Μήλα φίλος. Πως το λένε, Apples, του Χρήστου Νίκου η ελληνική παρουσία στο φετινό πρόγραμμα. Πολλές οι προσδοκίες μου, να ξεκινήσω δυνατά μετά από την τσαντίλα που ένοιωσα όταν οι ιθύνοντες μου απάντησαν αρνητικά στο αίτημα θέασης των δύο δυνατότερων οσκαρικώς χαρτιών στο φεστιβάλ. Νο press & industry στρήμινγκ εύκαιρο, μόνο περιορισμένες παραστάσεις για κοινό με social distancing (Bell Lightbox) και drive in παρακαλώ (Ontario Place). Οπόταν, ξεχνώ The Father με Anthony Hopkins και το Ammonite με Kate Winslet – Saoirse Ronan, είναι-αυτό-που-είναι και πάμε παρακάτω. Αλλά, να, κρίμας δηλαδή όμως σταλήθεια τα Μήλα μου βγήκανε ξινά, φτωχά, αβιταμίνωτα. Έξυπνη και επίκαιρη η ιδέα της πανδημικής αμνησίας, της ασυλοποίησης των ασθενών – περιθωριοποιημένων χωρίς ιατρικό ή έτερο αντίδοτο μολαταύτα η εκτέλεση μοιάζει με μισοψημένη αναφορά στο Memento και absurdist άσκηση ύφους από τον β' βοηθό σκηνοθέτη του κομβικού για την εθνική μας κινηματογραφία Dogtooth. O Άρης Σερβετάλης, παραμένει μορφή, μεστός ευγένειας και εσωτερικευμένου πόνου αλλά το σενάριο γυροφέρνει χωρίς να βρίσκει στόχο.
Cineχίζω με το American Utopia, θεατρικού τύπου παράσταση-ανθολόγιο της μεγίστης καριέρας του David Byrne, αρχηγού των θρυλικών Talking Heads. Πίσω από την κάμερα ο Spike Lee που είναι σε φόρμα διαρκείας (μη χάσεις το Da 5 Bloods στο Netflix) και αφήνει τον ιδιοφυή ανθρωπολόγο-σόουμαν Μπέρν να οργώσει τη σκηνή μετά της καλοκουρδισμένης ξυπόλυτης μπάντας του. Ορθοζυγιασμένοι ρυθμοί και ξεκάθαρα κοινωνικά μηνύματα με το κοινό να παραληρεί στους ρυθμούς των Blind, Road to Νowhere και Burning Down the House. Επίσημο opening night film του TIFF45 ολοταίριαστο για την περίπτωση και να ολοκληρώνεται ακριβώς εκεί που πρέπει, κάτι που συνήθως δε μου συμβαίνει με συναυλίες στο πανί.
Η Regina King, δαφνοστεφανωμένη ως υποστηρικτική ερμηνεία στο προπέρσινο If Beale Street Could Talk του Barry Jenkins (Moonlight), δοκιμάζει σκηνοθετικά με το A Night in Miami και έχω να παρατηρήσω δυο πράγματα. Το πρώτο, βγάζει δυνατές ερμηνείες από το καστ, μια φανταστική τετράδα Μοχάμεντ Άλι-Σαμ Κούκ – Μάλκομ Χ και Τζίμι Μπράουν (φούτμπολ σταρ) δηλαδή την αφρόκρεμα των νέων, επιτυχημένων αφροαμερικανών στα 1964 που συναντώνται σύμφωνα με τον τίτλο και αγαπιούνται/μισιούνται και εντέλει συμπορεύονται στον κοινό αγώνα αφύπνισης κατά των φυλετικών διακρίσεων. Το δεύτερο ότι διαθέτει αισθητική συγενή του Jenkins, στα κοστούμια και την αναπαράσταση της εποχής. Για δαύτους αλλά και για οφθαλμοφανείς λόγους που έχουν να κάνουν με την Black Lives Matter εικόνα της Αμερικής του σήμερα, η ταινία θα έχει ούριο βραβευτικό άνεμο στο τέλος της χρονιάς.
Από το καλό στο καλύτερο τώρα. Nomadland της Chloe Zhao που είχε εντυπωσιάσει με το ανεξάρτητο The Rider και πλέον παίζει στην πρώτη κατηγορία της Fox Searchlight. Υπερ-πρωταγωνιστεί η Frances McDormand και σεγκοντάρουν οι David Strathairn και πλήθος αληθινών νομάδων, παριών που μάσησε και έφτυσε το αμερικανικό όνειρο της χρηματηστηριακής φούσκας και του ρήαλ εστέητ. Καθαρόαιμο ρόουντ μούβι σε άγνωστες περιοχές της αμερικανικής υπαίθρου με τις κακουχίες, τη σεμνή και έντιμη φτώχεια και την επιβίωση κάτω από συνθήκες που δεν υποψιάζεσαι καν παρακολουθώντας ταινίες του Χόλυγουντ. Η δε MacDormand, με το αυλακιασμένο πρόσωπο, το αποστεωμένο κορμί και μια δύναμη στο βλέμμα που καθηλώνει, οδεύει γοργά για δόξες που έχει ήδη δις γευτεί με Fargo και Three Bilboards. Ας επιτρέψει πάντως να σημειώσω ότι η αληθινή σταρ εδώ είναι η Zhao, η οποία σκηνοθετεί-γράφει-μοντάρει υπό ήχους γαλήνια μελαγχολικούς μια ελεγεία -σπονδή στην κακοτράχαλη φύση, τη μητέρα Γη που μας φιλοξενεί υπομονετικά οσότου περατώσουμε το ταξείδι της ζωής μέσα της.
Τα ντόκου δε λείπουν ποτέ από το μενού στο Τορόντο. Επέλεξα, λόγω ανάμειξης στην παραγωγή του πατριάρχη Errol Morris, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον spy-hactivism docudrama (ποιός ήρθε;) τιτλοφορούμενο Enemies of the State της Sonia Kennebeck (National Bird). Πρόκειται για μια οικογένεια, ζευγάρι με γιο που υπηρέτησαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες παραταύτα αναγκάστηκαν να αυτομολήσουν στον Καναδά (Τορόντο) ενώ στη συνέχεια ο γιος κατηγορήθηκε από το FBI κι εξέτισε ποινή ως τα τέλη του 2019 για διαδικτυακό μπούλινγκ. Η ανάμειξή του όμως με τους Anonymous και η δράση του, συναφής με εκείνη του διαβόητου Τζούλιαν Ασάνζ μπορεί να σημαίνει κάτι πιο βαθύ, αποκαλυπτικό για τις μεθόδους σπίλωσης μέσω fake news του αμερικανικού παρα-κράτους σε μια εποχή σοσιαλμηντιακής δημοκρατίας.
Για επιδόρπιο το δανέζικο Shorta, που συνέγραψαν και σκηνοθέτησαν οι Hviid και Olholm. Μπράβοσαν τα παλικάρια, εντυπωσιάστηκα. Αστυνομικό στο πέντιγκρι του Training Day, ξεκινά με σκηνή όπου το θύμα αστυνομικής βίας σκούζει “I can't breathe!” Talib Ben Hassi ο 19χρονος μετανάστης ο περί ου. Καταλαβαίνεις που πάει η δουλειά, θες όμως οι χειρουργικής ευκρίνειας διάλογοι, η πλαστικότητα του διδύμου good cop-bad cop που ερμηνεύουν αφκιασίδωτα οι Jacob Lohmann-Simon Sears και οι καλογυρισμένες σκηνές δράσης μου ανέτρεψαν την παγιωμένη άποψη πως οι γάλλοι είναι εκείνοι που αντιγράφουν καλύτερα τα αμερικάνικα αστυνομικά (αν και φαντάζει ιεροσυλία αν σκεφτείς τα δικά τους policiers μισό αιώνα και βάλε πίσω). Εννοείται ότι δε λείπει και το βαρύ και κλισέ δράμα μήπως και μας ξεφύγει το νόημα πως η αστυνομική βία μόνο αδιέξοδα φέρνει και εντονότερη αντίδραση από τους κοινωνικά αποκλεισμένους αποδέκτες της αλλά τα θετικά υπερσκελίζουν τις ανορθογραφίες στην τελική σούμα.
Κι είμαστε ακόμη στην αρχή, cineχίζουμε μέχρι την επόμενη Κυριακή και τα People Choice Awards. Stay tuned, επιστρέφω οσονούπω.
Η Regina King, δαφνοστεφανωμένη ως υποστηρικτική ερμηνεία στο προπέρσινο If Beale Street Could Talk του Barry Jenkins (Moonlight), δοκιμάζει σκηνοθετικά με το A Night in Miami και έχω να παρατηρήσω δυο πράγματα. Το πρώτο, βγάζει δυνατές ερμηνείες από το καστ, μια φανταστική τετράδα Μοχάμεντ Άλι-Σαμ Κούκ – Μάλκομ Χ και Τζίμι Μπράουν (φούτμπολ σταρ) δηλαδή την αφρόκρεμα των νέων, επιτυχημένων αφροαμερικανών στα 1964 που συναντώνται σύμφωνα με τον τίτλο και αγαπιούνται/μισιούνται και εντέλει συμπορεύονται στον κοινό αγώνα αφύπνισης κατά των φυλετικών διακρίσεων. Το δεύτερο ότι διαθέτει αισθητική συγενή του Jenkins, στα κοστούμια και την αναπαράσταση της εποχής. Για δαύτους αλλά και για οφθαλμοφανείς λόγους που έχουν να κάνουν με την Black Lives Matter εικόνα της Αμερικής του σήμερα, η ταινία θα έχει ούριο βραβευτικό άνεμο στο τέλος της χρονιάς.
Από το καλό στο καλύτερο τώρα. Nomadland της Chloe Zhao που είχε εντυπωσιάσει με το ανεξάρτητο The Rider και πλέον παίζει στην πρώτη κατηγορία της Fox Searchlight. Υπερ-πρωταγωνιστεί η Frances McDormand και σεγκοντάρουν οι David Strathairn και πλήθος αληθινών νομάδων, παριών που μάσησε και έφτυσε το αμερικανικό όνειρο της χρηματηστηριακής φούσκας και του ρήαλ εστέητ. Καθαρόαιμο ρόουντ μούβι σε άγνωστες περιοχές της αμερικανικής υπαίθρου με τις κακουχίες, τη σεμνή και έντιμη φτώχεια και την επιβίωση κάτω από συνθήκες που δεν υποψιάζεσαι καν παρακολουθώντας ταινίες του Χόλυγουντ. Η δε MacDormand, με το αυλακιασμένο πρόσωπο, το αποστεωμένο κορμί και μια δύναμη στο βλέμμα που καθηλώνει, οδεύει γοργά για δόξες που έχει ήδη δις γευτεί με Fargo και Three Bilboards. Ας επιτρέψει πάντως να σημειώσω ότι η αληθινή σταρ εδώ είναι η Zhao, η οποία σκηνοθετεί-γράφει-μοντάρει υπό ήχους γαλήνια μελαγχολικούς μια ελεγεία -σπονδή στην κακοτράχαλη φύση, τη μητέρα Γη που μας φιλοξενεί υπομονετικά οσότου περατώσουμε το ταξείδι της ζωής μέσα της.
Τα ντόκου δε λείπουν ποτέ από το μενού στο Τορόντο. Επέλεξα, λόγω ανάμειξης στην παραγωγή του πατριάρχη Errol Morris, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον spy-hactivism docudrama (ποιός ήρθε;) τιτλοφορούμενο Enemies of the State της Sonia Kennebeck (National Bird). Πρόκειται για μια οικογένεια, ζευγάρι με γιο που υπηρέτησαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες παραταύτα αναγκάστηκαν να αυτομολήσουν στον Καναδά (Τορόντο) ενώ στη συνέχεια ο γιος κατηγορήθηκε από το FBI κι εξέτισε ποινή ως τα τέλη του 2019 για διαδικτυακό μπούλινγκ. Η ανάμειξή του όμως με τους Anonymous και η δράση του, συναφής με εκείνη του διαβόητου Τζούλιαν Ασάνζ μπορεί να σημαίνει κάτι πιο βαθύ, αποκαλυπτικό για τις μεθόδους σπίλωσης μέσω fake news του αμερικανικού παρα-κράτους σε μια εποχή σοσιαλμηντιακής δημοκρατίας.
Για επιδόρπιο το δανέζικο Shorta, που συνέγραψαν και σκηνοθέτησαν οι Hviid και Olholm. Μπράβοσαν τα παλικάρια, εντυπωσιάστηκα. Αστυνομικό στο πέντιγκρι του Training Day, ξεκινά με σκηνή όπου το θύμα αστυνομικής βίας σκούζει “I can't breathe!” Talib Ben Hassi ο 19χρονος μετανάστης ο περί ου. Καταλαβαίνεις που πάει η δουλειά, θες όμως οι χειρουργικής ευκρίνειας διάλογοι, η πλαστικότητα του διδύμου good cop-bad cop που ερμηνεύουν αφκιασίδωτα οι Jacob Lohmann-Simon Sears και οι καλογυρισμένες σκηνές δράσης μου ανέτρεψαν την παγιωμένη άποψη πως οι γάλλοι είναι εκείνοι που αντιγράφουν καλύτερα τα αμερικάνικα αστυνομικά (αν και φαντάζει ιεροσυλία αν σκεφτείς τα δικά τους policiers μισό αιώνα και βάλε πίσω). Εννοείται ότι δε λείπει και το βαρύ και κλισέ δράμα μήπως και μας ξεφύγει το νόημα πως η αστυνομική βία μόνο αδιέξοδα φέρνει και εντονότερη αντίδραση από τους κοινωνικά αποκλεισμένους αποδέκτες της αλλά τα θετικά υπερσκελίζουν τις ανορθογραφίες στην τελική σούμα.
Κι είμαστε ακόμη στην αρχή, cineχίζουμε μέχρι την επόμενη Κυριακή και τα People Choice Awards. Stay tuned, επιστρέφω οσονούπω.