Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ
του Armando Iannucci. Με τους Dev Patel, Aneurin Barnard, Peter Capaldi, Morfydd Clark, Daisy May Cooper, Rosalind Eleazar, Hugh Laurie, Tilda Swinton, Ben Whishaw, Paul Whitehouse.
Όλοι Διαφορετικοί. Κανάς κανονικός ρε παιδιά, τίποτα?
του zerVo (@moviesltd)
Το όγδοο χρονικά λογοτεχνικό πόνημα του Charles Dickens και ένα από τα σημαντικότερα έργα της εγγλέζικης λογοτεχνίας, ο David Cooperfield, εκδόθηκε για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη μορφή - αφού είχε προϋπάρξει η κυκλοφορία του σε συνέχειες, σε εβδομαδιαία επιθεώρηση - στα 1850. Είναι το σύγγραμμα με την μεγαλύτερη αυτοβιογραφική διάθεση από τον δημιουργό, μεταξύ άλλων, των Christmas Carol, Hard Times, Great Expectations και φυσικά Oliver Twist. Οι πιο αξιομνημόνευτες φιλμικές του εκδοχές, είναι εκείνες του 1935 δια χειρός George Cukor, η τηλεοπτική του 1969 με συμμετέχοντες επιπέδου Laurence Olivier, Ron Moody και Ralph Richardson και η επίσης φτιαγμένη για την μικρή οθόνη του 1999 με τους Daniel Radcliffe, Maggie Smith, Bob Hoskins και Imelda Staunton. Εδώ καλούμαστε να παρακολουθήσουμε μια εναλλακτική πρόταση πάνω στο κλασικό αριστούργημα, για την οποία ο σινεφίλ θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος, αν γνωρίζει έστω και ελάχιστα, την δημιουργική εκκεντρικότητα του έχοντα το γενικό πρόσταγμα.
Μεγαλωμένος με αγάπη από την χήρα μητέρα του Κλάρα και την καλοσυνάτη γκουβερνάντα του Πεγκότυ, ο μικρούλης και φαντασιόπληκτος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, θα νιώσει την ονειρική καθημερινότητα του να ανατρέπεται μια για πάντα, όταν στο σπιτικό τους μπει ο άξεστος και αυστηρός πατριός, Κύριος Μάρντστόουν, μαζί με την βδελυρή αδελφή του. Η αντίδραση του μικρού στους ακραίους κανόνες συμπεριφοράς, που θα θεσπίσει ο κακίστρος γονιός, θα τον στείλουν από την ειδυλλιακή επαρχία, στα πιο βρωμερά και πάμφτωχα σοκάκια της πρωτεύουσας, για να πιάσει εκπαιδευτική εργασία στην φάμπρικα υαλικών του βάναυσου εκμεταλλευτή ανηλίκων, Κρικλ.
Η ενηλικίωση του Ντέιβιντ, θα έλθει συνάμα με το άσχημο μαντάτο του θανάτου της λατρεμένης του μητέρας. Έχοντας δημιουργήσει κάποιες γνωριμίες στο Λονδίνο, θα αποχαιρετήσει μια για πάντα το κάτεργο και θα τραβήξει πλώρη για το σπίτι της μοναδική του συγγενούς, της ιδιότροπης, πλην πρόθυμης να τον βοηθήσει, εύπορης Θείας Τρότγουντ. Που με την σειρά της, θα στείλει τον ανιψιό της να εκπαιδευτεί όπως αρμόζει στα άτομα της υψηλής κοινωνικής της τάξης, σε ένα από τα πιο δημοφιλή κολέγιο ολάκερης της Βρετανίας.
Μέσες άκρες αυτή είναι η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο του Dickens, όπως άλλωστε και το φιλμ που μας κράτησε συντροφιά για ένα γεμάτο δίωρο. Με την μοναδική διαφορά, πως ο αναγνώστης των σελίδων του μυθιστορήματος, κυριευμένος από την δραματικά αγωνιώδη αφηγηματική μέθοδο του σπουδαίου Εγγλέζου λογοτέχνη, εδώ θα βρεθεί μπροστά σε μια απίθανη έκπληξη, καταλαβαίνοντας πως μπροστά στα μάτια του ξετυλίγεται μια (τάχαμου) χιουμοριστική φάρσα, που απλώς χρησιμοποιεί σαν χαλί εξέλιξης της, την πασίγνωστη πλοκή.
Αστειάκι, ντεμέκ παγκοσμιοποίησης, που θα εκκινήσει από την φυλετική διάκριση ενός καθαρόαιμου, στα γραπτά, Βρετανού, σε μελαψού ινδοπακιστανού, στο πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας, επιδιώκοντας να μας αποδείξει πως όλα όσα θα πει στο εφεξής, θα έχουν να κάνουν με την όποια διαφορετικότητα του κεντρικού ήρωα, Χοντράδα! Πρέπει να είσαι μέγας μάστορας της εικόνας για να περάσεις τέτοιου είδους κοινωνικά μηνύματα στο εκράν και φυσικά να σερβίρεις επιτυχημένο μείγμα, ανακατώνοντας στον Βικτοριανό κόσμο της Αλβιόνας, Κινέζους, ανατολίτες, μαύρους, λευκούς, τους πάντες. Δεν μου κάθισε καλά, τα Ανεξάρτητα Βραβεία Εγγλέζικου Σινεμά είχαν άλλη άποψη, που τίμησαν το σενάριο του Ianucci, ως το ποιοτικότερο της χρονιάς.
Το ίδιο να θυμίσω είχαν κάνει και στο ανοσιούργημα με τον Θάνατο του Στάλιν, εκεί που έγινε αντιληπτό πως ο σάξονας μάλλον σκοπό του έχει να κάνει κινηματογραφική πλάκα, σατιρίζοντας άγαρμπα τους πάντες και τα πάντα. Κάπως έτσι κι εδώ, το σέβας που επιδεικνύει στο πρωτότυπο, είναι λιγοστό, καθώς μπολιάζει τα πλάνα του με ένα χιούμορ που μόνο βρετανικό, ευθύβολο, σαρκαστικό, κυνικό και κυρίως φλεγματικό δεν το αποκαλείς. Ανέκδοτα που σκάνε πάνω σε στιγμές έντονης συγκίνησης, γαλλικουρικές θεατρόμορφες παρεξηγήσεις που δεν προσφέρουν το παραμικρό στον εκμοντερνισμό και μια αδιάκοπη (όλα κι όλα, φιλολογικού λεξιλογίου) ριβόλτα, που το μόνο που κατορθώνει είναι να σε ξενίσει, ως (άριστο) γνώστη του ορίτζιναλ.
Γενικά δεν μου κάνει κέφι να πειράζονται κατά τέτοιο τρόπο τα σπουδαία λογοτεχνικά μνημεία. Ακόμη περισσότερο δεν μου ταιριάζει το υπεροπτικό υφάκι του Ianucci, που αν ήθελε κάτι να δηλώσει και όχι να κάμει μια τρύπα στο νερό, θα μπορούσε να το καταφέρει με πολύ πιο εύπεπτο και όχι ετούτον τον άκρατα βαρετό τρόπο. Μας μένουν μόνο, ένα δυο ευρήματα του σκριπτ, που υπό άλλες συνθήκες θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη τους (ας πούμε ο διπλός ρόλος που υποδύεται η Morfydd Clark ως μητέρα και αγαπημένη του Κόπερφιλντ), ο πραγματικά εντυπωσιακός σχεδιασμός της παραγωγής, αλλά και κάποιες από τις, αμέτρητες, περιφερειακές ερμηνείες, σαν του Hugh Laurie ως ευφάνταστου Κυρίου Ντικ, του Ben Whishaw ως παλιανθρώπου Γιουράια Χιπ και της Rozalind Eleazar στον ρόλο της (έγχρωμης, μπράβο για την εξυπνάδα...) Άγκνες Γουίκφιλντ! Στο επίκεντρο των πάντων, ως ο βασικός αφηγητής, στέκει ο καλούλης Dev Patel, ενορχηστρώνοντας δίπλα του ένα ατέρμονο γαϊτανάκι από σπουδαίους χαρακτήρες στο κείμενο, μα εδώ κάτι σαν καρικατούρες, δίνοντας μου την εντύπωση πως ο Armando έχει παρακολουθήσει μπόλικο Wes Anderson κι έχει βαλθεί να τον κοπιάρει μέχρι ίντσας, δίχως όμως στην γκλάβα του, να διαθέτει ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό από το καλλιτεχνικό χάρισμα του.
Η ενηλικίωση του Ντέιβιντ, θα έλθει συνάμα με το άσχημο μαντάτο του θανάτου της λατρεμένης του μητέρας. Έχοντας δημιουργήσει κάποιες γνωριμίες στο Λονδίνο, θα αποχαιρετήσει μια για πάντα το κάτεργο και θα τραβήξει πλώρη για το σπίτι της μοναδική του συγγενούς, της ιδιότροπης, πλην πρόθυμης να τον βοηθήσει, εύπορης Θείας Τρότγουντ. Που με την σειρά της, θα στείλει τον ανιψιό της να εκπαιδευτεί όπως αρμόζει στα άτομα της υψηλής κοινωνικής της τάξης, σε ένα από τα πιο δημοφιλή κολέγιο ολάκερης της Βρετανίας.
Μέσες άκρες αυτή είναι η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο του Dickens, όπως άλλωστε και το φιλμ που μας κράτησε συντροφιά για ένα γεμάτο δίωρο. Με την μοναδική διαφορά, πως ο αναγνώστης των σελίδων του μυθιστορήματος, κυριευμένος από την δραματικά αγωνιώδη αφηγηματική μέθοδο του σπουδαίου Εγγλέζου λογοτέχνη, εδώ θα βρεθεί μπροστά σε μια απίθανη έκπληξη, καταλαβαίνοντας πως μπροστά στα μάτια του ξετυλίγεται μια (τάχαμου) χιουμοριστική φάρσα, που απλώς χρησιμοποιεί σαν χαλί εξέλιξης της, την πασίγνωστη πλοκή.
Αστειάκι, ντεμέκ παγκοσμιοποίησης, που θα εκκινήσει από την φυλετική διάκριση ενός καθαρόαιμου, στα γραπτά, Βρετανού, σε μελαψού ινδοπακιστανού, στο πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας, επιδιώκοντας να μας αποδείξει πως όλα όσα θα πει στο εφεξής, θα έχουν να κάνουν με την όποια διαφορετικότητα του κεντρικού ήρωα, Χοντράδα! Πρέπει να είσαι μέγας μάστορας της εικόνας για να περάσεις τέτοιου είδους κοινωνικά μηνύματα στο εκράν και φυσικά να σερβίρεις επιτυχημένο μείγμα, ανακατώνοντας στον Βικτοριανό κόσμο της Αλβιόνας, Κινέζους, ανατολίτες, μαύρους, λευκούς, τους πάντες. Δεν μου κάθισε καλά, τα Ανεξάρτητα Βραβεία Εγγλέζικου Σινεμά είχαν άλλη άποψη, που τίμησαν το σενάριο του Ianucci, ως το ποιοτικότερο της χρονιάς.
Το ίδιο να θυμίσω είχαν κάνει και στο ανοσιούργημα με τον Θάνατο του Στάλιν, εκεί που έγινε αντιληπτό πως ο σάξονας μάλλον σκοπό του έχει να κάνει κινηματογραφική πλάκα, σατιρίζοντας άγαρμπα τους πάντες και τα πάντα. Κάπως έτσι κι εδώ, το σέβας που επιδεικνύει στο πρωτότυπο, είναι λιγοστό, καθώς μπολιάζει τα πλάνα του με ένα χιούμορ που μόνο βρετανικό, ευθύβολο, σαρκαστικό, κυνικό και κυρίως φλεγματικό δεν το αποκαλείς. Ανέκδοτα που σκάνε πάνω σε στιγμές έντονης συγκίνησης, γαλλικουρικές θεατρόμορφες παρεξηγήσεις που δεν προσφέρουν το παραμικρό στον εκμοντερνισμό και μια αδιάκοπη (όλα κι όλα, φιλολογικού λεξιλογίου) ριβόλτα, που το μόνο που κατορθώνει είναι να σε ξενίσει, ως (άριστο) γνώστη του ορίτζιναλ.
Γενικά δεν μου κάνει κέφι να πειράζονται κατά τέτοιο τρόπο τα σπουδαία λογοτεχνικά μνημεία. Ακόμη περισσότερο δεν μου ταιριάζει το υπεροπτικό υφάκι του Ianucci, που αν ήθελε κάτι να δηλώσει και όχι να κάμει μια τρύπα στο νερό, θα μπορούσε να το καταφέρει με πολύ πιο εύπεπτο και όχι ετούτον τον άκρατα βαρετό τρόπο. Μας μένουν μόνο, ένα δυο ευρήματα του σκριπτ, που υπό άλλες συνθήκες θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη τους (ας πούμε ο διπλός ρόλος που υποδύεται η Morfydd Clark ως μητέρα και αγαπημένη του Κόπερφιλντ), ο πραγματικά εντυπωσιακός σχεδιασμός της παραγωγής, αλλά και κάποιες από τις, αμέτρητες, περιφερειακές ερμηνείες, σαν του Hugh Laurie ως ευφάνταστου Κυρίου Ντικ, του Ben Whishaw ως παλιανθρώπου Γιουράια Χιπ και της Rozalind Eleazar στον ρόλο της (έγχρωμης, μπράβο για την εξυπνάδα...) Άγκνες Γουίκφιλντ! Στο επίκεντρο των πάντων, ως ο βασικός αφηγητής, στέκει ο καλούλης Dev Patel, ενορχηστρώνοντας δίπλα του ένα ατέρμονο γαϊτανάκι από σπουδαίους χαρακτήρες στο κείμενο, μα εδώ κάτι σαν καρικατούρες, δίνοντας μου την εντύπωση πως ο Armando έχει παρακολουθήσει μπόλικο Wes Anderson κι έχει βαλθεί να τον κοπιάρει μέχρι ίντσας, δίχως όμως στην γκλάβα του, να διαθέτει ούτε ένα ελάχιστο ποσοστό από το καλλιτεχνικό χάρισμα του.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Tanweer!