της Marielle Heller. Με τους Tom Hanks, Matthew Rhys, Chris Cooper, Susan Kelechi Watson, Enrico Colantoni, Maryann Plunkett, Tammy Blanchard, Christine Lahti.
No more heroes anymore?
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Σαν να λέμε, ο Αμερικάνος «Παραμυθάς»
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη την 1η του Οκτώβρη του 1979 στην Καλιφόρνια Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα. Προηγήθηκαν οι ταινίες: «The Diary of a Teenage Girl» (2015 – προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς, όχι όμως και εμπορικά στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες) και «Θα μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις;» (Can You Ever Forgive Me?, 2018), η οποία προβλήθηκε εμπορικά στην Ελλάδα. Η δεύτερη ταινία της ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ: α' γυναικείου ρόλου (για την Melissa McCarthy), β' ανδρικού ρόλου (για τον Richard E. Grant) και διασκευασμένου σεναρίου. Η τελευταία της ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου, για τον Tom Hanks.
Ο Fred Rogers γεννήθηκε το 1928 στην Πενσιλβάνια. Ήταν ένα ντροπαλό παιδί και είχε υπάρξει θύμα εκφοβισμού στο σχολείο. Στράφηκε από μικρός στο πιάνο και στον κόσμο της ζωηρής του φαντασίας. Έκανε πτυχιακές σπουδές στη μουσική σύνθεση και ήταν ιερέας της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας. Μέσα από τις μουσικές του δεξιότητες και το κουκλοθέατρο, ο Fred δημιούργησε ένα ζεστό, φιλικό, τρυφερό και ασφαλές περιβάλλον για παιδιά, μαθαίνοντάς τους τις αλήθειες της ζωής, αντλώντας από τις δικές του εμπειρίες. Ο ίδιος μεγάλωσε σχετικά απομονωμένος και ήξερε να μιλήσει στα παιδιά για δύσκολα ζητήματα, όπως το διαζύγιο, τον θάνατο, τον σχολικό εκφοβισμό, τον θυμό και τη λύπη. Η εκπομπή του στην τηλεόραση ξεκίνησε το 1968. Ο Fred Rogers στην εκπομπή του φορούσε ζακέτες σε έντονα χρώματα, τις οποίες έπλεκε η μητέρα του. Επέλεγε πάντα κάποιο από τα βασικά χρώματα, για να νιώθουν άνετα τα παιδιά όταν τον παρακολουθούσαν. Ο ίδιος ο παρουσιαστής είχε αχρωματοψία. Η εκπομπή του μέτρησε 895 επεισόδια (με τον Rogers να την σταματάει προσωρινά κάποια στιγμή) και έληξε στις 31 Αυγούστου του 2001, όταν ο ίδιος αποφάσισε να σταματήσει. Ο Fred Rogers πέθανε τον Φεβρουάριο του 2003. Η κληρονομιά του είναι ακόμα ζωντανή καθώς πολλές γενιές Αμερικανών έχουν μεγαλώσει με τις εκπομπές του. Το 2012, η εταιρεία παραγωγής του Fred Rogers ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κινουμένων σχεδίων βασισμένο στον χαρακτήρα του εμβληματικού παρουσιαστή. H εκπομπή συνεχίζει να διαδίδει τα μηνύματα του Mister Rogers. Περισσότερα για τον Fred Rogers μπορεί κάποιος να μάθει παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ «Won't You Be My Neighbor?» του 2018, που αναφέρεται στον ίδιο και την εκπομπή – φαινόμενο.
Η υπόθεση: 1998. Ο Λόιντ Βόγκελ είναι δημοσιογράφος που εργάζεται στο περιοδικό Esquire. Είναι παντρεμένος και μόλις έχει αποκτήσει κι έναν γιο. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι ένας απίστευτος κυνισμός, κατάλοιπο της δύσκολης σχέσης με τον πατέρα του, που εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Λόιντ ήταν μικρός. Όταν η αρχισυντάκτριά του, του ζητάει να γράψει έναν άρθρο για τον δημοφιλή παρουσιαστή παιδικών προγραμμάτων, τον Μίστερ Ρότζερς, ο Λόιντ «κλωτσάει». Σταδιακά, όμως, ξεπερνά τις επιφυλάξεις του, καθώς αυτή η γνωριμία τον αφοπλίζει και τον φέρνει σε επαφή με ένα ξεχασμένο, πιο αγνό, κομμάτι του εαυτού του, αλλάζοντας την οπτική του απέναντι στη ζωή.
Η άποψή μας: Μερικές φορές, προσωπικά, μπαίνω σε δίλημμα, ιδίως όταν έχω να αντιμετωπίσω βιογραφικές ταινίες και ιδίως όταν το βιογραφούμενο πρόσωπο είναι κάτι σαν άγιος. Πώς μπορείς να κινηθείς με ασφάλεια και να μπορέσεις πετυχημένα να κάνεις τον διαχωρισμό και να πείσεις τους αναγνώστες σου πως άλλο μια καλή ταινία κι άλλο μια ταινία για έναν καλό άνθρωπο; Στην περίπτωσή μας, αυτή είναι μια ταινία για έναν καλό άνθρωπο, που δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις με τον γενικό και «αβαθή» χαρακτηρισμό «καλή». Η σκηνοθέτιδά της, η Marielle Heller, και στις τρεις της ταινίες προσπαθεί να αφηγηθεί ενδιαφέρουσες (στα χαρτιά) ιστορίες, με τον τρόπο του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Εκεί, όμως, που υποτίθεται πως αυτό θα της έδινε μεγαλύτερη ελευθερία και απεγκλωβισμό από συμβάσεις των χολιγουντιανών ανάλογων, η ίδια δείχνει μπερδεμένη και το τελικό αποτέλεσμα δείχνει... παράξενο.
Αναγνωρίζεις τα συστατικά, αλλά κλωτσάς. Φτάνεις σε σημείο να πιστεύεις πως οι σκηνοθετικές επιλογές ρημάζουν το τελικό αποτέλεσμα και πως ίσως στα συγκεκριμένα σενάρια θα μπορούσε να χωρέσει ένα πιο χολιγουντιανό touch. Από τη στιγμή που δεν προσπαθεί να αποδομήσει τον κύριο Ρότζερς (που θα είχε ένα άλφα ενδιαφέρον και θα ταίριαζε στην ανεξάρτητη οπτική) οι χειρισμοί της καταλήγουν άστοχοι. Επίσης, με την μετατόπιση του κέντρου βάρους της ιστορίας στον δημοσιογράφο και τη δική του προσπάθεια να επιβληθεί στους δαίμονές του, δεχόμενος απρόβλεπτα τη σημαντική βοήθεια του Φρεντ, αυτό που βγαίνει προς τα έξω είναι μια αμηχανία.
Ιδίως στην ερμηνεία του Matthew Rhys, γνωστού στους λάτρεις των σειρών από τη συμμετοχή του στο «Americans». Θέλω να πω, ο Rhys συνεργάστηκε με τον Hanks δυο χρόνια πριν στο The Post του Spielberg, βασισμένο επίσης σε αληθινή ιστορία. Ε, τι να λέμε τώρα, υπάρχει καθόλου χώρος για σύγκριση; Μεγαλειώδες και σπουδαίο το χολιγουντιανό φιλμ, με όλες τις συμβάσεις του, μικρού βεληνεκούς και άτολμο το ας πούμε πιο ανεξάρτητο της Heller. Ο Hanks είναι κλασικά καλός στο ρόλο του, ο Cooper επίσης, μου άρεσε που ξαναείδα μετά από καιρό την Christine Lahti, 70 χρονών σήμερα (!!!) στον μικρό ρόλο της αρχισυντάκτριας, ηθοποιό που γούσταρα τρελά μετά την ερμηνεία της στο «Gross Anatomy» του 1989 (!!!) αλλά ως εκεί.
Κι αυτή η απόφαση να χρησιμοποιηθεί fake ιστορία (για να γίνει πιο ενδιαφέρουσα;) σε ότι αφορά τον δημοσιογράφο; Ναι, το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο άρθρο του δημοσιογράφου Tom Junod με τίτλο «Can You Say... Hero?» αλλά όλα τα άλλα (χμ...) είναι αλλαγμένα. Από το όνομά του (τον «βάφτισαν» στην ταινία Λόιντ Βόγκελ) μέχρι το βασικό plot, που αφορά τη σχέση του δημοσιογράφου με τον πατέρα του – προσοχή, όχι τη σχέση του δημοσιογράφου με τον Ρότζερς. Γιατί; Ακατανόητη απόφαση. Εντέλει, η κεντρική ιδέα της ταινίας αφορά τη συγχώρεση και την προσπάθεια που επιβάλλεται να κάνει κάθε άνθρωπος για να γίνει καλύτερος. Αυτό ήθελε να πει η σκηνοθέτιδα και οι παραγωγοί της, γι' αυτό κι επιλέχθηκε η ιστορία με τον πατέρα, προκειμένου να ταιριάξει με τον στόχο τους. Αλλά δυστυχώς η ταινία κινείται σε ρηχά νερά.
Πάντως, να της αναγνωρίσουμε κι ένα θετικό: η σκηνή όπου οι επιβάτες του μετρό, οι οποίοι τραγουδούν το τραγούδι – σήμα κατατεθέν της εκπομπής του Ρότζερς όταν τον βλέπουν ως συνεπιβάτη τους, είναι πολύ πιο ρεαλιστική από την αντίστοιχη της συνομιλίας των «κοινών θνητών» με τον Τσόρτσιλ στο πολυβραβευμένο Darkest Hour. Να τα λέμε κι αυτά.
Η υπόθεση: 1998. Ο Λόιντ Βόγκελ είναι δημοσιογράφος που εργάζεται στο περιοδικό Esquire. Είναι παντρεμένος και μόλις έχει αποκτήσει κι έναν γιο. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι ένας απίστευτος κυνισμός, κατάλοιπο της δύσκολης σχέσης με τον πατέρα του, που εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο Λόιντ ήταν μικρός. Όταν η αρχισυντάκτριά του, του ζητάει να γράψει έναν άρθρο για τον δημοφιλή παρουσιαστή παιδικών προγραμμάτων, τον Μίστερ Ρότζερς, ο Λόιντ «κλωτσάει». Σταδιακά, όμως, ξεπερνά τις επιφυλάξεις του, καθώς αυτή η γνωριμία τον αφοπλίζει και τον φέρνει σε επαφή με ένα ξεχασμένο, πιο αγνό, κομμάτι του εαυτού του, αλλάζοντας την οπτική του απέναντι στη ζωή.
Η άποψή μας: Μερικές φορές, προσωπικά, μπαίνω σε δίλημμα, ιδίως όταν έχω να αντιμετωπίσω βιογραφικές ταινίες και ιδίως όταν το βιογραφούμενο πρόσωπο είναι κάτι σαν άγιος. Πώς μπορείς να κινηθείς με ασφάλεια και να μπορέσεις πετυχημένα να κάνεις τον διαχωρισμό και να πείσεις τους αναγνώστες σου πως άλλο μια καλή ταινία κι άλλο μια ταινία για έναν καλό άνθρωπο; Στην περίπτωσή μας, αυτή είναι μια ταινία για έναν καλό άνθρωπο, που δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις με τον γενικό και «αβαθή» χαρακτηρισμό «καλή». Η σκηνοθέτιδά της, η Marielle Heller, και στις τρεις της ταινίες προσπαθεί να αφηγηθεί ενδιαφέρουσες (στα χαρτιά) ιστορίες, με τον τρόπο του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Εκεί, όμως, που υποτίθεται πως αυτό θα της έδινε μεγαλύτερη ελευθερία και απεγκλωβισμό από συμβάσεις των χολιγουντιανών ανάλογων, η ίδια δείχνει μπερδεμένη και το τελικό αποτέλεσμα δείχνει... παράξενο.
Αναγνωρίζεις τα συστατικά, αλλά κλωτσάς. Φτάνεις σε σημείο να πιστεύεις πως οι σκηνοθετικές επιλογές ρημάζουν το τελικό αποτέλεσμα και πως ίσως στα συγκεκριμένα σενάρια θα μπορούσε να χωρέσει ένα πιο χολιγουντιανό touch. Από τη στιγμή που δεν προσπαθεί να αποδομήσει τον κύριο Ρότζερς (που θα είχε ένα άλφα ενδιαφέρον και θα ταίριαζε στην ανεξάρτητη οπτική) οι χειρισμοί της καταλήγουν άστοχοι. Επίσης, με την μετατόπιση του κέντρου βάρους της ιστορίας στον δημοσιογράφο και τη δική του προσπάθεια να επιβληθεί στους δαίμονές του, δεχόμενος απρόβλεπτα τη σημαντική βοήθεια του Φρεντ, αυτό που βγαίνει προς τα έξω είναι μια αμηχανία.
Ιδίως στην ερμηνεία του Matthew Rhys, γνωστού στους λάτρεις των σειρών από τη συμμετοχή του στο «Americans». Θέλω να πω, ο Rhys συνεργάστηκε με τον Hanks δυο χρόνια πριν στο The Post του Spielberg, βασισμένο επίσης σε αληθινή ιστορία. Ε, τι να λέμε τώρα, υπάρχει καθόλου χώρος για σύγκριση; Μεγαλειώδες και σπουδαίο το χολιγουντιανό φιλμ, με όλες τις συμβάσεις του, μικρού βεληνεκούς και άτολμο το ας πούμε πιο ανεξάρτητο της Heller. Ο Hanks είναι κλασικά καλός στο ρόλο του, ο Cooper επίσης, μου άρεσε που ξαναείδα μετά από καιρό την Christine Lahti, 70 χρονών σήμερα (!!!) στον μικρό ρόλο της αρχισυντάκτριας, ηθοποιό που γούσταρα τρελά μετά την ερμηνεία της στο «Gross Anatomy» του 1989 (!!!) αλλά ως εκεί.
Κι αυτή η απόφαση να χρησιμοποιηθεί fake ιστορία (για να γίνει πιο ενδιαφέρουσα;) σε ότι αφορά τον δημοσιογράφο; Ναι, το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο άρθρο του δημοσιογράφου Tom Junod με τίτλο «Can You Say... Hero?» αλλά όλα τα άλλα (χμ...) είναι αλλαγμένα. Από το όνομά του (τον «βάφτισαν» στην ταινία Λόιντ Βόγκελ) μέχρι το βασικό plot, που αφορά τη σχέση του δημοσιογράφου με τον πατέρα του – προσοχή, όχι τη σχέση του δημοσιογράφου με τον Ρότζερς. Γιατί; Ακατανόητη απόφαση. Εντέλει, η κεντρική ιδέα της ταινίας αφορά τη συγχώρεση και την προσπάθεια που επιβάλλεται να κάνει κάθε άνθρωπος για να γίνει καλύτερος. Αυτό ήθελε να πει η σκηνοθέτιδα και οι παραγωγοί της, γι' αυτό κι επιλέχθηκε η ιστορία με τον πατέρα, προκειμένου να ταιριάξει με τον στόχο τους. Αλλά δυστυχώς η ταινία κινείται σε ρηχά νερά.
Πάντως, να της αναγνωρίσουμε κι ένα θετικό: η σκηνή όπου οι επιβάτες του μετρό, οι οποίοι τραγουδούν το τραγούδι – σήμα κατατεθέν της εκπομπής του Ρότζερς όταν τον βλέπουν ως συνεπιβάτη τους, είναι πολύ πιο ρεαλιστική από την αντίστοιχη της συνομιλίας των «κοινών θνητών» με τον Τσόρτσιλ στο πολυβραβευμένο Darkest Hour. Να τα λέμε κι αυτά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Ιουλίου 2020 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική