του Christophe Duthuron. Με τους Pierre Richard, Eddy Mitchell, Roland Giraud, Alice Pol, Henri Guybet, Rebecca Azan.
Υπάρχει ακόμη λάδι σε αυτά τα γέρικα καντήλια
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Περήφανα νιάτα, τιμημένα γηρατειά!»
Αυτή η ταινία αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Christophe Duthuron, ο οποίος έχει δουλέψει στον κινηματογράφο περισσότερο ως σεναριογράφος και ως ηθοποιός. Στη συγκεκριμένη ταινία έχει υπογράψει και τη μουσική. Η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες στις 22 Αυγούστου του 2018 και την είδαν εκεί μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς πάνω από 760 χιλιάδες θεατές.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στην ομώνυμη σειρά κόμικ, η οποία κυκλοφορεί στη Γαλλία από το 2014 και μέχρι το 2018 είχαν εκδοθεί πέντε βιβλία. Το σχέδιο στη σειρά είναι του Paul Cauuet ενώ το κείμενο είναι του Wilfrid Lupano. Ο Lupano έβαλε το χεράκι του και στο σενάριο της ταινίας. Μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη σειρά κόμικ έχει πουλήσει πάνω από 1,2 εκατομμύριο αντίτυπα, συλλέγοντας κάθε είδους βραβείου που υπάρχει, το ένα πίσω από το άλλο.
Η υπόθεση: Ο Πιερό, ο Μιμίλ και ο Αντουάν, τρεις παιδικοί φίλοι, πλέον στα εβδομήντα τους, το έχουν φιλοσοφήσει το θέμα. Μπορεί τα γηρατειά να είναι το τελευταίο στάδιο του βίου ενός ανθρώπου, ίσως όμως κατά μία άποψη να είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει κανείς τον θάνατο. Και οι τρεις τους είναι αποφασισμένοι να είναι γέροι με στυλ! Ωστόσο, η επανένωσή τους στην κηδεία της Λουσέτ, της συζύγου του Αντουάν, ταράσσεται όταν ο Αντουάν ανακαλύπτει από σπόντα μια παλιά ερωτική επιστολή, που τον βγάζει από τα ρούχα του.
Χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση στους φίλους του, ο Αντουάν φεύγει ξαφνικά από τη γενέτειρα τους, Ταρν, και κατευθύνεται προς την Τοσκάνη. Ο Πιερό, ο Μιμίλ και η Σοφί, η εγγονή του Αντουάν η οποία βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, με την κοιλιά στο στόμα που λένε, ρίχνονται στο κατόπι του, για να τον εμποδίσουν να διαπράξει ένα έγκλημα πάθους... με καθυστέρηση 50 ετών! Και σε αυτό το παράξενο ταξίδι, σχέσεις επανεκτιμούνται, έχθρες αναμοχλεύονται και μυστικά αποκαλύπτονται.
Η άποψή μας: Αλλιώς – νομίζω – θα έκρινε την οποιαδήποτε ταινία ο 20χρονος εαυτός μου, αλλιώς ο 50άρης σημερινός εαυτός. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση τούτης της γαλλικής κωμωδίας. Γιατί, όσο να πεις, μεγαλώνοντας, βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Είναι όπως τα έλεγαν κάποτε οι Τρύπες: «Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω/ δεν προχωράω πίσω ή μπροστά/ κι όλα αυτά που θέλω ν' αγαπάω/ δεν μ' ανατριχιάζουν πια». Χάνεται ο αψύς ενθουσιασμός, η επαναστατικότητα, η ορμή, η ζέση, το πάθος. Αρχίζεις και εκτιμάς την ρουτίνα, την ασφάλεια, τη σιγουριά, γίνεσαι πιο συντηρητικός, πιο κλειστός, πιο δύσκολος σε αλλαγές και διαφοροποιήσεις. Οπότε, αν και μέσα μου νιώθω πάντοτε παιδάκι 16 χρονών, είμαι σε μια ηλικία κατά την οποία βρίσκομαι – βιολογικά – πιο κοντά στα γερόντια της ταινίας παρά σε αυτό που αποκαλούμε «νεολαία». Ναι, είμαι πλέον ο θείος που στις συγκεντρώσεις – κοινωνικές ή οικογενειακές – λέει «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία».
Προς τι αυτή η (μπορεί να φαίνεται άσχετη, μπορεί και να είναι) εισαγωγή; Μα για να δικαιολογήσω την συμπάθειά μου προς την ταινία. Σίγουρα δεν τη μίσησα: και οι γαλλικές κομεντί – αισθηματικές ή μη – του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού, έχουν καταντήσει ένα από τα πιο σιχαμερά κινηματογραφικά υποείδη. Υπήρξαν στιγμές που την απόλαυσα. Κι αν δεν υπήρχε η υποπλοκή που έχει να κάνει με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα συμβάν, μια «παρεξήγηση» και τα παρεπόμενά τους μέχρι το φιλμικό παρόν, θα μπορούσα να συστήσω την ταινία ανεπιφύλακτα. Τώρα, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Οι οποίες είναι έντονες.
Οι ειδήσεις μας αναλυτικά: Η ταινία αρχίζει με φόρα. Διακρίνεις μια διάθεση από μέρους των δημιουργών να φτιάξουν κάτι που να αποτίνει φόρο τιμής στην κόμικ προέλευση της πρώτης ύλης, κάτι που είναι εντελώς ευπρόσδεκτο. Στις πολύ καλές στιγμές της η ταινία θυμίζει κάτι που θα μπορούσε να έχει την υπογραφή του Jean-Pierre Jeunet, της εποχής του «Amelie» - αλήθεια, τι απέγινε ο τρελο-Γάλλος; Έχουμε να δούμε ταινία του από το 2013. Κλείνει η παρένθεση.
Ο αγαπητός Pierre Richard δείχνει να το καταδιασκεδάζει στο ρόλο του πουρού (sic) αναρχικού! Μονίμως με ένα τσιγάρο στο χέρι, με σακατεμένη όραση και οδηγώντας σαν αφιονισμένος, είναι μέσα στις καλύτερες και πιο αστείες σκηνές της ταινίας. Ιδίως ό,τι έχει να κάνει με το σαράβαλό του και την οδηγική του συμπεριφορά είναι απολαυστικά – μια σκηνή είναι τόσο σούπερ, που με έκανε να γελάσω δυνατά από την έκπληξη που βίωσα βλέποντάς την – σκηνή λίγων δευτερολέπτων, μην φανταστείτε. Από τις μπλούζες που φοράει, από την ιδεολογική του πυξίδα, από το κόλλημά του με τις σοκολάτες μπάουντι, μέχρι και την χοντροκομμένη μεν αλλά λειτουργική σκηνή της... αφόδευσης, ο Richard κλέβει την παράσταση. Τα άλλα δύο ραμολιμέντα του συμπαραστέκονται με ευκολία και η Alice Pol, την οποία είδαμε πρόσφατα και στο Πουλιά στον αέρα, είναι γλυκύτατη και προσθέτει την απαραίτητη ορμονική ισορροπία με τα οιστρογόνα της σε αυτήν την αποθέωση της επαναστατικής (έστω και γερασμένης) τεστοστερόνης.
Και ο τυπάς «από το χωριό» που γουστάρει την έγκυο φίλη μας, προσφέρει γέλιο και θετικά συναισθήματα, τη μία κόβοντας χόρτα, την άλλη δίνοντας αγκαλιές. Και το ότι οι ήρωές μας καταφέρονται εναντίον του νεοφιλελευθερισμού και το γεγονός ότι ήταν – και συνεχίζουν να είναι – αγωνιστές για έναν καλύτερο κόσμο, όσο να πεις, μας τους κάνει πολύ πιο συμπαθείς. Και υπάρχει και μια σκηνή σαν όνειρο, ασπρόμαυρη, σαν ιντσαλέισο, που είναι πραγματικά πανέμορφη και σκέφτεσαι «γιασάν ο παίκτης».
Ναι αλλά... Υπάρχει ένα τεράστιο αλλά. Η υποπλοκή που αναφέραμε πιο πάνω, σχετικά με τις φιλικές σχέσεις (σε σημείο παρεξηγήσεως) μεταξύ Γάλλων και Ναζί δεν καταπίνεται με τίποτα! Και όλο αυτό να προσπαθεί να αποτυπωθεί με «ανθρώπινο» πρίσμα και ως ένα λάθος της αριστεράς, που πρεσβεύει άλλα ιδεώδη και είναι υπέρ της συγχώρεσης και της κατανόησης κι όχι υπέρ του στιγματισμού, σου κάθεται βαρύ. Άσε που το συγκεκριμένο subplot δεν προσφέρει απολύτως τίποτε σε δραματικό επίπεδο. Κάτι που κάνει τα πράγματα λιγότερο αθώα. Και γιατί να υπάρχει δραματικό επίπεδο σε μια ταινία γεννημένη ως κωμωδία;
Αυτό, σε συνδυασμό με το πως σκιτσάρεται το γερασμένο «αφεντικό», ο πλούσιος, ο εργοστασιάρχης, το κεφάλαιο, αναδύουν μια εντελώς ύποπτη εσάνς: μωρέ λες η ταινία να είναι αντιδραστική; Όσο η ταινία επενδύει στο κωμικό, τα πάει μια χαρά. Στο δραματικό μας τα χαλάει. Και στο ιδεολογικό είναι, πώς να το πω, κάπως ύποπτη. Conflict μέσα μου. Νομίζω, όμως, πως έγραψα ένα κείμενο που λέει τα πάντα, όλα. Λέει και τα θετικά, επισημαίνει τα αρνητικά και αναβοσβήνει κι ένα λαμπάκι που λέει ιδεολογικά «προσοχή, κίνδυνος». Κατά τα άλλα... γέροι είστε και φαίνεστε!
Η υπόθεση: Ο Πιερό, ο Μιμίλ και ο Αντουάν, τρεις παιδικοί φίλοι, πλέον στα εβδομήντα τους, το έχουν φιλοσοφήσει το θέμα. Μπορεί τα γηρατειά να είναι το τελευταίο στάδιο του βίου ενός ανθρώπου, ίσως όμως κατά μία άποψη να είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει κανείς τον θάνατο. Και οι τρεις τους είναι αποφασισμένοι να είναι γέροι με στυλ! Ωστόσο, η επανένωσή τους στην κηδεία της Λουσέτ, της συζύγου του Αντουάν, ταράσσεται όταν ο Αντουάν ανακαλύπτει από σπόντα μια παλιά ερωτική επιστολή, που τον βγάζει από τα ρούχα του.
Χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση στους φίλους του, ο Αντουάν φεύγει ξαφνικά από τη γενέτειρα τους, Ταρν, και κατευθύνεται προς την Τοσκάνη. Ο Πιερό, ο Μιμίλ και η Σοφί, η εγγονή του Αντουάν η οποία βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, με την κοιλιά στο στόμα που λένε, ρίχνονται στο κατόπι του, για να τον εμποδίσουν να διαπράξει ένα έγκλημα πάθους... με καθυστέρηση 50 ετών! Και σε αυτό το παράξενο ταξίδι, σχέσεις επανεκτιμούνται, έχθρες αναμοχλεύονται και μυστικά αποκαλύπτονται.
Η άποψή μας: Αλλιώς – νομίζω – θα έκρινε την οποιαδήποτε ταινία ο 20χρονος εαυτός μου, αλλιώς ο 50άρης σημερινός εαυτός. Κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση τούτης της γαλλικής κωμωδίας. Γιατί, όσο να πεις, μεγαλώνοντας, βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Είναι όπως τα έλεγαν κάποτε οι Τρύπες: «Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω/ δεν προχωράω πίσω ή μπροστά/ κι όλα αυτά που θέλω ν' αγαπάω/ δεν μ' ανατριχιάζουν πια». Χάνεται ο αψύς ενθουσιασμός, η επαναστατικότητα, η ορμή, η ζέση, το πάθος. Αρχίζεις και εκτιμάς την ρουτίνα, την ασφάλεια, τη σιγουριά, γίνεσαι πιο συντηρητικός, πιο κλειστός, πιο δύσκολος σε αλλαγές και διαφοροποιήσεις. Οπότε, αν και μέσα μου νιώθω πάντοτε παιδάκι 16 χρονών, είμαι σε μια ηλικία κατά την οποία βρίσκομαι – βιολογικά – πιο κοντά στα γερόντια της ταινίας παρά σε αυτό που αποκαλούμε «νεολαία». Ναι, είμαι πλέον ο θείος που στις συγκεντρώσεις – κοινωνικές ή οικογενειακές – λέει «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία».
Προς τι αυτή η (μπορεί να φαίνεται άσχετη, μπορεί και να είναι) εισαγωγή; Μα για να δικαιολογήσω την συμπάθειά μου προς την ταινία. Σίγουρα δεν τη μίσησα: και οι γαλλικές κομεντί – αισθηματικές ή μη – του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού, έχουν καταντήσει ένα από τα πιο σιχαμερά κινηματογραφικά υποείδη. Υπήρξαν στιγμές που την απόλαυσα. Κι αν δεν υπήρχε η υποπλοκή που έχει να κάνει με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα συμβάν, μια «παρεξήγηση» και τα παρεπόμενά τους μέχρι το φιλμικό παρόν, θα μπορούσα να συστήσω την ταινία ανεπιφύλακτα. Τώρα, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Οι οποίες είναι έντονες.
Οι ειδήσεις μας αναλυτικά: Η ταινία αρχίζει με φόρα. Διακρίνεις μια διάθεση από μέρους των δημιουργών να φτιάξουν κάτι που να αποτίνει φόρο τιμής στην κόμικ προέλευση της πρώτης ύλης, κάτι που είναι εντελώς ευπρόσδεκτο. Στις πολύ καλές στιγμές της η ταινία θυμίζει κάτι που θα μπορούσε να έχει την υπογραφή του Jean-Pierre Jeunet, της εποχής του «Amelie» - αλήθεια, τι απέγινε ο τρελο-Γάλλος; Έχουμε να δούμε ταινία του από το 2013. Κλείνει η παρένθεση.
Ο αγαπητός Pierre Richard δείχνει να το καταδιασκεδάζει στο ρόλο του πουρού (sic) αναρχικού! Μονίμως με ένα τσιγάρο στο χέρι, με σακατεμένη όραση και οδηγώντας σαν αφιονισμένος, είναι μέσα στις καλύτερες και πιο αστείες σκηνές της ταινίας. Ιδίως ό,τι έχει να κάνει με το σαράβαλό του και την οδηγική του συμπεριφορά είναι απολαυστικά – μια σκηνή είναι τόσο σούπερ, που με έκανε να γελάσω δυνατά από την έκπληξη που βίωσα βλέποντάς την – σκηνή λίγων δευτερολέπτων, μην φανταστείτε. Από τις μπλούζες που φοράει, από την ιδεολογική του πυξίδα, από το κόλλημά του με τις σοκολάτες μπάουντι, μέχρι και την χοντροκομμένη μεν αλλά λειτουργική σκηνή της... αφόδευσης, ο Richard κλέβει την παράσταση. Τα άλλα δύο ραμολιμέντα του συμπαραστέκονται με ευκολία και η Alice Pol, την οποία είδαμε πρόσφατα και στο Πουλιά στον αέρα, είναι γλυκύτατη και προσθέτει την απαραίτητη ορμονική ισορροπία με τα οιστρογόνα της σε αυτήν την αποθέωση της επαναστατικής (έστω και γερασμένης) τεστοστερόνης.
Και ο τυπάς «από το χωριό» που γουστάρει την έγκυο φίλη μας, προσφέρει γέλιο και θετικά συναισθήματα, τη μία κόβοντας χόρτα, την άλλη δίνοντας αγκαλιές. Και το ότι οι ήρωές μας καταφέρονται εναντίον του νεοφιλελευθερισμού και το γεγονός ότι ήταν – και συνεχίζουν να είναι – αγωνιστές για έναν καλύτερο κόσμο, όσο να πεις, μας τους κάνει πολύ πιο συμπαθείς. Και υπάρχει και μια σκηνή σαν όνειρο, ασπρόμαυρη, σαν ιντσαλέισο, που είναι πραγματικά πανέμορφη και σκέφτεσαι «γιασάν ο παίκτης».
Ναι αλλά... Υπάρχει ένα τεράστιο αλλά. Η υποπλοκή που αναφέραμε πιο πάνω, σχετικά με τις φιλικές σχέσεις (σε σημείο παρεξηγήσεως) μεταξύ Γάλλων και Ναζί δεν καταπίνεται με τίποτα! Και όλο αυτό να προσπαθεί να αποτυπωθεί με «ανθρώπινο» πρίσμα και ως ένα λάθος της αριστεράς, που πρεσβεύει άλλα ιδεώδη και είναι υπέρ της συγχώρεσης και της κατανόησης κι όχι υπέρ του στιγματισμού, σου κάθεται βαρύ. Άσε που το συγκεκριμένο subplot δεν προσφέρει απολύτως τίποτε σε δραματικό επίπεδο. Κάτι που κάνει τα πράγματα λιγότερο αθώα. Και γιατί να υπάρχει δραματικό επίπεδο σε μια ταινία γεννημένη ως κωμωδία;
Αυτό, σε συνδυασμό με το πως σκιτσάρεται το γερασμένο «αφεντικό», ο πλούσιος, ο εργοστασιάρχης, το κεφάλαιο, αναδύουν μια εντελώς ύποπτη εσάνς: μωρέ λες η ταινία να είναι αντιδραστική; Όσο η ταινία επενδύει στο κωμικό, τα πάει μια χαρά. Στο δραματικό μας τα χαλάει. Και στο ιδεολογικό είναι, πώς να το πω, κάπως ύποπτη. Conflict μέσα μου. Νομίζω, όμως, πως έγραψα ένα κείμενο που λέει τα πάντα, όλα. Λέει και τα θετικά, επισημαίνει τα αρνητικά και αναβοσβήνει κι ένα λαμπάκι που λέει ιδεολογικά «προσοχή, κίνδυνος». Κατά τα άλλα... γέροι είστε και φαίνεστε!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιουλίου 2020 από την Trianon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική