του Christophe Honoré. Με τους Chiara Mastroianni, Camille Cottin, Vincent Lacoste, Carole Bouquet, Benjamin Biolay.
Could It Be Magic
του zerVo (@moviesltd)
Είναι στιγμές που κλείνεις τα μάτια και μέσα στην αβάσταχτη μοναξιά του χώρου, νιώθεις να εισβάλλουν σαν φαντάσματα του παρελθόντος, όλες εκείνες οι μορφές που έχουν σημαδέψει ολάκερη την ζωή σου. Έρωτες, φιλίες, έχθρες, ανόητες αγάπες, φευγαλέα μίση, ντροπές. Έστω κι αν τσιμπηθείς μονομιάς, μπας και διώξεις όλες ετούτες τις φιγούρες που άξαφνα κάλπασαν σιμά σου, ο στιγμιαίος ηλεκτρισμός στο χέρι σε κάμει να αμφιβάλλεις, αν πραγματικά βιώνεις παραίσθηση. Και σου αρέσει όλο αυτό το κόλπο, σε ιντριγκάρει, αφού αφαιρεί από πάνω σου μυριάδες μέρες ζωής και σε επαναφέρει κάπου εκεί πίσω στο χρόνο, με την πείρα του σήμερα να ξαναζήσεις τρόπον τινά την ώρα. Could It Be Magic. Μια Νύχτα Μαγική...
Εικοσιπέντε χρόνια έγγαμου βίου ενώνουν την, αεράτη για μεσήλικη, καθηγήτρια Μαρία με τον συγγραφέα Ρισάρ. Δυόμισι δεκαετίες κατά τις οποίες εκείνη δεν υπήρξε και η πιο πιστή σύζυγος. Για την ακρίβεια, εκμεταλλευόμενη την θέση της στο κολέγιο, σύναψε κρυφά περισσότερες από μια ντουζίνα ερωτικές σχέσεις με νεότερους και γοητευτικούς μαθητές της, σβήνοντας έτσι τις ανασφάλειες και υπερκαλύπτοντας τις όποιες ματαιοδοξίες επιφέρει η μέση ηλικία.
Ένα μυστικό που αργά και όχι γρήγορα θα αποκαλυφθεί στα μάτια του, πικραμένου πια, ανδρός της, βυθίζοντας τον στην απόγνωση, αφού ποτέ του δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να έπεφτε θύμα τέτοιας προδοσίας. Αδύναμη να αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση, η κυνικά σκεπτόμενη Μαρία θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την εστία της. Και να μετακομίσει προσωρινά σε ξενοδοχείο, στο ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο. Στο δωμάτιο 212, που η πρόσοψη του κοιτάζει το διαμέρισμα, τον Ρισάρ, τον σχεδόν διαλυμένο γάμο της, την ζωή της.
Και σε αυτά τα ελάχιστα, αφιλόξενα τετραγωνικά του Παρισινού πανδοχείου, οσονούπω, θα εισβάλλουν από το πουθενά, σαν άυλα στοιχειά. τα πρόσωπα εκείνα που σημάδεψαν τον κόσμο της. Η μητέρα της, η γιαγιά της, όλοι εκείνοι οι εραστές που την κράτησαν παθιασμένα στην αγκαλιά τους. Και φυσικά ο Ρισάρ. Νέος, όπως τον καιρό που τον γνώρισε, φιλόδοξος και ονειροπόλος, χωρίς πάνω του τα σημάδια από τον καιρό, που την έκαναν να τον συνηθίσει, μειώνοντας σε επίπεδα μηδενικά σχεδόν, τον πόθο της για αυτόν.
Η άλλη όψη του κινηματογραφικού νομίσματος που περιγράφει την δοκιμασία μιας έντονης και ριζωμένης υποτίθεται από τον χρόνο, σχέσης, ταξιδεύοντας από την ανεμελιά της νιότης του Les Chansons D'Amour στην έκδηλη ανησυχία της mid life crisis, περιγράφει ο πεπειραμένος καθώς φαίνεται πάνω στο θέμα και το είδος Christophe Honoré. Και η μέθοδος που ακολουθεί ο πενηντάχρονος, πια, Φραντσέζος δημιουργός, διαφεύγει ολοκληρωτικά από την ρεαλιστική αφήγηση, για να περάσει σε μια artificial σφαίρα όπου ο χρόνος δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο. πλην του κεντρικού προσώπου που βιώνει την φαντασίωση.
Η ιδέα μοιάζει πανέμορφη και παρόμοια είναι η εκτέλεση της. Με όχημα την νοσταλγία για το χθες που καλώς ή καλώς έχει χαθεί μια για πάντα, ο Γάλλος βυθίζει τους ήρωες του με έναν παραμυθένιο τρόπο σε ένα όνειρο που αποκαλύπτει σε όλους, αλήθειες και πραγματικότητες που δεν εκστομίστηκαν ποτέ. Τόσο για την αθεράπευτη στην αναζήτηση της επιβεβαίωσης, πως περνάει η μπογιά της, μαντάμ, όσο κυρίως για τον κατεστραμμένο ψυχικά (πρώην?) συμβίο της, που εν είδει Sliding Doors, ατενίζει το παρελθόν, ζυγίζοντας αν έπραξε το λάθος ή το σωστό στις επιλογές του. Βάσανο αιώνιο για κάθε μεσήλικα αυτό, που βρέθηκε μπροστά στην διχάλα του να διαλέξει.
Φιλμαρισμένο κυρίως σε ελάχιστους, εσωτερικούς κατά βάση, χώρους, το Chambre 212, χορογραφείται με ανάκατες δόσεις χιούμορ, δράματος, γλαφυρότητας και συγκίνησης, την ώρα που το ευρηματικό πνεύμα του Dickens πλανάται διαρκώς στην ατμόσφαιρα. Προσεγμένο άρτια στην ενδυματολογία και τα ντεκόρ, ώστε να φτιαχτεί το πολύχρωμο ονειρικό κάδρο, το φιλμ με την αρωγή ενός ευαίσθητου μουσικού σάουντρακ, που περιλαμβάνει από Aznavour ίσαμε Barry Manilow, ανεβάζει σταδιακά τέμπο μέχρι την σπουδαία σε κινηματογραφική εκτέλεση έξοδο του, όταν το σουρεάλ αναγκαστικά πρέπει να μεταβληθεί σε αλήθεια.
Η Chiara, με εμφανή τα αποδεικτικά στοιχεία στο πρόσωπο πως κλείνει όπου νάναι τις πέντε δεκαετίες ζωής, διαθέτει ένα ακαταμάχητο σεξ απίλ, είναι κορμάρα, έχει άνεση και πετυχαίνει χωρίς κόπο, να αποτυπώσει την ανασφαλή πενηντάρα, που ψάχνει την ciao bambina νιότη της, στις αγκάλες των νεαρών part time lovers. Το χρονικά ασύμβατο τρίγωνο, που στήνεται με τον ντούμπλε φας σύντροφο της - ο σπαραχτικός Biolay του τώρα, ο χωστός Lacoste του πολύ προχθές - αναδεικνύει πλήρως την ψυχική ανακατωσούρα της αντι-ηρωίδας, που με την όχι έντιμη στάση της, φέρνει πολλές φορές τον θεατή σε άβολη, είναι η αλήθεια, θέση. Η ευφυής προσθήκη της (ενδεχόμενης?) άλλης γυναίκας καταλύτη, που την ζωγραφίζει η έκπληξη Camille Cottin, μπορεί να αποπροσανατολίζει σε κάποιες στιγμές, για το ποιος από το ζευγάρι βρίσκεται στο επίκεντρο του στόρι, δημιουργεί όμως μια επιπλέον μαγική έκφανση στην εξέλιξη, με αποτέλεσμα την μαεστρική σεκάνς του φινάλε. Μπορεί να το έζησα κι αυτό. Ποιος ξέρει...
Ένα μυστικό που αργά και όχι γρήγορα θα αποκαλυφθεί στα μάτια του, πικραμένου πια, ανδρός της, βυθίζοντας τον στην απόγνωση, αφού ποτέ του δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να έπεφτε θύμα τέτοιας προδοσίας. Αδύναμη να αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση, η κυνικά σκεπτόμενη Μαρία θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την εστία της. Και να μετακομίσει προσωρινά σε ξενοδοχείο, στο ακριβώς απέναντι πεζοδρόμιο. Στο δωμάτιο 212, που η πρόσοψη του κοιτάζει το διαμέρισμα, τον Ρισάρ, τον σχεδόν διαλυμένο γάμο της, την ζωή της.
Και σε αυτά τα ελάχιστα, αφιλόξενα τετραγωνικά του Παρισινού πανδοχείου, οσονούπω, θα εισβάλλουν από το πουθενά, σαν άυλα στοιχειά. τα πρόσωπα εκείνα που σημάδεψαν τον κόσμο της. Η μητέρα της, η γιαγιά της, όλοι εκείνοι οι εραστές που την κράτησαν παθιασμένα στην αγκαλιά τους. Και φυσικά ο Ρισάρ. Νέος, όπως τον καιρό που τον γνώρισε, φιλόδοξος και ονειροπόλος, χωρίς πάνω του τα σημάδια από τον καιρό, που την έκαναν να τον συνηθίσει, μειώνοντας σε επίπεδα μηδενικά σχεδόν, τον πόθο της για αυτόν.
Η άλλη όψη του κινηματογραφικού νομίσματος που περιγράφει την δοκιμασία μιας έντονης και ριζωμένης υποτίθεται από τον χρόνο, σχέσης, ταξιδεύοντας από την ανεμελιά της νιότης του Les Chansons D'Amour στην έκδηλη ανησυχία της mid life crisis, περιγράφει ο πεπειραμένος καθώς φαίνεται πάνω στο θέμα και το είδος Christophe Honoré. Και η μέθοδος που ακολουθεί ο πενηντάχρονος, πια, Φραντσέζος δημιουργός, διαφεύγει ολοκληρωτικά από την ρεαλιστική αφήγηση, για να περάσει σε μια artificial σφαίρα όπου ο χρόνος δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο. πλην του κεντρικού προσώπου που βιώνει την φαντασίωση.
Η ιδέα μοιάζει πανέμορφη και παρόμοια είναι η εκτέλεση της. Με όχημα την νοσταλγία για το χθες που καλώς ή καλώς έχει χαθεί μια για πάντα, ο Γάλλος βυθίζει τους ήρωες του με έναν παραμυθένιο τρόπο σε ένα όνειρο που αποκαλύπτει σε όλους, αλήθειες και πραγματικότητες που δεν εκστομίστηκαν ποτέ. Τόσο για την αθεράπευτη στην αναζήτηση της επιβεβαίωσης, πως περνάει η μπογιά της, μαντάμ, όσο κυρίως για τον κατεστραμμένο ψυχικά (πρώην?) συμβίο της, που εν είδει Sliding Doors, ατενίζει το παρελθόν, ζυγίζοντας αν έπραξε το λάθος ή το σωστό στις επιλογές του. Βάσανο αιώνιο για κάθε μεσήλικα αυτό, που βρέθηκε μπροστά στην διχάλα του να διαλέξει.
Φιλμαρισμένο κυρίως σε ελάχιστους, εσωτερικούς κατά βάση, χώρους, το Chambre 212, χορογραφείται με ανάκατες δόσεις χιούμορ, δράματος, γλαφυρότητας και συγκίνησης, την ώρα που το ευρηματικό πνεύμα του Dickens πλανάται διαρκώς στην ατμόσφαιρα. Προσεγμένο άρτια στην ενδυματολογία και τα ντεκόρ, ώστε να φτιαχτεί το πολύχρωμο ονειρικό κάδρο, το φιλμ με την αρωγή ενός ευαίσθητου μουσικού σάουντρακ, που περιλαμβάνει από Aznavour ίσαμε Barry Manilow, ανεβάζει σταδιακά τέμπο μέχρι την σπουδαία σε κινηματογραφική εκτέλεση έξοδο του, όταν το σουρεάλ αναγκαστικά πρέπει να μεταβληθεί σε αλήθεια.
Η Chiara, με εμφανή τα αποδεικτικά στοιχεία στο πρόσωπο πως κλείνει όπου νάναι τις πέντε δεκαετίες ζωής, διαθέτει ένα ακαταμάχητο σεξ απίλ, είναι κορμάρα, έχει άνεση και πετυχαίνει χωρίς κόπο, να αποτυπώσει την ανασφαλή πενηντάρα, που ψάχνει την ciao bambina νιότη της, στις αγκάλες των νεαρών part time lovers. Το χρονικά ασύμβατο τρίγωνο, που στήνεται με τον ντούμπλε φας σύντροφο της - ο σπαραχτικός Biolay του τώρα, ο χωστός Lacoste του πολύ προχθές - αναδεικνύει πλήρως την ψυχική ανακατωσούρα της αντι-ηρωίδας, που με την όχι έντιμη στάση της, φέρνει πολλές φορές τον θεατή σε άβολη, είναι η αλήθεια, θέση. Η ευφυής προσθήκη της (ενδεχόμενης?) άλλης γυναίκας καταλύτη, που την ζωγραφίζει η έκπληξη Camille Cottin, μπορεί να αποπροσανατολίζει σε κάποιες στιγμές, για το ποιος από το ζευγάρι βρίσκεται στο επίκεντρο του στόρι, δημιουργεί όμως μια επιπλέον μαγική έκφανση στην εξέλιξη, με αποτέλεσμα την μαεστρική σεκάνς του φινάλε. Μπορεί να το έζησα κι αυτό. Ποιος ξέρει...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Ιουλίου 2020 από την One From The Heart!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική