά για κάθε λογής απόβρασμα, κατακάθι, μπάτσο, ματατζή, μάρσαλ, πράκτορα, διπλωμάτη, γερουσιαστή, υπουργό, ίσαμε πλανητάρχη, που πράττει δίχως το παραμικρό ανθρωπιστικό κίνητρο. Και αυτό το ντέζα βου είναι που κατορθώνει σε απόλυτο βαθμό ο Sorkin, δείχνοντας στο πόνημα του, το πόσο η καλοπερασάδικη κοινωνία παραμένει στάσιμη και ανενεργή μπροστά στα ακραία φαινόμενα βίας που προκαλούν ένστολοι και μυστικοί, με άνωθεν εντολή.
Το δίωρο της διάρκειας της Δίκης κυλάει νερό, με τον μαέστρο να μεταθέτει σαν σε πινγκ πονγκ την δράση από την ημιφωτισμένη, μουχλιασμένη αίθουσα του δικαστηρίου (μαγική η κινηματογράφηση του Φαίδωνα Παπαμιχάλη ξανά) στο φλασμπάκ μπάχαλο των αναταραχών. Φροντίζοντας συνάμα να μην αφήσει ούτε μισή από τις, όχι και λίγες, συμμετέχουσες στο στόρι περσόνες αναξιοποίητη. Είναι φυσικό η κατανομή του ειδικού βάρους σε καθεμιά τους να μην είναι το ίδιο, επί συνόλου στο φινάλε όμως, κανένα από τα τεμάχια του παζλ δεν αφήνει κάποιο κενό, έστω ελάχιστο, ώστε ο θεατής να αισθανθεί μια πιθανή σεναριακή τρύπα - παράπονο. Και σκηνοθετικά ισχύει αυτό, αν κάποιος διατηρεί το γνώριμο φίλινγκ της αδυναμίας των γραφιάδων να συντάξουν σωστά τις εικόνες τους.
Μοιάζει με γρίφο, το να αναδείξει κανείς εκείνον τον ηθοποιό που δικαιούται το περισσότερο χειροκρότημα από το πολυπληθές καστ, πασίγνωστων αστέρων. Εκτιμώ όμως πως η πιο ξεχωριστή ερμηνεία, από ένα ανσάμπλ που η ποιότητα του αγγίζει ουρανούς, ανήκει στον γηραιότερο της φράξιας, έναν καταπληκτικό ρολίστα με τριψήφιο αριθμό συμμετοχών στην φιλμογραφία του. Ο καθηλωτικός Frank Langella, φορώντας την τήβεννο του απαθή, σημαδεμένου αποξαρχής δικαστή, στην ουσία προσωποποιεί μια ολόκληρη τάξη αστών καλοβαλμένων, που κινούνται ως καλογυαλισμένα γρανάζια του κρατικού μηχανισμού, δίνοντας του με το κύρος τους το άλλοθι που επιζητούν για τις πομπές τους. Δεν ξέρω σε πόσα οβερούλντ του, έψαξα να βρω το κρυφό μονοπάτι προς το εκράν, μήπως του αρπάξω το σφυράκι από το χέρι.
Στο νήμα επάνω, ακολουθεί η παρουσία του τόσο πειστικού ως δικηγόρου Κάνσλερ με το τριμμένο σακάκι και τα λιγδωμένα μαλλιά, Οσκαρούχου Mark Rylance, που συνθέτει αντάμα του ένα απίστευτο κόντρα ντουέτο, ενορχηστρωτικό της άψογης ομάδας που συνυπάρχει τριγύρω. Του αβανταρισμένου στον επίλογο Redmayne, του χαμαιλέοντα χίπη Sacha Baron Cohen που μαζί με τον διόσκουρο Jeremy Strong ορίζουν (και) το γλαφυρό πεδίο του σκριπτ, του γιγάντιου ως αλυσοδεμένου αφροαμερικάνου σκλάβου Yahya Abdul Mateen, του ζορισμένου από την απανθρωπιά, αν και δημόσιου κατήγορου Gordon Levitt.
Προσωπικά θα έβαζα και στοίχημα όλο μου το βιος, πως πίσω από κάθε κατ και άξιον των γυρισμάτων κρύβεται ινκόγκνιτο ο Spielberg. Η ντιρεκτορική γραμμή είναι σήμα κατατεθέν του, ενώ η γνώριμη εμμονή του εδώ και δεκαετίες με την υπόθεση των Επτά, με πείθει όλο και πιο πολύ πως δεν πρέπει να έλειψε μέρα από το σετ. Ακόμη κι αν μια τέτοια εικασία δεν ισχύει, από την αξία μιας τεράστιας δημιουργίας όπως αυτή των Chicago 7, δεν αφαιρείται ούτε πόντος. Νόημα, ζουμί, προβληματισμός, άψογος ρυθμός, πάθος, συναίσθημα, αγώνας. Αναπαράσταση! Μια ταινία του άτυχου 2020, που με τεράστια ευκολία θα πίστευα πως γυρίστηκε εκεί πίσω στα μαγικά 70s. Την εποχή δηλαδή που μας έκαμε να αγαπήσουμε τον σινεμά και έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Στις δικές μας αίθουσες? Την 1η Οκτωβρίου 2020 από την Odeon!