του Tristan Séguéla. Με τους Michel Blanc, Hakim Jemili, Franck Gastambide, Solène Rigot, Artus.
Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ,
αχ συρε να φέρεις το γιατρό
αχ συρε να φέρεις το γιατρό
του zerVo (@moviesltd)
Χριστούγεννα λέει ε? Ευαίσθητη χορδή χτυπάει αυτό το καμπανάκι του Τζινγκλ Μπελς. Ο λόγος πολύ απλός, αφού έχει εξελιχθεί σε ένα δεκαπενθήμερο διπλού ύφους, κατά το οποίο ο μισός πληθυσμός, οι προνομιούχοι αδειούχοι δηλαδή, περνούν μπέικα και ο άλλος μισός, οι σκλάβοι, με τρεις Κυριακές ανοιχτά μαγαζιά και νυχθημερόν αχθοφορία αγαθών, απλά τους υπηρετούν. Καθεστώς που δεν ίσχυε ποτέ στα μέρη μας, αφού ακόμη και οι δεξιότερες των Κυβερνήσεων είχαν φροντίσει να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλληλέγγυα τάση που προφανώς εξανεμίστηκε στην διαδικασία του εξαμερικανισμού της κοινωνίας μας. Συνεπώς με συνεχή δουλειά τεσσάρων εβδομάδων, τι σόι Κρίστμας να γιορτάσεις όταν τα ποδαράκια σου έχουν μελανιάσει από την ορθοστασία. Εγώ είμαι με τον Γιατρό. Φανατικός του! Απλά όσα έχει να μας πει, θα μπορούσε να μας τα κάνει λιανά σε ένα πεντάλεπτο και όχι σε μιάμιση ώρα...
Παραμονή Χριστουγέννων στο λαμπερό Παρίσι και ο μοναχικός μεσήλικας Σερζ είναι ένας από τους ελάχιστους εν υπηρεσία γιατρούς εκτάκτων περιστατικών, που περιδιαβαίνει τους γιορτινούς δρόμους της Πόλης του Φωτός. Λογικό κι επόμενο είναι, οι κλήσεις που λαμβάνει από τους κατά τόπους ασθενείς, να βαρούν ακατάπαυστα, σε σημείο που να μην προλαβαίνει καν να επισκέπτεται τους δύσμοιρους αρρώστους στα σπίτια τους. Όπως και να μην βρίσκει το ελάχιστο χρονικό κενό, να απολαύσει, μέσα στην μοναξιά του, έστω ένα γεύμα, συνοδευόμενο από λίγο κρασί. Λίγο..? Εντάξει, δυο ποτηράκια παραπάνω, αφού του αρέσει να το τσούζει ενίοτε.
Σαν να μην του έφτανε ο φόρτος εργασίας του μουντρούφλη, ένα λουμπάγκο που τον είχε προειδοποιήσει από νωρίς, ήλθε για να δέσει το γλυκό. Αδυνατώντας πλέον ακόμη και να κινηθεί, πρέπει οπωσδήποτε να βρει μια λύση, αφού οι περιπτώσεις που τον καλούν κατ οίκον είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Κι αφού δεν γίνεται ο ίδιος να βγει από το αυτοκίνητο, θα σκαρφιστεί να ντύσει Δόκτορα έναν περαστικό ντελίβερη, τον Μαλέκ, έναν καλόκαρδο νεαρό αραβικής καταγωγής, στον οποίο θα δίνει οδηγίες ιατρικής περίθαλψης μέσω ακουστικού στο κινητό του!
Η ιδέα την πλακίτσα της την έχει. Ειδικά όταν λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά η μεταμφίεση του μεταμεσονύκτιου διακινητή φαγητών (σκλάβου στην ίδια κατηγορία που προανέφερα) σε Sos Γιατρό, το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό, ακόμη κι αν η συγκεκριμένη ρουμπρίκα με τον τύπο που έχει βαρυστομαχιά είναι κάπως. Στην πορεία της βραδιάς βέβαια, ο φιλαράκος μας θα πάρει το κολάι και σταδιακά, με το μπλουτούθ στο αφτί, θα βρει τον ρυθμό και θα κάνει τις σωστές διαγνώσεις, που θα βγάλουν τόσο αυτόν, όσο και το Φραντσέζικο ΕΣΥ ασπροπρόσωπο.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως εμείς δεν γινόμαστε μάρτυρες ενός επαναληπτικού σκηνικού, που αρχινάει αγωνιωδώς για το πως θα τα καταφέρει ο Docteur? να κουράρει κάθε περίπτωση, για να καταλήξει στο γνώριμο πετυχημένο αποτέλεσμα. Κι εκεί λίγο πριν το μέσιασμα επέρχεται λογικά ο κορεσμός, απούσης της έκπληξης και των καινούργιων χιουμοριστικών ιδεών που θα κρατήσουν τα μάτια του θεατή σε εγρήγορση μέχρι τέλους. Στο μεταξύ στα σκετσάκια θα παρεμβληθεί και η αναμενόμενη για Γαλλικουριά δραματική υποιστορία, οπότε το πράγμα θα περιπλακεί, ελάχιστα προτού ο Μαλέκ κληθεί να ξεγεννήσει μια single μετανάστρια.
Φυσικά πάνω από όλα αυτά τα φαιδρά που τρέχουν στην καρδιά του Μονπαρνάς, στο διάβα της πλοκής, έρχεται σαν ο από μηχανής Θεός να καλύψει την κάθε ατέλεια, δυσμένεια, υπερκόπωση και φάρσα, το γιορτινό πνεύμα. Εκείνο ακριβώς δηλαδή, που σε κάνει ακόμη και εξαντλημένο ράκος από το κάτεργο, να υψώνεις το ποτήρι για να ψελλίσεις τα Χρόνια Πολλά στα αγαπημένα σου πρόσωπα. Από συνήθειο πιο πολύ. Και για να μην νιώσεις στην απόξω, αυτής της κίβδηλης, φτιαχτής χαράς.
Η τρίτη σκηνοθετική απόπειρα του Tristan Séguéla, έχει μια ροή, διαθέτει ένα χιούμορ κάπως ιδιαίτερο, αλλά εξαντλείται πολύ γρήγορα, καταλήγοντας σαν μια υπερξεχειλωμένη μικρού μήκους. Τουλάχιστον οι δύο βασικές πρωταγωνιστικές παρουσίες, δένουν αξιοπρεπώς στο εκράν, ορίζοντας τα άκρα αντίθετα της τσακισμένης ψυχοσύνθεσης του μοντέρνου είλωτα. Ο κυνικός γιατρός που η βάρδια του δεν τερματίζει ποτέ, με την μορφή του πιο αγαπημένου μου από τους Les bronzés, πεπειραμένου Michel Blanc, στήνει ένα ευχάριστο δίδυμο με την καλοσυνάτη του μελαψού διανομέα, πρωτοεμφανιζόμενου Hakim Jemili, ώστε να μην πούμε πως ο χρόνος παρακολούθησης που ξοδέψαμε, πήγε ολοκληρωτικά χαμένος.
Σαν να μην του έφτανε ο φόρτος εργασίας του μουντρούφλη, ένα λουμπάγκο που τον είχε προειδοποιήσει από νωρίς, ήλθε για να δέσει το γλυκό. Αδυνατώντας πλέον ακόμη και να κινηθεί, πρέπει οπωσδήποτε να βρει μια λύση, αφού οι περιπτώσεις που τον καλούν κατ οίκον είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Κι αφού δεν γίνεται ο ίδιος να βγει από το αυτοκίνητο, θα σκαρφιστεί να ντύσει Δόκτορα έναν περαστικό ντελίβερη, τον Μαλέκ, έναν καλόκαρδο νεαρό αραβικής καταγωγής, στον οποίο θα δίνει οδηγίες ιατρικής περίθαλψης μέσω ακουστικού στο κινητό του!
Η ιδέα την πλακίτσα της την έχει. Ειδικά όταν λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά η μεταμφίεση του μεταμεσονύκτιου διακινητή φαγητών (σκλάβου στην ίδια κατηγορία που προανέφερα) σε Sos Γιατρό, το αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό, ακόμη κι αν η συγκεκριμένη ρουμπρίκα με τον τύπο που έχει βαρυστομαχιά είναι κάπως. Στην πορεία της βραδιάς βέβαια, ο φιλαράκος μας θα πάρει το κολάι και σταδιακά, με το μπλουτούθ στο αφτί, θα βρει τον ρυθμό και θα κάνει τις σωστές διαγνώσεις, που θα βγάλουν τόσο αυτόν, όσο και το Φραντσέζικο ΕΣΥ ασπροπρόσωπο.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως εμείς δεν γινόμαστε μάρτυρες ενός επαναληπτικού σκηνικού, που αρχινάει αγωνιωδώς για το πως θα τα καταφέρει ο Docteur? να κουράρει κάθε περίπτωση, για να καταλήξει στο γνώριμο πετυχημένο αποτέλεσμα. Κι εκεί λίγο πριν το μέσιασμα επέρχεται λογικά ο κορεσμός, απούσης της έκπληξης και των καινούργιων χιουμοριστικών ιδεών που θα κρατήσουν τα μάτια του θεατή σε εγρήγορση μέχρι τέλους. Στο μεταξύ στα σκετσάκια θα παρεμβληθεί και η αναμενόμενη για Γαλλικουριά δραματική υποιστορία, οπότε το πράγμα θα περιπλακεί, ελάχιστα προτού ο Μαλέκ κληθεί να ξεγεννήσει μια single μετανάστρια.
Φυσικά πάνω από όλα αυτά τα φαιδρά που τρέχουν στην καρδιά του Μονπαρνάς, στο διάβα της πλοκής, έρχεται σαν ο από μηχανής Θεός να καλύψει την κάθε ατέλεια, δυσμένεια, υπερκόπωση και φάρσα, το γιορτινό πνεύμα. Εκείνο ακριβώς δηλαδή, που σε κάνει ακόμη και εξαντλημένο ράκος από το κάτεργο, να υψώνεις το ποτήρι για να ψελλίσεις τα Χρόνια Πολλά στα αγαπημένα σου πρόσωπα. Από συνήθειο πιο πολύ. Και για να μην νιώσεις στην απόξω, αυτής της κίβδηλης, φτιαχτής χαράς.
Η τρίτη σκηνοθετική απόπειρα του Tristan Séguéla, έχει μια ροή, διαθέτει ένα χιούμορ κάπως ιδιαίτερο, αλλά εξαντλείται πολύ γρήγορα, καταλήγοντας σαν μια υπερξεχειλωμένη μικρού μήκους. Τουλάχιστον οι δύο βασικές πρωταγωνιστικές παρουσίες, δένουν αξιοπρεπώς στο εκράν, ορίζοντας τα άκρα αντίθετα της τσακισμένης ψυχοσύνθεσης του μοντέρνου είλωτα. Ο κυνικός γιατρός που η βάρδια του δεν τερματίζει ποτέ, με την μορφή του πιο αγαπημένου μου από τους Les bronzés, πεπειραμένου Michel Blanc, στήνει ένα ευχάριστο δίδυμο με την καλοσυνάτη του μελαψού διανομέα, πρωτοεμφανιζόμενου Hakim Jemili, ώστε να μην πούμε πως ο χρόνος παρακολούθησης που ξοδέψαμε, πήγε ολοκληρωτικά χαμένος.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Ιουλίου 2020 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική