του Jon Stewart. Με τους Steve Carrell, Chris Cooper, Mackenzie Davis, Rose Byrne, Topher Grace, Natasha Lyonne, Debra Messing, C.J. Wilson, Brent Sexton.
Η μάχη του Ντιρλάκεν – Νταρλαντιρλάνταντα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Κατασκευάζοντας» τον τέλειο υποψήφιο
Ο χαρισματικός κωμικός και παρουσιαστής Jon Stewart έχει σφραγίσει τη γενιά του χάρη στην οξύτατη ματιά του στην πολιτική επικαιρότητα, μέσα από τη σατιρική, πολυβραβευμένη εκπομπή «The Daily Show», η οποία για πολλά χρόνια ήταν ο… «εφιάλτης» των ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ. Η εκπομπή, με τον Jon Stewart στο ρόλο του παρουσιαστή, προβαλλόταν από τις 11 Ιανουαρίου του 1999 έως τις 6 Αυγούστου του 2015, δηλαδή για πάνω από 15 χρόνια! Πλέον, την εκπομπή παρουσιάζει ο Trevor Noah. Αφότου Jon Stewart κατέβηκε οικειοθελώς από τη θέση του κορυφαίου πολιτικού σχολιαστή (λίγο πριν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέβει στην εξουσία), αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο ως σκηνοθέτης. Έχει παίξει σε ταινίες περαστασιακά ως ηθοποιός ενώ για δύο χρόνια ήταν ο κεντρικός παρουσιαστής των Όσκαρ: το 2006 και το 2008. Αυτή είναι η δεύτερη σκηνοθετική του δουλειά. Προηγήθηκε το «Άρωμα ελευθερίας» (Rosewater, 2014). Στη δεύτερη ταινία του βρήκε βρήκε συνοδοιπόρο τον Steve Carrell, έναν από τους πρώτους συνεργάτες του στο «The Daily Show» (από το 1999 έως το 2005).
Η έμπνευση για την ταινία Ακαταμάχητος (Irresistible) ήρθε από πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα από τις τοπικές εκλογές στην Georgia για μια θέση γερουσιαστή, την άνοιξη του 2017. Ήταν η πρώτη φορά που μια τόσο μικρή εκλογική αναμέτρηση προκάλεσε τόση αναταραχή και που οι αντίπαλοι υποψήφιοι προκάλεσαν τέτοιο δυσανάλογο θόρυβο στα media. Οι συγκεκριμένες προεκλογικές καμπάνιες μάλιστα ήταν οι πιο δαπανηρές στην ιστορία των ΗΠΑ σε αυτόν τον τομέα, καθώς Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ξόδεψαν 55 εκατομμύρια δολάρια!
Η υπόθεση: Ο Γκάρι Ζίμερ είναι αυθεντία στο να «δημιουργεί» νικητές πολιτικούς υποψήφιους για το κόμμα των Δημοκρατικών. Να εντοπίζει τον πιο κατάλληλο και να διοργανώνει την πλέον άψογη καμπάνια, μαζεύοντας χρήματα που θα βοηθήσουν τον υποψήφιο να πετύχει τον στόχο του, ενώ παράλληλα και ο ίδιος γεύεται μια ζωή γεμάτη απολαύσεις. Μετά από απανωτές ήττες, όμως, αντιλαμβάνεται πως οι Δημοκρατικοί έχουν χάσει το λαϊκό έρεισμα. Πως πλέον είναι σαν να απευθύνονται αποκλειστικά στην αστική ιντελιγκέντσια και στη λεγόμενη ελίτ των ΗΠΑ. Όταν ένας βοηθός του, του δείξει ένα βιντεάκι που έχει γίνει βάιραλ, στο οποίο ένας απολιτίκ πρώην πεζοναύτης, ο Τζακ Χέιστινγκς, μιλάει σε μια συνέλευση της μικρής, εγκαταλελειμμένης εν πολλοίς από την εξουσία πόλης στην οποία ζει, το Ντιρλάκεν του Γουισκόνσιν, ο Γκάρι θα αναθαρρήσει.
Πιστεύει πως στο πρόσωπο του Τζακ βρίσκει έναν υποψήφιο, ικανό όχι μόνον να κερδίσει τις τοπικές δημοτικές εκλογές και να γίνει δήμαρχος, αλλά – γιατί όχι – εν καιρώ, να κερδίσει και τις προεδρικές εκλογές! Ο Γκάρι πηγαίνει στο Ντιρλάκεν, πείθει τον Τζακ (και την κόρη του, την γοητευτική Νταϊάνα), να κατεβεί ως υποψήφιος και αναλαμβάνει την καμπάνια του. Αυτό που ξεκινάει ως μια ασήμαντη εκλογική αναμέτρηση σύντομα λαμβάνει απίστευτα μεγάλες διαστάσεις, καθώς το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων δεν μένει με σταυρωμένα χέρια και μπαίνει με τα δικά του όπλα στην αντιπαράθεση. Στην πορεία όλα θα κυλίσουν απρόβλεπτα και οι εκπλήξεις θα είναι πολύ περισσότερες από ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Η άποψή μας: Το... πρόβλημα με αυτήν την ταινία του Jon Stewart είναι το ίδιο με το πρόβλημα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ το οποίο αντιμετωπίζει και η απανταχού μη κομουνιστική Αριστερά στον δυτικό κόσμο. Δεν είναι ικανή (και ικανοί) να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο για τις μεγάλες μάζες, οι οποίες έχουν «μαγευτεί» από τον λαϊκισμό του Ντόναλντ Τραμπ και του κάθε νεοφιλελέ πολιτικού. Θέλω να πω, μια χαρά περνάς παρακολουθώντας την ταινία όντας σε mood χαλαρής διάθεσης. Και πλάκα έχει (όχι, δεν μιλάμε για ξεκαρδιστική κωμωδία αλλά σαφώς και έχει τις στιγμές της) και προβληματισμό θέτει και καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της καταθέτει. Δεν... πείθει όμως.
Θεωρώ πως ο Stewart την πάτησε ακριβώς επειδή θέλησε να λειάνει τις αιχμές του. Η πολιτική του σάτιρα μπορεί να παραπέμπει στο σινεμά του Frank Capra (ο οποίος by the way, ήταν βαθύτατα συντηρητικός, θερμός υποστηρικτής του Μουσολίνι και του Φράνκο, go figure) μόνο που το σινεμά του Capra είναι πλέον καλό μόνο ως ανάμνηση, όχι για να χρησιμοποιηθεί ως φόρμα αντιμετώπισης των σύγχρονων δεινών. Της χρειαζόταν μεγαλύτερη επιθετικότητα της ταινίας, πιο έντονος αμοραλισμός, ένας κυνισμός και μια διάθεση take no prisoners. Ο βολεμένος ιδεολόγος, που θέλει να πλησιάσει και να γοητεύσει τις μάζες μέσω ενός λαϊκού υποψηφίου, χωρίς να έχει ιδέα για το τι είναι λαϊκό, ήταν έξυπνη ιδέα αλλά στούκαρε.
Γιατί, εντάξει, μπορεί να μην ξέρει πώς να ανοίξει ένα μπουκάλι μπύρας ή να παραγγέλνει χάμπουργκερ σε ένα γερμανικού τύπου μπαρ (το Γουισκόνσιν και γενικά οι μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ διαθέτουν τα υψηλότερα ποσοστά εμιγκρέδων από τη Γερμανία και από τη Σκανδιναβία) – το κλασικό, οι πολιτικοί που δεν γνωρίζουν πόσο κάνει μια φραντζόλα ψωμί δηλαδή – αλλά ο ήρωας που υποδύεται ο Steve Carell οδηγεί το όλον στη φάρσα, όχι στη σάτιρα. Κι εκεί που θα έπρεπε να δίνει γροθιές – στο στομάχι, γιατί όχι – εντέλει πυροβολεί με άσφαιρα. Εκεί που το πιάνει καλά ο Stewart είναι πως ο καριερίστας των Δημοκρατικών (ο χαρακτήρας του Steve Carrell δηλαδή) δεν διαφέρει σε τίποτε από τον καριερίστα των Ρεπουμπλικάνων (πάντα απολαυστική η Rose Byrne). Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το έξυπνο πουλί, βεβαίως, από τη μύτη πιάνεται.
Χμ, εντάξει, υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον plot twist, το οποίο όμως και αυτό δεν ταράσσει – απλά ένα μειδίαμα προκαλεί. Δεν είναι κακό να βασιστούμε σε διαχρονικές αξίες του παρελθόντος – και ο ουμανισμός είναι η μόνη αξία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί επ' ουδενί και με κάθε κόστος – αλλά η αφέλεια δεν είναι καλός σύμβουλος. Και μερικά έξυπνα one liners δεν σώζουν την κατάσταση. Η ταινία ήταν από αυτές που έπεσαν θύματα του κορωναϊού, αφού ήταν να βγει στις αμερικάνικες αίθουσες τον περασμένο Μάιο, εντέλει όμως βγήκε σε VOD (Video On Demand) στα τέλη Ιούνη και θα έχει κινηματογραφική καριέρα σε ελάχιστες χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας. Έπεσε όμως κυρίως θύμα της επιλογής του σκηνοθέτη της να φτιάξει ένα παλιομοδίτικο φιλμ, στυλ «Swing Vote», όταν θα μπορούσε να δημιουργήσει με το υλικό που είχε στα χέρια του κάτι σαν το «Bulworth» ή το «Wag the Dog». Και το RESIST που προκύπτει μέσα από τον τίτλο της ταινίας διαλύεται ως φανταχτερό πυροτέχνημα. Ίσως την επόμενη φορά...
ΥΓ: Αυτό που κάνει η Mackenzie Davis στην αγελάδα στο πρώτο μισό της ταινίας – που έχει δηλαδή όλο το χέρι της μέσα στον κώλο της – το έχω κάνει κι εγώ, μουάχαχαχαχα. Δεν είναι κάτι kinky ή φετιχιστικό. Είναι τρόπος εξέτασης του γεννητικού συστήματος από το απευθυσμένο (ρε τι μάθαμε στην κτηνιατρική να πούμε). Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο μπορεί ο κτηνίατρος να διαπιστώσει αν μια αγελάδα κυοφορεί και να υπολογίσει σε ποιον μήνα της κύησης βρίσκεται. Ναι, γιατί μέσα από το απευθυσμένο μπορεί κανείς να ψηλαφίσει την μήτρα. Επίσης, αν είσαι φοιτητής κτηνιατρικής, πας (μιλάμε για αρχαία χρόνια) στα σφαγεία του Λαγκαδά για το μάθημα του κρεοσκωπικού ελέγχου και by the way κάνεις με την ευκαιρία και μάθημα μαιευτικής (40 – 50 νοματαίοι σε μία και μοναδική αγελάδα – μεγάλες στιγμές), είναι ξημερώματα, χειμώνας και κάνει και κρύο, ε, «εκεί μέσα» (στον κώλο της αγελάδας) βρίσκεις λίγη ζεστασιά, που τη χρειάζεσαι...
Η υπόθεση: Ο Γκάρι Ζίμερ είναι αυθεντία στο να «δημιουργεί» νικητές πολιτικούς υποψήφιους για το κόμμα των Δημοκρατικών. Να εντοπίζει τον πιο κατάλληλο και να διοργανώνει την πλέον άψογη καμπάνια, μαζεύοντας χρήματα που θα βοηθήσουν τον υποψήφιο να πετύχει τον στόχο του, ενώ παράλληλα και ο ίδιος γεύεται μια ζωή γεμάτη απολαύσεις. Μετά από απανωτές ήττες, όμως, αντιλαμβάνεται πως οι Δημοκρατικοί έχουν χάσει το λαϊκό έρεισμα. Πως πλέον είναι σαν να απευθύνονται αποκλειστικά στην αστική ιντελιγκέντσια και στη λεγόμενη ελίτ των ΗΠΑ. Όταν ένας βοηθός του, του δείξει ένα βιντεάκι που έχει γίνει βάιραλ, στο οποίο ένας απολιτίκ πρώην πεζοναύτης, ο Τζακ Χέιστινγκς, μιλάει σε μια συνέλευση της μικρής, εγκαταλελειμμένης εν πολλοίς από την εξουσία πόλης στην οποία ζει, το Ντιρλάκεν του Γουισκόνσιν, ο Γκάρι θα αναθαρρήσει.
Πιστεύει πως στο πρόσωπο του Τζακ βρίσκει έναν υποψήφιο, ικανό όχι μόνον να κερδίσει τις τοπικές δημοτικές εκλογές και να γίνει δήμαρχος, αλλά – γιατί όχι – εν καιρώ, να κερδίσει και τις προεδρικές εκλογές! Ο Γκάρι πηγαίνει στο Ντιρλάκεν, πείθει τον Τζακ (και την κόρη του, την γοητευτική Νταϊάνα), να κατεβεί ως υποψήφιος και αναλαμβάνει την καμπάνια του. Αυτό που ξεκινάει ως μια ασήμαντη εκλογική αναμέτρηση σύντομα λαμβάνει απίστευτα μεγάλες διαστάσεις, καθώς το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων δεν μένει με σταυρωμένα χέρια και μπαίνει με τα δικά του όπλα στην αντιπαράθεση. Στην πορεία όλα θα κυλίσουν απρόβλεπτα και οι εκπλήξεις θα είναι πολύ περισσότερες από ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Η άποψή μας: Το... πρόβλημα με αυτήν την ταινία του Jon Stewart είναι το ίδιο με το πρόβλημα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ το οποίο αντιμετωπίζει και η απανταχού μη κομουνιστική Αριστερά στον δυτικό κόσμο. Δεν είναι ικανή (και ικανοί) να αρθρώσει έναν πειστικό λόγο για τις μεγάλες μάζες, οι οποίες έχουν «μαγευτεί» από τον λαϊκισμό του Ντόναλντ Τραμπ και του κάθε νεοφιλελέ πολιτικού. Θέλω να πω, μια χαρά περνάς παρακολουθώντας την ταινία όντας σε mood χαλαρής διάθεσης. Και πλάκα έχει (όχι, δεν μιλάμε για ξεκαρδιστική κωμωδία αλλά σαφώς και έχει τις στιγμές της) και προβληματισμό θέτει και καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της καταθέτει. Δεν... πείθει όμως.
Θεωρώ πως ο Stewart την πάτησε ακριβώς επειδή θέλησε να λειάνει τις αιχμές του. Η πολιτική του σάτιρα μπορεί να παραπέμπει στο σινεμά του Frank Capra (ο οποίος by the way, ήταν βαθύτατα συντηρητικός, θερμός υποστηρικτής του Μουσολίνι και του Φράνκο, go figure) μόνο που το σινεμά του Capra είναι πλέον καλό μόνο ως ανάμνηση, όχι για να χρησιμοποιηθεί ως φόρμα αντιμετώπισης των σύγχρονων δεινών. Της χρειαζόταν μεγαλύτερη επιθετικότητα της ταινίας, πιο έντονος αμοραλισμός, ένας κυνισμός και μια διάθεση take no prisoners. Ο βολεμένος ιδεολόγος, που θέλει να πλησιάσει και να γοητεύσει τις μάζες μέσω ενός λαϊκού υποψηφίου, χωρίς να έχει ιδέα για το τι είναι λαϊκό, ήταν έξυπνη ιδέα αλλά στούκαρε.
Γιατί, εντάξει, μπορεί να μην ξέρει πώς να ανοίξει ένα μπουκάλι μπύρας ή να παραγγέλνει χάμπουργκερ σε ένα γερμανικού τύπου μπαρ (το Γουισκόνσιν και γενικά οι μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ διαθέτουν τα υψηλότερα ποσοστά εμιγκρέδων από τη Γερμανία και από τη Σκανδιναβία) – το κλασικό, οι πολιτικοί που δεν γνωρίζουν πόσο κάνει μια φραντζόλα ψωμί δηλαδή – αλλά ο ήρωας που υποδύεται ο Steve Carell οδηγεί το όλον στη φάρσα, όχι στη σάτιρα. Κι εκεί που θα έπρεπε να δίνει γροθιές – στο στομάχι, γιατί όχι – εντέλει πυροβολεί με άσφαιρα. Εκεί που το πιάνει καλά ο Stewart είναι πως ο καριερίστας των Δημοκρατικών (ο χαρακτήρας του Steve Carrell δηλαδή) δεν διαφέρει σε τίποτε από τον καριερίστα των Ρεπουμπλικάνων (πάντα απολαυστική η Rose Byrne). Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το έξυπνο πουλί, βεβαίως, από τη μύτη πιάνεται.
Χμ, εντάξει, υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον plot twist, το οποίο όμως και αυτό δεν ταράσσει – απλά ένα μειδίαμα προκαλεί. Δεν είναι κακό να βασιστούμε σε διαχρονικές αξίες του παρελθόντος – και ο ουμανισμός είναι η μόνη αξία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί επ' ουδενί και με κάθε κόστος – αλλά η αφέλεια δεν είναι καλός σύμβουλος. Και μερικά έξυπνα one liners δεν σώζουν την κατάσταση. Η ταινία ήταν από αυτές που έπεσαν θύματα του κορωναϊού, αφού ήταν να βγει στις αμερικάνικες αίθουσες τον περασμένο Μάιο, εντέλει όμως βγήκε σε VOD (Video On Demand) στα τέλη Ιούνη και θα έχει κινηματογραφική καριέρα σε ελάχιστες χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας. Έπεσε όμως κυρίως θύμα της επιλογής του σκηνοθέτη της να φτιάξει ένα παλιομοδίτικο φιλμ, στυλ «Swing Vote», όταν θα μπορούσε να δημιουργήσει με το υλικό που είχε στα χέρια του κάτι σαν το «Bulworth» ή το «Wag the Dog». Και το RESIST που προκύπτει μέσα από τον τίτλο της ταινίας διαλύεται ως φανταχτερό πυροτέχνημα. Ίσως την επόμενη φορά...
ΥΓ: Αυτό που κάνει η Mackenzie Davis στην αγελάδα στο πρώτο μισό της ταινίας – που έχει δηλαδή όλο το χέρι της μέσα στον κώλο της – το έχω κάνει κι εγώ, μουάχαχαχαχα. Δεν είναι κάτι kinky ή φετιχιστικό. Είναι τρόπος εξέτασης του γεννητικού συστήματος από το απευθυσμένο (ρε τι μάθαμε στην κτηνιατρική να πούμε). Ουσιαστικά, με αυτόν τον τρόπο μπορεί ο κτηνίατρος να διαπιστώσει αν μια αγελάδα κυοφορεί και να υπολογίσει σε ποιον μήνα της κύησης βρίσκεται. Ναι, γιατί μέσα από το απευθυσμένο μπορεί κανείς να ψηλαφίσει την μήτρα. Επίσης, αν είσαι φοιτητής κτηνιατρικής, πας (μιλάμε για αρχαία χρόνια) στα σφαγεία του Λαγκαδά για το μάθημα του κρεοσκωπικού ελέγχου και by the way κάνεις με την ευκαιρία και μάθημα μαιευτικής (40 – 50 νοματαίοι σε μία και μοναδική αγελάδα – μεγάλες στιγμές), είναι ξημερώματα, χειμώνας και κάνει και κρύο, ε, «εκεί μέσα» (στον κώλο της αγελάδας) βρίσκεις λίγη ζεστασιά, που τη χρειάζεσαι...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Σεπτεμβρίου 2020 από την Tulip Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική