του James D'Arcy. Με τους Liam Neeson, Valeria Bilello, Micheál Richardson, Lindsay Duncan, Marco Quaglia.
The house that Jack... wants to sell
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μόνο η Τοσκάνη δεν φτάνει
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 24 Αυγούστου του 1975 στο Λονδίνο, James D'Arcy. Ο D'Arcy είναι περισσότερο γνωστός ως ηθοποιός. Στην ταινία, την οποία αν δεν κάνουμε λάθος, τη βλέπουμε στην Ελλάδα σε παγκόσμια πρεμιέρα (!!!) ο D'Arcy υπογράφει και το σενάριο.
Ο Micheál Richardson είναι στην πραγματικότητα ο γιος του Liam Neeson και της αδικοχαμένης Natasha Richardson. Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι μάστορας σε αυτά αλλά εδώ θα παραθέσουμε κι εμείς μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου γονείς και παιδιά έπαιξαν μαζί στην ίδια ταινία υποδυόμενοι... γονείς και παιδιά. Έχουμε και λέμε: Ryan O'Neal και Tatum O'Neal στο «Χάρτινο φεγγάρι» (Paper Moon, 1973) του Peter Bogdanovich, Kirk Douglas και Michael Douglas στο «It Runs in the Family» (2003) του Fred Schepisi, Kiefer Sutherland και Donald Sutherland στο «Forsaken» (2015) του Jon Cassar, Charlie Sheen και Martin Sheen στο «Wall Street» (1987) του Oliver Stone, Will Smith και Jaden Smith στο «After Earth» (2013) του M. Night Shyamalan αλλά και Susan Sarandon και Eva Amurri Martino στο «Μητέρες και κόρες» (Mothers and daughters, 2016) των Paul Duddridge και Nigel Levy.
Η υπόθεση: Ο Τζακ είναι ένας νεαρός άνδρας, ο οποίος διευθύνει την γκαλερί της συζύγου του στο Λονδίνο κι ας βρίσκονται σε διάσταση. Όταν εκείνη του λέει πως η γκαλερί θα πουληθεί, ο Τζακ της ζητάει να του δώσει ένα μικρό χρονικό διάστημα προκειμένου να βρει χρήματα και να την αγοράσει εκείνος. Το σχέδιό του είναι να πουλήσει το εξοχικό που έχει κληρονομήσει από την μητέρα του εξ ημισείας με τον πατέρα του, τον Ρόμπερτ, εξοχικό που βρίσκεται στην μαγευτική Τοσκάνη. Ο Ρόμπερτ ήταν σπουδαίος ζωγράφος παλιότερα, ο οποίος όμως έπαψε να ζωγραφίζει μετά το θάνατο της συζύγου του, της μητέρας του Τζακ. Πλέον, οι δύο άντρες έχουν απομακρυνθεί μεταξύ τους και οι σχέσεις τους είναι τυπικές.
Επιχειρώντας να ανακαινίσουν το μισογκρεμισμένο κτήριο και να το επαναφέρουν στην παλιά του αίγλη, οι δυο τους θα γνωρίσουν τους ντόπιους κάτοικους της περιοχής, αλλά θα γνωριστούν καλύτερα και μεταξύ τους. Ο Τζακ θα αναπολήσει τις ευτυχισμένες στιγμές με την μητέρα του ενώ ταυτόχρονα θα ερωτευτεί την όμορφη Νατάλια – τη νεαρή Ιταλίδα σεφ μιας μικρής τρατορίας. Τι επιφυλάσσει το μέλλον στους δύο έχοντες ψυχολογικά τραύματα άντρες;
Η άποψή μας: Μέσα σε τρεις βδομάδες η ίδια εγχώρια εταιρία διανομής βγάζει στην Ελλάδα δύο ταινίες οι οποίες: α) γυρίστηκαν ως επί το πλείστον στην Ιταλία και β) έχουν ως βασικό, πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, έναν παραιτημένο ζωγράφο. Κι ενώ η πρώτη ταινία, το Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης (The Burnt Orange Heresy), επένδυε περισσότερο στην ίντριγκα και το θριλερίστικο στοιχείο του πράγματος, στο Made in Italy στο επίκεντρο βρίσκονται οι ανθρώπινες σχέσεις, ιδίως εκείνες των γονέων με τα παιδιά τους, μέσα στο πλαίσιο μιας δραμεντί. Θα κάνω μια παράτολμη (σιγά...) πρόβλεψη και θα πω πως παρά το γεγονός ότι η πρώτη ταινία είναι σαφέστατα καλύτερη όπως και να τη δει κανείς (κι ας είχε τα προβληματάκια της) τούτη εδώ θα κόψει περισσότερα εισιτήρια στα θερινά. Γιατί; Επειδή ο Liam Neeson τα φέρνει (κι ας μην παίζει εδώ για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια την σύγχρονη εκδοχή του Chuck Norris). Κι επειδή η Τοσκάνη είναι πολύ όμορφη – κι ας μην καταλήγει να έχει πολλά τουριστικά πλάνα στην ταινία του ο D'Arcy.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση τούτης της ταινίας, πέρα από το γεγονός ότι ο Neeson παίζει με τον γιο του για πρώτη φορά μαζί, είναι η ανατριχιαστική παραπομπή του σεναρίου στην αληθινή ζωή του χολιγουντιανού αστέρα. Ίσως κάποιοι θα θυμάστε πως τον Μάρτιο του 2009 η σύζυγος του Liam Neeson, η επίσης ηθοποιός Natasha Richardson, πέθανε στα 46 της χρόνια μετά από ατύχημα που είχε κατά τη διάρκεια των διακοπών της, καθώς έπεσε άσχημα ενώ έκανε σκι. Στην ταινία, η σύζυγος του Ρόμπερτ σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το λες και creepy. Ίσως και σαδιστικό! Ποιος ξέρει, Neeson και υιός μπορεί να είδαν την ταινία και ως ένα είδος ψυχοθεραπείας και ξορκίσματος του τραύματος και το πόνου.
Ο D'Arcy πάντως δεν θέλει να πέσει στα βαθιά. Και δεν το κάνει. Η προσέγγισή του στους χαρακτήρες, τις καταστάσεις, τα γεγονότα, είναι επιδερμική. Όλοι έχουμε προβλήματα, αλήθεια είναι αυτό, αλλά ένα πιάτο ριζότο κι ένα απόγευμα με θέα από το εξοχικό σου, σε βοηθάνε να τα... ξεπεράσεις; Δεν υπάρχει στροφή στην πορεία αυτής της ταινίας που να μην την έχεις προβλέψει, δεν υπάρχει ανατροπή που να μην την έχεις σκεφτεί, όλα by the book, μετρίως μέτρια και πάντα μετρημένα. Ο Ρόμπερτ – Neeson, πρέπει να συγχωρέσει τον εαυτό του για να προχωρήσει, ο Τζακ – Richardson, πρέπει να ωριμάσει για να καταλάβει και οι δυο τους πρέπει να ανοιχτούν, να μιλήσουν, να θυμηθούν, να παραδεχτούν, να αποδεχτούν, προκειμένου η σχέση τους να πάψει να είναι τυπική και να αποκτήσει υπόσταση.
Τίποτα που δεν το έχουμε ξαναδεί, καμία έκπληξη, όλα φτιαγμένα να μην ενοχλούν, αλλά και να μην συναρπάζουν. Ευτυχώς που υπάρχει και η Valeria Bilello, η οποία ομορφαίνει με την παρουσία της την ταινία. Ευτυχώς που υπάρχει και η Lindsay Duncan, η οποία φέρνει με άνεση εις πέρας τον προκάτ ρόλο της με το δηκτικό βρετανικό χιούμορ. Κατά τα άλλα, λίγα πράγματα.
Η υπόθεση: Ο Τζακ είναι ένας νεαρός άνδρας, ο οποίος διευθύνει την γκαλερί της συζύγου του στο Λονδίνο κι ας βρίσκονται σε διάσταση. Όταν εκείνη του λέει πως η γκαλερί θα πουληθεί, ο Τζακ της ζητάει να του δώσει ένα μικρό χρονικό διάστημα προκειμένου να βρει χρήματα και να την αγοράσει εκείνος. Το σχέδιό του είναι να πουλήσει το εξοχικό που έχει κληρονομήσει από την μητέρα του εξ ημισείας με τον πατέρα του, τον Ρόμπερτ, εξοχικό που βρίσκεται στην μαγευτική Τοσκάνη. Ο Ρόμπερτ ήταν σπουδαίος ζωγράφος παλιότερα, ο οποίος όμως έπαψε να ζωγραφίζει μετά το θάνατο της συζύγου του, της μητέρας του Τζακ. Πλέον, οι δύο άντρες έχουν απομακρυνθεί μεταξύ τους και οι σχέσεις τους είναι τυπικές.
Επιχειρώντας να ανακαινίσουν το μισογκρεμισμένο κτήριο και να το επαναφέρουν στην παλιά του αίγλη, οι δυο τους θα γνωρίσουν τους ντόπιους κάτοικους της περιοχής, αλλά θα γνωριστούν καλύτερα και μεταξύ τους. Ο Τζακ θα αναπολήσει τις ευτυχισμένες στιγμές με την μητέρα του ενώ ταυτόχρονα θα ερωτευτεί την όμορφη Νατάλια – τη νεαρή Ιταλίδα σεφ μιας μικρής τρατορίας. Τι επιφυλάσσει το μέλλον στους δύο έχοντες ψυχολογικά τραύματα άντρες;
Η άποψή μας: Μέσα σε τρεις βδομάδες η ίδια εγχώρια εταιρία διανομής βγάζει στην Ελλάδα δύο ταινίες οι οποίες: α) γυρίστηκαν ως επί το πλείστον στην Ιταλία και β) έχουν ως βασικό, πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, έναν παραιτημένο ζωγράφο. Κι ενώ η πρώτη ταινία, το Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης (The Burnt Orange Heresy), επένδυε περισσότερο στην ίντριγκα και το θριλερίστικο στοιχείο του πράγματος, στο Made in Italy στο επίκεντρο βρίσκονται οι ανθρώπινες σχέσεις, ιδίως εκείνες των γονέων με τα παιδιά τους, μέσα στο πλαίσιο μιας δραμεντί. Θα κάνω μια παράτολμη (σιγά...) πρόβλεψη και θα πω πως παρά το γεγονός ότι η πρώτη ταινία είναι σαφέστατα καλύτερη όπως και να τη δει κανείς (κι ας είχε τα προβληματάκια της) τούτη εδώ θα κόψει περισσότερα εισιτήρια στα θερινά. Γιατί; Επειδή ο Liam Neeson τα φέρνει (κι ας μην παίζει εδώ για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια την σύγχρονη εκδοχή του Chuck Norris). Κι επειδή η Τοσκάνη είναι πολύ όμορφη – κι ας μην καταλήγει να έχει πολλά τουριστικά πλάνα στην ταινία του ο D'Arcy.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση τούτης της ταινίας, πέρα από το γεγονός ότι ο Neeson παίζει με τον γιο του για πρώτη φορά μαζί, είναι η ανατριχιαστική παραπομπή του σεναρίου στην αληθινή ζωή του χολιγουντιανού αστέρα. Ίσως κάποιοι θα θυμάστε πως τον Μάρτιο του 2009 η σύζυγος του Liam Neeson, η επίσης ηθοποιός Natasha Richardson, πέθανε στα 46 της χρόνια μετά από ατύχημα που είχε κατά τη διάρκεια των διακοπών της, καθώς έπεσε άσχημα ενώ έκανε σκι. Στην ταινία, η σύζυγος του Ρόμπερτ σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Το λες και creepy. Ίσως και σαδιστικό! Ποιος ξέρει, Neeson και υιός μπορεί να είδαν την ταινία και ως ένα είδος ψυχοθεραπείας και ξορκίσματος του τραύματος και το πόνου.
Ο D'Arcy πάντως δεν θέλει να πέσει στα βαθιά. Και δεν το κάνει. Η προσέγγισή του στους χαρακτήρες, τις καταστάσεις, τα γεγονότα, είναι επιδερμική. Όλοι έχουμε προβλήματα, αλήθεια είναι αυτό, αλλά ένα πιάτο ριζότο κι ένα απόγευμα με θέα από το εξοχικό σου, σε βοηθάνε να τα... ξεπεράσεις; Δεν υπάρχει στροφή στην πορεία αυτής της ταινίας που να μην την έχεις προβλέψει, δεν υπάρχει ανατροπή που να μην την έχεις σκεφτεί, όλα by the book, μετρίως μέτρια και πάντα μετρημένα. Ο Ρόμπερτ – Neeson, πρέπει να συγχωρέσει τον εαυτό του για να προχωρήσει, ο Τζακ – Richardson, πρέπει να ωριμάσει για να καταλάβει και οι δυο τους πρέπει να ανοιχτούν, να μιλήσουν, να θυμηθούν, να παραδεχτούν, να αποδεχτούν, προκειμένου η σχέση τους να πάψει να είναι τυπική και να αποκτήσει υπόσταση.
Τίποτα που δεν το έχουμε ξαναδεί, καμία έκπληξη, όλα φτιαγμένα να μην ενοχλούν, αλλά και να μην συναρπάζουν. Ευτυχώς που υπάρχει και η Valeria Bilello, η οποία ομορφαίνει με την παρουσία της την ταινία. Ευτυχώς που υπάρχει και η Lindsay Duncan, η οποία φέρνει με άνεση εις πέρας τον προκάτ ρόλο της με το δηκτικό βρετανικό χιούμορ. Κατά τα άλλα, λίγα πράγματα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιουλίου 2020 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική