του Massimo Venier. Με τους Aldo Baglio, Giacomo Poretti, Giovanni Storti, Lucia Mascino, Carlotta Natoli, Michele Placido.
Πάμε διακοπές;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην (καλοκαιρινή) τρέλα
Αυτή είναι η 10η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Massimo Venier. Και στις 10 συνυπογράφει και το σενάριο. Στις έξι από τις δέκα, πρωταγωνιστεί η τριάδα Aldo Baglio, Giacomo Poretti, Giovanni Storti – μάλιστα, τα ονόματα των ρόλων είναι τα πραγματικά τους ονόματα. Στις τέσσερις πρώτες ταινίες αυτής της συνεργασίας, η τριάδα μαζί με τον Venier συνυπέγραφε και τη σκηνοθεσία! Και σε όλες τις ταινίες στις οποίες έχουν συνεργαστεί, οι τρεις ηθοποιοί συν ο σκηνοθέτης συνυπογράφουν (μαζί με άλλους!!!) το σενάριο.
Η ταινία Όχι Άλλο Καλοκαίρι (Odio l’estate) έκανε την πρεμιέρα της στην Ιταλία στις 30 Ιανουαρίου 2020 κι έκοψε πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια, κάνοντας εισπράξεις πάνω από 8,5 εκατομμύρια ευρώ.
Η υπόθεση: Ο Άλντο, ο Τζιοβάνι και ο Τζιάκομο είναι άντρες στα 50 τους, παντρεμένοι με παιδιά. Ο Άλντο περισσότερο κάθεται στο σπίτι του παρά δουλεύει, δεν βοηθάει καθόλου τη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού, ο μεγάλος του γιος έχει ψιλοπροβλήματα με τον νόμο, οι δίδυμες πιτσιρίκες του αγαπούν τον οικογενειακό σκύλο, τον Μπράιαν και ο ίδιος είναι παθιασμένος με τον τραγουδιστή Massimo Ranieri. Ο Τζιοβάνι έχει μαγαζί πώλησης ειδών υπόδυσης, που δεν πάει καλά, έχει μια πανέμορφη έφηβη κόρη, είναι πάρα πολύ οργανωτικός και δεν βρίσκει εύκολα τις λέξεις που χρειάζεται την ώρα που τις θέλει. Ο Τζιάκομο είναι πετυχημένος οδοντίατρος, τον οποίο κυνηγάει ένα επαγγελματικό λάθος, είναι εργασιομανής και τον ενοχλεί που δεν τα πάει καλά με τον πιτσιρίκο γιο της συζύγου του.
Οι τρεις αυτοί εντελώς διαφορετικοί τύποι με τις οικογένειές τους – που προφανώς προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα και κουλτούρες – νοικιάζουν... κατά λάθος, το ίδιο σπίτι, στο ίδιο τουριστικό νησί, στο ίδιο χρονικό διάστημα κατά την περίοδο των καλοκαιρινών τους διακοπών. Ακούγεται σαν μια συνταγή για καταστροφή αλλά όλοι συναποφασίζουν να περάσουν τις διακοπές στο ίδιο αυτό σπίτι. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, αλλά εντέλει η ζωή βρίσκει τον τρόπο να το κάνει όλο αυτό να δουλέψει: οι συνήθειες είναι διαφορετικές, όμως δύο από τα παιδιά τους ερωτεύονται μεταξύ τους και τρεις γυναίκες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους θα γίνουν κολλητές.
Η άποψή μας: Να σε πω κάτι; Μπορεί «Ελλάς – Γαλλία = Συμμαχία» αλλά το «Ούνα φάτσα – ούνα ράτσα» που μας συνδέει με τους Ιταλιάνους, το βρίσκω πιο λογικό, πιο δομικό, πιο εφαρμόσιμο, πιο αληθινό. Ιδίως ο ελληνικός βορράς με τον ιταλικό νότο έχουν πολλά, πάρα πολλά κοινά στοιχεία για να τους ενώσουν, με βασικότερο όλων την... φτώχεια. Αλλά δεν πολιτικολογούμε εδώ ούτε λαϊκίζουμε. Την άποψή μας γράφουμε για μιαν ιταλική ταινία. Που μας δείχνει μιαν πολλάκις χρησιμοποιημένη στο σινεμά ιδέα – αυτήν της αναγκαστικής συγκατοίκησης διαφορετικών ατόμων – με έναν τρόπο ο οποίος πετυχαίνει τουλάχιστον το μίνιμουμ της διασκέδασης, χωρίς να βαυκαλίζεται ότι τάχαμου διεκδικεί δάφνες ποιότητας.
Ως οικογενειακή κωμωδία πλασάρεται η ταινία, δεν θυμάμαι όμως κάποια στιγμή της στην οποία να γέλασα δυνατά. Ή... σιγανά. Από την άλλη, επίσης, δεν έπιασα τον εαυτό μου να δυσανασχετεί, να κοιτάζει διαρκώς το ρολόι, να βαριέται. Ήξερα τι έβλεπα, ήξερα περίπου πως θα εξελιχθούν τα πράγματα (υπάρχει ένα μικρούλη μυστικό, που αγγίζει υψηλά δραματικά φορτία και είναι έξυπνα μακιγιαρισμένο), δεν ενθουσιάστηκα σε κανένα σημείο, δεν σκέφτηκα «ρε τους μάγκες, πώς το σκεφτήκανε αυτό;», δεν είπα όμως και «ήμαρτον ρε μαν, φτάνει, όχι άλλο κάρβουνο», κάτι που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο στις αντίστοιχες γαλλικές κομεντί. Αυτό που διαφοροποιεί τα δύο είδη «εθνικής» κωμωδίας, είναι το λαϊκό έρεισμα.
Οι Ιταλοί επιμένουν πολύ σε αυτό. Επιμένουν στο να χρίζουν πρωταγωνιστές ανθρώπους της διπλανής πόρτας αλλά και γενικώς χαρακτήρες με τους οποίους το κοινό μπορεί να ταυτιστεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Οι Γάλλοι με τον σνομπισμό τους δεν βρίσκουν σημεία επαφής με το μη γαλλικό κοινό τα τελευταία πολλά χρόνια. Βλέπουμε λοιπόν τούτους τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, και είναι σαν να βλέπουμε χαρακτηριστικές εικόνες από ελληνικό καλοκαίρι, με ανθρώπους με σάρκα και οστά, που καλούνται να αντιμετωπίσουν πραγματικά προβλήματα. Οι προβληματισμοί για το σωστό μεγάλωμα των παιδιών, οι συζυγικές σχέσεις, οι νεανικοί έρωτες και η απόλαυση του καλοκαιριού – που συνοδεύεται εν πολλοίς και από μπόλικη ταλαιπωρία, όλα είναι εδώ.
Επίσης, να σημειώσω την μικρή σε διάρκεια παρουσία στην ταινία του Michele Placido, ο οποίος έχει γράψει τη δική του ιστορία στο ιταλικό σινεμά και την ιταλική τηλεόραση, στο ρόλο του αστυνομικού στο νησί, ο οποίος δεν αντέχει τους τουρίστες: με τη μουστακάρα του και τη συμπεριφορά του παραπέμπει σε πιο ωραία, ανέμελα χρόνια, όπου κυριαρχούσε το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο!
Αν κάτι είναι λιγάκι off στην ταινία είναι η όλη ιστορία με τον τραγουδιστή Massimo Ranieri. Που μπορεί να είναι εξαιρετικά δημοφιλής στην Ιταλία, αλλά εκτός Ιταλίας, επομένως και στην Ελλάδα, μόνο φανατικοί ιταλόφιλοι, όπως ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, τον γνωρίζουν. Οπότε η όλη φάση που κυριαρχεί στο τελευταίο τρίτο της ταινίας, αν και έχει συναισθηματικό payoff, σε πετάει λίγο έξω. Από εκεί και πέρα, οι δραματικές κορυφώσεις, που είναι αρκετές, ευτυχώς δεν ξεφεύγουν σε χυδαιότητες. Και στο φινάλε, λες πως είδες μια ταινία, πέρασες καλά, δεν σου έμεινε και τίποτα σπουδαίο, σίγουρα δεν χαλάστηκες και πάμε για άλλα. I capito?
Η υπόθεση: Ο Άλντο, ο Τζιοβάνι και ο Τζιάκομο είναι άντρες στα 50 τους, παντρεμένοι με παιδιά. Ο Άλντο περισσότερο κάθεται στο σπίτι του παρά δουλεύει, δεν βοηθάει καθόλου τη γυναίκα του στις δουλειές του σπιτιού, ο μεγάλος του γιος έχει ψιλοπροβλήματα με τον νόμο, οι δίδυμες πιτσιρίκες του αγαπούν τον οικογενειακό σκύλο, τον Μπράιαν και ο ίδιος είναι παθιασμένος με τον τραγουδιστή Massimo Ranieri. Ο Τζιοβάνι έχει μαγαζί πώλησης ειδών υπόδυσης, που δεν πάει καλά, έχει μια πανέμορφη έφηβη κόρη, είναι πάρα πολύ οργανωτικός και δεν βρίσκει εύκολα τις λέξεις που χρειάζεται την ώρα που τις θέλει. Ο Τζιάκομο είναι πετυχημένος οδοντίατρος, τον οποίο κυνηγάει ένα επαγγελματικό λάθος, είναι εργασιομανής και τον ενοχλεί που δεν τα πάει καλά με τον πιτσιρίκο γιο της συζύγου του.
Οι τρεις αυτοί εντελώς διαφορετικοί τύποι με τις οικογένειές τους – που προφανώς προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά υπόβαθρα και κουλτούρες – νοικιάζουν... κατά λάθος, το ίδιο σπίτι, στο ίδιο τουριστικό νησί, στο ίδιο χρονικό διάστημα κατά την περίοδο των καλοκαιρινών τους διακοπών. Ακούγεται σαν μια συνταγή για καταστροφή αλλά όλοι συναποφασίζουν να περάσουν τις διακοπές στο ίδιο αυτό σπίτι. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, αλλά εντέλει η ζωή βρίσκει τον τρόπο να το κάνει όλο αυτό να δουλέψει: οι συνήθειες είναι διαφορετικές, όμως δύο από τα παιδιά τους ερωτεύονται μεταξύ τους και τρεις γυναίκες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους θα γίνουν κολλητές.
Η άποψή μας: Να σε πω κάτι; Μπορεί «Ελλάς – Γαλλία = Συμμαχία» αλλά το «Ούνα φάτσα – ούνα ράτσα» που μας συνδέει με τους Ιταλιάνους, το βρίσκω πιο λογικό, πιο δομικό, πιο εφαρμόσιμο, πιο αληθινό. Ιδίως ο ελληνικός βορράς με τον ιταλικό νότο έχουν πολλά, πάρα πολλά κοινά στοιχεία για να τους ενώσουν, με βασικότερο όλων την... φτώχεια. Αλλά δεν πολιτικολογούμε εδώ ούτε λαϊκίζουμε. Την άποψή μας γράφουμε για μιαν ιταλική ταινία. Που μας δείχνει μιαν πολλάκις χρησιμοποιημένη στο σινεμά ιδέα – αυτήν της αναγκαστικής συγκατοίκησης διαφορετικών ατόμων – με έναν τρόπο ο οποίος πετυχαίνει τουλάχιστον το μίνιμουμ της διασκέδασης, χωρίς να βαυκαλίζεται ότι τάχαμου διεκδικεί δάφνες ποιότητας.
Ως οικογενειακή κωμωδία πλασάρεται η ταινία, δεν θυμάμαι όμως κάποια στιγμή της στην οποία να γέλασα δυνατά. Ή... σιγανά. Από την άλλη, επίσης, δεν έπιασα τον εαυτό μου να δυσανασχετεί, να κοιτάζει διαρκώς το ρολόι, να βαριέται. Ήξερα τι έβλεπα, ήξερα περίπου πως θα εξελιχθούν τα πράγματα (υπάρχει ένα μικρούλη μυστικό, που αγγίζει υψηλά δραματικά φορτία και είναι έξυπνα μακιγιαρισμένο), δεν ενθουσιάστηκα σε κανένα σημείο, δεν σκέφτηκα «ρε τους μάγκες, πώς το σκεφτήκανε αυτό;», δεν είπα όμως και «ήμαρτον ρε μαν, φτάνει, όχι άλλο κάρβουνο», κάτι που συμβαίνει ολοένα και περισσότερο στις αντίστοιχες γαλλικές κομεντί. Αυτό που διαφοροποιεί τα δύο είδη «εθνικής» κωμωδίας, είναι το λαϊκό έρεισμα.
Οι Ιταλοί επιμένουν πολύ σε αυτό. Επιμένουν στο να χρίζουν πρωταγωνιστές ανθρώπους της διπλανής πόρτας αλλά και γενικώς χαρακτήρες με τους οποίους το κοινό μπορεί να ταυτιστεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Οι Γάλλοι με τον σνομπισμό τους δεν βρίσκουν σημεία επαφής με το μη γαλλικό κοινό τα τελευταία πολλά χρόνια. Βλέπουμε λοιπόν τούτους τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, και είναι σαν να βλέπουμε χαρακτηριστικές εικόνες από ελληνικό καλοκαίρι, με ανθρώπους με σάρκα και οστά, που καλούνται να αντιμετωπίσουν πραγματικά προβλήματα. Οι προβληματισμοί για το σωστό μεγάλωμα των παιδιών, οι συζυγικές σχέσεις, οι νεανικοί έρωτες και η απόλαυση του καλοκαιριού – που συνοδεύεται εν πολλοίς και από μπόλικη ταλαιπωρία, όλα είναι εδώ.
Επίσης, να σημειώσω την μικρή σε διάρκεια παρουσία στην ταινία του Michele Placido, ο οποίος έχει γράψει τη δική του ιστορία στο ιταλικό σινεμά και την ιταλική τηλεόραση, στο ρόλο του αστυνομικού στο νησί, ο οποίος δεν αντέχει τους τουρίστες: με τη μουστακάρα του και τη συμπεριφορά του παραπέμπει σε πιο ωραία, ανέμελα χρόνια, όπου κυριαρχούσε το παλιό ΠΑΣΟΚ, το ορθόδοξο!
Αν κάτι είναι λιγάκι off στην ταινία είναι η όλη ιστορία με τον τραγουδιστή Massimo Ranieri. Που μπορεί να είναι εξαιρετικά δημοφιλής στην Ιταλία, αλλά εκτός Ιταλίας, επομένως και στην Ελλάδα, μόνο φανατικοί ιταλόφιλοι, όπως ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, τον γνωρίζουν. Οπότε η όλη φάση που κυριαρχεί στο τελευταίο τρίτο της ταινίας, αν και έχει συναισθηματικό payoff, σε πετάει λίγο έξω. Από εκεί και πέρα, οι δραματικές κορυφώσεις, που είναι αρκετές, ευτυχώς δεν ξεφεύγουν σε χυδαιότητες. Και στο φινάλε, λες πως είδες μια ταινία, πέρασες καλά, δεν σου έμεινε και τίποτα σπουδαίο, σίγουρα δεν χαλάστηκες και πάμε για άλλα. I capito?
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Ιουλίου 2020 από την Strada Ent.!