του Siamak Etemadi. Με τους Melika Foroutan, Shahbaz Noshir, Σοφία Κόκκαλη, Λένα Κιτσοπούλου, Αργύρη Πανταζάρα, Δημήτρη Ξανθόπουλο.
«Η φωτιά είναι παιδί μου»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Τι απέγινε ο Μπαμπάκ;
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου στην Τεχεράνη τον χειμώνα του 1972 Ιρανού σκηνοθέτη Siamak Etemadi, ο οποίος ζει στην Ελλάδα από το 1995. Να σημειώσουμε πως στο imdb αναφέρεται και μια ακόμα μεγάλου μήκους ταινία του Etemadi, το κατά πως φαίνεται γυρισμένο στο Ιράν «Ghahraman» (The Champion, 1992), δεν διαθέτουμε όμως περισσότερα στοιχεία για να το διασταυρώσουμε αυτό. Το σίγουρο είναι πως έχει γυρίσει μερικές πολύ αξιόλογες μικρού μήκους ταινίες, με τελευταία το «Κάβο Ντόρο» (2012), που έλαβε μέρος στο αντίστοιχο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Λοκάρνο. Το Παρί (Pari) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Πανόραμα».
Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Melika Foroutan, γεννήθηκε στην Τεχεράνη το 1976. Οι γονείς της γνωρίστηκαν στο Παρίσι. Ο πατέρας της, Ιρανός, σπούδαζε εκεί κινηματογράφο και η μητέρα της, Γερμανίδα, εργαζόταν εκεί ως οικιακή βοηθός. Για κάποια χρόνια της ζωής της η Melika έζησε στην Τεχεράνη, όπου η μητέρα της εργαζόταν για την Daimler-Benz (την εταιρία που παράγει τις Mercedes δηλαδή) και ο πατέρας της, ο οποίος αρνούνταν να γυρίσει προπαγανδιστικές ταινίες υπέρ του Σάχη, απόλυτου ηγέτη τότε στην Περσία, εργαζόταν ως προπονητής ποδοσφαίρου (!) φτάνοντας να προπονήσει μέχρι και την Εθνική Ποδοσφαίρου της χώρας του! Μετά την Ιρανική Επανάσταση το 1981, οι γονείς της Melika αποφάσισαν να μετακομίσουν στη Γερμανία. Η ίδια δούλεψε ως σερβιτόρα στο εστιατόριο που άνοιξε ο πατέρας της (!!!) και τελικά την κέρδισε η υποκριτική. Έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές τηλεταινίες και τηλεοπτικές σειρές στη Γερμανία, ενώ η μόνη της σημαντική κινηματογραφική εμφάνιση έως τώρα ήταν εκείνη στην ταινία του Wim Wenders «Palermo Shooting» (2008).
Η υπόθεση: Η Παρί και ο Φαρόχ είναι ένα ζευγάρι Ιρανών. Καταφθάνουν από την Τεχεράνη στην Αθήνα, προκειμένου να επισκεφτούν τον Μπαμπάκ, τον γιο τους, τον οποίο έχουν τρία ολόκληρα χρόνια να δουν. Ο Μπαμπάκ πέρασε με υποτροφία στο Πολυτεχνείο, κάτι που κάνει την μητέρα του πολύ περήφανη. Πρώτη αρνητική έκπληξη: ο Μπαμπάκ δεν βρίσκεται στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για να τους παραλάβει. Δεν τους περιμένει εκεί. Η Παρί έχει τη διεύθυνσή του. Μόνο που ούτε εκεί είναι ο Μπαμπάκ. Θαρρείς κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Εξαφανισμένος.
Με τα λίγα αγγλικά της η Παρί προσπαθεί να βγάλει άκρη. Πηγαίνει στο ιρανικό προξενείο μήπως και μάθει κάτι. Πηγαίνει στη Σχολή όπου υποτίθεται πως σπούδαζε ο Μπαμπάκ. Πηγαίνει σε εκκλησίες, σε ιρανικά μαγαζιά, στα Εξάρχεια, σε κακόφημες γειτονιές. Δεν βρίσκει τον γιο της πουθενά. Έχει μόνο ένα στοιχείο: μια κομμένη σελίδα από βιβλίο με ένα ποίημα και επάνω του σχεδιασμένο ένα άλφα μέσα σε κύκλο. Θα μπορέσει η Παρί να βρει τον Μπαμπάκ;
Η άποψή μας: Για να δημιουργήσεις το οτιδήποτε είναι θέσφατο ότι βάζεις σ' αυτό τον εαυτό σου. Κάθε δημιούργημά σου έχει τη σφραγίδα σου. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης. Το κόλπο από εκεί και πέρα είναι να μην... παραέχει τον εαυτό σου το δημιούργημα, καθότι κάτι τέτοιο φλερτάρει με την αλαζονεία, τον αυτοθαυμασμό και τον καλλιτεχνικό αυνανισμό, ή να έχει πολύ λίγο από εσένα, οπότε το καλλιτεχνικό έργο δεν έχει ταυτότητα, πυξίδα, έρεισμα, αποκούμπι, προσωπικότητα.
Ο Siamak Etemadi έχει βάλει πολύ από τον εαυτό του μέσα σε τούτη την ταινία. Ο Μπαμπάκ της ταινίας είναι ο ίδιος: ένας νεαρός Ιρανός, που ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Και τα παράτησε. Ο Etemadi σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Ιράν και τα παράτησε. Και ήρθε στην Ελλάδα. Και μπλέχτηκε με την αριστερά και τα κινήματα. Όπως και ο Μπαμπάκ. Και το σημαντικότερο κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα στον ίδιο και τον Μπαμπάκ: Παρί είναι το όνομα της μητέρας τους. Και στην Παρί, τη μητέρα του, ο δημιουργός αφιερώνει την ταινία του, την οποία βαφτίζει με το όνομά της. Την παγίδα την αποφεύγει αποφασιστικά. Γιατί όλο αυτό είναι μεν αυτοαναφορικό αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνεις πως είναι δημιούργημα απόλυτης αγάπης, άρα αλτρουιστικό, άρα μακριά από ματαιοδοξίες κι άλλα θανάσιμα αμαρτήματα.
Ο Μπαμπάκ δεν εμφανίζεται ποτέ στην ταινία. Είναι ένας απόντας. Γιατί η ταινία δεν είναι για αυτόν. Ποτέ δεν ήταν γι' αυτόν. Ήταν για τη μητέρα του. Όλα για τη μητέρα του. Την Παρί. Που Παρί στα φαρσί σημαίνει νεράιδα. Η αφετηρία της ταινίας διαθέτει μια μεγαλούτσικη σεναριακή τρύπα. Πώς ξεκινάνε η Παρί και ο σύζυγός της να κάνουν το μεγάλο ταξίδι από την Τεχεράνη στην Αθήνα, χωρίς προηγουμένως να έχουν μιλήσει με τον Μπαμπάκ; Κι αν μιλάνε συχνά (που με δεδομένο ότι η ταινία διαδραματίζεται στο σήμερα, δεν είναι δυνατόν να μην μιλάνε συχνά, με τόσο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας), δεν τον ρωτάνε πως περνάει, τι κάνει, πού πάει και πού βρίσκεται; Δεν έχουν συχνή επικοινωνία; Δεν δικαιολογείται η παντελής άγνοιά τους για τον Μπαμπάκ.
Δηλαδή, μίλησαν πχ μια μέρα πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους (αυτό δεν θα έκανε κάθε γονέας που πάει σε μια ξένη, άγνωστη χώρα, για να δει το παιδί του;) και την επόμενη ημέρα, με την άφιξή τους, έχουν χάσει παντελώς τα ίχνη του; Και δεν χωράει εδώ το «ποιητική αδεία», γιατί το ξεκίνημα της ταινίας είναι εντελώς τοποθετημένο σε ρεαλιστική βάση. Το σενάριο εδώ δεν μπαίνει στον κόπο να «δέσει» την κατάσταση με μεγαλύτερη αληθοφάνεια και συνέπεια. Ας είναι. Μικρό το κακό. Η αρχική δυσφορία μετατρέπεται γρήγορα σε αναστάτωση και ο θεατής νιώθει ότι μπαίνει σε χώρους ενός υπαρξιακού θρίλερ, ανάλογου πχ με εκείνο που έστησε ο Fahradi με το «Τι απέγινε η Έλλυ».
Με τα λίγα αγγλικά της και τον αταίριαστο κώδικα ντυσίματος (ή μήπως ταιριαστό; - ταλιμπανισμό διάγουμε τελευταία και στη χώρα μας) η Παρί ψάχνει παντού για τον γιο της, ένα ίχνος του, μια παρουσία του, ένα αποτύπωμά του, κάτι να ψηλαφίσει και να βρεθεί κοντά του. Η πίστη της against all odds είναι συγκλονιστική. Αφελής αλλά δυναμική. Όπως όλες οι μάνες, ε; Η συνάντησή της με αυτόν τον εντελώς έξω από τα δικά της δεδομένα κόσμο, το εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον, δεν την αποθαρρύνει. Το πολιτισμικό – πολιτιστικό – υπαρξιακό σοκ είναι τεράστιο. Αλλά αυτή, εκεί, απτόητη. Δεν την πτοεί ούτε το εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα που νοίκιαζε ο γιος της. Δεν την τρομάζουν ούτε τα γεμάτα γκράφιτι και ασχήμια κτίρια του Πολυτεχνείου. Δεν νιώθει να απειλείται από την ηθική παρακμή, που διαρκώς της επισημαίνουν τόσο ο σύζυγός της όσο και οι άνθρωποι της ιρανικής πρεσβείας.
Με μόνο εφόδιο την πίστη της και με με μια κομμένη σελίδα, που πάνω της είναι γραμμένο ένα υπέροχο ποίημα του Τζελαλεντίν Ρουμί κι ένα κεφαλαίο άλφα μέσα σε κύκλο, θα ριχτεί στη «φωτιά». Και η φωτιά γίνεται σύμβολο: η Παρί πρέπει να καεί, να καταστραφεί, να χαθεί για να ανα-γεννηθεί ως φωτιά! Το κομμάτι της ταινίας με τα Εξάρχεια είναι ταυτόχρονα το πιο αδύναμο και το πιο συναρπαστικό. Αδύναμο γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος του μπαχαλακικού φολκλόρ. Δηλαδή, εκεί που οι αναρχικοί μετά την επέμβαση των ΜΑΤ, καταφεύγουν στις ταράτσες, θυμόμουνα τα ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 που μιλούσαν για... αερομεταφερόμενο τάγμα πίσω στις ένδοξες ημέρες (και νύχτες) του 2014.
Αλλά είναι και το πιο συναρπαστικό γιατί εκεί ξεκινάει να συντελείται η αλλαγή της Παρί. Με το να απαλλαχθεί από το καιόμενο τσαντόρ της αρχίζει την πορεία της προς την αυτογνωσία. Απαλλάσσεται από τα στρώματα εκείνα που όριζαν την ταυτότητά της αλλά και την περι-όριζαν και σε αυτό το επώδυνο, όπως και να το δει κανείς ταξίδι για την εύρεση του χαμένου της γιου, βρίσκει τελικά τον εαυτό της. Μέσα από τις πιο απρόσμενες συναντήσεις. Η συνάντησή της με την αναρχική της Σοφίας Κόκκαλη είναι πολύ κομβική. Η συνάντησή της με την πουτάνα της Λένας Κιτσοπούλου, επίσης.
Κι αυτό το ταξίδι μέσα στο μπετόν μιας άχαρης μα γεμάτης ζωής πόλης δεν μπορεί να καταλήξει στον ανοιχτό ορίζοντα που συναντά το βλέμμα όταν κοιτάζει τη θάλασσα. Με όλες τις βεβαιότητες καμμένες – με όλα ενδεχόμενα ανοιχτά. Μια γυναίκα που ενδυναμώνεται. Υπάρχει κάτι πιο όμορφο; Όλα αυτά που αναφέρω πιο πάνω δεν θα είχαν καμία απολύτως σημασία αν δεν υπήρχε η Melika Foroutan στο ρόλο της ζωής της πιστεύω. Απλά υπέροχη. Τόσο όμορφη: τι είναι αυτές οι Ιρανές; Χωρίς πλάκα, πρέπει να είναι οι πιο όμορφες γυναίκες στον κόσμο! Σε σαγηνεύει από το πρώτο δευτερόλεπτο που την συναντάς με το βλέμμα σου. Σε μαγνητίζει με τρόπο μαγικό. Θαρρείς και γεννήθηκε γι' αυτόν τον ρόλο. Δεν λείπει από κανένα πλάνο της ταινίας. Και όλες οι κορυφαίες σκηνές την περιέχουν.
Δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος στην σκηνή όπου γίνεται αντίστιξη θηλασμού με γκράφιτι θηλασμού: απλά υπέροχο. Και δεν μπορείς παρά να λυγίσεις με τη σκηνή με τον σκύλο. Ο δαίμονας που είναι φύλακας – άγγελος, όπως της εξηγεί η Κόκκαλη. Αυτό που φοβάται περισσότερα από όλα, είναι εκεί για να της δώσει κουράγιο, να της γλύψει το πρόσωπο, να της γαληνέψει την ψυχή. Τον δρόμο τον ξέρει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να τον περπατήσει. Μπράβο στον Etemadi. Μια νέα, δυνατή φωνή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αξίζει να την ακούσετε.
ΥΓ: Παραθέτω και το ποίημα του Ρουμί από τον 13ο αιώνα, που αποτελεί την ηθική πυξίδα της ταινίας:
Όχι άλλο κρασί για μένα
Δεν απολαμβάνω πια το πηχτό κόκκινο, ούτε το αγνό λευκό
Διψάω για το ίδιο μου το αίμα που ποτίζει τα ρυάκια της ζέσης
Πιάσε την πιο κοφτερή λεπίδα σου και χτύπα
Χτύπα, μέχρι το κεφάλι να κάνει στροφή γύρω από το σώμα.
Φτιάξε ένα βουνό από κρανία
Κόψε με στα δύο
Μη σταματάς στις λέξεις μου
Μην ακούς ό,τι λέω.
Πρέπει να μπω στο κέντρο της φωτιάς
Αυτή η φωτιά είναι παιδί μου
Πρέπει να καώ και να γίνω φωτιά.
Σπάσε το κανάτι σου στην πέτρα
Δεν χρειάζεται πια να σέρνουμε κομμάτια του ωκεανού τριγύρω
Η υπόθεση: Η Παρί και ο Φαρόχ είναι ένα ζευγάρι Ιρανών. Καταφθάνουν από την Τεχεράνη στην Αθήνα, προκειμένου να επισκεφτούν τον Μπαμπάκ, τον γιο τους, τον οποίο έχουν τρία ολόκληρα χρόνια να δουν. Ο Μπαμπάκ πέρασε με υποτροφία στο Πολυτεχνείο, κάτι που κάνει την μητέρα του πολύ περήφανη. Πρώτη αρνητική έκπληξη: ο Μπαμπάκ δεν βρίσκεται στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για να τους παραλάβει. Δεν τους περιμένει εκεί. Η Παρί έχει τη διεύθυνσή του. Μόνο που ούτε εκεί είναι ο Μπαμπάκ. Θαρρείς κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Εξαφανισμένος.
Με τα λίγα αγγλικά της η Παρί προσπαθεί να βγάλει άκρη. Πηγαίνει στο ιρανικό προξενείο μήπως και μάθει κάτι. Πηγαίνει στη Σχολή όπου υποτίθεται πως σπούδαζε ο Μπαμπάκ. Πηγαίνει σε εκκλησίες, σε ιρανικά μαγαζιά, στα Εξάρχεια, σε κακόφημες γειτονιές. Δεν βρίσκει τον γιο της πουθενά. Έχει μόνο ένα στοιχείο: μια κομμένη σελίδα από βιβλίο με ένα ποίημα και επάνω του σχεδιασμένο ένα άλφα μέσα σε κύκλο. Θα μπορέσει η Παρί να βρει τον Μπαμπάκ;
Η άποψή μας: Για να δημιουργήσεις το οτιδήποτε είναι θέσφατο ότι βάζεις σ' αυτό τον εαυτό σου. Κάθε δημιούργημά σου έχει τη σφραγίδα σου. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης. Το κόλπο από εκεί και πέρα είναι να μην... παραέχει τον εαυτό σου το δημιούργημα, καθότι κάτι τέτοιο φλερτάρει με την αλαζονεία, τον αυτοθαυμασμό και τον καλλιτεχνικό αυνανισμό, ή να έχει πολύ λίγο από εσένα, οπότε το καλλιτεχνικό έργο δεν έχει ταυτότητα, πυξίδα, έρεισμα, αποκούμπι, προσωπικότητα.
Ο Siamak Etemadi έχει βάλει πολύ από τον εαυτό του μέσα σε τούτη την ταινία. Ο Μπαμπάκ της ταινίας είναι ο ίδιος: ένας νεαρός Ιρανός, που ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Και τα παράτησε. Ο Etemadi σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Ιράν και τα παράτησε. Και ήρθε στην Ελλάδα. Και μπλέχτηκε με την αριστερά και τα κινήματα. Όπως και ο Μπαμπάκ. Και το σημαντικότερο κοινό σημείο αναφοράς ανάμεσα στον ίδιο και τον Μπαμπάκ: Παρί είναι το όνομα της μητέρας τους. Και στην Παρί, τη μητέρα του, ο δημιουργός αφιερώνει την ταινία του, την οποία βαφτίζει με το όνομά της. Την παγίδα την αποφεύγει αποφασιστικά. Γιατί όλο αυτό είναι μεν αυτοαναφορικό αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνεις πως είναι δημιούργημα απόλυτης αγάπης, άρα αλτρουιστικό, άρα μακριά από ματαιοδοξίες κι άλλα θανάσιμα αμαρτήματα.
Ο Μπαμπάκ δεν εμφανίζεται ποτέ στην ταινία. Είναι ένας απόντας. Γιατί η ταινία δεν είναι για αυτόν. Ποτέ δεν ήταν γι' αυτόν. Ήταν για τη μητέρα του. Όλα για τη μητέρα του. Την Παρί. Που Παρί στα φαρσί σημαίνει νεράιδα. Η αφετηρία της ταινίας διαθέτει μια μεγαλούτσικη σεναριακή τρύπα. Πώς ξεκινάνε η Παρί και ο σύζυγός της να κάνουν το μεγάλο ταξίδι από την Τεχεράνη στην Αθήνα, χωρίς προηγουμένως να έχουν μιλήσει με τον Μπαμπάκ; Κι αν μιλάνε συχνά (που με δεδομένο ότι η ταινία διαδραματίζεται στο σήμερα, δεν είναι δυνατόν να μην μιλάνε συχνά, με τόσο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας), δεν τον ρωτάνε πως περνάει, τι κάνει, πού πάει και πού βρίσκεται; Δεν έχουν συχνή επικοινωνία; Δεν δικαιολογείται η παντελής άγνοιά τους για τον Μπαμπάκ.
Δηλαδή, μίλησαν πχ μια μέρα πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους (αυτό δεν θα έκανε κάθε γονέας που πάει σε μια ξένη, άγνωστη χώρα, για να δει το παιδί του;) και την επόμενη ημέρα, με την άφιξή τους, έχουν χάσει παντελώς τα ίχνη του; Και δεν χωράει εδώ το «ποιητική αδεία», γιατί το ξεκίνημα της ταινίας είναι εντελώς τοποθετημένο σε ρεαλιστική βάση. Το σενάριο εδώ δεν μπαίνει στον κόπο να «δέσει» την κατάσταση με μεγαλύτερη αληθοφάνεια και συνέπεια. Ας είναι. Μικρό το κακό. Η αρχική δυσφορία μετατρέπεται γρήγορα σε αναστάτωση και ο θεατής νιώθει ότι μπαίνει σε χώρους ενός υπαρξιακού θρίλερ, ανάλογου πχ με εκείνο που έστησε ο Fahradi με το «Τι απέγινε η Έλλυ».
Με τα λίγα αγγλικά της και τον αταίριαστο κώδικα ντυσίματος (ή μήπως ταιριαστό; - ταλιμπανισμό διάγουμε τελευταία και στη χώρα μας) η Παρί ψάχνει παντού για τον γιο της, ένα ίχνος του, μια παρουσία του, ένα αποτύπωμά του, κάτι να ψηλαφίσει και να βρεθεί κοντά του. Η πίστη της against all odds είναι συγκλονιστική. Αφελής αλλά δυναμική. Όπως όλες οι μάνες, ε; Η συνάντησή της με αυτόν τον εντελώς έξω από τα δικά της δεδομένα κόσμο, το εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον, δεν την αποθαρρύνει. Το πολιτισμικό – πολιτιστικό – υπαρξιακό σοκ είναι τεράστιο. Αλλά αυτή, εκεί, απτόητη. Δεν την πτοεί ούτε το εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα που νοίκιαζε ο γιος της. Δεν την τρομάζουν ούτε τα γεμάτα γκράφιτι και ασχήμια κτίρια του Πολυτεχνείου. Δεν νιώθει να απειλείται από την ηθική παρακμή, που διαρκώς της επισημαίνουν τόσο ο σύζυγός της όσο και οι άνθρωποι της ιρανικής πρεσβείας.
Με μόνο εφόδιο την πίστη της και με με μια κομμένη σελίδα, που πάνω της είναι γραμμένο ένα υπέροχο ποίημα του Τζελαλεντίν Ρουμί κι ένα κεφαλαίο άλφα μέσα σε κύκλο, θα ριχτεί στη «φωτιά». Και η φωτιά γίνεται σύμβολο: η Παρί πρέπει να καεί, να καταστραφεί, να χαθεί για να ανα-γεννηθεί ως φωτιά! Το κομμάτι της ταινίας με τα Εξάρχεια είναι ταυτόχρονα το πιο αδύναμο και το πιο συναρπαστικό. Αδύναμο γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος του μπαχαλακικού φολκλόρ. Δηλαδή, εκεί που οι αναρχικοί μετά την επέμβαση των ΜΑΤ, καταφεύγουν στις ταράτσες, θυμόμουνα τα ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 που μιλούσαν για... αερομεταφερόμενο τάγμα πίσω στις ένδοξες ημέρες (και νύχτες) του 2014.
Αλλά είναι και το πιο συναρπαστικό γιατί εκεί ξεκινάει να συντελείται η αλλαγή της Παρί. Με το να απαλλαχθεί από το καιόμενο τσαντόρ της αρχίζει την πορεία της προς την αυτογνωσία. Απαλλάσσεται από τα στρώματα εκείνα που όριζαν την ταυτότητά της αλλά και την περι-όριζαν και σε αυτό το επώδυνο, όπως και να το δει κανείς ταξίδι για την εύρεση του χαμένου της γιου, βρίσκει τελικά τον εαυτό της. Μέσα από τις πιο απρόσμενες συναντήσεις. Η συνάντησή της με την αναρχική της Σοφίας Κόκκαλη είναι πολύ κομβική. Η συνάντησή της με την πουτάνα της Λένας Κιτσοπούλου, επίσης.
Κι αυτό το ταξίδι μέσα στο μπετόν μιας άχαρης μα γεμάτης ζωής πόλης δεν μπορεί να καταλήξει στον ανοιχτό ορίζοντα που συναντά το βλέμμα όταν κοιτάζει τη θάλασσα. Με όλες τις βεβαιότητες καμμένες – με όλα ενδεχόμενα ανοιχτά. Μια γυναίκα που ενδυναμώνεται. Υπάρχει κάτι πιο όμορφο; Όλα αυτά που αναφέρω πιο πάνω δεν θα είχαν καμία απολύτως σημασία αν δεν υπήρχε η Melika Foroutan στο ρόλο της ζωής της πιστεύω. Απλά υπέροχη. Τόσο όμορφη: τι είναι αυτές οι Ιρανές; Χωρίς πλάκα, πρέπει να είναι οι πιο όμορφες γυναίκες στον κόσμο! Σε σαγηνεύει από το πρώτο δευτερόλεπτο που την συναντάς με το βλέμμα σου. Σε μαγνητίζει με τρόπο μαγικό. Θαρρείς και γεννήθηκε γι' αυτόν τον ρόλο. Δεν λείπει από κανένα πλάνο της ταινίας. Και όλες οι κορυφαίες σκηνές την περιέχουν.
Δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος στην σκηνή όπου γίνεται αντίστιξη θηλασμού με γκράφιτι θηλασμού: απλά υπέροχο. Και δεν μπορείς παρά να λυγίσεις με τη σκηνή με τον σκύλο. Ο δαίμονας που είναι φύλακας – άγγελος, όπως της εξηγεί η Κόκκαλη. Αυτό που φοβάται περισσότερα από όλα, είναι εκεί για να της δώσει κουράγιο, να της γλύψει το πρόσωπο, να της γαληνέψει την ψυχή. Τον δρόμο τον ξέρει. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να τον περπατήσει. Μπράβο στον Etemadi. Μια νέα, δυνατή φωνή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αξίζει να την ακούσετε.
ΥΓ: Παραθέτω και το ποίημα του Ρουμί από τον 13ο αιώνα, που αποτελεί την ηθική πυξίδα της ταινίας:
Όχι άλλο κρασί για μένα
Δεν απολαμβάνω πια το πηχτό κόκκινο, ούτε το αγνό λευκό
Διψάω για το ίδιο μου το αίμα που ποτίζει τα ρυάκια της ζέσης
Πιάσε την πιο κοφτερή λεπίδα σου και χτύπα
Χτύπα, μέχρι το κεφάλι να κάνει στροφή γύρω από το σώμα.
Φτιάξε ένα βουνό από κρανία
Κόψε με στα δύο
Μη σταματάς στις λέξεις μου
Μην ακούς ό,τι λέω.
Πρέπει να μπω στο κέντρο της φωτιάς
Αυτή η φωτιά είναι παιδί μου
Πρέπει να καώ και να γίνω φωτιά.
Σπάσε το κανάτι σου στην πέτρα
Δεν χρειάζεται πια να σέρνουμε κομμάτια του ωκεανού τριγύρω
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Cinobo!
1 σχόλια:
Συγχαρητήρια για την κριτική
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική