του Sebastián Borensztein. Με τους Ricardo Darín, Luis Brandoni, Chino Darín, Verónica Llinás, Daniel Aráoz, Carlos Belloso, Rita Cortese, Andrés Parra.
«Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Φτάνει ένα σημείο στο οποίο δεν μπορείς παρά να φωνάξεις «Αρκετά»!
Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 22 Απριλίου του 1963 στο Μπουένος Άιρες, Αργεντινός Sebastián Borensztein. Οι προηγούμενες τέσσερις της φιλμογραφίας του είναι οι εξής: «La suerte está echada» (2005), «Sin memoria» (2010), Η αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό (Un cuento chino, 2011) και Ο πιλότος (Kóblic, 2016). Ο Ricardo Darín, πρωταγωνιστής της ταινίας με την οποία ασχολούμαστε εδώ, ήταν πρωταγωνιστής και στις δύο προηγούμενες ταινίες του συμπατριώτη του. Και (καθόλου τυχαίο) οι τρεις αυτές ταινίες είναι και οι μόνες του Borensztein οι οποίες βρήκαν κινηματογραφική διανομή και στη χώρα μας.
Η ταινία Ηρωικά Χαμένοι (La Odisea De Los Giles / Heroic Losers) ξεκίνησε την κινηματογραφική της διαδρομή με το άνοιγμά της πέρσι τον Δεκαπενταύγουστο στην Αργεντινή. Την φεστιβαλική της καριέρα την ξεκίνησε στο περσινό φεστιβάλ του Τορόντο. Ήταν η επίσημη πρόταση της Αργεντινής για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Και είναι η πρώτη ταινία στην οποία ο Ricardo Darín συμπρωταγωνιστεί με τον γιο του, Chino Darín, ο οποίος υποδύεται τον... γιο του!
Η υπόθεση: Αλσίνα, Αργεντινή, Δεκέμβριος 2001. Μια παρέα φίλων και γειτόνων προσπαθεί να μαζέψει χρήματα προκειμένου να τα επενδύσει σε έναν αγροτικό συνεταιρισμό. Με αυτόν τον τρόπο τα μέλη της παρέας θεωρούν ότι θα τονωθεί η οικονομία της μικρής τους πόλης. Μαζεύοντας τις οικονομίες που είχε φυλαγμένες ο καθένας για μια δύσκολη στιγμή, συγκεντρώνουν ένα σεβαστό ποσό σε δολάρια, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση, τα θεμέλια προκειμένου το όνειρό τους να γίνει πραγματικότητα. Ο Φερμίν, άτυπος αρχηγός της ομάδας, πείθεται, αντί να έχει φυλαγμένα τα δολάρια σε μια θυρίδα στην τοπική τράπεζα, να ανοίξει λογαριασμό σε πέσος. Ο διευθυντής της τραπέζης του υπόσχεται πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να διασφαλίσουν δάνειο και να πάρουν τα χρήματα που τους υπολείπονται για να ξεκινήσουν.
Όμως, την επόμενη μέρα από εκείνη κατά την οποία ο Φερμίν μετατρέπει τα δολάρια στη θυρίδα σε πέσος σε λογαριασμό, η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής καταρρέουν. Η παρέα τα χάνει όλα. Απελπισία. Σύντομα, όμως, θα καταλάβουν ότι δεν έχουν πέσει θύματα μόνο της οικονομικής κρίσης, αλλά κι ενός ασυνείδητου δικηγόρου και του διευθυντή της τραπέζης, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Έχει έρθει η ώρα να συντονιστούν, να καταστρώσουν μια περίτεχνη ληστεία και να επανακτήσουν ό, τι δικαιωματικά τους ανήκει.
Η άποψή μας: Στην αργεντίνικη σλανγκ «gil» είναι ο χαζούλης, ο ανόητος, ο βλάκας και «giles» είναι η ίδια λέξη στον πληθυντικό αριθμό. Οπότε, ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας μπορεί να μεταφραστεί ως κάτι σαν «Η οδύσσεια των παλαβιάρηδων». Ποιοι είναι οι παλαβιάρηδες; Οι φτωχοί πρωταγωνιστές της ταινίας. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Οι μεροκαματιάρηδες. Οι μη έχοντες στον ήλιο μοίρα. Αυτοί που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ονειρεύονται. Τι γίνεται όμως όταν τους κλέβουν τα όνειρά τους; Στην σκληρή πραγματικότητα, απολύτως τίποτα. Κάποιες, ελάχιστες φορές, γεννιούνται επαναστάσεις. Συνήθως, όμως, σκύβουν το κεφάλι και συνεχίζουν. Όχι όμως οι πρωταγωνιστές της ταινίας μας. Αυτοί αποφασίζουν να αντισταθούν. Και αντιστέκονται...
Ανοίγει μεγάλη παρένθεση. Αλήθεια, πώς γίνεται όταν το κεφάλαιο επαλειμμένα και αποδεδειγμένα κλέβει (κυριολεκτικά και μεταφορικά – άπειρα τα παραδείγματα ακόμα και μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια μόνον στην Ελλάδα) από το δημόσιο, από τους ανίσχυρους, από τους πένητες, να μην είναι αυτό ποινικά κολάσιμο και όταν (ελάχιστες φορές, το ξαναλέμε) έρχεται το ευλογημένο payback, αυτό να είναι καταδικαστέο και βδελυρό; Θέλω να πω, πως οι φίλοι μας αποφασίζουν να κλέψουν τον ιταμό δικηγόρο για να πάρουν πίσω τα κλεμμένα. Κλέβουν δηλαδή. Κανονικά. Αλλά αποφασίζουν να κρατήσουν για τον εαυτούς τους μόνον όσα τους έκλεψε εκείνος. Ηθική Παλιάς Διαθήκης δηλαδή. Dodgy, που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι. Με αυτόν τον τρόπο ο Borensztein πηδάει έναν κρίσιμο σκόπελο. Κλείνει η μεγάλη παρένθεση.
Από εκεί και πέρα εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνικά ευαίσθητη δραματική κωμωδία με στοιχεία περιπέτειας. Εντελώς τυχαία (ή μήπως όχι;) δεν έχουν περάσει πολλές βδομάδες από τότε που βγήκε στους κινηματογράφους της χώρας μας μια άλλη αργεντίνικη ταινία, το Κόλπο του αιώνα. Εκεί, η μάχη των φτωχοδιαβόλων ήταν εναντίον του κράτους με τη γενική και απρόσωπη έννοια. Σε σχέση με τούτη την ταινία ήταν περισσότερο επικεντρωμένη στο στήσιμο της ληστείας, δεν είχε πολιτικές αιχμές (έστω στρογγυλεμένες) και ο παράγοντας χιούμορ ήταν περισσότερο τονισμένος. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για δύο ταινίες με τις οποίες ο θεατής περνάει καλά παρακολουθώντας τες.
Έχει πλάκα εδώ το γεγονός πως ένα «μέλος» της συμμορίας είναι αναρχικός, οπαδός του Μπακούνιν, ένα άλλο μέλος είναι παθιασμένος περονιστής, ο Φερμίν έμεινε στη συλλογική μνήμη της μικρής κοινότητας από την οποία προέρχεται ως πολλά υποσχόμενος – κάποτε – ποδοσφαιριστής, το γεγονός ότι προσπαθούν να προωθήσουν το σχέδιό τους για τον συνεταιρισμό, παρουσιάζοντάς τον σαν τούρτα σοκολάτα κι άλλα τέτοια. Υπάρχει και η σινεφίλ πλευρά στο όλο θέμα: ο Φερμίν είναι τρομερός σινεφίλ. Του αρέσει να βλέπει συνεχώς μια πολεμική ταινία, το «Between Heaven and Hell» του Richard Fleischer (εντελώς συμβολικός ο τίτλος) ενώ την έμπνευση για το πως θα κάνουν τελικά τη ληστεία, την παίρνει παρακολουθώντας το «How to Steal a Million» του William Wyler!
Το τελικό αποτέλεσμα έχει θετικό πρόσημο. Πρόκειται, όμως, για μία από εκείνες τις ταινίες που λες «γαμώτο, θα μπορούσε να είναι καλύτερη». Γιατί, ας πούμε, η προσωπική τραγωδία που βιώνει ο Φερμίν δεν προσφέρει τίποτε άλλο παρά έναν μη χρειαζούμενο σεντιμενταλισμό. Γιατί, ας πούμε, το διαφαινόμενο ρομάντζο ανάμεσα στον υιό του Φερμίν και τη γραμματέα του δικηγόρου δεν στέκει – ακόμα περισσότερο δεν στέκει η σκηνή όπου της αποκαλύπτει την πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι εκείνη δεν θα καρφώσει τους διψασμένους για εκδίκηση δικούς μας.
Δεν ξέρω, θα ταίριαζε πιστεύω στην ταινία περισσότερο χιούμορ, περισσότερες πολιτικές αιχμές, περισσότερη δράση. Όπως και να έχει, πάντως, κακή ταινία δεν την λες. Καλή ταινία την λες. Πολύ καλή ταινία, είναι διαπραγματεύσιμο. Και νομίζω πως θα κάνει γκελ στο ελληνικό κοινό γιατί την οικονομική κρίση της Αργεντινής – σε μικρότερο βαθμό – τη βιώσαμε κι εμείς ως χώρα. Οπότε υπάρχει μπόλικο πεδίο για ταυτίσεις. Και για... σκέψεις. Σουβλίστε τους, που θα έλεγε και ο Ζερβός...
Η υπόθεση: Αλσίνα, Αργεντινή, Δεκέμβριος 2001. Μια παρέα φίλων και γειτόνων προσπαθεί να μαζέψει χρήματα προκειμένου να τα επενδύσει σε έναν αγροτικό συνεταιρισμό. Με αυτόν τον τρόπο τα μέλη της παρέας θεωρούν ότι θα τονωθεί η οικονομία της μικρής τους πόλης. Μαζεύοντας τις οικονομίες που είχε φυλαγμένες ο καθένας για μια δύσκολη στιγμή, συγκεντρώνουν ένα σεβαστό ποσό σε δολάρια, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση, τα θεμέλια προκειμένου το όνειρό τους να γίνει πραγματικότητα. Ο Φερμίν, άτυπος αρχηγός της ομάδας, πείθεται, αντί να έχει φυλαγμένα τα δολάρια σε μια θυρίδα στην τοπική τράπεζα, να ανοίξει λογαριασμό σε πέσος. Ο διευθυντής της τραπέζης του υπόσχεται πως με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν να διασφαλίσουν δάνειο και να πάρουν τα χρήματα που τους υπολείπονται για να ξεκινήσουν.
Όμως, την επόμενη μέρα από εκείνη κατά την οποία ο Φερμίν μετατρέπει τα δολάρια στη θυρίδα σε πέσος σε λογαριασμό, η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής καταρρέουν. Η παρέα τα χάνει όλα. Απελπισία. Σύντομα, όμως, θα καταλάβουν ότι δεν έχουν πέσει θύματα μόνο της οικονομικής κρίσης, αλλά κι ενός ασυνείδητου δικηγόρου και του διευθυντή της τραπέζης, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Έχει έρθει η ώρα να συντονιστούν, να καταστρώσουν μια περίτεχνη ληστεία και να επανακτήσουν ό, τι δικαιωματικά τους ανήκει.
Η άποψή μας: Στην αργεντίνικη σλανγκ «gil» είναι ο χαζούλης, ο ανόητος, ο βλάκας και «giles» είναι η ίδια λέξη στον πληθυντικό αριθμό. Οπότε, ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας μπορεί να μεταφραστεί ως κάτι σαν «Η οδύσσεια των παλαβιάρηδων». Ποιοι είναι οι παλαβιάρηδες; Οι φτωχοί πρωταγωνιστές της ταινίας. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Οι μεροκαματιάρηδες. Οι μη έχοντες στον ήλιο μοίρα. Αυτοί που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ονειρεύονται. Τι γίνεται όμως όταν τους κλέβουν τα όνειρά τους; Στην σκληρή πραγματικότητα, απολύτως τίποτα. Κάποιες, ελάχιστες φορές, γεννιούνται επαναστάσεις. Συνήθως, όμως, σκύβουν το κεφάλι και συνεχίζουν. Όχι όμως οι πρωταγωνιστές της ταινίας μας. Αυτοί αποφασίζουν να αντισταθούν. Και αντιστέκονται...
Ανοίγει μεγάλη παρένθεση. Αλήθεια, πώς γίνεται όταν το κεφάλαιο επαλειμμένα και αποδεδειγμένα κλέβει (κυριολεκτικά και μεταφορικά – άπειρα τα παραδείγματα ακόμα και μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια μόνον στην Ελλάδα) από το δημόσιο, από τους ανίσχυρους, από τους πένητες, να μην είναι αυτό ποινικά κολάσιμο και όταν (ελάχιστες φορές, το ξαναλέμε) έρχεται το ευλογημένο payback, αυτό να είναι καταδικαστέο και βδελυρό; Θέλω να πω, πως οι φίλοι μας αποφασίζουν να κλέψουν τον ιταμό δικηγόρο για να πάρουν πίσω τα κλεμμένα. Κλέβουν δηλαδή. Κανονικά. Αλλά αποφασίζουν να κρατήσουν για τον εαυτούς τους μόνον όσα τους έκλεψε εκείνος. Ηθική Παλιάς Διαθήκης δηλαδή. Dodgy, που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι. Με αυτόν τον τρόπο ο Borensztein πηδάει έναν κρίσιμο σκόπελο. Κλείνει η μεγάλη παρένθεση.
Από εκεί και πέρα εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνικά ευαίσθητη δραματική κωμωδία με στοιχεία περιπέτειας. Εντελώς τυχαία (ή μήπως όχι;) δεν έχουν περάσει πολλές βδομάδες από τότε που βγήκε στους κινηματογράφους της χώρας μας μια άλλη αργεντίνικη ταινία, το Κόλπο του αιώνα. Εκεί, η μάχη των φτωχοδιαβόλων ήταν εναντίον του κράτους με τη γενική και απρόσωπη έννοια. Σε σχέση με τούτη την ταινία ήταν περισσότερο επικεντρωμένη στο στήσιμο της ληστείας, δεν είχε πολιτικές αιχμές (έστω στρογγυλεμένες) και ο παράγοντας χιούμορ ήταν περισσότερο τονισμένος. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για δύο ταινίες με τις οποίες ο θεατής περνάει καλά παρακολουθώντας τες.
Έχει πλάκα εδώ το γεγονός πως ένα «μέλος» της συμμορίας είναι αναρχικός, οπαδός του Μπακούνιν, ένα άλλο μέλος είναι παθιασμένος περονιστής, ο Φερμίν έμεινε στη συλλογική μνήμη της μικρής κοινότητας από την οποία προέρχεται ως πολλά υποσχόμενος – κάποτε – ποδοσφαιριστής, το γεγονός ότι προσπαθούν να προωθήσουν το σχέδιό τους για τον συνεταιρισμό, παρουσιάζοντάς τον σαν τούρτα σοκολάτα κι άλλα τέτοια. Υπάρχει και η σινεφίλ πλευρά στο όλο θέμα: ο Φερμίν είναι τρομερός σινεφίλ. Του αρέσει να βλέπει συνεχώς μια πολεμική ταινία, το «Between Heaven and Hell» του Richard Fleischer (εντελώς συμβολικός ο τίτλος) ενώ την έμπνευση για το πως θα κάνουν τελικά τη ληστεία, την παίρνει παρακολουθώντας το «How to Steal a Million» του William Wyler!
Το τελικό αποτέλεσμα έχει θετικό πρόσημο. Πρόκειται, όμως, για μία από εκείνες τις ταινίες που λες «γαμώτο, θα μπορούσε να είναι καλύτερη». Γιατί, ας πούμε, η προσωπική τραγωδία που βιώνει ο Φερμίν δεν προσφέρει τίποτε άλλο παρά έναν μη χρειαζούμενο σεντιμενταλισμό. Γιατί, ας πούμε, το διαφαινόμενο ρομάντζο ανάμεσα στον υιό του Φερμίν και τη γραμματέα του δικηγόρου δεν στέκει – ακόμα περισσότερο δεν στέκει η σκηνή όπου της αποκαλύπτει την πραγματικότητα, πιστεύοντας ότι εκείνη δεν θα καρφώσει τους διψασμένους για εκδίκηση δικούς μας.
Δεν ξέρω, θα ταίριαζε πιστεύω στην ταινία περισσότερο χιούμορ, περισσότερες πολιτικές αιχμές, περισσότερη δράση. Όπως και να έχει, πάντως, κακή ταινία δεν την λες. Καλή ταινία την λες. Πολύ καλή ταινία, είναι διαπραγματεύσιμο. Και νομίζω πως θα κάνει γκελ στο ελληνικό κοινό γιατί την οικονομική κρίση της Αργεντινής – σε μικρότερο βαθμό – τη βιώσαμε κι εμείς ως χώρα. Οπότε υπάρχει μπόλικο πεδίο για ταυτίσεις. Και για... σκέψεις. Σουβλίστε τους, που θα έλεγε και ο Ζερβός...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Αυγούστου 2020 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική