του Erik Poppe. Με τους Andrea Berntzen, Aleksander Holmen, Elli Rhiannon Müller Osborne , Jenny Svennevig, Holmen, Ingeborg Enes Kjevik, Sorosh Sadat.
Δεν θα περάσει ο φασισμός!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Δεν ήταν τρελός, ήταν ακροδεξιός
Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 24 Ιουνίου του 1960, στο Όσλο, Νορβηγός Erik Poppe. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες: «Schpaaa» (1998 – προβλήθηκε στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα το 1999), «Χαβάη, Όσλο» (Hawaii, Oslo, 2004 – προβλήθηκε στο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα το 2005, αλλά πήρε και κανονική διανομή στη χώρα μας τον Μάρτιο του 2006), «Άγρια νερά» (De Usynlige, 2008), Χίλιες φορές καληνύχτα (Tusen ganger god natt, 2013 – στην Ελλάδα η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους τον Μάρτιο του 2015) και Kongens Nei (2016). Τούτη η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2018, όπου έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα – κατά πως φαίνεται, οι ταινίες του Poppe, που τελικά κατορθώνουν να πάρουν διανομή στην Ελλάδα, προβάλλονται στη χώρα μας με καθυστέρηση δύο χρόνων! Ήταν υποψήφια για επτά βραβεία Amanda (τα νορβηγικά Όσκαρ) κερδίζοντας τελικά δύο: α' γυναικείου και β' γυναικείου ρόλου. Να πούμε εδώ πως πέρα από τούτη την ταινία μυθοπλασίας, την ίδια χρονιά με βάση το ίδιο γεγονός, γυρίστηκε άλλη μία, το «22 July», σε σκηνοθεσία Paul Greengrass, για το Netflix. Επίσης, έχουν γυριστεί αρκετά ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με διάφορες πτυχές της απάνθρωπης αυτής επίθεσης.
Σε ότι αφορά τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αντιγράφουμε από την ελληνική Βικιπαίδεια: «Η διπλή τρομοκρατική επίθεση στη Νορβηγία, στις 22 Ιουλίου του 2011, υπήρξε η φονικότερη επίθεση στη χώρα από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Συνολικά 77 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, οχτώ από την έκρηξη παγιδευμένου αυτοκινήτου στο κέντρο της πρωτεύουσας, Όσλο, και 69 ακόμα, κυρίως έφηβοι, δύο ώρες αργότερα, από τις σφαίρες ενός άντρα ντυμένου αστυνομικού στην κατασκήνωση της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος στο νησί Ουτόγια, 40 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της νορβηγικής πρωτεύουσας. Υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των δύο επιθέσεων ήταν ο ακροδεξιός Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ.
Η υπόθεση: 22 Ιουλίου του 2011. Η Κάγια είναι ένα 18χρονο κορίτσι, που μαζί με περίπου 500 άλλους νέους ανθρώπους – κυρίως συνομηλίκους της – βρίσκεται στην κατασκήνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο νησί Ουτόγια, όχι σε μεγάλη απόσταση από το Όσλο. Μιλάει στο κινητό με τη μητέρα της: μια έκρηξη σε κυβερνητικά κτίρια στην πρωτεύουσα, έχει προκαλέσει αναστάτωση. Και σύγχυση: κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς έχει συμβεί. Η Κάγια την διαβεβαιώνει πως είναι καλά και πως δεν πρέπει να ανησυχεί άδικα: ούτε η ίδια ούτε η μικρότερη αδελφή της, η Εμιλί, με την οποία είναι μαζί στην κατασκήνωση, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτε. Τι να πάθουν εξάλλου σε ένα νησί; Κι ενώ τρώει τη βάφλα της και συνομιλεί με τους φίλους της, ακούγονται πυροβολισμοί. Πανικός! Τι συμβαίνει; Κανείς δεν ξέρει. Μήπως είναι άσκηση; Ποιος ή ποιοι μπορεί να πυροβολούν; Και γιατί; Η Κάγια θα προσπαθήσει να βρει την αδελφή της. Και θα προσπαθήσει να επιβιώσει. Λεπτό προς λεπτό.
Η άποψή μας: Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως όταν μια ταινία μυθοπλασίας προσπαθεί να μεταφέρει επί της μεγάλης οθόνης ένα πρόσφατο βίαιο γεγονός, το οποίο η ανθρωπότητα παρακολούθησε σοκαρισμένη κυρίως από τη μικρή οθόνη, φαίνεται σαν κάτι να της λείπει. Για να δώσω ένα παράδειγμα: τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη, τα είδαμε οι πιο πολλοί σε live μετάδοση. Εικόνες που καρφώθηκαν στη μνήμη όλων μας. Ακόμα και τώρα αν τυχαία πετύχεις την εικόνα της σύγκρουσης του αεροπλάνου πάνω στον Πύργο, σοκάρεσαι. Αυτό που έγινε ήταν τρομερό, ανήκουστο, πρωτόφαντο. Πέντε χρόνια μετά, ο Oliver Stone γύρισε το «World Trade Center» επικεντρωμένος κυρίως στην πραγματική ιστορία δύο αστυνομικών, οι οποίοι θέλοντας να βοηθήσουν την κατάσταση μετά τον πανικό που προκλήθηκε από την επίθεση, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι κάτω από τα ερείπια των Πύργων. Μια χαρά ταινία, εξαιρετικοί ηθοποιοί, κι όμως καταλάβαινες, ένιωθες πως – αν επέλεγες να δεις την ταινία, γιατί υπήρξε και μπόλικη άρνηση – κάτι δεν πήγαινε καλά.
Απλοϊκά, προσπαθώντας να το ερμηνεύσω, θεωρώ πως το τραύμα δεν είχε ακόμα επουλωθεί. Και είτε ήσουν σε μια κατάσταση άρνησης να βρεθείς – ξανά! – μάρτυρας αυτού του σοκαριστικού γεγονότος, που θα αναπαράγονταν μπροστά στα μάτια σου μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα είτε, όταν τελικά έπειθες τον εαυτό σου πως αξίζει τον κόπο να δεις κάτι τέτοιο, το έβλεπες και το αντιμετώπιζες... παράξενα. Σαν κάτι να έλειπε. Δεν έλειπε τίποτα: το αληθινό γεγονός ήταν τόσο έντονο, τόσο συγκλονιστικό, που δεν αφήνει χώρο για αναπαραστάσεις. Είναι νωρίς. Όπως πχ θα είναι νωρίς να γυριστεί τώρα μια ταινία για την πανδημία. Ή για το πώς κάηκε η Παναγία των Παρισίων. Ίσως για αυτό δεν έχουν επιτυχία ταινίες που προσπαθούν να αποτυπώσουν το προσφυγικό πρόβλημα και το θάνατο χιλιάδων μεταναστών στις θάλασσες – ιδίως τη Μεσόγειο. Εδώ, μπαίνει νομίζω κι ένα αίσθημα ντροπής...
Έτσι και σε τούτη την ταινία. Ο Poppe και ιδίως ο διευθυντής φωτογραφίας του και ο χειριστής της steady cam, κάνουν φανταστική δουλειά. Αν αφαιρέσεις την εισαγωγή και τους τίτλους τέλους, από τη στιγμή που ακούγεται ο πρώτος πυροβολισμός μέχρι το φινάλε της ταινίας, ο θεατής παρακολουθεί ένα μονοπλάνο 72 λεπτών: τόση ήταν και η διάρκεια της επίθεσης του Μπρέιβικ. Ο Poppe γύρισε το ίδιο μονοπλάνο σε πέντε διαφορετικές ημέρες. Εντέλει, στη μεγάλη οθόνη τα κατάφερε να φτάσει το μονοπλάνο της τέταρτης ημέρας. Μιλάμε για κανονικό μονοπλάνο, όχι «ψευδομονοπλάνο» όπως στο 1917. Και κάντε τώρα τη σύγκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ταινίες.
Το 1917 αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια από τις χιλιάδες τούτου του αιματοβαμμένου πολέμου. Επειδή, όμως, δεν έχουμε οπτική μνήμη από το γεγονός, αυτό που βλέπουμε είναι αν μη τι άλλο συναρπαστικό. Και στην ταινία του Poppe δεν έχουμε οπτική μνήμη. Δεν ήταν κάποιος στην επίθεση πχ ο οποίος αποφάσισε να την αποτυπώσει. Και μόνο όμως η αναφορά «69 νέοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ σε κατασκήνωση στην Νορβηγία» τόσο λίγα χρόνια πριν, αρκεί για να σε κάνει να παγώσεις. Κι οτιδήποτε κι αν δεις πάνω σε αυτό, δεν... Είναι το μέγεθος της επίθεσης, είναι ο αριθμός των νεκρών, είναι η απανθρωπιά του δράστη, που σε αδρανοποιεί. Είναι – επιμένω – κυρίως η χρονική εγγύτητα.
Πάμε τώρα σε κάτι που, ενώ διαφοροποιείται, ενισχύει την άποψή μου περί τραύματος και άρνησης παρακολούθησης μιας ταινίας που ο εν δυνάμει θεατής πιστεύει πως δεν θα τον αφήσει να το επουλώσει. Το 2009 ο Denis Villeneuve γυρίζει το «Polytechnique», μια ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1989 (ήτοι, 20 χρόνια πριν η ταινία βγει στις αίθουσες – έχει σημασία), ο 25χρονος μισογύνης Marc Lépine, οπλισμένος με μια καραμπίνα και ένα μαχαίρι κυνηγιού, πυροβόλησε 28 άτομα, σκοτώνοντας 14 γυναίκες, πριν ο ίδιος αυτοκτονήσει. Οι ειδήσεις περιέγραψαν το γεγονός ως «Η σφαγή στο πολυτεχνείο του Μοντρεάλ». Κι εδώ μιλάμε για ένα σοκαριστικό γεγονός. Όμως, από τη μία δεν θυμάμαι στα 20 μου χρόνια (τόσο ήμουν το 1989...) να ακούω στις ειδήσεις, να διαβάζω στις εφημερίδες, να ασχολείται ο κόσμος – τουλάχιστον στην Ελλάδα – με αυτό το γεγονός. Από την άλλη, η ταινία γυρίστηκε 20 χρόνια μετά το γεγονός. Και by the way, είναι τρομερή και φοβερή – να τη δείτε!
Επιστρέφω στην ταινία του Poppe. Αυτό που βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη είναι η αλήθεια. Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί για να αποφευχθεί η κατηγορία για εκμετάλλευση των θυμάτων. Το σενάριο, όμως, προέκυψε από την επιλογή μαρτυριών από δεκάδες επιζώντες. Και στην ταινία τα βλέπεις όλα. Τη σύγχυση, τον πανικό, τον αποπροσανατολισμό, το πάγωμα, την αδυναμία αντίδρασης, την κυριαρχία του ενστίκτου της επιβίωσης, τον φόβο, την αλληλεγγύη, όλα. Ο Poppe τα γυρίζει όλα σε πραγματικό χρόνο και είναι πραγματικά επίτευγμα τεχνικό αυτό που πετυχαίνει. Δεν υπάρχει μουσική υπόκρουση για να μεγεθύνει τα συναισθήματα (εντάξει, η πρωταγωνίστρια τραγουδάει κάποια στιγμή το υπέροχο «True colors» που έκανε γνωστό η Cyndi Lauper), δεν υπάρχει μοντάζ να χειραγωγήσει τα πάθη. Τα πάντα σε πραγματικό χρόνο. Που εδώ, όμως, δεν βοηθάει δραματουργικά. Γιατί αναγκαστικά, ο χρόνος «κρεμάει».
Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι αυτό που θέτει η κριτικός του Observer, Simran Hans: «does a tragedy have to be turned into cinema for people to engage with it?». Εγώ, προσωπικά, απαντάω καταφατικά. Βάζοντας έναν αστερίσκο: να υπάρχει ικανή χρονική απόσταση από τα γεγονότα μέχρι την αποτύπωσή τους. Και με κάποιον τρόπο, χωρίς να πέφτει ο δημιουργός στην παγίδα του διδακτισμού, να υπάρχει και το απαιτούμενο ηθικό δίδαγμα. Το πολιτικό μήνυμα. Διότι διαφορετικά, δεν έχει νόημα. Μόνο εκμετάλλευση.
Η υπόθεση: 22 Ιουλίου του 2011. Η Κάγια είναι ένα 18χρονο κορίτσι, που μαζί με περίπου 500 άλλους νέους ανθρώπους – κυρίως συνομηλίκους της – βρίσκεται στην κατασκήνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο νησί Ουτόγια, όχι σε μεγάλη απόσταση από το Όσλο. Μιλάει στο κινητό με τη μητέρα της: μια έκρηξη σε κυβερνητικά κτίρια στην πρωτεύουσα, έχει προκαλέσει αναστάτωση. Και σύγχυση: κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς έχει συμβεί. Η Κάγια την διαβεβαιώνει πως είναι καλά και πως δεν πρέπει να ανησυχεί άδικα: ούτε η ίδια ούτε η μικρότερη αδελφή της, η Εμιλί, με την οποία είναι μαζί στην κατασκήνωση, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτε. Τι να πάθουν εξάλλου σε ένα νησί; Κι ενώ τρώει τη βάφλα της και συνομιλεί με τους φίλους της, ακούγονται πυροβολισμοί. Πανικός! Τι συμβαίνει; Κανείς δεν ξέρει. Μήπως είναι άσκηση; Ποιος ή ποιοι μπορεί να πυροβολούν; Και γιατί; Η Κάγια θα προσπαθήσει να βρει την αδελφή της. Και θα προσπαθήσει να επιβιώσει. Λεπτό προς λεπτό.
Η άποψή μας: Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως όταν μια ταινία μυθοπλασίας προσπαθεί να μεταφέρει επί της μεγάλης οθόνης ένα πρόσφατο βίαιο γεγονός, το οποίο η ανθρωπότητα παρακολούθησε σοκαρισμένη κυρίως από τη μικρή οθόνη, φαίνεται σαν κάτι να της λείπει. Για να δώσω ένα παράδειγμα: τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη, τα είδαμε οι πιο πολλοί σε live μετάδοση. Εικόνες που καρφώθηκαν στη μνήμη όλων μας. Ακόμα και τώρα αν τυχαία πετύχεις την εικόνα της σύγκρουσης του αεροπλάνου πάνω στον Πύργο, σοκάρεσαι. Αυτό που έγινε ήταν τρομερό, ανήκουστο, πρωτόφαντο. Πέντε χρόνια μετά, ο Oliver Stone γύρισε το «World Trade Center» επικεντρωμένος κυρίως στην πραγματική ιστορία δύο αστυνομικών, οι οποίοι θέλοντας να βοηθήσουν την κατάσταση μετά τον πανικό που προκλήθηκε από την επίθεση, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι κάτω από τα ερείπια των Πύργων. Μια χαρά ταινία, εξαιρετικοί ηθοποιοί, κι όμως καταλάβαινες, ένιωθες πως – αν επέλεγες να δεις την ταινία, γιατί υπήρξε και μπόλικη άρνηση – κάτι δεν πήγαινε καλά.
Απλοϊκά, προσπαθώντας να το ερμηνεύσω, θεωρώ πως το τραύμα δεν είχε ακόμα επουλωθεί. Και είτε ήσουν σε μια κατάσταση άρνησης να βρεθείς – ξανά! – μάρτυρας αυτού του σοκαριστικού γεγονότος, που θα αναπαράγονταν μπροστά στα μάτια σου μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα είτε, όταν τελικά έπειθες τον εαυτό σου πως αξίζει τον κόπο να δεις κάτι τέτοιο, το έβλεπες και το αντιμετώπιζες... παράξενα. Σαν κάτι να έλειπε. Δεν έλειπε τίποτα: το αληθινό γεγονός ήταν τόσο έντονο, τόσο συγκλονιστικό, που δεν αφήνει χώρο για αναπαραστάσεις. Είναι νωρίς. Όπως πχ θα είναι νωρίς να γυριστεί τώρα μια ταινία για την πανδημία. Ή για το πώς κάηκε η Παναγία των Παρισίων. Ίσως για αυτό δεν έχουν επιτυχία ταινίες που προσπαθούν να αποτυπώσουν το προσφυγικό πρόβλημα και το θάνατο χιλιάδων μεταναστών στις θάλασσες – ιδίως τη Μεσόγειο. Εδώ, μπαίνει νομίζω κι ένα αίσθημα ντροπής...
Έτσι και σε τούτη την ταινία. Ο Poppe και ιδίως ο διευθυντής φωτογραφίας του και ο χειριστής της steady cam, κάνουν φανταστική δουλειά. Αν αφαιρέσεις την εισαγωγή και τους τίτλους τέλους, από τη στιγμή που ακούγεται ο πρώτος πυροβολισμός μέχρι το φινάλε της ταινίας, ο θεατής παρακολουθεί ένα μονοπλάνο 72 λεπτών: τόση ήταν και η διάρκεια της επίθεσης του Μπρέιβικ. Ο Poppe γύρισε το ίδιο μονοπλάνο σε πέντε διαφορετικές ημέρες. Εντέλει, στη μεγάλη οθόνη τα κατάφερε να φτάσει το μονοπλάνο της τέταρτης ημέρας. Μιλάμε για κανονικό μονοπλάνο, όχι «ψευδομονοπλάνο» όπως στο 1917. Και κάντε τώρα τη σύγκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ταινίες.
Το 1917 αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια από τις χιλιάδες τούτου του αιματοβαμμένου πολέμου. Επειδή, όμως, δεν έχουμε οπτική μνήμη από το γεγονός, αυτό που βλέπουμε είναι αν μη τι άλλο συναρπαστικό. Και στην ταινία του Poppe δεν έχουμε οπτική μνήμη. Δεν ήταν κάποιος στην επίθεση πχ ο οποίος αποφάσισε να την αποτυπώσει. Και μόνο όμως η αναφορά «69 νέοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ σε κατασκήνωση στην Νορβηγία» τόσο λίγα χρόνια πριν, αρκεί για να σε κάνει να παγώσεις. Κι οτιδήποτε κι αν δεις πάνω σε αυτό, δεν... Είναι το μέγεθος της επίθεσης, είναι ο αριθμός των νεκρών, είναι η απανθρωπιά του δράστη, που σε αδρανοποιεί. Είναι – επιμένω – κυρίως η χρονική εγγύτητα.
Πάμε τώρα σε κάτι που, ενώ διαφοροποιείται, ενισχύει την άποψή μου περί τραύματος και άρνησης παρακολούθησης μιας ταινίας που ο εν δυνάμει θεατής πιστεύει πως δεν θα τον αφήσει να το επουλώσει. Το 2009 ο Denis Villeneuve γυρίζει το «Polytechnique», μια ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1989 (ήτοι, 20 χρόνια πριν η ταινία βγει στις αίθουσες – έχει σημασία), ο 25χρονος μισογύνης Marc Lépine, οπλισμένος με μια καραμπίνα και ένα μαχαίρι κυνηγιού, πυροβόλησε 28 άτομα, σκοτώνοντας 14 γυναίκες, πριν ο ίδιος αυτοκτονήσει. Οι ειδήσεις περιέγραψαν το γεγονός ως «Η σφαγή στο πολυτεχνείο του Μοντρεάλ». Κι εδώ μιλάμε για ένα σοκαριστικό γεγονός. Όμως, από τη μία δεν θυμάμαι στα 20 μου χρόνια (τόσο ήμουν το 1989...) να ακούω στις ειδήσεις, να διαβάζω στις εφημερίδες, να ασχολείται ο κόσμος – τουλάχιστον στην Ελλάδα – με αυτό το γεγονός. Από την άλλη, η ταινία γυρίστηκε 20 χρόνια μετά το γεγονός. Και by the way, είναι τρομερή και φοβερή – να τη δείτε!
Επιστρέφω στην ταινία του Poppe. Αυτό που βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη είναι η αλήθεια. Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί για να αποφευχθεί η κατηγορία για εκμετάλλευση των θυμάτων. Το σενάριο, όμως, προέκυψε από την επιλογή μαρτυριών από δεκάδες επιζώντες. Και στην ταινία τα βλέπεις όλα. Τη σύγχυση, τον πανικό, τον αποπροσανατολισμό, το πάγωμα, την αδυναμία αντίδρασης, την κυριαρχία του ενστίκτου της επιβίωσης, τον φόβο, την αλληλεγγύη, όλα. Ο Poppe τα γυρίζει όλα σε πραγματικό χρόνο και είναι πραγματικά επίτευγμα τεχνικό αυτό που πετυχαίνει. Δεν υπάρχει μουσική υπόκρουση για να μεγεθύνει τα συναισθήματα (εντάξει, η πρωταγωνίστρια τραγουδάει κάποια στιγμή το υπέροχο «True colors» που έκανε γνωστό η Cyndi Lauper), δεν υπάρχει μοντάζ να χειραγωγήσει τα πάθη. Τα πάντα σε πραγματικό χρόνο. Που εδώ, όμως, δεν βοηθάει δραματουργικά. Γιατί αναγκαστικά, ο χρόνος «κρεμάει».
Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι αυτό που θέτει η κριτικός του Observer, Simran Hans: «does a tragedy have to be turned into cinema for people to engage with it?». Εγώ, προσωπικά, απαντάω καταφατικά. Βάζοντας έναν αστερίσκο: να υπάρχει ικανή χρονική απόσταση από τα γεγονότα μέχρι την αποτύπωσή τους. Και με κάποιον τρόπο, χωρίς να πέφτει ο δημιουργός στην παγίδα του διδακτισμού, να υπάρχει και το απαιτούμενο ηθικό δίδαγμα. Το πολιτικό μήνυμα. Διότι διαφορετικά, δεν έχει νόημα. Μόνο εκμετάλλευση.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Ιουλίου 2020 από την Feelgood Ent.!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική