64th BFI London Film Festival 2020 Poster

64th BFI London Film Festival 2020 Live Ep.5 - Against all odds

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Είμαι φανατικά υπέρ της παρακολούθησης των ταινιών στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αγαπώ το σινεμά και ως τέχνη αλλά και ως τελετουργία. Να μπαίνεις μέσα στην σκοτεινή αίθουσα, να έχεις μπροστά σου μια τεράστια οθόνη, οι φωτεινές ακτίνες να πέφτουν επάνω της κι εσύ να γίνεσαι μέρος μια συλλογικής διαδικασίας. Μιας μυσταγωγίας. Ρε, υπάρχει κάτι καλύτερο; Ο κορωναϊός χτύπησε άσχημα το σινεμά – περισσότερο ως αίθουσες παρά ως δημιουργία και τρόπο έκφρασης. Μένει να φανεί αν το χτύπημα αυτό θα είναι τελειωτικό ή αν η αίθουσα θα καταφέρει να γλυτώσει και από αυτήν την κρίση. Μέχρι τότε, θεωρώ ότι τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν όπως έναν χρόνο πριν, με την παρουσία κόσμου σε γεμάτες αίθουσες, καλώς και επιλέγουν την εναλλακτική των μικτών προβολών, των προβολών δηλαδή που γίνονται και μέσω διαδικτύου. Ωραιότατη διοργάνωση ήταν αυτή του φεστιβάλ του Λονδίνου, που είναι πλέον παρελθόν. Καλές ταινίες παρακολουθήσαμε, είδαμε σινεμά από όλον τον κόσμο, από όλες τις ηπείρους σχεδόν, και η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Ευχόμαστε πως όλο αυτό την ερχόμενη άνοιξη να είναι μια άσχημη ανάμνηση. Against all odds – όπως δείχνουν τώρα τουλάχιστον τα πράγματα. Against all odds είναι και η βασική θεματολογία των τριών τελευταίων ταινιών του φεστιβάλ που θα σας παρουσιάσουμε εδώ. Στο τέλος του κειμένου παραθέτουμε και τα βραβεία του. Φύγαμε!

Ammonite 64th BFI London Film Festival 2020

Η ταινία που σήμανε την επίσημη λήξη του φεστιβάλ ήταν το Ammonite του γεννημένου το 1969 στην οικογενειακή φάρμα των γονέων του κάπου στο δυτικό Γιόρκσαϊρ, Francis Lee. Ο Lee δεν έχει σπουδάσει κινηματογράφο. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Του Θεού η χώρα» (God's Own Country, 2017). Το «Ammonite» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο και είναι να βγει εμπορικά στις αίθουσες στις ΗΠΑ στις 13 Νοεμβρίου.

Η υπόθεση: Αγγλία, κάπου στα 1840. Το παραθαλάσσιο μικρό χωριουδάκι Λάιμ Ρέτζις, στο νότο, κοντά στα στενά της Μάγχης, αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό της εποχής. Η Μαίρη Άνινγκ μαζεύει κοχύλια και κοινά απολιθώματα, τα οποία πουλάει στο μαγαζί της και με αυτόν τον τρόπο συντηρείται η ίδια και η άρρωστη μητέρα της. Οι μέρες της δόξας της έχουν παρέλθει. Παλιότερα είχε δημιουργήσει όνομα για τον εαυτό της με σημαντικές ανακαλύψεις μεγάλου παλαιοντολογικού ενδιαφέροντος. Στο χωριό φτάνει ο Ρόντερικ Μάρτσισον, πλούσιος τουρίστας και θαυμαστής της Άνινγκ. Μαζί του είναι και η νεαρή σύζυγός του, Σάρλοτ, η οποία αναρρώνει και προσπαθεί να συνέλθει μετά από ένα τραγικό γεγονός που τους συνέβη. 

Ο Ρόντερικ ζητάει από την Μαίρη να φροντίζει την Σάρλοτ, καθώς ο ίδιος πρέπει να συνεχίσει την ευρωπαϊκή του περιοδεία και θέλει η γυναίκα του να συνέλθει όσο το δυνατόν συντομότερα. Η Μαίρη δεν μπορεί να αρνηθεί καθώς τα χρήματα του Ρόντερικ της είναι απαραίτητα. Περήφανη και παθιασμένη καθώς είναι με τη δουλειά της η Μαίρη αρχικά θα έρθει σε σύγκρουση με την απρόσκλητη καλεσμένη της. Σιγά σιγά, όμως, και παρά την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις δύο γυναίκες σε ότι αφορά την κοινωνική τάξη και τις προσωπικότητές τους, ένας έντονος δεσμός αναπτύσσεται μεταξύ τους, αναγκάζοντάς τες να ξεκαθαρίσουν την αληθινή φύση της σχέσης τους.

Η άποψή μας: First things first, που λένε και οι Βρετανοί φίλοι μας. Η Μαίρη Άνινγκ είναι ιστορικό πρόσωπο. Όντως γεννήθηκε και έζησε στο Λάιμ Ρέτζις τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όντως έκανε μεγάλες παλαιοντολογικές ανακαλύψεις. Όντως δεν μπόρεσε να αναγνωριστεί στην εποχή της το έργο της καθώς ήταν γυναίκα. Όντως γιατροπόρευε την άρρωστη μητέρα της και έβγαζαν τα προς το ζην μέσω ενός μαγαζιού όπου πουλούσε απολιθώματα β' κατηγορίας – μη επιστημονικού ενδιαφέροντος δηλαδή. Όντως υπήρξε και η Σάρλοτ Μάρτσισον. Στην πραγματικότητα, τις δύο γυναίκες ένωσε μια μακροχρόνια φιλία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις σεξουαλικής σχέσης. Τα υπόλοιπα λοιπόν στην ταινία είναι μυθοπλασία. 

Μια ταινία που διαθέτει έναν ιδιαίτερο τίτλο: Αμμωνίτης. Οι Αμμωνίτες ήταν μαλάκια, προϊόντα εξέλιξης των ναυτιλοειδών στην Ανώτερη Δεβόνια περίοδο. Αναπτύσσοντας χιλιάδες διαφορετικά είδη, κατέκλυσαν το θαλάσσιο περιβάλλον έως την Ύστερη Κρητιδική περίοδο και μετά εξαφανίστηκαν. Η μεγάλη διασπορά κατά την περίοδο εξάπλωσής τους καθιστά τους αμμωνίτες σημαντικά καθοδηγητικά απολιθώματα για τη χρονολόγηση πετρωμάτων. Στην ταινία ο αμμωνίτης χρησιμοποιείται συμβολικά ποικιλοτρόπως. Κυρίως ως κάτι σπάνιο και πολύ όμορφο, που για να ανακαλυφθεί και να αποκαλυφθεί θέλει πολύ δουλειά και τύχη. Ο Lee αφηγείται τη γέννηση, το θέριεμα και το τέλος (;) μιας σχέσης. Μιας ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εντελώς διαφορετικές σε πάνω από ένα επίπεδα. 

Η Μαίρη είναι φτωχή, η Σάρλοτ είναι πλούσια. Η Μαίρη είναι μεσήλικη, η Σάρλοτ είναι νέα. Η Μαίρη είναι ανύπαντρη, η Σάρλοτ είναι παντρεμένη. Και οι δύο είναι γυναίκες, θύματα της πατριαρχίας. Η Μαίρη δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως επιστήμονας, η Σάρλοτ ακολουθεί τις εντολές (για να το θέσουμε κομψά) του συζύγου της. Σε μια εποχή δύσκολη γενικώς, σκληρή, συντηρητική, η σχέση των δυο τους είναι κάτι το απαγορευμένο. Ο Lee δεν βιάζεται να μας πάει στο... παρασύνθημα. Παίρνει το χρόνο του για να μας δώσει τόσο το σοσιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι δύο γυναίκες όσο και για να μας τις παρουσιάσει ως ζωντανούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες, με λεπτομέρειες. 

Το ωραίο είναι πως κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα ποιητικός και απόλυτα ρεαλιστής. Πχ η σχέση των δύο γυναικών δεν έχει να κάνει καθόλου με ρομάντζο. Η προσέγγιση του σκηνοθέτη στην ερωτική ιστορία ανάμεσα στις δύο γυναίκες δεν είναι καθόλου ρομαντική. Κι αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό νέο. Κι ας υπάρχει μια αλά «Απομεινάρια μιας ημέρας» σκηνή όπου η Σάρλοτ προσπαθεί να αρπάξει ένα βιβλίο από τα χέρια της Μαίρη. Περισσότερο με το έξοχο γαλλικό «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» της Sciamma έχει εκλεκτικές συγγένειες τούτο το φιλμ. Ο Lee παρουσιάζει τη σχέση της Μαίρη και της Σάρλοτ ως απότοκο μιας δυναμικής σωματικής έλξης. Οι δύο ερωτικές σκηνές έρχονται αργά στην ταινία. Και ιδίως η δεύτερη είναι τρομερή! Καμία σχέση με την αμηχανία του Haynes στο «Carol». Περισσότερο κοντά στο «Η ζωή της Αντέλ», αποφεύγοντας μάλιστα την διάθεση του Kechiche να «γαργαλίσει» και να ερεθίσει. 

Είναι δυο γυναίκες που παθιάζονται, που ρουφιούνται, που γκαβλώνουν, που αφήνονται στην ηδονή που προσφέρει η μία στην άλλη. Εξαιρετικό! Κι ευτυχώς, οι συγκεκριμένες σκηνές δεν είναι σεμνότυφες και είναι αληθινές παρά το γεγονός πως – όπως δήλωσε η Winslet σε συνέντευξή της – τις χορογράφησε, άρα, είναι προετοιμασμένες σκηνές. Βγάζουν αυθορμητισμό: μεγάλη επιτυχία. Ακόμα σημαντικότερο: οι σκηνές αυτές δεν καπελώνουν την ταινία. Έρχονται για να την ολοκληρώσουν: χωρίς αυτές η ταινία θα ήταν λειψή. Χωρίς δε την απίστευτη ερμηνεία της Kate Winslet δεν θα μιλούσαμε για την ίδια ταινία. Καταπληκτική. Τόση εσωτερικότητα, τόση φυσικότητα, τόσος δυναμισμός, τόση σημασία στη λεπτομέρεια, χωρίς να προσπαθεί με κόλπα να τραβήξει το ενδιαφέρον, απλά σε μαγεύει. Δεν χορταίνεις να τη βλέπεις. Και αφήνει δεύτερη και καταϊδρωμένη τη νεαρή, ταλαντούχα μεν αλλά έχει πολλά καρβέλια ακόμα για να τη φτάσει, Saoirse Ronan. Το παρατηρείς και στα σώματά τους: εκεί που η 26χρονη Saoirse είναι «άγουρη», η 45χρονη Kate είναι... γυναίκα! 

Κι εκεί που λες, οκ, η ταινία τελείωσε με την ερωτική σκηνή, χμ, έχει κι άλλο. Και σημαντικό! Γιατί οι κοινωνικές διαφορές μεγεθύνονται. Γιατί αλλιώς έχει η μία γυναίκα στο μυαλό της τη σχέση τους και αλλιώς η άλλη. Η νεαρή, με την οικονομική της άνεση, δείχνει διάθεση... πατριαρχίας. Χρυσό κλουβί. Και θα μείνουν να βλέπουν το ίδιο... απολίθωμα (χα!) από τις δύο πλευρές μιας γυάλινης προθήκης. Σούπερ ταινία, από αυτές τις σπάνιες όπου η γνώμη της κριτικής και η άποψη του κοινού συμβαδίζει. Και αποθεώνει. Όχι αδίκως.

Zanka Contact 64th BFI London Film Festival 2020

Επόμενη, μια ταινία από το Μαρόκο. Τίτλος της: Zanka Contact. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τον σκηνοθέτη της, τον Μαροκινό Ismael El Iraki. Ο σκηνοθέτης γύρισε την ταινία στο πλαίσιο της αποκατάστασής του από το PTSD (Post-Traumatic Stress Disorder) που βίωσε καθώς επιβίωσε από την επίθεση Ισλαμιστών τρομοκρατών στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 2015. Ήταν ανάμεσα στους θαμώνες που πήγαν στο Bataclan για να δουν τους Eagles of Death Metal, εκεί που τελικά δολοφονήθηκαν 90 άνθρωποι! Ο ίδιος σώθηκε από την επέμβαση ενός σεκιούριτι της συναυλίας, καθώς μια σφαίρα πέρασε δίπλα του! Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου έλαβε μέρος στο τμήμα «Ορίζοντες», κερδίζοντας τελικά το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια Khansa Batma.

Η υπόθεση: Ο Λάρσεν είναι ένας παλιοροκάς, που κάποτε ήταν σπουδαίος αλλά πλέον έχει καταντήσει τζάνκι. Επιστρέφει στη γενέτειρά του, την Καζαμπλάνκα, από το Λονδίνο, σε μια συμφωνία διευθέτησης μεγάλου χρέους. Η πορεία του τρακάρει κυριολεκτικά με εκείνη της Ράτζα, μιας πόρνης με φλογερό ταμπεραμέντο και όμορφη φωνή. Από τη στιγμή της σύγκρουσης των αυτοκινήτων που τους μεταφέρουν και μετά, η μοίρα θα τους δέσει. Κι ένα ειδύλλιο θα τους ενώσει. Όπως και η μουσική. Και οι δύο κουβαλάνε τραύματα από το παρελθόν τους, που τους έχουν σημαδέψει, ίσως για πάντα. Για να γλυτώσουν από όσα άσχημα τους κατατρέχουν φαίνεται πως η μόνη λύση είναι να φύγουν από την Καζαμπλάνκα. Θα τους κυνηγήσει ο μουσικόφιλος νταβατζής της Ράτζα κι ένας ιδιαιτέρως βίαιος άνθρωπος της νύχτα. Θα καταφέρουν να ξεφύγουν; Και μήπως η σωτηρία τους θα είναι ένα τραγούδι;

Η άποψή μας: Η «Ατίθαση καρδιά» συναντά το «Μαζί, ποτέ!» και μαζί συναντούν το «Ένα αστέρι γεννιέται» σε μια ταινία που θα ήθελε να μοιάζει με κάτι που θα γύριζε ο Tarantino ή το φιλαράκι του από το Μεξικό, ο Rodriguez! Κι αν ο σκηνοθέτης φρόντιζε να αποφύγει τα μπόλικα κλισέ και τις μπανάλ κοινοτυπίες με τις οποίες φορτώνει το φιλμ προς το φινάλε, θα μιλούσαμε για μια τρομερή έκπληξη. Κι έτσι, όμως, όπως είναι το φιλμ, για μένα ήταν μία από τις πιο απολαυστικές ταινίες του φεστιβάλ! 

Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι χαρακτήρες ενδιαφέροντες, η Καζαμπλάνκα μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη – θέλω να πω, δεν ποντάρει ευτυχώς και στο φολκλόρ ο σκηνοθέτης – και η μουσική είναι σούπερ! Δεν υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό αλλά αυτό το ψεγάδι δίνει στην ταινία έναν επιπλέον λόγο να την αγαπήσεις. Ο χαλαρός κωμικός τόνος ελαφραίνει την ταινία, διαφορετικά θα μιλούσαμε για ένα βαρύ μελόδραμα. Ο Λάρσεν θαρρείς και έχει ως ίνδαλμά του τον Σέιλορ Ρίπλεϊ του Nicolas Cage από το «Wild at Heart»: μπουφάν φτιαγμένο από φιδόδερμα, μπότες από φιδόδερμα, κιθάρα ντυμένη με φιδόδερμα και το συγκρότημά του λεγόταν... Snakeskin, ήτοι, φιδόδερμα! Γιατί; Όλα αποκαλύπτονται σε μια εξομολόγησή του, όπου βγάζει από μέσα του ουσιαστικά την αιτία του τραύματος που έχει να γιατρέψει. 

Στην ίδια εξομολόγηση θα καταλάβουμε ποια είναι η γυναίκα με τα βαμμένα σαν μάτια βλέφαρα και το ματωμένο πρόσωπο, που τον επισκέπτεται στους εφιάλτες του. Την πονεμένη ιστορία της Ράτζα θα τη μάθουμε μέσω αφήγησης του νταβατζή της: και αυτή είναι μια εξαιρετική σκηνή της ταινίας. Γενικά, σε ενδιαφέρει να μάθεις τι θα απογίνουν αυτοί οι τόσο «χαλασμένοι» χαρακτήρες, που χτυπώντας πάτο έχουν μόνο δύο επιλογές: ή να παραμείνουν εκεί ή να αρχίσουν τη διαδικασία της ανόδου. Με τη βοήθεια ο ένας του άλλου. Η μουσική παίζει κομβικό ρόλο στην ταινία ακόμα και ως εργαλείο επιβίωσης. Ένα τραγούδι θα είναι εκείνο που θα σώσει τους δύο κατατρεγμένους και τραυματισμένους εραστές. Οι σκηνές με τα τραγούδια και τη μουσική είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες της ταινίας. Και οι ερμηνείες είναι αφοπλιστικά καλές. Κυριαρχεί ο ζουμερός ρόλος της Ράτζα, που την υποδύεται ορμητικά η καταξιωμένη στον αραβικό κόσμο τραγουδίστρια Khansa Batma. Ο ορισμός της feelgood ταινίας παρά τα σκοτεινά της μονοπάτια.

Never Gonna Snow Again (Sniegu juz nigdy nie bedzie) 64th BFI London Film Festival 2020

Για το τέλος άφησα την πιο αγαπημένη μου ταινία από όλες όσες είδα στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Είναι η νέα ταινία της λατρεμένης Πολωνέζας Malgorzata Szumowska με τίτλο Never Gonna Snow Again (Sniegu juz nigdy nie bedzie). Η Malgorzata έδωσε credit συνσκηνοθέτη στον Michal Englert, ο οποίος είναι συνσεναριογράφος της ταινίας και – όπως σε όλες τις ταινίες μυθοπλασίας της Szumowska – ο διευθυντής φωτογραφίας της. Μιλάμε για την ένατη συνεργασία τους λοιπόν σε ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας και Ειδική Μνεία. Και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Πολωνίας στην κατηγορία της ξενόγλωσσης ταινίας στα επόμενα Όσκαρ. 

Η υπόθεση: Ο Ζένια είναι ένας Ουκρανός που πλησιάζει τα 40. Γεννήθηκε στην πόλη Πρίπιατ, μια πόλη – φάντασμα πια, μετά την έκρηξη στο Τσερνομπίλ. Θα περάσει τα σύνορα με την Πολωνία και θα αρχίσει να δουλεύει ως μασέρ. Τα χέρια του είναι μαγικά και οι μπουρζουάδες πελάτες του σε έναν hitech οικισμό έξω από τη Βαρσοβία, τον λατρεύουν. Ανάμεσά τους, μια νοικοκυρά που για να αντέξει τη φροντίδα των παιδιών της και την αδιαφορία του συζύγου της, πίνει το κρασί σαν νερό. Ένας καρκινοπαθής σε τελικό στάδιο καρκίνου, που θέλει να προλάβει να συμμετάσχει στην σχολική παράσταση στην οποία συμπρωταγωνιστεί με την όμορφη σύζυγό του. Μια ώριμη και καυστική χήρα, που ζητάει να κομποστοποιήσει το νεκρό σώμα του αποδημήσαντα συζύγου της. Μια μοναχική κυρία, που η μόνη της έννοια και συντροφιά είναι τα σκυλιά της. Κι όλα αυτά ενώ ο καιρός είναι ολοένα και πιο ζεστός και χιόνι δεν φαίνεται να εμφανίζεται στον ορίζοντα.

Η άποψή μας: Αυτή είναι μία από τις ταινίες εκείνες που, για μένα τουλάχιστον, μπορούν να σου ανανεώσουν την πίστη σου στη δύναμη της 7ης Τέχνης. Ναι, είναι ένα αριστούργημα. Ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα, ένα χάρμα ιδέσθαι. Ένα αυθεντικό έργο τέχνης που δεν παπαγαλίζει, που δεν καμώνεται πως είναι σπουδαίο (ενώ είναι!), που δεν σου προκαλεί πονοκέφαλο κι ας είναι γριφώδες, που κινητοποιεί το μυαλό σου αφήνοντας παράλληλα μια ποικιλία από συναισθήματα να σε πλημμυρίσουν. Αυτό που κάνει η Szumowska εδώ είναι ανάλογο (επιτρέψτε μου τον παραλληλισμό) με αυτό που έκανε ο Νταλί στα υπερρεαλιστικά του έργα. Υπάρχει το ρεαλιστικό πλαίσιο, υπάρχουν τα σύμβολα, δεν υπάρχει λυσάρι, είσαι μεν μόνος σου να προσπαθείς να κατανοήσεις αυτά που βλέπεις και αυτά που ακούς αλλά το μυαλό ερεθίζεται και «νιώθεις» το έργο. 

Το καταλαβαίνεις. Σε «φτιάχνει» και σε εγκεφαλικό αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο. Και είπαμε, έτσι; Χωρίς η δημιουργός να δίνει προκάτ ερμηνείες. Χωρίς ερμηνείες καλύτερα. Δεν στεναχωριέσαι που δεν «έπιασες» το σημαίνον και το σημαινόμενο. Το βίωσες. Το άγγιξες. Το ευχαριστήθηκες. Η ταινία θέτει δεκάδες πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα. Για την ξενοφοβία. Για τον ελιτισμό αλλά και τον ανταγωνισμό σε περίκλειστες κοινωνίες. Για την υπαρξιακή αγωνία. Για την ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει κάπου. Για τον τρόπο «εκπαίδευσής» μας από μικρά παιδιά. Λέει χαρακτηριστικά η χήρα στον Ζένια όταν εκείνος δείχνει να ενοχλείται από ένα σχόλιό της: «Αντιδράς συναισθηματικά σε μια απλούστατη επισήμανση βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Γιατί έτσι έμαθες από μικρός». Και τα μπολιάζει όλα αυτά τόσο αρμονικά μέσα στο φιλμικό σώμα ώστε να μην φαντάζουν σαν τσόντες. 

Υπάρχουν μερικά πολύ έξυπνα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, βαλμένα για να σε κάνουν να χαμογελάσεις, να σπάσει το δραματικό που κινδυνεύει να γίνει υπερδραματικό: οι ήχοι από τα κουδούνια που παραπέμπουν σε κλασικά μουσικά μοτίβα, η κλισέ φράση της σκυλούς για τα γαβγίσματα των σκύλων «είναι ο τρόπος τους να σε χαιρετίσουν» (πώς λένε τα memes: μην φοβάσαι, να σε μυρίσουν θέλουν μόνο), τέτοια. Σκηνές εντελώς σουρεάλ: ο Ζένια με τα εσώρουχά του, να γίνεται αποδέκτης επιθυμίας από την πελάτισσά του, να κάνεις μασάζ στην κοιλιά του... σκύλου της! Μετά, είναι τα ανοιχτά προς ερμηνεία ζητήματα, που ο κάθε θεατής τα αντιμετωπίζει όπως γουστάρει. Γιατί το μασάζ του Ζένια είναι τόσο ευεργετικό για τους πελάτες του; Έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι... ραδιενεργός; Πώς μπορεί και τους υπνωτίζει με τόση ευκολία; Και πώς τους επαναφέρει με ένα «σναπ» των δαχτύλων του, το αντίθετο του Thanos από το σύμπαν της Marvel στους «Avengers»; Και πού πάει όταν... εξαφανίζεται; Μπορεί το παιδάκι να ξέρει την αλήθεια; 

Η σκηνοθέτιδα δημιουργεί έναν κόσμο εξόχως γοητευτικό, στον οποίο κατοικούν άνθρωποι ατελείς, οι οποίοι στο πρόσωπο του Ζένια βλέπουν έναν Μεσσία, κάποιον που έχουν ανάγκη για να γαληνέψουν από το να τρώγονται με τα ρούχα τους, να ηρεμήσει το είναι τους, όταν εκείνος το μόνο που μπορεί να τους προσφέρει είναι ένα καλό... μασάζ. Το φιλμικό σύμπαν όμως είναι ιδιαίτερα ελκυστικό και εξαιτίας της διεύθυνσης φωτογραφίας του Michal Englert. Δεν νομίζω πως έχω δει σπουδαιότερη δουλειά σε επίπεδο φωτογραφίας τα τελευταία χρόνια! Οι εικόνες που συλλαμβάνει με την κάμερά του είναι πανέμορφες! Τόση ποίηση, τόση ομορφιά, σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα! Το στήσιμο, η γεωμετρία των πλάνων, οι γωνίες λήψεις, το σλόμο όταν χρειάζεται, ο ευρυγώνιος (όχι αλά Malick παιδιά, με μέτρο), το χρώμα, τα νυχτερινά, τα εσωτερικά, παθαίνεις πλακάρα! 

Καλά, για τις ερμηνείες, κι εδώ ρέστα από όλους. Ο Alec Utgoff που υποδύεται τον Ζένια (οι σειράκηδες θα τον γνωρίζουν από την παρουσία του στον τρίτο κύκλο του «Stranger Things») είναι μια δύναμη της φύσης, άψογος στο ρόλο του. Είναι επιβλητικός και παίζει εξαιρετικά αυτήν την αμφισημία του χαρακτήρα του: είναι Άγγελος ή Διάβολος; Εμφανίστηκε από το πουθενά στη συγκεκριμένη κοινότητα για να άρει επάνω του τις αμαρτίες της; Τρομερός. Όπως όλοι οι ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων συναντούμε (στο ρόλο της χήρας) την Agata Kulesza, πρωταγωνίστρια στο «Ida» και με μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στο «Ψυχρός Πόλεμος» - και τα δύο του Pawel Pawlikowski. 

Κι έρχεται το υπερβατικό, υπέροχο φινάλε για να ωθήσει ακόμα περισσότερο την ταινία στο όριο του μύθου. Φανταστικά. Κι έρχεται και ο μεσότιτλος με το φινάλε της ταινίας για να «εξηγήσει» τον τίτλο της: οι μετεωρολόγοι προβλέπουν πως το 2025 θα είναι η τελευταία χρονιά που θα χιονίσει στην Ευρώπη! Cut. 

Τα βραβεία 
Το φεστιβάλ Λονδίνου έχει ως μοναδική κριτική επιτροπή, το κοινό του. Οπότε, τα βραβεία κοινού για το φετινό φεστιβάλ ήταν τα εξής: 
 Καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας: «Another Round» (Druk) του Thomas Vinterberg 
 Καλύτερο ντοκιμαντέρ: «The Painter and the Thief» του Benjamin Ree 
 Καλύτερη ταινία μικρού μήκους: «Shuttlecock» του Tommy Gillard 
 Καλύτερη πειραματική ταινία: «To Miss the Ending» των Anna West και David Callanan 
Το μοναδικό βραβείο που δεν δίνεται από το κοινό ονομάζεται IWC Schaffhausen Filmmaker Bursary, είναι βραβείο σε πρώτη ή δεύτερη ταινία Βρετανού δημιουργού που συμμετέχει στο φεστιβάλ, είναι χρηματικό βραβείο ύψους 50 χιλιάδων λιρών και φέτος το κέρδισε η Cathy Brady για την ταινία της «Wildfire».

Θόδωρος Γιαχουστίδης

64th BFI London Film Festival 2020