του Miguel Ángel Jiménez. Με τους Emma Suárez, Ακύλλα Καραζήση, Κώστα Πέτρου, Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Gaizka Ugarte.
Σαν ηφαίστειο που ξυπνά...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο τελευταίος έρωτας
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1979 στη Μαδρίτη, Miguel Ángel Jiménez. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες: «Ori» (2009), «Chaika» (2012) και «The Night Watchman» (2016). Έχει συνσκηνοθετήσει και μια ταινία μυθοπλασίας, το «Contigo no, bicho» μαζί με τον Álvaro Alonso. Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο πάντως το έκανε με τη μικρού μήκους ταινία «Las Huellas», γυρισμένη σε φιλμ 35mm, στην οποία συμπαραγωγός ήταν ο Aki Kaurismaki. Η παγκόσμια πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας έγινε στο περασμένο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, ενώ η πανελλήνια πρεμιέρα της έγινε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στο κυρίως τμήμα των «Ανοιχτών Οριζόντων».
Την έμπνευση για τη συγκεκριμένη ταινία ο σκηνοθέτης την είχε όταν βρέθηκε στη Νίσυρο το 2013 στο Ινστιτούτο Μεσογειακού Κινηματογράφου. Γενικά, η σχέση του με την Ελλάδα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μια εποχή ταξίδεψε μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στις τοποθεσίες των ταινιών του Έλληνα σκηνοθέτη. Και μέσα στην φιλμογραφία του υπάρχει κι ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ με τίτλο «Καφενείο Καστέλλο», που αναφέρεται ακριβώς στο συγκεκριμένο καφενείο στο κέντρο της Αθήνας.
Την πρωταγωνίστρια της ταινίας, την Emma Suárez, την γνωρίσαμε ως Julieta στην ομώνυμη ταινία του Pedro Almodóvar από το 2016. Την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση την έκανε στην ταινία «Memorias de Leticia Valle» του Miguel Ángel Rivas το 1980. Έχει κερδίσει δύο Goya (τα ισπανικά Όσκαρ) καλύτερης γυναικείας ερμηνείας: η μία ήταν για την «Julieta» και η άλλη ήταν 10 χρόνια πριν από αυτήν, το 1996, για την ερμηνεία της στην ταινία «El perro del hortelano» της Pilar Miró. Τα τελευταία χρόνια την έχουμε δει στις ταινίες (που είχαν διανομή στη χώρα μας) «Η κόρη της Απρίλ» (Las hijas de Abril, 2017) του Michel Franco και «70 πεντακοσάρικα» (70 Binladens, 2018) του Koldo Serra.
Η υπόθεση: Η Μαρία είναι μια 55χρονη γυναίκα από το Μπιλμπάο. Είναι διαζευγμένη και ζει μιαν ήρεμη ζωή. Αγαπάει τα εγγονάκια της, έχει τις φίλες της, όλα καλά. Έως ότου μια μέρα νιώθει πολύ έντονο πόνο στην κοιλιακή χώρα και καταρρέει. Διάγνωση: καρκίνος του στομάχου. Προχωρημένος. Ξεκινάει θεραπεία. Δείχνει να συμβιβάζεται με την ιδέα. Όπως συμβιβασμένη ήταν σε όλη της τη ζωή. Μέχρι που αντιδράει. Παίρνει τις δύο κολλητές της φίλες και πηγαίνουν στην Αθήνα, σε ένα ταξίδι ζωής, το οποίο ονειρευόταν από πάντα. Σε μια αυθόρμητη απόφαση, πηγαίνουν στη Νίσυρο.
Εκεί, η Μαρία πραγματικά μαγεύεται από το τοπίο και ηρεμεί. Απολαμβάνει κάθε στιγμή. Όταν μάλιστα η σχέση της με έναν τοπικό ψαρά, τον Στέφανο, ανθίζει, νιώθει να αγγίζει την ευτυχία – την οποία είχε ξεχάσει ότι μπορεί να τη βιώσει. Όμως, δυστυχώς, η υγεία της Μαρίας επιδεινώνεται. Αρνείται να γυρίσει πίσω στο Μπιλμπάο, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του γιου της και δεν κάνει τις θεραπείες που πρέπει. Κι ενώ και ο Στέφανος έχει τα δικά του τραύματα να τον ταλανίζουν, η Μαρία αποφασίζει να ζήσει πλέον με τους δικούς της όρους. Κι όπου πάει...
Η άποψή μας: «Ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο»: ένας στίχος που ταιριάζει γάντι στη συγκεκριμένη ταινία. Γιατί η κατάληξή της είναι αυτή που σακατεύει ολόκληρο το οικοδόμημα που χτίζει με προσήλωση και προσοχή ο σκηνοθέτης της στο μεγαλύτερο μέρος της. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα κάνουμε έναν μπακαλίστικο διαχωρισμό: θετικά και αρνητικά. Στα θετικά πρώτα. Η ταινία λειτουργεί τόσο «τουριστικά» και «καρτποσταλικά» όσο πρέπει, χωρίς να ξευτελίζεται. Χωρίς να λιγώνει. Χωρίς να μασκάρει την ουσία με την ωραία της επιφάνεια. Γιατί υπάρχει ουσία: δεν υπάρχει αθανασία...
Καταλαβαίνεις πως ο σκηνοθέτης δεν βάλθηκε να γυρίσει έναν τουριστικό οδηγό για το Μπιλμπάο, μια πανέμορφη πόλη στη χώρα των Βάσκων, και για τη Νίσυρο, ένα εξαιρετικό αιγαιοπελαγίτικο νησί. Οι εικόνες τόσο από το Μπιλμπάο όσο και από τη Νίσυρο είναι πραγματικά μαγικές, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα της κινηματογραφικής διαφημιστικής μπροσούρας. Η δουλειά που έχει γίνει στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι σπουδαία. Τα καδραρίσματα είναι απίστευτα όμορφα! Σκέτα έργα τέχνης, πραγματικά. Το ότι έχουμε να κάνουμε με μια ερωτική ιστορία, καταδικασμένου έρωτα, είναι επίσης κάτι το πιασάρικο, κάτι το ενδιαφέρον, πόσο μάλλον όταν οι ερωτευμένοι είναι και μεσήλικες, άρα όχι συχνά στο κέντρο τέτοιου είδους ιστοριών κινηματογραφικά.
Θα μπορούσε κάποιος να πει τραβηγμένα, πως έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν το «Brief encounter». Η μουσική και τα τραγούδια είναι επίσης όμορφα. Θα ακούσετε από Παύλο Σιδηρόπουλο (που υπάρχει μάλιστα αποθανατισμένος και σε μια φωτό σε ένα πλάνο της ταινίας) μέχρι «Enola Gay» από τους λατρεμένους – για μας τους παλαιότερους - OMD! Και πάμε λοιπόν σιγά σιγά στα αρνητικά. Αυτό που με έκανε να κλοτσήσω είναι οι πολλές αφέλειες τις ταινίας, οι οποίες αυξάνουν όσο προχωράμε προς το φινάλε της. Η άλλη έχει καρκίνο, κάνει χημειοθεραπείες και είναι φράπα. Το ταξίδι με το καϊκάκι (!!!) από τη Ραφήνα ( ; ) μέχρι τη Νίσυρο κρατάει ελάχιστα κινηματογραφικά: από Πειραιά με φέριμποτ το συγκεκριμένο ταξίδι διαρκεί κανά 8ωρο. Η ιστορία που εξηγεί γιατί μεθάει ο Στέφανος, μπαίνει ξαφνικά στα τεκταινόμενα και χωρίς να υπάρχει σεναριακή συνάφεια. Θα μου πείτε, λεπτομέρειες. Ναι, στις λεπτομέρειες όμως κρίνονται πάρα πολλές φορές τα πάντα.
Επίσης, πολύ βασικό: για μένα δεν υπάρχει «χημεία» ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Και η Emma Suárez και ο Ακύλλας Καραζήσης είναι πολύ καλοί ηθοποιοί. Είναι όμως εντελώς αμήχανοι στις ερωτικές τους σκηνές. Δηλαδή, τι να πω. Να σκεφτούμε λίγο Θεοδωρόπουλο – Λιβανού στον «Ξαφνικό έρωτα»; Κι εκεί ώριμο ζευγάρι ερωτεύεται. Θα μου πεις, εδώ ο ήρωας είναι ψαράς, άρα μακριά (σύμφωνα με τα στερεότυπα) από ρομαντισμούς και τέτοια. Ακόμα όμως κι αν αυτό το δεχτείς και ξεπεράσεις και τις λεπτομέρειες, νιώθεις πως όσο πλησιάζουμε στο τέλος, ο σκηνοθέτης χάνει τον έλεγχο, πως ο ρυθμός βαραίνει, πως οι λύσεις πρέπει να γίνουν καθαρές, κατανοητές και να εγκαταλειφθεί ο μέχρι τότε λειτουργικότατος υπαινιγμός και η έλλειψη. Η σκηνή με τον γιο, τη νύφη και τα εγγόνια της Μαρίας στο σπίτι του Στέφανου θαρρείς και είναι από άλλη ταινία. Αμ το νεαρό ζευγάρι που όλο φιλιέται στα ξεκούδουνα; Για αντίστιξη; Too much. Και ο γάμος; Εδώ πραγματικά ο σκηνοθέτης πέφτει στην παγίδα του φολκλόρ.
Anyway, αν δεν υπήρχε η πανδημία θα περίμενα να πλημμυρίσει φέτος η Νίσυρος από Ισπανούς τουρίστες, μετά τη θέαση αυτής της ταινίας. Που, όσο είναι γήινη και προσγειωμένη, λειτουργεί μια χαρά, καθώς προσπαθεί να αποφύγει το μελό όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν το καταφέρνει πάντα. Ωραία η φράση «Η ζωή σου αφαιρεί τελικά πράγματα καθώς μεγαλώνεις, δεν σου προσθέτει». Ακόμα πιο ωραία η φράση: «Κανείς δεν ζει τη ζωή που περίμενε όταν ήταν νέος. Ίσως μόνον αυτοί που παίρνουν ρίσκα». Λίγο ρίσκο παραπάνω λοιπόν και λίγη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του να έδειχνε ο σκηνοθέτης και θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα αισθηματικό δράμα – δυναμίτη, αντί μιας ταινίας που απλά κυνηγάει τις χαμένες ευκαιρίες. Όπως η ηρωίδα της...
Η υπόθεση: Η Μαρία είναι μια 55χρονη γυναίκα από το Μπιλμπάο. Είναι διαζευγμένη και ζει μιαν ήρεμη ζωή. Αγαπάει τα εγγονάκια της, έχει τις φίλες της, όλα καλά. Έως ότου μια μέρα νιώθει πολύ έντονο πόνο στην κοιλιακή χώρα και καταρρέει. Διάγνωση: καρκίνος του στομάχου. Προχωρημένος. Ξεκινάει θεραπεία. Δείχνει να συμβιβάζεται με την ιδέα. Όπως συμβιβασμένη ήταν σε όλη της τη ζωή. Μέχρι που αντιδράει. Παίρνει τις δύο κολλητές της φίλες και πηγαίνουν στην Αθήνα, σε ένα ταξίδι ζωής, το οποίο ονειρευόταν από πάντα. Σε μια αυθόρμητη απόφαση, πηγαίνουν στη Νίσυρο.
Εκεί, η Μαρία πραγματικά μαγεύεται από το τοπίο και ηρεμεί. Απολαμβάνει κάθε στιγμή. Όταν μάλιστα η σχέση της με έναν τοπικό ψαρά, τον Στέφανο, ανθίζει, νιώθει να αγγίζει την ευτυχία – την οποία είχε ξεχάσει ότι μπορεί να τη βιώσει. Όμως, δυστυχώς, η υγεία της Μαρίας επιδεινώνεται. Αρνείται να γυρίσει πίσω στο Μπιλμπάο, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του γιου της και δεν κάνει τις θεραπείες που πρέπει. Κι ενώ και ο Στέφανος έχει τα δικά του τραύματα να τον ταλανίζουν, η Μαρία αποφασίζει να ζήσει πλέον με τους δικούς της όρους. Κι όπου πάει...
Η άποψή μας: «Ό, τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο»: ένας στίχος που ταιριάζει γάντι στη συγκεκριμένη ταινία. Γιατί η κατάληξή της είναι αυτή που σακατεύει ολόκληρο το οικοδόμημα που χτίζει με προσήλωση και προσοχή ο σκηνοθέτης της στο μεγαλύτερο μέρος της. Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα κάνουμε έναν μπακαλίστικο διαχωρισμό: θετικά και αρνητικά. Στα θετικά πρώτα. Η ταινία λειτουργεί τόσο «τουριστικά» και «καρτποσταλικά» όσο πρέπει, χωρίς να ξευτελίζεται. Χωρίς να λιγώνει. Χωρίς να μασκάρει την ουσία με την ωραία της επιφάνεια. Γιατί υπάρχει ουσία: δεν υπάρχει αθανασία...
Καταλαβαίνεις πως ο σκηνοθέτης δεν βάλθηκε να γυρίσει έναν τουριστικό οδηγό για το Μπιλμπάο, μια πανέμορφη πόλη στη χώρα των Βάσκων, και για τη Νίσυρο, ένα εξαιρετικό αιγαιοπελαγίτικο νησί. Οι εικόνες τόσο από το Μπιλμπάο όσο και από τη Νίσυρο είναι πραγματικά μαγικές, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα της κινηματογραφικής διαφημιστικής μπροσούρας. Η δουλειά που έχει γίνει στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι σπουδαία. Τα καδραρίσματα είναι απίστευτα όμορφα! Σκέτα έργα τέχνης, πραγματικά. Το ότι έχουμε να κάνουμε με μια ερωτική ιστορία, καταδικασμένου έρωτα, είναι επίσης κάτι το πιασάρικο, κάτι το ενδιαφέρον, πόσο μάλλον όταν οι ερωτευμένοι είναι και μεσήλικες, άρα όχι συχνά στο κέντρο τέτοιου είδους ιστοριών κινηματογραφικά.
Θα μπορούσε κάποιος να πει τραβηγμένα, πως έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν το «Brief encounter». Η μουσική και τα τραγούδια είναι επίσης όμορφα. Θα ακούσετε από Παύλο Σιδηρόπουλο (που υπάρχει μάλιστα αποθανατισμένος και σε μια φωτό σε ένα πλάνο της ταινίας) μέχρι «Enola Gay» από τους λατρεμένους – για μας τους παλαιότερους - OMD! Και πάμε λοιπόν σιγά σιγά στα αρνητικά. Αυτό που με έκανε να κλοτσήσω είναι οι πολλές αφέλειες τις ταινίας, οι οποίες αυξάνουν όσο προχωράμε προς το φινάλε της. Η άλλη έχει καρκίνο, κάνει χημειοθεραπείες και είναι φράπα. Το ταξίδι με το καϊκάκι (!!!) από τη Ραφήνα ( ; ) μέχρι τη Νίσυρο κρατάει ελάχιστα κινηματογραφικά: από Πειραιά με φέριμποτ το συγκεκριμένο ταξίδι διαρκεί κανά 8ωρο. Η ιστορία που εξηγεί γιατί μεθάει ο Στέφανος, μπαίνει ξαφνικά στα τεκταινόμενα και χωρίς να υπάρχει σεναριακή συνάφεια. Θα μου πείτε, λεπτομέρειες. Ναι, στις λεπτομέρειες όμως κρίνονται πάρα πολλές φορές τα πάντα.
Επίσης, πολύ βασικό: για μένα δεν υπάρχει «χημεία» ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές. Και η Emma Suárez και ο Ακύλλας Καραζήσης είναι πολύ καλοί ηθοποιοί. Είναι όμως εντελώς αμήχανοι στις ερωτικές τους σκηνές. Δηλαδή, τι να πω. Να σκεφτούμε λίγο Θεοδωρόπουλο – Λιβανού στον «Ξαφνικό έρωτα»; Κι εκεί ώριμο ζευγάρι ερωτεύεται. Θα μου πεις, εδώ ο ήρωας είναι ψαράς, άρα μακριά (σύμφωνα με τα στερεότυπα) από ρομαντισμούς και τέτοια. Ακόμα όμως κι αν αυτό το δεχτείς και ξεπεράσεις και τις λεπτομέρειες, νιώθεις πως όσο πλησιάζουμε στο τέλος, ο σκηνοθέτης χάνει τον έλεγχο, πως ο ρυθμός βαραίνει, πως οι λύσεις πρέπει να γίνουν καθαρές, κατανοητές και να εγκαταλειφθεί ο μέχρι τότε λειτουργικότατος υπαινιγμός και η έλλειψη. Η σκηνή με τον γιο, τη νύφη και τα εγγόνια της Μαρίας στο σπίτι του Στέφανου θαρρείς και είναι από άλλη ταινία. Αμ το νεαρό ζευγάρι που όλο φιλιέται στα ξεκούδουνα; Για αντίστιξη; Too much. Και ο γάμος; Εδώ πραγματικά ο σκηνοθέτης πέφτει στην παγίδα του φολκλόρ.
Anyway, αν δεν υπήρχε η πανδημία θα περίμενα να πλημμυρίσει φέτος η Νίσυρος από Ισπανούς τουρίστες, μετά τη θέαση αυτής της ταινίας. Που, όσο είναι γήινη και προσγειωμένη, λειτουργεί μια χαρά, καθώς προσπαθεί να αποφύγει το μελό όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν το καταφέρνει πάντα. Ωραία η φράση «Η ζωή σου αφαιρεί τελικά πράγματα καθώς μεγαλώνεις, δεν σου προσθέτει». Ακόμα πιο ωραία η φράση: «Κανείς δεν ζει τη ζωή που περίμενε όταν ήταν νέος. Ίσως μόνον αυτοί που παίρνουν ρίσκα». Λίγο ρίσκο παραπάνω λοιπόν και λίγη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του να έδειχνε ο σκηνοθέτης και θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα αισθηματικό δράμα – δυναμίτη, αντί μιας ταινίας που απλά κυνηγάει τις χαμένες ευκαιρίες. Όπως η ηρωίδα της...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Cinobo!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική