Νύχτες Πρεμιέρας 2020 LIVE Ep.2 - Η μετάβαση προς την ενηλικίωση
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Δεύτερη ανταπόκριση, δεύτερη τριάδα ταινιών και η αλήθεια είναι πως με παίδεψε λίγο το να βρω τι μπορεί να ενώνει τις τρεις συγκεκριμένες ταινίες υποδορίως. Κάτι πρέπει να τις ενώνει, διαφορετικά έρχεται το OCD στον ύπνο μου και με αρχίζει στα μπινελίκια. Αρχικά, σκέφτηκα κάτι του είδους «για τη δική σου μακρινή Αμερική». Η μία είναι ταινία από την Κολομβία (Λατινική Αμερική), η άλλη από την Κούβα (Καραϊβική, τμήμα της Αμερικάνικης Ηπείρου δηλαδή) και η τελευταία από τις ΗΠΑ (πιο Αμερική, πεθαίνεις). Το επεξεργάστηκα, δεν μου έκανε κλικ και σκέφτηκα, χμ, κάτι άλλο, πιο πιασάρικο. Πιτσιρίκια πρωταγωνιστούν στην πρώτη ταινία, πιτσιρίκια και στη δεύτερη, η τρίτη όμως μου χαλούσε τη σούπα. Επειδή όμως στην ταινία από την ΗΠΑ, ο νεαρός ενήλικας που πρωταγωνιστεί έχει θέματα τα οποία πηγάζουν από ένα τραύμα βίαιης ενηλικίωσης, νομίζω ότι μια χαρά μου κάθισε το όλον. Εντάξει, όχι ιδανικά. Αλλά τι είναι ιδανικό σε αυτόν τον κόσμο; Για πες.
Πρώτη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε σε τούτη την δεύτερη «ανταπόκριση» είναι Η νύχτα του θηρίου (La noche de la bestia / The Night of the Beast) του Mauricio Leiva-Cock, που συμμετέχει στο τμήμα «Μουσική & Φιλμ». Και ο λόγος που η συγκεκριμένη ταινία συμμετέχει στο συγκεκριμένο τμήμα είναι το γεγονός ότι βασικό ρόλο στην πλοκή της ταινίας παίζουν οι... Iron Maiden, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω ετοιμάζουν νέο άλμπουμ, πέντε χρόνια μετά το τελευταίο τους, «The Book of Souls». Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που γυρίζει ο σκηνοθέτης μετά από αρκετές μικρού μήκους. Κι ετοιμάζει τη δεύτερη μεγάλου μήκους του – μια ταινία τρόμου ονόματι «Noche sin Fortuna». Η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Guanajuato, στο Μεξικό, λίγες μόλις μέρες πριν την προβολή της στις «Νύχτες Πρεμιέρας»!
Η υπόθεση: Μπογκοτά, 28 Φεβρουαρίου του 2008. Οι Iron Maiden, ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα της heavy metal στον κόσμο, με τη δημοφιλία τους στα ύψη, είναι έτοιμοι να δώσουν την πρώτη τους (και μοναδική) συναυλία στην Κολομβία. Ο Βάργκας και ο Τσούκι είναι δύο πιτσιρικάδες, σχολιαρόπαιδα, στα 15 τους, που λατρεύουν τους Iron Maiden. Έχουν ξοδέψει το χαρτζιλίκι τους για να αγοράσουν εισιτήρια και ετοιμάζονται για τη μεγάλη συναυλία, τη συναυλία της ζωής τους. Δεν πηγαίνουν στο σχολείο και τριγυρίζουν στην πρωτεύουσα της Κολομβίας. Πηγαίνουν στο αγαπημένο τους στέκι, ένα μεταλλάδικο, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ένας παλιός φίλος του πατέρα του Βάργκας, που χρόνια πριν έχασε την ευκαιρία να δει τους Maiden στο Ρίο. Τα πάντα φαντάζουν ιδανικά, τα πράγματα όμως δεν θα εξελιχθούν έτσι όπως τα είχαν ονειρευτεί τα δύο φιλαράκια...
Η άποψή μας: Αγαπούσα κι εγώ τους Iron Maiden. Και άκουγα κάθε άλμπουμ τους εξ ολοκλήρου και με λατρεία μέχρι και το 1988 οπότε και έβγαλαν το έβδομο άλμπουμ της καριέρας τους, με τον απολύτως ταιριαστό τίτλο «Seventh Son of a Seventh Son». Από τη μετέπειτα δουλειά τους μόνο το τραγούδι «Fear of the Dark» αναγνωρίζω. Μεγάλωσα. Και ψάχτηκα διαφορετικά με την μουσική. Ακόμα και σήμερα όμως, ο 50άρης εαυτός μου γουστάρει τρελά να ακούει ύμνους όπως το «The Trooper», το «Running Free», το «Run to the Hills», το «Aces High», το «The Loneliness of the Long Distance Runner» και το «Can I Play with Madness»! Το έχω μετανιώσει που δεν έχω πάει σε συναυλία τους. Το συγκρότημα ήρθε 11 φορές στην Αθήνα κι άλλες 2 στη Θεσσαλονίκη, αν θυμάμαι καλά. Και η πρώτη φορά που ήρθαν ήταν το 1988...
Οπότε, ναι, θεωρώ πως η συγκεκριμένη ταινία θα τους «πιάσει» τους μεταλλάδες κι όσους έχουν τέτοιες μνήμες. Κι ας μην διαθέτει ούτε μισό πλάνο από τη συναυλία – είτε ως αρχειακό υλικό είτε ως αναπαράσταση. Κι ας μην παίζει στη διαπασών κάποιο τραγούδι τους καθ' ολοκληρία. Είναι το κλίμα. Αυτή η αίσθηση γλυκιάς προσμονής, αυτή η έκρηξη σεροτονίνης στον εγκέφαλο, αυτή η ανυπομονησία, που όλοι οι addicts των συναυλιών τα παρουσιάζουν ως συμπτώματα, που θέλουν να τα νιώσουν ξανά και ξανά, πόσο μάλλον με το αγαπημένο τους συγκρότημα. Ο σκηνοθέτης το πιάνει αυτό το κλίμα. Και το αναπαράγει μια χαρά. Υπάρχει και το στοιχείο πως οι μεταλλάδες είναι και λίγο περιθωριακά στοιχεία: όλοι μπορούν να πάνε σε συναυλία της Madonna ή της Beyonce ξέρω 'γω. Αυτοί που θα πάνε στους Iron Maiden είναι απολύτως συνειδητοποιημένοι. Κι αυτοί που θα πάνε στους Muzz (τα 100 άτομα που τους ξέρουν) θα είναι ακόμα πιο συνειδητοποιημένα από τους χιλιάδες που πηγαίνουν στους Maiden, αλλά καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
Ο σκηνοθέτης εντέλει παρά το γεγονός ότι πιάνει την ψυχολογία του φανατικού groupie, χρησιμοποιεί τη συναυλία των Maiden ως αφορμή. Και επικεντρώνεται σε άλλα πράγματα. Οι δύο πιτσιρικάδες είναι ορφανά παιδιά. Ο Βάργκας δεν έχει μητέρα και ο πατέρας του, μετά τις ένδοξες στιγμές της νιότης του, είναι ένας μεθύστακας, loser, άνεργος, κάτι που σημαίνει πως ο πιτσιρίκος τη βγάζει άσχημα την εφηβεία του, μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Ο Τσούκι από την άλλη δεν έχει πατέρα και η μητέρα του είναι εργαζόμενη, η οποία όμως έχει εναποθέσει όλες της τις ελπίδες για καλύτερη ζωή στην... Παναγία. Είναι σε καλύτερη θέση οικονομικά από τον Βάργκας αλλά επίσης ζορίζεται – και τα βρίσκει μπαστούνια και με τα κορίτσια καθότι είναι λίγο χοντρούλης. Οι δυο τους όμως είναι κολλητοί. Και μέσα από την Οδύσσεια που βιώνουν κατά τη διάρκεια της ταινίας (που εξελίσσεται ολόκληρη μέσα στη μέρα κατά την οποία διεξάγεται η συναυλία) όπου μέχρι που θα τους ληστέψουν υπό την απειλή μαχαιριού, θα μαλώσουν, θα παλέψουν, θα απογοητευθούν, στο τέλος η φιλία τους θα γίνει πιο δυνατή.
Ο Βάργκας θα πάει με την κοπέλα που τον γουστάρει στο αστεροσκοπείο όπου συχνά πήγαινε με τη μητέρα του (μια από τις πιο γλυκές σκηνές της ταινίας), ο Τσούκι θα ξεπεράσει τον φόβο του και θα ανοιχτεί στην πανέμορφη υπάλληλο του αντίστοιχου κολομβιανού μπουγατζατσίδικου στο οποίο συχνάζει: απαραίτητες σκηνές για να σπάσει λίγο και η ματσίλα. Και η κοινωνική ματιά του σκηνοθέτη, πάντα παρούσα: η αστυνομοκρατία, η φτώχεια, η παρανομία, όλα είναι εκεί, όπως και τα υπέροχα, τεράστια γκράφιτι στην μεγαλούπολη αυτή της Λατινικής Αμερικής. Η ανάγκη για τη δημιουργία μύθων (το ταξίδι στο Ρίο), η ανάγκη δικαίωσης, η θυσία (τρομερή η σκηνή με το τρύπωμα στη συναυλία από αλλού και το πέσιμο από τους σεκιουριτάδες) και η επόμενη μέρα. Και μέσα σε όλα αυτά ο Eddie (η μασκότ των Maiden), τα σκίτσα που δίνουν μια άλλη διάσταση σε συγκεκριμένες σκηνές και «Ο λύκος της στέπας» του Έρμαν Έσε, που έρχεται να υπογραμμίσει όμορφα την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση των δύο φίλων. Ωραιότατο.
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
Συνεχίζουμε το κινηματογραφικό μας ταξίδι με μια ταινία από την Κούβα. Τίτλος της: Αύγουστος (Agosto / August) του Armando Capó. Η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο τον Σεπτέμβριο του 2019. Εκτός από την Κούβα, για την ολοκλήρωσή της χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια από την Κόστα Ρίκα και από τη Γαλλία. Ο Armando Capó γεννήθηκε στην Γκιμπάρα της Κούβας. Σπούδασε Ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών της χώρας. Το «Agosto» είναι το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους ταινίες μετά από έναν αριθμό μικρού μήκους που σκηνοθέτησε.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 1994. Στην Γκιμπάρα, μια παραθαλάσσια πόλη της Κούβας, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, τα σχολεία κλείνουν και αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές του Αυγούστου. Ο Κάρλος, ένα όμορφο, 14χρονο αγόρι, νιώθει παράξενα με το τέλος της σχολικής χρονιάς. Ζει με τους γονείς του και τη γιαγιά του στο φτωχικό τους σπίτι. Το φαγητό είναι λίγο και το παίρνουν είτε με το δελτίο είτε ψαρεύοντας και οι διακοπές ρεύματος είναι συνεχείς. Τον Κάρλος, όμως, δεν φαίνεται να τον ενοχλούν όλα αυτά. Περνάει τον χρόνο του με τους κολλητούς του, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις γυναίκες και ερωτεύεται για πρώτη φορά. Δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που συντελούνται στη χώρα του μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έως ότου ο ένας μετά τον άλλον, γείτονες και φίλοι φεύγουν με στόχο μια καλύτερη ζωή, που νομίζουν πως τους περιμένει στις ακτές των ΗΠΑ του Μπιλ Κλίντον. Αυτό το καυτό καλοκαίρι, ο κόσμος του Κάρλος θα έρθει τα πάνω κάτω.
Η άποψή μας: Η κρίση που βίωσε η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο τον Αύγουστο του 1994 ήταν μία από τις μεγαλύτερες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το μεγάλο νησί της Καραϊβικής σε όλα τα χρόνια της διακυβέρνησής της μετά την Επανάσταση. Ονομάστηκε «The Balseros Crisis» όπου Balseros ήταν όλοι εκείνοι οι Κουβανοί που με αυτοσχέδιες σχεδίες προσπάθησαν να φύγουν από τη χώρα. Πάνω από 35 χιλιάδες Κουβανοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους εκείνο το καλοκαίρι και πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν και πνίγηκαν στα νερά του Ατλαντικού, καθώς οι σχεδίες τους δεν άντεξαν. Με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο σκηνοθέτης φτιάχνει μια από εκείνες τις ταινίες όπου οι μικρές, προσωπικές ιστορίες διαμορφώνονται από το αδυσώπητο πέρασμα της μεγάλης, παγκόσμιας Ιστορίας ή/ και της Ιστορίας της χώρας.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 1994. Στην Γκιμπάρα, μια παραθαλάσσια πόλη της Κούβας, όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, τα σχολεία κλείνουν και αρχίζουν οι καλοκαιρινές διακοπές του Αυγούστου. Ο Κάρλος, ένα όμορφο, 14χρονο αγόρι, νιώθει παράξενα με το τέλος της σχολικής χρονιάς. Ζει με τους γονείς του και τη γιαγιά του στο φτωχικό τους σπίτι. Το φαγητό είναι λίγο και το παίρνουν είτε με το δελτίο είτε ψαρεύοντας και οι διακοπές ρεύματος είναι συνεχείς. Τον Κάρλος, όμως, δεν φαίνεται να τον ενοχλούν όλα αυτά. Περνάει τον χρόνο του με τους κολλητούς του, αρχίζει να ενδιαφέρεται για τις γυναίκες και ερωτεύεται για πρώτη φορά. Δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που συντελούνται στη χώρα του μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έως ότου ο ένας μετά τον άλλον, γείτονες και φίλοι φεύγουν με στόχο μια καλύτερη ζωή, που νομίζουν πως τους περιμένει στις ακτές των ΗΠΑ του Μπιλ Κλίντον. Αυτό το καυτό καλοκαίρι, ο κόσμος του Κάρλος θα έρθει τα πάνω κάτω.
Η άποψή μας: Η κρίση που βίωσε η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο τον Αύγουστο του 1994 ήταν μία από τις μεγαλύτερες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει το μεγάλο νησί της Καραϊβικής σε όλα τα χρόνια της διακυβέρνησής της μετά την Επανάσταση. Ονομάστηκε «The Balseros Crisis» όπου Balseros ήταν όλοι εκείνοι οι Κουβανοί που με αυτοσχέδιες σχεδίες προσπάθησαν να φύγουν από τη χώρα. Πάνω από 35 χιλιάδες Κουβανοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους εκείνο το καλοκαίρι και πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν και πνίγηκαν στα νερά του Ατλαντικού, καθώς οι σχεδίες τους δεν άντεξαν. Με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο σκηνοθέτης φτιάχνει μια από εκείνες τις ταινίες όπου οι μικρές, προσωπικές ιστορίες διαμορφώνονται από το αδυσώπητο πέρασμα της μεγάλης, παγκόσμιας Ιστορίας ή/ και της Ιστορίας της χώρας.
Ο Κάρλος ως 14χρονο αγόρι δεν θα ζούσε ό,τι βιώνει αν εκείνο το καλοκαίρι ήταν ένα παιδί στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένες, διαμορφωμένες συνθήκες δίνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο πιτσιρικάς. Όπως σήμερα: όλοι βιώνουμε τις συνέπειες της πανδημίας. Αλλιώς όμως τις ζει ένα 14χρονο αγόρι στην Ελλάδα, αλλιώς στην Κούβα, αλλιώς στην Κίνα, αλλιώς στη Νιγηρία, αλλιώς στη Βραζιλία. Ο Κάρλος θεωρεί δεδομένα όλα όσα ζει. Θεωρεί δεδομένο ότι θα φροντίζει την κατάκοιτη γιαγιά του. Θεωρεί δεδομένο ότι θα φάει το φτωχικό φαγητό που θα βρεθεί στο τραπέζι του. Θεωρεί δεδομένο ότι θα υπάρχουν καθημερινές διακοπές ρεύματος. Όμως, η καθημερινότητά του, τα δεδομένα του, οι σιγουριές του κλονίζονται βίαια. Όταν στην αρχή άγνωστοί του συμπατριώτες και στη συνέχεια γνωστοί και ολοένα πιο κοντινοί σε αυτόν άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή του. Για να πάνε αλλού. Για να κυνηγήσουν το όνειρο. Όνειρο στο οποίο θα απουσιάζουν οι μάχες για λίγα τρόφιμα με το δελτίο και το φάσμα της πείνας.
Μετά από μια σειρά από απογοητεύσεις (από τον κολλητό του, από την κοπέλα που τον απέρριψε όταν εκείνος, άβγαλτος, συμπεριφέρθηκε λίγο πιο «έντονα» από όσο εκείνη επιθυμούσε, από τον πατέρα του) ο Κάρλος αρχίζει να βλέπει τη μεγαλύτερη εικόνα. Και συμπεριφέρεται σπασμωδικά. Χωρίς πυξίδα, χωρίς πραγματικά να ξέρει γιατί κάνει ό,τι κάνει. Εννοείται, χωρίς ιδεολογική κατεύθυνση: πόσο πολιτικά συνειδητοποιημένο μπορεί να είναι ένα 14χρονο αγόρι; Που δεν έχει και μέτρα σύγκρισης; Πάντως, μεγαλώνει. Μεγαλώνει βίαια. Το πρώτο του φιλί. Το πρώτο του χαμούρεμα. Η πρώτη απόρριψη. Ο αυνανισμός. Το να ακούει τους γονείς του να κάνουν σεξ. Το να ακούει τις τρομερές αφηγήσεις της γιαγιάς του για το πόσοι την ήθελαν όταν ήταν νέα, πόσους πολλούς άφησε να της τον «χώσουν», πως ο παππούς του δεν ήταν ιδιαίτερα προικισμένος («είχε μικρό πουλί ο παππούς γιαγιά;») αλλά ήξερε να το χρησιμοποιεί.
Η φυγή από την οικογενειακή εστία για πρώτη φορά. Η... πρώτη φορά. Η γνωριμία με διαφορετικούς ανθρώπους. Ο φόβος που βλέπει. Η ελπίδα αλλά και ο φόβος. Κι όλα αυτά σε ένα υπέροχο νησί, με τη φύση να οργιάζει, τον ήλιο να καίει, τη θάλασσα να είναι εκεί, θελκτική, να περιμένει να γίνει κολυμπήθρα γαλήνης, δρόμος διαφυγής ή υγρός τάφος. Και στους τοίχους της πόλης συνθήματα για την Επανάσταση. Με πολλούς μη επαγγελματίες ηθοποιούς στο καστ και με μια ματιά που θα μπορούσες να πεις μέχρι και νεορεαλιστική, ο σκηνοθέτης καταθέτει όχι ένα αψεγάδιαστο κομψοτέχνημα αλλά μια δυνατή ταινία για όλα όσα κερδίζεις καθώς μεγαλώνεις μα κυρίως για όλα όσα χάνεις. Και κυρίως, την αθωότητά σου.
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
Τελευταία ταινία για αυτήν την «ανταπόκριση», μάλλον η πιο ενδιαφέρουσα από τις τρεις που παρουσιάζουμε σήμερα. Τίτλος της: Τζιτζίκι (Cicada) του Matthew Fifer, με συνσκηνοθέτη τον Kieran Mulcare. Το πολύ ενδιαφέρον με αυτήν την ταινία είναι ότι βασίζεται σε βιώματα που έχει ζήσει ο ίδιος ο Matthew Fifer ενώ το additional story στο σενάριο έχει προσθέσει ο συμπρωταγωνιστής του στο φιλμ, Sheldon D. Brown, κι αυτός βασισμένος σε δικές του εμπειρίες. Στις Νύχτες Πρεμιέρας η ταινία συμμετέχει στο τμήμα «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Η ταινία, που είναι η πρώτη μεγάλου μήκους την οποία σκηνοθετεί ο Fifer, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις 20 Αυγούστου στο Outfest Film Festival στις ΗΠΑ.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 2012, Νέα Υόρκη. Ο 25χρονος Μπεν κάνει πίσω τελευταία στιγμή και δεν παντρεύεται αυτή που όλοι νόμιζαν πως είναι η γυναίκα της ζωής του. Ο Μπεν είναι πανσεξουαλικός λευκός και αποφασίζει να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο, ζώντας μια οργιώδη σεξουαλική ζωή, με μότο «ότι κινείται, εκτελείται». Σαφώς και προτιμάει τους άντρες. Κάποια στιγμή, σε ένα υπαίθριο παζάρι βιβλίων γνωρίζει τον Σαμ, έναν μαύρο, στον αντίποδα της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν ζευγάρι. Ο Σαμ δεν έχει αποκαλύψει στον κύκλο του, την εργασία του και την οικογένειά του πως είναι γκέι. Και κουβαλάει τα δικά του τραύματα, σωματικά και ψυχολογικά. Από την άλλη, ο Μπεν αρχίζει να αναπτύσσει παράξενα συμπτώματα και είναι πεπεισμένος πως πάσχει από κάποια σοβαρή, ανίατη αρρώστια. Την ίδια περίοδο εξελίσσεται η πολύκροτη δίκη του Τζέρι Σαντάσκι, προπονητή ποδοσφαίρου σε κολέγιο, ο οποίος κατηγορείται πως κακοποίησε σεξουαλικά 52 νεαρά αγόρια...
Η άποψή μας: Γιατί βάφτισε την ταινία του «Τζιτζίκι» ο δημιουργός της; Λέει μερικά ωραία πράγματα στην ταινία, σαφώς και όλα έχουν μεταφορικό χαρακτήρα, οπότε η ελληνική βικιπαίδεια ήρθε αρωγός και σε αυτήν την περίπτωση: «Το τζιτζίκι ή ο τζίτζικας ή (κυπρ.) ζίζιρος είναι τα λαϊκά ονόματα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια των Τεττιγιδών (Cicadidae), ονομασία η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη τέττιξ (Cicada), που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά (και λατινικά). Το τζιτζίκι είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δέντρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Αν και έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομα (2 με 5 εκατοστά) είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι του 2012, Νέα Υόρκη. Ο 25χρονος Μπεν κάνει πίσω τελευταία στιγμή και δεν παντρεύεται αυτή που όλοι νόμιζαν πως είναι η γυναίκα της ζωής του. Ο Μπεν είναι πανσεξουαλικός λευκός και αποφασίζει να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο, ζώντας μια οργιώδη σεξουαλική ζωή, με μότο «ότι κινείται, εκτελείται». Σαφώς και προτιμάει τους άντρες. Κάποια στιγμή, σε ένα υπαίθριο παζάρι βιβλίων γνωρίζει τον Σαμ, έναν μαύρο, στον αντίποδα της δικής του ιδιοσυγκρασίας. Οι δυο τους δεν θα αργήσουν να γίνουν ζευγάρι. Ο Σαμ δεν έχει αποκαλύψει στον κύκλο του, την εργασία του και την οικογένειά του πως είναι γκέι. Και κουβαλάει τα δικά του τραύματα, σωματικά και ψυχολογικά. Από την άλλη, ο Μπεν αρχίζει να αναπτύσσει παράξενα συμπτώματα και είναι πεπεισμένος πως πάσχει από κάποια σοβαρή, ανίατη αρρώστια. Την ίδια περίοδο εξελίσσεται η πολύκροτη δίκη του Τζέρι Σαντάσκι, προπονητή ποδοσφαίρου σε κολέγιο, ο οποίος κατηγορείται πως κακοποίησε σεξουαλικά 52 νεαρά αγόρια...
Η άποψή μας: Γιατί βάφτισε την ταινία του «Τζιτζίκι» ο δημιουργός της; Λέει μερικά ωραία πράγματα στην ταινία, σαφώς και όλα έχουν μεταφορικό χαρακτήρα, οπότε η ελληνική βικιπαίδεια ήρθε αρωγός και σε αυτήν την περίπτωση: «Το τζιτζίκι ή ο τζίτζικας ή (κυπρ.) ζίζιρος είναι τα λαϊκά ονόματα διάφορων ειδών εντόμων από την οικογένεια των Τεττιγιδών (Cicadidae), ονομασία η οποία προέρχεται από τη λόγια λέξη τέττιξ (Cicada), που σημαίνει τζίτζικας στα αρχαία ελληνικά (και λατινικά). Το τζιτζίκι είναι ένα έντομο που ζει συνήθως στα δέντρα και παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο που προδίδει την παρουσία του. Αν και έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για έντομα (2 με 5 εκατοστά) είναι δύσκολο να τα εντοπίσει κανείς, γιατί το χρώμα τους είναι παρόμοιο με το χρώμα των κορμών των δένδρων.
Τα τζιτζίκια τρέφονται με τη λύμφη των βλαστών, τους οποίους τρυπά με μια ειδική προβοσκίδα, που μοιάζει με έμβολο. Το θηλυκό γεννά τα αυγά του μέσα σε τρύπες που κάνει πάνω στους μαλακούς βλαστούς. Αυτό γίνεται κατά τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Από τα αυγά βγαίνουν οι προνύμφες, περίπου κατά το τέλος του καλοκαιριού, οι οποίες κατεβαίνουν από τα δέντρα, κάνουν τρύπες μέσα στη γη, κοντά στις ρίζες κι εκεί μπορούν να ζήσουν και τέσσερα χρόνια (αλλού 17 ή 13 χρόνια) μέχρι που να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες». Το ξέρατε εσείς αυτό; Αφού εκκολαφθούν οι προνύμφες, κάνουν τρύπες μέσα στη γη και μπορούν να ζήσουν εκεί για 17 ολόκληρα χρόνια μέχρι να μετατραπούν σε κανονικές νύμφες!
17 ολόκληρα χρόνια ζουν «κρυμμένα» τα τζιτζίκια. Τόσα είναι και τα χρόνια που βασανίζεται ο Μπεν από κάτι που συνέβη στην παιδική του ηλικία. Σόρι που θα σας το χαλάσω, αλλά θα κάνω τρομερό σπόιλερ, οπότε όσοι θέλετε να διαβάσετε χωρίς να ξέρετε τι συμβαίνει, αποφύγετε την παράγραφο ανάμεσα στα κενά:
Ναι, υπέστη σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν παιδί. Και αυτό προφανώς είναι κάτι το οποίο τον διαμόρφωσε. Η επίσκεψή του στην ψυχίατρο (η πανέμορφη Cobie Smulders, γνωστή κυρίως από το «How I Met Your Mother», είναι η πιο γνωστή ηθοποιός στο καστ) τον βοηθάει να συνειδητοποιήσει αυτό που απλά δεν ήθελε να αντιμετωπίσει. Γι' αυτό συμπεριφέρεται τόσο αλόγιστα σεξουαλικά. Γι' αυτό πριν γνωρίσει τον Σαμ έκανε σεξ μόνον όταν ήταν τέρμα πιωμένος ή φτιαγμένος. Γι' αυτό οι κρίσεις πανικού και τα σωματικά προβλήματα που νομίζει πως έχει. Γι' αυτό και η τόσο τρομερή εξομολόγηση στον εραστή του, όταν καταλαβαίνει πια τι ακριβώς του συμβαίνει: «δεν ήθελα να είμαι ομοφυλόφιλος γιατί για μένα το να γίνω ομοφυλόφιλος σήμαινε απλά ότι εκείνος είχε νικήσει».
Καταλαβαίνετε τι μάχη δίνει αυτός ο άνθρωπος απλά να συνεχίσει να ζει την κάθε μέρα του.
Η ταινία είναι τόσο προκλητική όσο ήταν το «Weekend» λίγα χρόνια πριν. Και ο πανσεξουαλικός της κεντρικός ήρωας θυμίζει τον ανάλογο που υποδύθηκε ο Michael Fassbender στο υπερτιμημένο «Shame» του Steve McQueen. Θα χρειαστεί η γνωριμία με το γιανγκ του, τον Σαμ, για να ισορροπήσει. Και να ξεκινήσει τη διαδικασία προς την ίαση. Που στη δεδομένη περίπτωση θα χρειαστεί όλο το κουράγιο του κόσμου για να πει τη δύσκολη αλήθεια στον άνθρωπο που αγαπά πιο πολύ από όλους στον κόσμο. Είναι η τελική σκηνή και ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί εξαιρετικά την εκκρεμότητα σε ένα συγκλονιστικό φινάλε. Θέλει να ωριμάσουν πολύ ακόμα οι συνθήκες για να είναι αποδεκτή αυτή η ταινία για το μεγάλο κοινό, είναι όμως μια δυνατή ταινία.
(η ταινία έχει τη δεύτερη προβολή της το Σάββατο, στις 19.45, στο Τριανόν/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 4 Οκτωβρίου)
(η ταινία έχει τη δεύτερη προβολή της το Σάββατο, στις 19.45, στο Τριανόν/ μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 4 Οκτωβρίου)
Εδώ να σημειώσουμε πως το φεστιβάλ ολοκληρώνεται την Κυριακή 4 Οκτωβρίου, εμείς όμως σίγουρα θα έχουμε τουλάχιστον άλλη μία «ανταπόκριση». Και οι διαδικτυακές προβολές για αρκετές ταινίες συνεχίζονται μέχρι τις 11 Οκτωβρίου, οπότε όντως υπάρχει λόγος ύπαρξης και για άλλη ανταπόκριση.
Θόδωρος Γιαχουστίδης