του Josh Trank. Με τους Tom Hardy, Linda Cardellini, Jack Lowden, Noel Fisher, Kyle MacLachlan, Matt Dillon, Al Sapienza.
Βρωμοσαπίλα
του gaRis (@takisgaris)
Νάναι λέει καλοκαιράκι κορωναίικο, νάχει πέσει δεύτερο κύμα μολύνσεων και να μην έχεις δυνατότητα απόσυρσης στις ούτως - ή αλλιώς συνωστιζόμενες ακρογιαλιές. Τι μένει σε δαύτη την παλιοζωή του καύσωνα και της ανέχειας; ένα σινεμαδάκι ίσως; OK, νο προμπλέμο. Να δεις κάτι ρε ξάδερφε που να γουλάρεις, να την κάνεις, να ξεφύγεις ναούμ. Τι να σου προτείνω λοιπόν; To Capone μήπως; Ούτε στον έχθρό μου φίλος. Απο-κε-κλείεται. Παρότι το στόρυ (ο τελευταίος χρόνος ζωής του αρχιμαφιόζου Αλ Καπόνε) όσο και το πρωτομαρκιζάτο όνομα του Tom Hardy, σου τάζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Εξόν εάν καρατσεκάρεις το σκηνοθετικό όνομα του κάποτε υποσχόμενου Josh Trank (Το Χρονικό), που τα θαλάσσωσε με μια άθλια αναβίωση των Fantastic 4 και του πήρε μια 5ετία να ξαναβγεί στον αφρό, τσοντάροντας και μια εκατοπενηνταρού χιλιάρικα για να σπρώξει τον Καπόουν. Που θα λεγόταν Fonzo - από το Alphonse - αφού κανείς στο νοσηρό περίγυρο του θρυλικού γκάνγκστερ δεν είχε το δικαίωμα να τον φωνάζει Al.
O Καπόνε αφού θέρισε το Σικάγο απάκρου εις άκρου εντέλει μπουζουριάστηκε για φοροδιαφυγή (έλα τώρα αφού τόχεις διεί το κατά De Palma Untouchables, 1987) και πέρασε μια γεμάτη 10ετία στην ψειρού προτού αποφυλακιστεί, σε έναν ιδιότυπo κατ’οίκον εγκλεισμό στη Φλόριντα, με προχωρημένη σύφιλη και ντεμένσια, όπου θα αποβιώσει μετά από μια θεαματική κατρακύλα απώλειας σώματος, μυαλού και συνείδησης ένα μόλις ένα χρόνο αργότερα στα 48 του.
Ο Trank πολύ γρήγορα κάνει πασίδηλες τις προθέσεις του. Δεν τον ενδιαφέρει ένα στρωτό μπαϊόπικ μα πιότερο μια φουλ ντεκαντάντ, σοκαριστική αποδόμηση του άλλοτε κραταιού αρχιμαφιόζου. Πάρε λοιπόν θεατά μου εμέτους και χεσίδια με τη σέσουλα, κι έναν αλλόκοτα ασχημοτρελάντρα Καπόνε να γρυλίζει, μουγκρίζει, ακκίζεται, πολύ εγγύτερα στην bigger-than-life Bane ερμηνεία του στο The Dark Knight Rises.Η αηδία διαδέχεται τη βαρεμάρα και τανάπαλιν, καθότι οι στοκ χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον ορεξάτο για ερμηνευτική σαρώθρα Hardy, δε δουλεύουν ούτε ως υποτυπωδώς εναύσματα πλοκής (πλήρως αναξιοποίητοι οι Matt Dillon και Linda Cardellini ως μέντορας και σύζυγος του Fonzo αντίστοιχα).
Η λουσάτη εικονογράφηση μου έκανε μια γκραντιόζα αισθητική τύπου Paolo Sorrentino ενώ η hiphopα-τονικότητα του EL-P (κατά κόσμον Jamie Meline) με ενόχλησε ιδιαίτερα ως πλήρως ασύνδετη με την αφήγηση, εξαιρουμένων των σκηνών που περιγράφουν τους εφιάλτες του ταλαίπωρου Καπόνε, οι οποίες λειτουργούν ικανοποιητικά αυτοτελώς και μόνο. Ακριβώς όπως και η για ακόμη μια φορά Μεθοδική προσέγγιση του Hardy, που φέρνει καραμπαμπάμ στον Μπράντο, αλλά δεν φρενάρει ούτε σκάβει αρκετά, σε ένα ρόλο που είναι κουτί με δεδομένα τα Lawless (2012), Legend (2015) και το τηλεοπτικό Peaky Blinders(2016-2019).
Ειδικά η σκηνή με τις πάνες, το καρότο αντί για πούρο στο στόμα και το χρυσό τόμυ γκαν, να θερίζει κοσμάκη στην εξοχή, είναι τραγέλαφος. O Capone του Josh Trank, απευθείας στο στρημάρισμα (κι όχι μόνο λόγω Κόβιντ) είναι μια νοσηρά δυσάρεστη κινηματογραφική εμπειρία, που παραμένει στη μνήμη για όλους τους λάθος λόγους. Ίσως εντέλει αν θα διέθετε μια πιο αυτοπαρωδική προσέγγιση στο υπερπλεονάζον γκροτέσκ στοιχείο της, να βλεπόταν λιγουλάκι πιο ευχάριστα, αφήνοντας το νου να δραπετεύσει για λίγο από την περιρρέουσα δυσωδία του εγχειρήματος.
O Καπόνε αφού θέρισε το Σικάγο απάκρου εις άκρου εντέλει μπουζουριάστηκε για φοροδιαφυγή (έλα τώρα αφού τόχεις διεί το κατά De Palma Untouchables, 1987) και πέρασε μια γεμάτη 10ετία στην ψειρού προτού αποφυλακιστεί, σε έναν ιδιότυπo κατ’οίκον εγκλεισμό στη Φλόριντα, με προχωρημένη σύφιλη και ντεμένσια, όπου θα αποβιώσει μετά από μια θεαματική κατρακύλα απώλειας σώματος, μυαλού και συνείδησης ένα μόλις ένα χρόνο αργότερα στα 48 του.
Ο Trank πολύ γρήγορα κάνει πασίδηλες τις προθέσεις του. Δεν τον ενδιαφέρει ένα στρωτό μπαϊόπικ μα πιότερο μια φουλ ντεκαντάντ, σοκαριστική αποδόμηση του άλλοτε κραταιού αρχιμαφιόζου. Πάρε λοιπόν θεατά μου εμέτους και χεσίδια με τη σέσουλα, κι έναν αλλόκοτα ασχημοτρελάντρα Καπόνε να γρυλίζει, μουγκρίζει, ακκίζεται, πολύ εγγύτερα στην bigger-than-life Bane ερμηνεία του στο The Dark Knight Rises.Η αηδία διαδέχεται τη βαρεμάρα και τανάπαλιν, καθότι οι στοκ χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον ορεξάτο για ερμηνευτική σαρώθρα Hardy, δε δουλεύουν ούτε ως υποτυπωδώς εναύσματα πλοκής (πλήρως αναξιοποίητοι οι Matt Dillon και Linda Cardellini ως μέντορας και σύζυγος του Fonzo αντίστοιχα).
Η λουσάτη εικονογράφηση μου έκανε μια γκραντιόζα αισθητική τύπου Paolo Sorrentino ενώ η hiphopα-τονικότητα του EL-P (κατά κόσμον Jamie Meline) με ενόχλησε ιδιαίτερα ως πλήρως ασύνδετη με την αφήγηση, εξαιρουμένων των σκηνών που περιγράφουν τους εφιάλτες του ταλαίπωρου Καπόνε, οι οποίες λειτουργούν ικανοποιητικά αυτοτελώς και μόνο. Ακριβώς όπως και η για ακόμη μια φορά Μεθοδική προσέγγιση του Hardy, που φέρνει καραμπαμπάμ στον Μπράντο, αλλά δεν φρενάρει ούτε σκάβει αρκετά, σε ένα ρόλο που είναι κουτί με δεδομένα τα Lawless (2012), Legend (2015) και το τηλεοπτικό Peaky Blinders(2016-2019).
Ειδικά η σκηνή με τις πάνες, το καρότο αντί για πούρο στο στόμα και το χρυσό τόμυ γκαν, να θερίζει κοσμάκη στην εξοχή, είναι τραγέλαφος. O Capone του Josh Trank, απευθείας στο στρημάρισμα (κι όχι μόνο λόγω Κόβιντ) είναι μια νοσηρά δυσάρεστη κινηματογραφική εμπειρία, που παραμένει στη μνήμη για όλους τους λάθος λόγους. Ίσως εντέλει αν θα διέθετε μια πιο αυτοπαρωδική προσέγγιση στο υπερπλεονάζον γκροτέσκ στοιχείο της, να βλεπόταν λιγουλάκι πιο ευχάριστα, αφήνοντας το νου να δραπετεύσει για λίγο από την περιρρέουσα δυσωδία του εγχειρήματος.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Αυγούστου 2020 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική