του Fernando González Molina. Με τους Marta Etura, Leonardo Sbaraglia, Paco Tous, Álvaro Cervantes, Pedro Casablanc, Marta Larralde, Ana Wagener, Elvira Mínguez, Nene, Imanol Arias.
Φονική κοιλάδα
του zerVo (@moviesltd)
Η κοινότητα του Μπαζτάν, η μεγαλύτερη της αυτόνομης διοικητικής επαρχίας της Ναβάρας, της περιοχής στα βορειοανατολικά της Ισπανίας, ακριβώς πάνω στα σύνορα με την Γαλλία, πήρε το όνομα της από το ποταμό που διασχίζοντας τις ορεινές δασικές της εκτάσεις, σχηματίζει μια απίστευτου φυσικού κάλλους κοιλάδα, που τέρμα της έχει τα παράλια του Βισκαϊκού κόλπου. Τα σπάνιας ομορφιάς τοπία της σπανιόλικης αυτής περιφέρειας, επέλεξε για να αναπτύξει το ντεκόρ της αστυνομικού ενδιαφέροντος (ομώνυμης με τον νομό) τριλογίας της, η συγγραφέας Dolores Redondo. Που κατόπιν από το εισαγωγικό El guardián invisible και το μεσιανό Ofrenda a la tormenta, ολοκληρώνει την δράση της με την τελική Προσφορά στην Καταιγίδα (Ofrenda a la tormenta). Ήδη με την έκδοση του βιβλίου La cara norte del corazón στις αρχές του 2020, το επιτυχημένο σε όλους τους εμπορικούς τομείς τρίπτυχο, έχει αποκτήσει το (λογικό και αναμενόμενο) πρίκουελ, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ταλαιπωρημένη ψυχικά από την εξαφάνιση της λατρεμένης της μητέρας, για την οποία ποτέ δεν ΄χει πιστέψει πως είναι νεκρή, η ικανότατη επιθεωρητής της ισπανικής αστυνομίας Αμάγια Σαλαζάρ, θα βρεθεί και πάλι παγιδευμένη στην δίνη της αναζήτησης των υπαιτίων σε μια σειρά φόνων, που αντίθετα με όσα είχε εκτιμήσει δεν έχουν σταματημό. Ο πνιγμός ενός ακόμη βρέφους, στην περιοχή ελέγχου της, σε συνδυασμό με τους μυστηριώδεις θανάτους, των σχετιζόμενων με αυτόν προσώπων, που τον ακολούθησαν, θα την πείσει πως η υπόθεση που για καιρό την βασανίζει δεν έχει κλείσει οριστικά.
Ειδικά όταν στο ασύναχτο, ακόμη και για την δική της πανέξυπνη ικανότητα, παζλ, εισαχθεί η ύπαρξη μιας αποκρυφιστικής αίρεσης, που χρησιμοποιεί τα κορμάκια των αχρόνιαγων μωρών για την πραγμάτωση των σιχαμερών της τελετών, τότε θα αντιληφθεί πως εκείνη αποτελεί τον άξονα που γύρω του περιστρέφεται η μηχανορραφία. Για τα ευρήματα της οποίας δεν έχει την δυνατότητα να εμπιστευτεί κανέναν, ακόμη και τους πιο στενούς της συνεργάτες. Όχι τόσο γιατί νιώθει πως θα προδοθεί, μα κυρίως γιατί εκείνοι, πιστοί στο καθήκον και τις εντολές της, ενδεχόμενα θα αφανιστούν από την οργή των αόρατων συμμοριτών.
Σε αντίθεση με το δεύτερο επεισόδιο της τρόικας, που ξεκινά την αφήγηση του σχεδόν από το μηδέν, σε σχέση με το ίντρο, ετούτη την φορά η εξάρτηση του ύστατου τεύχους με τα προηγούμενα είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο θεατής να νιώθει κάπως αποκομμένος, αν έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το θέμα. Οι (όχι και τόσο) επεξηγηματικές σεκάνς, δε, μέχρι να στρώσουν ένα χαλί προϋπάντησης της Καταιγίδας, έχουν ξεπεράσει σε χρονική έκταση το ημίωρο και βάλε. Άρα δεν είναι τόσο εύκολο στον θεατή να συλλέξει μόνο τα κομματάκια από τα previous chapters, όταν ταυτόχρονα τρέχει και μάλιστα γοργά, με το ένα θανατικό κατόπιν του άλλου, ένα καινούργιο και εξίσου ανατριχιαστικό με τα χθεσινά στόρι.
Η αλήθεια είναι, πως η εισαγωγική σκηνή με την δολοφονία ενός ανήμπορου, βέβαια, να αντιδράσει μωρού, είναι αβάσταχτα σκληρή και δύσκολη στην θέαση της. Έξυπνα συμπεριφερόμενο το σενάριο, δεν αφήνει ούτε δευτερόλεπτο για δεύτερες σκέψεις αποτροπιασμού και πρόωρης εγκατάλειψης θέασης του έργου και αφού εισάγει ξανά την βασική ηρωίδα στο κόλπο, στήνει με πάμπολλο αίμα, αυτοκτονικό ή προϊόν φόνου, μια πλοκή που μέσα από την μπόλικη ανακατωσούρα της, αφήνει να πηγάσει μια ενδιαφέρουσα δολοπλοκία, ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό μέχρι τέλους.
Κάτι που το πόνημα του Fernando González Molina, υπεύθυνου σκηνοθετικά για την μεταφορά και των τριών μυθιστορημάτων, από τις σελίδες στο εκράν, πετυχαίνει κατά κάποιο τρόπο, ενόσω εισάγεται η περιπέτεια σε ένα κλίμα μεταφυσικό, διαβολικό, πιο ακραίο και από σατανιστικό. Οι χαρακτήρες, όπως και στους πρότερους τόμους είναι αμέτρητοι και δύσκολα μνημονεύσιμοι όλοι, ενώ και και το ναρέισον μοιάζει να παρατραβά, οδηγώντας το σύνολο του φιλμ να διαρκέσει κοντά στα 150 λεπτά. Όμως...
Είναι αρκετή από μόνη της η, πνιγμένη στην φορμόλη και την σκόνη των επαρχιακών νεκροταφείων, ατμόσφαιρα που κτίζεται στο ημιφωτισμένο σκηνικό της αινιγματικής Ναβάρας, για να ξεπεραστούν οι λογικές θεματικές τρύπες της ιστορίας. Μεγαλύτερο ατού, ακόμη και από την έξοχη φωτογραφία ή τον προσεγμένο σχεδιασμό παραγωγής, η ίδια η ηρωίδα Αμάγια Σαλαζάρ, που με την μορφή της περίεργα ελκυστικής Marta Etura (οκ, πειστήκαμε όλοι, πως οι ινσπεκτόρισσες της σπανιόλικης πολιτσίας, είναι άπασες σαραντάρες, μέσου μπογιού, καστανόξανθες, με μεσογειακά χαρακτηριστικά προσώπου και ακάματη εκρηκτικότητα στις προσωπικές τους στιγμές) δεν απουσιάζει από μισό πλανάκι της εξέλιξης. Ούτε η ευφυέστερη των μπάτσων της φιλμικής ιστορίας είναι, ούτε η πιο άφοβη. Σίγουρα ούτε η πιο ηθική. Αυτό το εύθραυστο και ανθρώπινο υλικό, είναι που την καθιστά προσιτή και όχι απόμακρη. Οι ψυχικές / υλικές της ήττες, σε ολόκληρη την πορεία είναι πολλές...
Σε γενικές γραμμές ο (προβλέψιμος από καιρό, για το ποιος δολοφονεί τον κοσμάκη) επίλογος της τριλογίας, μοιάζει αντάξιος των περασμένων, αφού ποτέ του το τρίγωνο του Μπαζτάν δεν αποτέλεσε κάτι το ξεχωριστό ή το αξιομνημόνευτο. Οι παθογένειες της από τις πρώτες διδάξασες στο είδος, τριλογίας του Κοριτσιού με το Τατουάζ, είναι εμφανείς, όπως όμως από την άλλη και οι γοητευτικές της στιγμές, που δεν τις μετράς και λίγες. Η τελική εκτίμηση είναι πως ενδεχόμενα θα ήταν πιο εύπεπτη και αρεστή και για το Netflix το ίδιο, μια μίνι σειρά τριών περιεκτικών ωριαίων επεισοδίων. Από τα αντίστοιχα τρία, ετήσια ραντεβού, με την υπερδιπλάσια έκταση.
Ειδικά όταν στο ασύναχτο, ακόμη και για την δική της πανέξυπνη ικανότητα, παζλ, εισαχθεί η ύπαρξη μιας αποκρυφιστικής αίρεσης, που χρησιμοποιεί τα κορμάκια των αχρόνιαγων μωρών για την πραγμάτωση των σιχαμερών της τελετών, τότε θα αντιληφθεί πως εκείνη αποτελεί τον άξονα που γύρω του περιστρέφεται η μηχανορραφία. Για τα ευρήματα της οποίας δεν έχει την δυνατότητα να εμπιστευτεί κανέναν, ακόμη και τους πιο στενούς της συνεργάτες. Όχι τόσο γιατί νιώθει πως θα προδοθεί, μα κυρίως γιατί εκείνοι, πιστοί στο καθήκον και τις εντολές της, ενδεχόμενα θα αφανιστούν από την οργή των αόρατων συμμοριτών.
Σε αντίθεση με το δεύτερο επεισόδιο της τρόικας, που ξεκινά την αφήγηση του σχεδόν από το μηδέν, σε σχέση με το ίντρο, ετούτη την φορά η εξάρτηση του ύστατου τεύχους με τα προηγούμενα είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο θεατής να νιώθει κάπως αποκομμένος, αν έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το θέμα. Οι (όχι και τόσο) επεξηγηματικές σεκάνς, δε, μέχρι να στρώσουν ένα χαλί προϋπάντησης της Καταιγίδας, έχουν ξεπεράσει σε χρονική έκταση το ημίωρο και βάλε. Άρα δεν είναι τόσο εύκολο στον θεατή να συλλέξει μόνο τα κομματάκια από τα previous chapters, όταν ταυτόχρονα τρέχει και μάλιστα γοργά, με το ένα θανατικό κατόπιν του άλλου, ένα καινούργιο και εξίσου ανατριχιαστικό με τα χθεσινά στόρι.
Η αλήθεια είναι, πως η εισαγωγική σκηνή με την δολοφονία ενός ανήμπορου, βέβαια, να αντιδράσει μωρού, είναι αβάσταχτα σκληρή και δύσκολη στην θέαση της. Έξυπνα συμπεριφερόμενο το σενάριο, δεν αφήνει ούτε δευτερόλεπτο για δεύτερες σκέψεις αποτροπιασμού και πρόωρης εγκατάλειψης θέασης του έργου και αφού εισάγει ξανά την βασική ηρωίδα στο κόλπο, στήνει με πάμπολλο αίμα, αυτοκτονικό ή προϊόν φόνου, μια πλοκή που μέσα από την μπόλικη ανακατωσούρα της, αφήνει να πηγάσει μια ενδιαφέρουσα δολοπλοκία, ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον ζωντανό μέχρι τέλους.
Κάτι που το πόνημα του Fernando González Molina, υπεύθυνου σκηνοθετικά για την μεταφορά και των τριών μυθιστορημάτων, από τις σελίδες στο εκράν, πετυχαίνει κατά κάποιο τρόπο, ενόσω εισάγεται η περιπέτεια σε ένα κλίμα μεταφυσικό, διαβολικό, πιο ακραίο και από σατανιστικό. Οι χαρακτήρες, όπως και στους πρότερους τόμους είναι αμέτρητοι και δύσκολα μνημονεύσιμοι όλοι, ενώ και και το ναρέισον μοιάζει να παρατραβά, οδηγώντας το σύνολο του φιλμ να διαρκέσει κοντά στα 150 λεπτά. Όμως...
Είναι αρκετή από μόνη της η, πνιγμένη στην φορμόλη και την σκόνη των επαρχιακών νεκροταφείων, ατμόσφαιρα που κτίζεται στο ημιφωτισμένο σκηνικό της αινιγματικής Ναβάρας, για να ξεπεραστούν οι λογικές θεματικές τρύπες της ιστορίας. Μεγαλύτερο ατού, ακόμη και από την έξοχη φωτογραφία ή τον προσεγμένο σχεδιασμό παραγωγής, η ίδια η ηρωίδα Αμάγια Σαλαζάρ, που με την μορφή της περίεργα ελκυστικής Marta Etura (οκ, πειστήκαμε όλοι, πως οι ινσπεκτόρισσες της σπανιόλικης πολιτσίας, είναι άπασες σαραντάρες, μέσου μπογιού, καστανόξανθες, με μεσογειακά χαρακτηριστικά προσώπου και ακάματη εκρηκτικότητα στις προσωπικές τους στιγμές) δεν απουσιάζει από μισό πλανάκι της εξέλιξης. Ούτε η ευφυέστερη των μπάτσων της φιλμικής ιστορίας είναι, ούτε η πιο άφοβη. Σίγουρα ούτε η πιο ηθική. Αυτό το εύθραυστο και ανθρώπινο υλικό, είναι που την καθιστά προσιτή και όχι απόμακρη. Οι ψυχικές / υλικές της ήττες, σε ολόκληρη την πορεία είναι πολλές...
Σε γενικές γραμμές ο (προβλέψιμος από καιρό, για το ποιος δολοφονεί τον κοσμάκη) επίλογος της τριλογίας, μοιάζει αντάξιος των περασμένων, αφού ποτέ του το τρίγωνο του Μπαζτάν δεν αποτέλεσε κάτι το ξεχωριστό ή το αξιομνημόνευτο. Οι παθογένειες της από τις πρώτες διδάξασες στο είδος, τριλογίας του Κοριτσιού με το Τατουάζ, είναι εμφανείς, όπως όμως από την άλλη και οι γοητευτικές της στιγμές, που δεν τις μετράς και λίγες. Η τελική εκτίμηση είναι πως ενδεχόμενα θα ήταν πιο εύπεπτη και αρεστή και για το Netflix το ίδιο, μια μίνι σειρά τριών περιεκτικών ωριαίων επεισοδίων. Από τα αντίστοιχα τρία, ετήσια ραντεβού, με την υπερδιπλάσια έκταση.
Στις δικές μας αίθουσες? Ποτέ! Αποκλειστικά στην πλατφόρμα του Netflix!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική