Νύχτες Πρεμιέρας 2020 LIVE Ep.1 - "... μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή. Πολύ μικρή. Τόση δα. Ξεκινώντας με μιαν αντιγραφή, από το δελτίο τύπου σχετικά με την τελετή έναρξης: «Σε αισιόδοξο και συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020 η Τελετή Έναρξης του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, ταυτόχρονα στον θερινό κινηματογράφο της Αίγλης Ζαππείου και Ριβιέρας από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Φεστιβάλ, Λουκά Κατσίκα...». Μάλιστα. Η πανδημία μας έχει ξεσκίσει. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Και μέχρι να τελειώσει ή θα μάθουμε να ζούμε μαζί της, βρίσκοντας τρόπο να ξεπερνάμε τις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές δυσκολίες που απλώνει στο διάβα της ή θα παραιτηθούμε, θα μπούμε στις τρύπες μας και θα άδουμε όλοι μαζί το «Η ζωή εν τάφω».
Σε όλο τον κόσμο είχαμε ακυρώσεις κινηματογραφικών φεστιβάλ, μεταθέσεις ημερομηνιών ή φεστιβάλ νέου τύπου. Νέου τύπου, όπου ένα μέρος του φεστιβάλ λαμβάνει χώρα εκεί που πρέπει να λαμβάνουν χώρα τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, στις σκοτεινές αίθουσες δηλαδή ή (γιατί όχι;) στους θερινούς κινηματογράφους κι ένα άλλο μέρος διεξάγεται «ηλεκτρονικά», μέσα από προβολές ταινιών στο διαδίκτυο. Προφανώς και το δεύτερο μέρος δεν είναι και ό,τι καλύτερο αλλά είναι κι αυτό μια κάποια (προσωρινή ευελπιστούμε όλοι) λύση. Οπότε φίλτατοι, ναι, μπορούμε να κάνουμε «ανταποκρίσεις» από το φεστιβάλ της Αθήνας ενώ βρισκόμαστε τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Τσέστερφιλντ!
Μουάχαχαχαχα, τεχνολογία ρε φίλε. Αυτά είναι. Εννοείται πως δεν θα μπορέσουμε να γράψουμε για 40+ ταινίες, όπως κάναμε τα παλιά, καλά χρόνια, με τη φυσική μας παρουσία σε φεστιβάλ. Οτιδήποτε πάνω από 10 ταινίες θα είναι κατόρθωμα αυτήν τη φορά. Έτσι κι αλλιώς 21 είναι μόλις οι ταινίες που διατίθενται προς προβολή μέσω του διαδικτύου. Για να δούμε τι θα δούμε και τι θα πούμε μόλις δούμε. Πάμε για την πρώτη τριάδα ταινιών λοιπόν! Που, με τον έναν ή άλλο τρόπο, έχουν ως επίκεντρο της θεματικής τους την αγάπη: την πρώτη αγάπη στο γαλλικό φιλμ, την αδελφική αγάπη στο ελβετικό φιλμ και την γκέι «γκρίζα» αγάπη στο φιλμ από το Χονγκ Κονγκ.
Πρώτη ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε σε τούτη την «ανταπόκριση» είναι το γαλλικό 16 φορές άνοιξη (Seize printemps / Spring Blossom) της Suzanne Lindon. Στο φεστιβάλ συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, κουβαλώντας την «έγκριση» (label) του φεστιβάλ Καννών (ως επιλογή του φεστιβάλ αν τελικά διεξαγόταν) ενώ ήδη έχει προβληθεί στα φεστιβάλ του Τορόντο (στο τμήμα Discovery) και του Σαν Σεμπαστιάν (στο τμήμα New Directors). H 20χρονη Suzanne έγραψε το σενάριο της ταινίας στα 15 της χρόνια (!!!) και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε να τη σκηνοθετεί και είναι η πρωταγωνίστρια του πρώτου της φιλμ, ενώ τραγουδάει κιόλας σε αυτό! Σημαντική λεπτομέρεια: είναι κόρη δύο πολύ σημαντικών Γάλλων ηθοποιών: του Vincent Lindon και της Sandrine Kiberlain, που την απέκτησαν κατά τη διάρκεια του δεκαετούς γάμου τους – χώρισαν όταν η Suzanne ήταν οχτώ ετών.
Η υπόθεση: Η Σουζάν είναι ένα 16χρονο κορίτσι. Ζει με τους γονείς της και τη μεγαλύτερη αδελφή της στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού. Και... βαριέται. Αφόρητα. Κυρίως, τους συμμαθητές της και τα ενδιαφέροντά τους, που δεν της φαίνονται καθόλου ενδιαφέροντα. Καθημερινά, πηγαίνοντας στο σχολείο της, περνάει μπροστά από ένα μπιστρό, σε μια πλατεία που διαθέτει κι ένα θέατρο. Μια μέρα, την προσοχή της τραβάει ένας όμορφος, σαφώς μεγαλύτερός της, άνδρας. Είναι ο Ραφαέλ, 35χρονος ηθοποιός που παίζει σε παράσταση του συγκεκριμένου θεάτρου και πίνει συχνά τον καφέ του στο μπιστρό. Η Σουζάν περνάει από τις κρυφές ματιές σε ολοένα και πιο φανερές προσπάθειες να γνωρίσει τον Ραφαέλ, ο οποίος τις αντιλαμβάνεται τελικά. Και οι δυο τους τελικά συνάπτουν μια σχέση που κινείται μεταξύ παράξενης φιλίας και πλατωνικού έρωτα. Υπάρχει μέλλον σε μια τέτοιου είδους σχέση;
Η άποψή μας: Νεορομαντισμού το ανάγνωσμα. Και πολυεπίπεδο επίτευγμα το τελικό αποτέλεσμα. Η ταλαντούχα Suzanne Lindon, με τη βραχνή φωνή και τα ευλογημένα γονίδια, δεν κάνει κάτι ριζοσπαστικό, επαναστατικό ή πρωτοφανές. Έναν πρώτο έρωτα σκιαγραφεί με πολύ όμορφο τρόπο, κατορθώνοντας παράλληλα να αποφύγει τις προφανείς παγίδες στις οποίες θα έπεφτε με ενδεχόμενους λάθους χειρισμούς και επικίνδυνες σκηνοθετικές και σεναριακές επιλογές. Θέλω να πω, μια παραμυθία αλά «Λολίτα» θα μπορούσε σφόδρα να παρεξηγηθεί και να δημιουργήσει αντιδράσεις. Θα μου πεις, σκοπός της τέχνης είναι να προκαλεί και αντιδράσεις. Ok, fair enough, αλλά ενδεχόμενη σαρκική επαφή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους από τους οποίους ο ένας είναι ανήλικος θα οδηγούσε σε μια σειρά από ηθικά δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια.
Και εν πάση περιπτώσει δεν ήθελε να μας δείξει κάτι τέτοιο η κοπέλα. Για να καταλάβετε, το μόνο που μοιράζονται οι δύο ερωτευμένοι είναι σκέψεις, χαμόγελα, ματιές, αγγίγματα, αγκαλιές, φιλιά αλλά όχι στο στόμα και μουσικές. Εδώ να σημειώσουμε πως οι δύο σκηνές με την «ξαφνική», αρμονική χορογραφία των δυο τους, της Σουζάν και του Ραφαέλ, υπό τους ήχους υπέροχης μουσικής, είναι από τις πιο όμορφες της ταινίας, όντας και οι πλέον... σουρεάλ. Πάντα όμως στο πνεύμα του ρομαντισμού που διαπερνά όλη τη ραχοκοκαλιά του φιλμ. Α, μοιράζονται και βυσσινάδα με λεμονάδα: αξίζει μιας δοκιμής αυτό, σωστά;
Η ταινία τοποθετείται χρονικά στο τώρα και κάτι που κάνει εντύπωση είναι η παντελής απουσία της τεχνολογίας και των social media από την εικόνα. Η Σουζάν θα μπορούσε να υπερνικήσει τη βαρεμάρα της παίζοντας κάποιο σούπερ γουάου παιχνίδι σε κάποια hitech κονσόλα ή να περνάει όλη της τη μέρα χαριεντιζόμενη στο fb ή βγάζοντας duck face πόζες στο instagram. Θα μπορούσε. Δεν το κάνει όμως. Αντ' αυτού, κρατάει στο χέρι της και διαβάζει όποτε μπορεί ένα κατακόκκινο βιβλίο του Μπορίς Βιάν! «Πως μου τη δίνουν οι δικοί μου Θε μου/ κι οι βαρετοί συμμαθητέ μου», που έλεγε και ο Σαββόπουλος; Ε, αυτό. Επίσης, βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια σκηνοθετική επιλογή. Ελπίζω δηλαδή να είναι συνειδητή επιλογή κι όχι τυχαίο εύρημα, το οποίο διαπίστωσα μοναχός μου, όπερ σημαίνει, γεράσαμε Θόδωρε.
Αλλά όχι, δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Τα κάδρα είναι πολύ σταθερά και η κάμερα σπάνια κινείται. Εντέλει, όμως, φαίνεται πως η κάμερα είναι στο χέρι. Και κάθε λίγο ένα ανεπαίσθητο τίναγμα «κουνάει» το κάδρο, σαν ένα τικ, που πρέπει να προσέξεις πολύ για να το αντιληφθείς. Γιατί; Χμ, επειδή η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση είναι ένα γεγονός βίαιο, αλλά η Σουζάν έχει την ωριμότητα να το χειριστεί με τον δικό της τρόπο ώστε αυτή η μετάβαση να γίνει όσο το δυνατόν πιο ομαλά; Με παρουσιαστικό που παραπέμπει στη Charlotte Gainsbourg (τέκνο επίσης διάσημων και ταλαντούχων γονέων, του Serge Gainsbourg και της Jane Birkin) και πείθοντας γενικώς ως 16χρονη στην ταινία, η Suzanne Lindon κερδίζει το στοίχημα.
Κι αυτό γιατί πέρα όλων των άλλων, δεν πέφτει στην παγίδα της ακατάσχετης πολυλογίας (χαρακτηριστικό πάμπολλων γαλλικών ταινιών) και κρατάει το όλον σε ένα στακάτο και συμπαγές τελικό αποτέλεσμα διαρκείας μόλις 73 λεπτών. Να πούμε και δύο λόγια για τον Arnaud Valois, που έχει και το κατάλληλο παρουσιαστικό και την κατάλληλη υποκριτική δυναμική για να υπηρετήσει το ρόλο του. Ναι, δεν μπορεί να... κάνει το δέντρο, όπως του ζητάει ο σκηνοθέτης του θεατρικού στο οποίο συμμετέχει ούτε καταφέρνει να πείσει την Σουζάν να ανέβει στο μηχανάκι του (από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας) αλλά αντιμετωπίζει τη δική του βαρεμάρα με έναν τρόπο απολύτως ειλικρινή και παιχνιδιάρικο. Θα είναι για πάντα ο πρώτος έρωτας της Σουζάν. Και τίποτε δεν θα μπορέσει να τον βγάλει από τη μνήμη της. Και από την καρδιά της.
(η ταινία έχει τη δεύτερη προβολή της την Τετάρτη 30/09, στις 19.30, στον θερινό ΛΑΪΣ, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
Συνεχίζουμε το κινηματογραφικό μας ταξίδι με μια ταινία από την Ελβετία. Τίτλος της: Η μικρή μου αδελφή (Schwesterlein / My Little Sister) των Stéphanie Chuat και Véronique Reymond. Η ταινία λαμβάνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του περασμένου Φεβρουαρίου και αποτελεί την επίσημη πρόταση της Ελβετίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, διεκδικώντας μια θέση στην πεντάδα της επόμενης απονομής – όποτε κι όπως κι αν γίνει αυτή. Το δημιουργικό δίδυμο πίσω από την ταινία προέρχεται από την γαλλόφωνη Ελβετία. Ξεκίνησαν τη συνεργασία τους από την κοινή τους αγάπη για το θέατρο. Αρχικά, ανέβαζαν παραστάσεις για συγγενείς και φίλους, έπειτα οδήγησαν το θεατρικό τους πάθος στους δρόμους κι εντέλει στη θεατρική σκηνή. Όταν αποφάσισαν να ενθέσουν βιντεοσκοπημένα κομμάτια στις θεατρικές τους παραστάσεις ενθουσιάστηκαν από το νέο – γι' αυτές – δραματουργικό μέσο. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που συνσκηνοθετούν (συνυπογράφοντας και το σενάριο) μετά το «La petite chambre» (2010). Έχουν επίσης γυρίσει μαζί δύο ντοκιμαντέρ, μικρού μήκους ταινία και τηλεοπτική σειρά!
Η υπόθεση: Η Λίζα Νίλσεν είναι μια ταλαντούχα θεατρική συγγραφέας, η οποία εγκατέλειψε το αγαπημένο της Βερολίνο προκειμένου να ακολουθήσει τον σύζυγό της, τον Μάρτιν, στο κυνήγι της δικής του καριέρας. Ο Μάρτιν είναι διευθυντής μιας διάσημης ιδιωτικής σχολής για τέκνα ολιγαρχών ανά τον κόσμο, η οποία βρίσκεται στο μικρό, χειμερινό, ελβετικό ριζόρτ Λεϊσίν. Το σχέδιο είναι να μείνουν εκεί για λίγο καιρό και μετά να επιστρέψουν στο Βερολίνο. Η Λίζα μεγαλώνει τα δυο τους παιδιά ενώ παράλληλα διδάσκει λογοτεχνία στην πρεστιζάτη σχολή. Όταν ο μεγαλύτερος κατά δύο λεπτά δίδυμος αδελφός της Σβεν ανακαλύπτει ότι πάσχει από λευχαιμία, η Λίζα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να του συμπαρασταθεί.
Η υπόθεση: Η Λίζα Νίλσεν είναι μια ταλαντούχα θεατρική συγγραφέας, η οποία εγκατέλειψε το αγαπημένο της Βερολίνο προκειμένου να ακολουθήσει τον σύζυγό της, τον Μάρτιν, στο κυνήγι της δικής του καριέρας. Ο Μάρτιν είναι διευθυντής μιας διάσημης ιδιωτικής σχολής για τέκνα ολιγαρχών ανά τον κόσμο, η οποία βρίσκεται στο μικρό, χειμερινό, ελβετικό ριζόρτ Λεϊσίν. Το σχέδιο είναι να μείνουν εκεί για λίγο καιρό και μετά να επιστρέψουν στο Βερολίνο. Η Λίζα μεγαλώνει τα δυο τους παιδιά ενώ παράλληλα διδάσκει λογοτεχνία στην πρεστιζάτη σχολή. Όταν ο μεγαλύτερος κατά δύο λεπτά δίδυμος αδελφός της Σβεν ανακαλύπτει ότι πάσχει από λευχαιμία, η Λίζα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να του συμπαρασταθεί.
Μέχρι και μυελό των οστών του προσφέρει σε μια μεταμόσχευση που ενδεχομένως να του σώσει τη ζωή. Ο Σβεν είναι πασίγνωστος ηθοποιός της σημαντικότερης θεατρικής σκηνής του Βερολίνου. Το μόνο που ονειρεύεται είναι να παίξει και πάλι τον αγαπημένο του «Άμλετ» στο θέατρο, έργο που ξέρει απ' έξω και ανακατωτά. Ο σκηνοθέτης, όμως, και πρώην σύντροφος της αδελφής του, φοβάται πως ο Σβεν δεν είναι σε θέση να τα καταφέρει. Η Λίζα τα βάζει με όλους και όλα προκειμένου να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αδελφού της. Ακόμα και καινούργιο θεατρικό μονόλογο ετοιμάζει μετά από χρόνια, μόνο για εκείνον. Το ζήτημα είναι αν η μεταμόσχευση θα πετύχει...
Η άποψή μας: Δεν είναι συχνό το φαινόμενο να παρακολουθούμε σε μια ταινία την απεριόριστη αγάπη ανάμεσα σε δύο ενήλικα αδέλφια διαφορετικού φύλου. Αντιθέτως, το θέμα μιας θανατηφόρου αρρώστιας με την οποία νοσεί κάποιος ήρωας και τον αντίκτυπο – συναισθηματικό κατά βάση – που έχει αυτή στον ίδιο και στους γύρω του, το έχουμε δει πάμπολλες φορές. Ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει σε απερίγραπτο, δακρύβρεχτο και άθλιο μελόδραμα στα όρια του exploitation. Το έχουμε συναντήσει άπειρες φορές. Είναι σιχαμερό. Ευτυχώς, εδώ οι δύο σκηνοθέτριες αποφεύγουν επιμελώς την παγίδα. Και το κάνουν αυτό παρά το γεγονός ότι σεναριακά δεν χάνουν την ευκαιρία να φορτώσουν (ίσως και να παραφορτώσουν) το υλικό τους με κάθε είδους συναισθηματικά εκμεταλλεύσιμα στοιχεία. Μέχρι και... απαγωγή παιδιών έχουμε για να καταλάβετε! Δηλαδή, δεν μας φτάνει ο καρκίνος, ας βάλουμε κι άλλα πράγματα για να... ταλαιπωρήσουμε τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές.
Η άποψή μας: Δεν είναι συχνό το φαινόμενο να παρακολουθούμε σε μια ταινία την απεριόριστη αγάπη ανάμεσα σε δύο ενήλικα αδέλφια διαφορετικού φύλου. Αντιθέτως, το θέμα μιας θανατηφόρου αρρώστιας με την οποία νοσεί κάποιος ήρωας και τον αντίκτυπο – συναισθηματικό κατά βάση – που έχει αυτή στον ίδιο και στους γύρω του, το έχουμε δει πάμπολλες φορές. Ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε να εξοκείλει σε απερίγραπτο, δακρύβρεχτο και άθλιο μελόδραμα στα όρια του exploitation. Το έχουμε συναντήσει άπειρες φορές. Είναι σιχαμερό. Ευτυχώς, εδώ οι δύο σκηνοθέτριες αποφεύγουν επιμελώς την παγίδα. Και το κάνουν αυτό παρά το γεγονός ότι σεναριακά δεν χάνουν την ευκαιρία να φορτώσουν (ίσως και να παραφορτώσουν) το υλικό τους με κάθε είδους συναισθηματικά εκμεταλλεύσιμα στοιχεία. Μέχρι και... απαγωγή παιδιών έχουμε για να καταλάβετε! Δηλαδή, δεν μας φτάνει ο καρκίνος, ας βάλουμε κι άλλα πράγματα για να... ταλαιπωρήσουμε τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές.
Κοιτάξτε τώρα τι γίνεται: όλο αυτό σώζεται από τη σκηνοθετική αντιμετώπιση του υλικού και από τις ερμηνείες. Οι δημιουργοί της ταινίας έχοντας παρελθόν στο ντοκιμαντέρ, πετυχαίνουν αυτήν την τόσο απαιτούμενη αποστασιοποίηση. Αρκετή για να μην ξεφτιλίσουν την ταινία αλλά και τέτοια ώστε να μην είναι απαγορευτική η συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Απουσιάζει δηλαδή το στεγνό, χειρουργικό, αποστειρωμένο βλέμμα. Και αυτή η ισορροπία είναι θαυμαστή. Είναι όμως και πολύ τυχερές καθώς διαθέτουν και δύο τρομερούς ηθοποιούς στους κεντρικούς ρόλους. Ό,τι και να πούμε για τη Nina Hoss είναι λίγο. Η μούσα του Christian Petzold είναι εκπληκτική για άλλη μια φορά σε έναν πιο γήινο ρόλο.
Η επιμονή της, η αυτοθυσία της, η ευαισθησία της και η απέραντη αγάπη της για τον αδελφό της την κάνει να μην μπορεί να διαχειριστεί την πραγματικότητα ως πραγματικότητα. Είναι ξεροκέφαλη και στα όρια του παράλογου αλλά έχει και τα δίκια της. Το ξέσπασμά της στα απανωτά «Λυπάμαι, αλλά...» είναι συγκλονιστικό και εντελώς σε συνάφεια με τον χαρακτήρα της. Από την άλλη ο Lars Eidinger (6 μήνες μικρότερος από την Hoss στην πραγματικότητα κι ας υποδύεται τον κατά δύο λεπτά μεγαλύτερο αδελφό της) είναι υπέροχος στον δικό του, σαφώς πιο αβανταδόρικο ρόλο του. Τον οποίο όμως επιλέγει να παίξει με τέτοιον τρόπο ώστε να μην επισκιάσει την Hoss και να μην εκμεταλλευτεί (με την κακή έννοια) τις μελοδραματικές ευκαιρίες που του δίνονται. Ο Eidinger έχει όντως γράψει ιστορία με τις θεατρικές του ερμηνείες στην Schaubühne του Βερολίνου ως Άμλετ αλλά και ως Ριχάρδος ο Τρίτος! Στους σειράκηδες θα είναι ίσως γνωστός από την εμφάνισή του στα «Sense8» και «Babylon Berlin» ενώ οι πιο πρόσφατες κινηματογραφικές του εμφανίσεις σε ταινίες που παίχτηκαν στην Ελλάδα ήταν με μικρούς ρόλους στα «Ντάμπο» του Μπάρτον και «Μαύρη τρύπα» της Ντενί και με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα».
Κάθε φορά που οι δυο τους είναι στην οθόνη, κάθεσαι και τους απολαμβάνεις. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση που δίνει η ταινία είναι αυτή του «παίζω». Όταν είμαστε παιδιά αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι συνθήκες, είναι να παίζουμε. Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική μας εγγύτητα με την αθανασία. Κι όταν μεγαλώνουμε, πάλι να παίξουμε επιθυμούμε με κάθε μας κύτταρο. Γιατί το παίξιμο μας κρατάει ζωντανούς. Έτσι πιστεύει ο Σβεν ότι θα νικήσει την αρρώστια: παίζοντας τον αγαπημένο του Άμλετ. Το ίδιο πιστεύει και η Λίζα. Η οποία την κρίσιμη νύχτα, κατεβαίνει στο αίθριο μπροστά από την πολυκατοικία της και παίζει με τα χώματα, μαζί με ένα κοριτσάκι, χωρίς να μιλάνε. Γι' αυτό και η διαρκής αναφορά στο «Χάνσελ και Γκρέτελ»: παιδιά είμαστε και παίζουμε, κι αυτό μπορεί να μας οδηγήσει εντέλει στην ενηλικίωση (το σπίτι από ζαχαρωτά) όπου παύουμε να παίζουμε (σταματάμε να κάνουμε δηλαδή αυτό που μας οδήγησε στην ενηλικίωση) με κίνδυνο να μας φάει η κακιά μάγισσα, αφού πρώτα μας ταΐσει για να παχύνουμε!!! Ο μονόλογος που γράφει εντέλει η Λίζα για τον αδελφό της είναι πάρα πολύ δυνατός, σε μια ταινία που σε κανένα σημείο της δεν χάνει το ενδιαφέρον της, απευθυνομένη στο μεγάλο κοινό με τρόπο που αξίζει της προσοχής του.
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
Τελευταία ταινία για αυτήν την «ανταπόκριση», η πιο αδύναμη από τις τρεις. Τίτλος της: Ένα φιλί στο λυκόφως (Suk suk / Twilight's Kiss) του Ray Yeung, από το Χονγκ Κονγκ. Αυτή είναι η τρίτη ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη μετά τα φιλμ «Cut Sleeve Boys» (2006) και «Front Cover» (2015). Στις Νύχτες Πρεμιέρας αποτελεί τμήμα του προγράμματος «Τα αγαπημένα των φεστιβάλ». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Μπουσάν τον Οκτώβριο του 2019 ενώ την πανευρωπαϊκή της πρεμιέρα την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου έλαβε μέρος στο τμήμα «Πανόραμα», διεκδικώντας το βραβείο Teddy.
Η υπόθεση: Ο Πακ είναι ένας παντρεμένος με δύο παιδιά 70χρονος οδηγός ταξί στο Χονγκ Κονγκ, που αρνείται να συνταξιοδοτηθεί. Ο Χόι είναι ένας 65χρονος συνταξιούχος, διαζευγμένος, που μεγάλωσε μόνος του τον γιο του. Αν και οι δυο τους είναι γκέι και κρύβουν την πραγματική σεξουαλική τους ταυτότητα, είναι περήφανοι για τις οικογένειές τους, τις οποίες συντήρησαν μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και στερήσεων. Ο Πακ και ο Χόι θα συναντηθούν μια μέρα σε ένα πάρκο, γκέι στέκι, εκεί όπου ο Πακ απλά θέλει να «ψωνιστεί» ενώ ο Χόι θέλει κάτι παραπάνω και κυρίως συντροφικότητα. Η πρώτη συνάντηση δεν πάει καλά. Οι δυο άντρες είναι εντελώς διαφορετικοί ως χαρακτήρες αλλά έχουν και διαφορετικά πιστεύω: ο Πακ είναι άθεος ενώ ο Χόι είναι χριστιανός. Στη δεύτερη συνάντησή τους τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα. Οι δυο τους γίνονται ζευγάρι. Κανείς, όμως, από το οικείο περιβάλλον τους δεν ξέρει την αλήθεια γι' αυτούς. Θα μπορέσει η σχέση τους να αντέξει;
Η άποψή μας: Θα ξεκινήσω με κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Στο πρώτο πεντάλεπτο της ταινίας ο Πακ μπαίνει στο φτωχικό διαμέρισμά του και βλέπεις σε πρώτο πλάνο ένα... τεράστιο σεμεδάκι να καλύπτει το 50% της τηλεοπτικής συσκευής! Μουάχαχαχαχαχαχα. Προσπάθησα να δω στο imdb αν υπάρχει κάποιος Έλληνας στην διεύθυνση παραγωγής της ταινίας: τζίφος! Μάλλον λοιπόν έχουμε κάτι κοινό οι Έλληνες με τους ΧονγκΚονγκνέζους, κάτι που εντέλει μας ενώνει (μ.γ.δ.). Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι ταυτόχρονα πολύ τολμηρή και πρωτοπόρα και από την άλλη συντηρητική και χωρίς να κάνει το κρίσιμο παραπάνω βήμα. Ο σκηνοθέτης της επιλέγει να παρουσιάσει μια ιστορία η οποία είναι αντιεμπορική για δύο λόγους: έχει πρωταγωνιστές οι οποίο είναι εμ γκέι εμ παππούδες – στην κυριολεξία! Κι όμως, κατορθώνει να γυρίσει μια ταινία αρκούντως ενδιαφέρουσα, τρυφερή και γιατί όχι, ελκυστική για τον μέσο θεατή.
Η υπόθεση: Ο Πακ είναι ένας παντρεμένος με δύο παιδιά 70χρονος οδηγός ταξί στο Χονγκ Κονγκ, που αρνείται να συνταξιοδοτηθεί. Ο Χόι είναι ένας 65χρονος συνταξιούχος, διαζευγμένος, που μεγάλωσε μόνος του τον γιο του. Αν και οι δυο τους είναι γκέι και κρύβουν την πραγματική σεξουαλική τους ταυτότητα, είναι περήφανοι για τις οικογένειές τους, τις οποίες συντήρησαν μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς και στερήσεων. Ο Πακ και ο Χόι θα συναντηθούν μια μέρα σε ένα πάρκο, γκέι στέκι, εκεί όπου ο Πακ απλά θέλει να «ψωνιστεί» ενώ ο Χόι θέλει κάτι παραπάνω και κυρίως συντροφικότητα. Η πρώτη συνάντηση δεν πάει καλά. Οι δυο άντρες είναι εντελώς διαφορετικοί ως χαρακτήρες αλλά έχουν και διαφορετικά πιστεύω: ο Πακ είναι άθεος ενώ ο Χόι είναι χριστιανός. Στη δεύτερη συνάντησή τους τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα. Οι δυο τους γίνονται ζευγάρι. Κανείς, όμως, από το οικείο περιβάλλον τους δεν ξέρει την αλήθεια γι' αυτούς. Θα μπορέσει η σχέση τους να αντέξει;
Η άποψή μας: Θα ξεκινήσω με κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Στο πρώτο πεντάλεπτο της ταινίας ο Πακ μπαίνει στο φτωχικό διαμέρισμά του και βλέπεις σε πρώτο πλάνο ένα... τεράστιο σεμεδάκι να καλύπτει το 50% της τηλεοπτικής συσκευής! Μουάχαχαχαχαχαχα. Προσπάθησα να δω στο imdb αν υπάρχει κάποιος Έλληνας στην διεύθυνση παραγωγής της ταινίας: τζίφος! Μάλλον λοιπόν έχουμε κάτι κοινό οι Έλληνες με τους ΧονγκΚονγκνέζους, κάτι που εντέλει μας ενώνει (μ.γ.δ.). Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι ταυτόχρονα πολύ τολμηρή και πρωτοπόρα και από την άλλη συντηρητική και χωρίς να κάνει το κρίσιμο παραπάνω βήμα. Ο σκηνοθέτης της επιλέγει να παρουσιάσει μια ιστορία η οποία είναι αντιεμπορική για δύο λόγους: έχει πρωταγωνιστές οι οποίο είναι εμ γκέι εμ παππούδες – στην κυριολεξία! Κι όμως, κατορθώνει να γυρίσει μια ταινία αρκούντως ενδιαφέρουσα, τρυφερή και γιατί όχι, ελκυστική για τον μέσο θεατή.
Μέσω της ταινίας ο σκηνοθέτης μένει πιστός στο στρατευμένο σινεμά του για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στη χώρα του. Και θέτει επί τάπητος και μια ρηξικέλευθη διεκδίκηση: τη δημιουργία γηροκομείου αποκλειστικά για γκέι στο Χονγκ Κονγκ. Οι σκηνές αυτές, των συνελεύσεων, έχουν μια ντοκιμαντερίστικη αύρα και φέρνουν στο νου τις συνεδριάσεις στο «120 χτύποι το λεπτό», μόνο που είναι πιο θετικές, πιο αστείες. Από εκεί και πέρα καταλαβαίνεις πως στις ερωτικές σκηνές έχει μια αμηχανία. Αμηχανία, συνδυασμένη με μια αίσθηση ντροπαλού σεβασμού προς τους θεατές και τους πρωταγωνιστές του. Να μην ξεφύγει το πράγμα. Δεν είναι ο Bruce La Bruce ο άνθρωπος. Οπότε, χάδια και φιλιά και spooning. Αλλά, είπαμε, αμήχανα. Γιατί δεν θέλει να τρομάξει τους πιο συντηρητικούς από τους θεατές του.
Είναι που είναι προχώ η θεματική αν είναι προχώ και η παρουσίαση, δύσκολα τα πράγματα. Οπότε, μπαίνει στο κάδρο το σαράκι του παλιομοδίτικου. Που εντάξει, είναι θεμιτό, ίσως και να βοηθάει στη δημιουργία ενός καλοδεχόμενου ρομαντισμού αλλά δυστυχώς αγγίζει το κιτς. Ιδίως με το τραγουδάκι που ακούγεται σε μία κρίσιμη σκηνή (αλλά και στους τίτλους τέλους) με το γρασιδάκι και τον ήλιο που καίει κτλ κτλ, μεγάλη ξενέρα. Συν τοις άλλοις το subplot με τον Χριστιανισμό οδηγεί σε αδιέξοδο και ο σκηνοθέτης δείχνει πως δεν ξέρει πώς να κλείσει την ταινία του. Με happy end; Με unhappy end; Με... no end; Επιλέγει το τρίτο.
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
(η ταινία είχε μία και μοναδική προβολή / μπορείτε να τη δείτε διαδικτυακά από την πλατφόρμα του aiff μέχρι τις 11 Οκτωβρίου)
Θόδωρος Γιαχουστίδης