του Tom Harper. Με τους Jessie Buckley, Julie Walters, Sophie Okonedo, Jamie Sives, Craig Parkinson, James Harkness, Janey Godley, Daisy Littlefeld.
Μια Σκωτσέζα για τη Νάσβιλ
του gaRis (@takisgaris)
Νάναι ντάλα τα 38άρια, να βγάζεις μπέμπελη και να πρέπει να κάμεις όρεξη για μουντάδα Γκλασκόβικη, περικοκλάδα ανάκατη με όνειρα για κάντρι καριέρα στο Τενεσσί, το λες μέχρι και ψιλοβίτσιο, εξόν αν... Εκτός εάν λέγω, αγαπάς το (παραγωγής BFI) βρεταννικό κίτσεν σινκ μικρομάνα - κουράγιο με μισοφουρνισμένο στόρυ και μπόνους μια πάουερ-χάουζ πρωταγωνιστική ερμηνεία, με εξόχως εύληπτα τραγούδια που σχεδόν πείθουν πως ο δρόμος προς Νάσβιλ μπορεί και να περνά από Σκωτία μεριά.
Η Rose - Lynn (η Ιρλανδή Jessica Buckley με στακάτο σκωτζέζικο αξάν, ολόσωστη τραγουδιστικά και γνωστή από το τηλεοπτικό Τσερνόμπιλ) είναι εικοσιτρίο, άρτι αποφυλακισθείσα μετά από 12μηνο για ναρκωτικά. Έχει δυο μικρά - ένεκα η τρελή εφηβεία -, αγόρι - κορίτσι, που τα μεγαλώνει με εξόφθαλμη στωικότητα η γιαγιά Julie Waters (Brooklyn). Κουβαλώντας το στίγμα της φυλακόβιας, αδυνατεί να πιάσει δουλειά ως κάντρι τραγουδίστρια στην κλειστή κοινωνία της Γλασκόβης. Καταλήγει οπότε καθαρίστρια για τη πλούσια Sophie Okonedo (υποψήφια κάποτε για όσκαρ ως supporting στο Hotel Rwanda) η οποία της τάζει event, τουτέστιν να τραγουδήσει στην (επ)αυλή της ενώπιον φραγκάτων, ώστε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για το περιπόθητο ταξίδι στη μητρόπολη της κάντρι.
Η Rose - Lynn δεν είναι και εντελώς εντάξει ως προσωπικότητα. Ανώριμη, αναποφάσιστη, απροετοίμαστη για την επιτυχία που φαντασιώνεται διακαώς να κατακτήσει, εις βάρος των παιδιών και της φουκαριάρας της μάνας της. Περνά στην ταινία το πρώτο ημιχρόνιο και τίποτε το αξιομνημόνευτο δεν επισυμβαίνει. Μοναχά οι στιγμές που η Jessie τραγουδά τον πόνο της αξίζουν προσοχής. Στο κατόπι, κι ενώ το σενάριο της αρχικαρατηλεοπτικίζουσας Nicole Taylor πλατσουράει στα μπανάλ απόνερα της σχέσης των δυο γυναικών, που διαιωνίζουν το λαθεμένο των επιλογών τους, έρχεται το ταξίδι στο Νάσβιλ για να αναζωπυρώσει μιαν ελπίδα. Του κάκου όμως. Ο Tom Harper (του νερόβραστου The Aeronauts) σκηνοθετεί σκηνές χωρίς την αναγκαία ροή έντασης, που θα πάρει πρωτίστως θέση και θα δημιουργήσει συνθήκη αγωνίας για την τύχη του ονείρου της Rose. Η δε τελική έκβαση είναι τόσο ραχατλίδικα δοσμένη, που σαμποτάρει τη συνολική προσπάθεια, ειδικά στον ερμηνευτικό / μουσικό τομέα.
Απαγκάθι βγαίνει ρόδο αλλά το λεωφορείο για Νάσβιλ δεν περνά από Γλασκόβη και τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε – το χάσαμε το πλοίο της γραμμής. Κι αν η θεατρικών προδιαγραφών Buckley δεν είναι Μητροπάνος, εντούτοις κουβαλά με εφόδιο μια αξιόλογη φωνή την ταινία, τουλάχιστον πέρα από την ασάφεια των αφηγηματικών της στόχων. Το Wild Rose, καίτοι απέσπασε πέρυσι ένα Σκωτσέζικο BAFTA Καλύτερης Ταινίας και Α΄ Γυναικείου Ρόλου είναι εν πολλοίς δέσμιο της κατάρας των τοπικών αιωνίων ποδοσφαιρικών αντιπάλων Ρέιντζερς – Σέλτικ που μετρούν ομού μια 100ριά πρωταθλήματα, αλλά στο φινάλε - φινάλε η φάση παραμένει αρκούντως γραφική, τύπου «Εσείς Ευρώπη κι εμείς στο Νευροκόπι».
Η Rose - Lynn δεν είναι και εντελώς εντάξει ως προσωπικότητα. Ανώριμη, αναποφάσιστη, απροετοίμαστη για την επιτυχία που φαντασιώνεται διακαώς να κατακτήσει, εις βάρος των παιδιών και της φουκαριάρας της μάνας της. Περνά στην ταινία το πρώτο ημιχρόνιο και τίποτε το αξιομνημόνευτο δεν επισυμβαίνει. Μοναχά οι στιγμές που η Jessie τραγουδά τον πόνο της αξίζουν προσοχής. Στο κατόπι, κι ενώ το σενάριο της αρχικαρατηλεοπτικίζουσας Nicole Taylor πλατσουράει στα μπανάλ απόνερα της σχέσης των δυο γυναικών, που διαιωνίζουν το λαθεμένο των επιλογών τους, έρχεται το ταξίδι στο Νάσβιλ για να αναζωπυρώσει μιαν ελπίδα. Του κάκου όμως. Ο Tom Harper (του νερόβραστου The Aeronauts) σκηνοθετεί σκηνές χωρίς την αναγκαία ροή έντασης, που θα πάρει πρωτίστως θέση και θα δημιουργήσει συνθήκη αγωνίας για την τύχη του ονείρου της Rose. Η δε τελική έκβαση είναι τόσο ραχατλίδικα δοσμένη, που σαμποτάρει τη συνολική προσπάθεια, ειδικά στον ερμηνευτικό / μουσικό τομέα.
Απαγκάθι βγαίνει ρόδο αλλά το λεωφορείο για Νάσβιλ δεν περνά από Γλασκόβη και τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε – το χάσαμε το πλοίο της γραμμής. Κι αν η θεατρικών προδιαγραφών Buckley δεν είναι Μητροπάνος, εντούτοις κουβαλά με εφόδιο μια αξιόλογη φωνή την ταινία, τουλάχιστον πέρα από την ασάφεια των αφηγηματικών της στόχων. Το Wild Rose, καίτοι απέσπασε πέρυσι ένα Σκωτσέζικο BAFTA Καλύτερης Ταινίας και Α΄ Γυναικείου Ρόλου είναι εν πολλοίς δέσμιο της κατάρας των τοπικών αιωνίων ποδοσφαιρικών αντιπάλων Ρέιντζερς – Σέλτικ που μετρούν ομού μια 100ριά πρωταθλήματα, αλλά στο φινάλε - φινάλε η φάση παραμένει αρκούντως γραφική, τύπου «Εσείς Ευρώπη κι εμείς στο Νευροκόπι».
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Ιουλίου 2020 από την Feelgood Ent.!