του Cédric Klapisch. Με τους Ana Girardot, François Civil , Camille Cottin, François Berléand, Simon Abkarian, Pierre Niney, Eye Haïdara, Paul Hamy.
Τόσο κοντά κι όμως τόσο μακριά
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο έρωτας δεν είναι τυφλός, έχει ψυχολογικά
Αυτή είναι η 13η μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 4 Σεπτεμβρίου του 1961 στην πόλη Νιγί (πολύ κοντά στο Παρίσι) Γάλλος σκηνοθέτης. Αυτή είναι η έκτη από αυτές που βρήκαν διανομή στη χώρα μας. Οι προηγούμενες πέντε είναι οι εξής: «Όταν λείπει ο γάτος» (Chacun cherche son chat, 1996), «Euroflirt» (L'auberge espagnole, 2002), «Paris» (2008), «Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν» (Casse-tete chinois, 2013) και η προηγούμενή του «Επιστροφή στη Βουργουνδία» (Ce qui nous lie, 2017). Μάλιστα, το πρωταγωνιστικό δίδυμο της τελευταίας του ταινίας πρωταγωνιστούσε και στην προηγούμενη ταινία του Cédric Klapisch – γενικώς, του αρέσει να συνεργάζεται με τους ίδιους ηθοποιούς, πχ με τον Romain Duris, τον οποίο ο ίδιος ανακάλυψε, έχουν συνεργαστεί σε επτά ταινίες.
Η ταινία Μόνοι στο Παρίσι (Deux moi) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ γαλλόφωνου σινεμά της Αγκιγιέμ πέρσι τον Αύγουστο. Και ήταν υποψήφια για δύο βραβεία Globes de Cristal (το γαλλικό αντίστοιχο των Χρυσών Σφαιρών) για τους βασικούς πρωταγωνιστές της.
Η υπόθεση: Ρεμί και Μελανί. Δύο νέοι άνθρωποι στο κατώφλι των 30 τους χρόνων, που ζουν στο σύγχρονο Παρίσι. Ο Ρεμί δουλεύει στην τεράστια αποθήκη μιας εταιρίας τύπου Amazon. H Μελανί εργάζεται ως ερευνήτρια σε μια εταιρία που προσπαθεί να βρει ένα αποτελεσματικό φάρμακο κατά του καρκίνου. Εκείνος δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. Εκείνη δεν μπορεί να ξυπνήσει εύκολα. Και οι δύο πάσχουν από κατάθλιψη. Και οι δύο πάσχουν από μοναξιά.
Και οι δύο προσπαθούν να βρουν σύντροφο μέσω... ηλεκτρονικών εφαρμογών: του Tinder και του Facebook. Και οι δύο προσπαθούν να βρουν λύση στα προβλήματά τους επισκεπτόμενοι ψυχολόγους. Και οι δύο ψωνίζουν από το ίδιο τοπικό σούπερ μάρκετ, το οποίο διευθύνει ένας πανούργος Άραβας. Και οι δύο ζουν στον ίδιο δρόμο, σε διαφορετικές πολυκατοικίες αλλά τους χωρίζει απλώς μια μεσοτοιχία. Δεν προσέχουν ο ένας τον άλλο παρά το γεγονός ότι βρίσκονται τόσο κοντά. Υπάρχει πιθανότητα οι πορείες τους, αν και φαίνονται παράλληλες, εντέλει να συμπέσουν;
Η άποψή μας: Γράφω το κείμενο για τούτη την ταινία ακούγοντας το νέο άλμπουμ των I Break Horses – αυτήν τη στιγμή συγκεκριμένα περνάει από τα ηχειάκια του λάπτοπ ένα από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, το «Baby You Have Travelled For Miles Without Love In Your Eyes» - και, κοίτα κάτι πράματα, μια χαρά κολλάει με την ταινία. Μια ταινία που ο πρωτότυπος τίτλος της θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «Δύο εγώ». Με την έννοια, δύο ίδιοι ακριβώς άνθρωποι, όχι δύο εγωιστές βρε, αμάν. Δύο νέοι άνθρωποι, που κουβαλάνε στις αδύνατες πλάτες τους όλο το βάρος του κόσμου.
Μην φανταστείτε τίποτα ακραία δραματικό. Εκείνος, έχει ως χαίνουσα πληγή μέσα του μια οικογενειακή τραγωδία από τα παιδικά του χρόνια. Από την άλλη, η συνείδησή του δεν του επιτρέπει να νιώθει «ευτυχισμένος» όταν κατορθώνει να είναι ένας από τους ελάχιστους υπαλλήλους στη δουλειά του, που καταφέρνει να μην απολυθεί. Χωρίς να (φαίνεται να) έχει κάποιο ιδιαίτερο προσόν σε σχέση με τους άλλους. Έτσι κι αλλιώς, δουλειά ανειδίκευτου κάνει – και πριν και μετά. Εκείνη, δεν αποδέχθηκε ποτέ το τραύμα του χωρισμού των γονέων της. Και κατηγορεί τη μητέρα της γι' αυτό. Νιώθει – όχι sometimes αλλά always – «like a motherless child», που λέει και το τραγούδι.
Παιδικά τραύματα και για τους δύο λοιπόν, με έδρα την οικογένεια. Ένα το κρατούμενο. Δύο: αποξένωση. Δυσκολία επικοινωνίας. Αδυναμία ανεύρεσης ουσιαστικού αισθηματικού – ερωτικού ταιριού (sic). Μιλάμε, στα όρια του «Unlovable», που έλεγαν και οι Smiths τα παλιά εκείνα χρόνια. Και στο σήμερα του φιλμικού σύμπαντος, η εύκολη, ίσως και η μόνη λύση, είναι τα dating apps. Απρόσωπη αξιολόγηση, σύστημα με αστεράκια, «thank you, next» και πάει λέγοντας. Πώς να καλυφθείς συναισθηματικά; Θα μου πεις και χωρίς τα app ρουλέτα είναι το dating, πριν τις εξάρες θα φέρεις πολλές, πολλές φορές ασόδυα, έτσι είναι. Ίσως μάλιστα ο κυνισμός να σε προφυλάσσει – ωπ, να το ρήμα που όλους μας κρατάει safe. Και ο ρομαντισμός κύριε; Και το φλερτ; Και το κυνήγι; Πφ, παράπλευρες απώλειες. Λέω εγώ τώρα.
Τεςπα, το βασικό είναι ότι οι δύο αυτοί νεαροί θα βρεθούν στην καρέκλα του ψυχαναλυτή. Εκείνος είναι πολύ επιφυλακτικός στην αρχή και δύσπιστος. Εκείνη πιστεύει πως θα βοηθηθεί όντως. Και ναι, βοηθιούνται και οι δυο. Γιατί αυτό που ανακαλύπτουν εντέλει – κι εδώ βρίσκεται και η κεντρική ιδέα της ταινίας – είναι πως αν δεν αγαπήσουν τον εαυτό τους, δεν πρόκειται να αγαπήσουν άλλους ή να αγαπηθούν, έτσι όπως βαθιά το επιθυμούν. Γιασάν ο μάγκας και να χαρώ εγώ. Το θέμα είναι πως ο Klapisch φτάνει εκεί που θέλει μέσω μποτιλιαρισμένης Πανεπιστημίου. Για μια διαδρομή 15 λεπτών κάνει δύο ώρες!
Δεν αμφισβητώ τον ουμανισμό του ούτε τα αγαθά του κίνητρα. Απλά, η ταινία του έχει την αίσθηση του παλιακού. Ιδίως σε ότι αφορά το κομμάτι του σύγχρονου dating μοιάζει με τον θείο που στις οικογενειακές συγκεντρώσεις λέει «εγώ θα κάτσω εδώ, μαζί με τη νεολαία». Κάθεται αλλά προφανώς έχει μαύρα μεσάνυχτα για τη νεολαία. Αμ το άλλο; Εκεί που μια συνάδελφος του Ρεμί υποστηρίζει πως υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί στους οποίους αρέσουν τα χάμπουργκερ, αυτοί στους οποίους αρέσουν τα τζίζμπεργκερ και αυτοί στους οποίους αρέσουν τα τσίκεν νάγκετς, οι κοτομπουκιές ντε. Μον ντιε! Βαθύ. Ντιπ.
Σκηνές τρυφερές, όπως εκείνη με τη γατούλα (έχει κόλλημα ο σκηνοθέτης με τις γάτες) ή εκείνη με το «Histoire d'un amour» που τραγουδάει εκείνη στο μπάνιο κι ακούει εκείνος στο διαμέρισμά του χάνονται σε έναν κυκεώνα δροσερής μπαναλιτέ. Και οι ηθοποιοί, μια χαρά τα πάνε αλλά δεν έχουν σενάριο γερό, δυνατό, για να πατήσουν. Με άνεση ξεχωρίζει ο François Berléand στο ρόλο του ψυχαναλυτή που είναι να βγει στη σύνταξη. Ο Simon Abkarian προσπαθεί να φέρει λίγη ζωή στο ρόλο του ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ αλλά θάβεται κάτω από τον κλισέ χαρακτήρα που αναγκάζεται να υποδυθεί. Αυτή δεν είναι μια κακή ταινία per se. Είναι μια ταινία που πασχίζει να γίνει ενδιαφέρουσα. Πασχίζει, όμως, πολύ. Κι εντέλει, δεν τα καταφέρνει.
Η υπόθεση: Ρεμί και Μελανί. Δύο νέοι άνθρωποι στο κατώφλι των 30 τους χρόνων, που ζουν στο σύγχρονο Παρίσι. Ο Ρεμί δουλεύει στην τεράστια αποθήκη μιας εταιρίας τύπου Amazon. H Μελανί εργάζεται ως ερευνήτρια σε μια εταιρία που προσπαθεί να βρει ένα αποτελεσματικό φάρμακο κατά του καρκίνου. Εκείνος δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. Εκείνη δεν μπορεί να ξυπνήσει εύκολα. Και οι δύο πάσχουν από κατάθλιψη. Και οι δύο πάσχουν από μοναξιά.
Και οι δύο προσπαθούν να βρουν σύντροφο μέσω... ηλεκτρονικών εφαρμογών: του Tinder και του Facebook. Και οι δύο προσπαθούν να βρουν λύση στα προβλήματά τους επισκεπτόμενοι ψυχολόγους. Και οι δύο ψωνίζουν από το ίδιο τοπικό σούπερ μάρκετ, το οποίο διευθύνει ένας πανούργος Άραβας. Και οι δύο ζουν στον ίδιο δρόμο, σε διαφορετικές πολυκατοικίες αλλά τους χωρίζει απλώς μια μεσοτοιχία. Δεν προσέχουν ο ένας τον άλλο παρά το γεγονός ότι βρίσκονται τόσο κοντά. Υπάρχει πιθανότητα οι πορείες τους, αν και φαίνονται παράλληλες, εντέλει να συμπέσουν;
Η άποψή μας: Γράφω το κείμενο για τούτη την ταινία ακούγοντας το νέο άλμπουμ των I Break Horses – αυτήν τη στιγμή συγκεκριμένα περνάει από τα ηχειάκια του λάπτοπ ένα από τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ, το «Baby You Have Travelled For Miles Without Love In Your Eyes» - και, κοίτα κάτι πράματα, μια χαρά κολλάει με την ταινία. Μια ταινία που ο πρωτότυπος τίτλος της θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «Δύο εγώ». Με την έννοια, δύο ίδιοι ακριβώς άνθρωποι, όχι δύο εγωιστές βρε, αμάν. Δύο νέοι άνθρωποι, που κουβαλάνε στις αδύνατες πλάτες τους όλο το βάρος του κόσμου.
Μην φανταστείτε τίποτα ακραία δραματικό. Εκείνος, έχει ως χαίνουσα πληγή μέσα του μια οικογενειακή τραγωδία από τα παιδικά του χρόνια. Από την άλλη, η συνείδησή του δεν του επιτρέπει να νιώθει «ευτυχισμένος» όταν κατορθώνει να είναι ένας από τους ελάχιστους υπαλλήλους στη δουλειά του, που καταφέρνει να μην απολυθεί. Χωρίς να (φαίνεται να) έχει κάποιο ιδιαίτερο προσόν σε σχέση με τους άλλους. Έτσι κι αλλιώς, δουλειά ανειδίκευτου κάνει – και πριν και μετά. Εκείνη, δεν αποδέχθηκε ποτέ το τραύμα του χωρισμού των γονέων της. Και κατηγορεί τη μητέρα της γι' αυτό. Νιώθει – όχι sometimes αλλά always – «like a motherless child», που λέει και το τραγούδι.
Παιδικά τραύματα και για τους δύο λοιπόν, με έδρα την οικογένεια. Ένα το κρατούμενο. Δύο: αποξένωση. Δυσκολία επικοινωνίας. Αδυναμία ανεύρεσης ουσιαστικού αισθηματικού – ερωτικού ταιριού (sic). Μιλάμε, στα όρια του «Unlovable», που έλεγαν και οι Smiths τα παλιά εκείνα χρόνια. Και στο σήμερα του φιλμικού σύμπαντος, η εύκολη, ίσως και η μόνη λύση, είναι τα dating apps. Απρόσωπη αξιολόγηση, σύστημα με αστεράκια, «thank you, next» και πάει λέγοντας. Πώς να καλυφθείς συναισθηματικά; Θα μου πεις και χωρίς τα app ρουλέτα είναι το dating, πριν τις εξάρες θα φέρεις πολλές, πολλές φορές ασόδυα, έτσι είναι. Ίσως μάλιστα ο κυνισμός να σε προφυλάσσει – ωπ, να το ρήμα που όλους μας κρατάει safe. Και ο ρομαντισμός κύριε; Και το φλερτ; Και το κυνήγι; Πφ, παράπλευρες απώλειες. Λέω εγώ τώρα.
Τεςπα, το βασικό είναι ότι οι δύο αυτοί νεαροί θα βρεθούν στην καρέκλα του ψυχαναλυτή. Εκείνος είναι πολύ επιφυλακτικός στην αρχή και δύσπιστος. Εκείνη πιστεύει πως θα βοηθηθεί όντως. Και ναι, βοηθιούνται και οι δυο. Γιατί αυτό που ανακαλύπτουν εντέλει – κι εδώ βρίσκεται και η κεντρική ιδέα της ταινίας – είναι πως αν δεν αγαπήσουν τον εαυτό τους, δεν πρόκειται να αγαπήσουν άλλους ή να αγαπηθούν, έτσι όπως βαθιά το επιθυμούν. Γιασάν ο μάγκας και να χαρώ εγώ. Το θέμα είναι πως ο Klapisch φτάνει εκεί που θέλει μέσω μποτιλιαρισμένης Πανεπιστημίου. Για μια διαδρομή 15 λεπτών κάνει δύο ώρες!
Δεν αμφισβητώ τον ουμανισμό του ούτε τα αγαθά του κίνητρα. Απλά, η ταινία του έχει την αίσθηση του παλιακού. Ιδίως σε ότι αφορά το κομμάτι του σύγχρονου dating μοιάζει με τον θείο που στις οικογενειακές συγκεντρώσεις λέει «εγώ θα κάτσω εδώ, μαζί με τη νεολαία». Κάθεται αλλά προφανώς έχει μαύρα μεσάνυχτα για τη νεολαία. Αμ το άλλο; Εκεί που μια συνάδελφος του Ρεμί υποστηρίζει πως υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί στους οποίους αρέσουν τα χάμπουργκερ, αυτοί στους οποίους αρέσουν τα τζίζμπεργκερ και αυτοί στους οποίους αρέσουν τα τσίκεν νάγκετς, οι κοτομπουκιές ντε. Μον ντιε! Βαθύ. Ντιπ.
Σκηνές τρυφερές, όπως εκείνη με τη γατούλα (έχει κόλλημα ο σκηνοθέτης με τις γάτες) ή εκείνη με το «Histoire d'un amour» που τραγουδάει εκείνη στο μπάνιο κι ακούει εκείνος στο διαμέρισμά του χάνονται σε έναν κυκεώνα δροσερής μπαναλιτέ. Και οι ηθοποιοί, μια χαρά τα πάνε αλλά δεν έχουν σενάριο γερό, δυνατό, για να πατήσουν. Με άνεση ξεχωρίζει ο François Berléand στο ρόλο του ψυχαναλυτή που είναι να βγει στη σύνταξη. Ο Simon Abkarian προσπαθεί να φέρει λίγη ζωή στο ρόλο του ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ αλλά θάβεται κάτω από τον κλισέ χαρακτήρα που αναγκάζεται να υποδυθεί. Αυτή δεν είναι μια κακή ταινία per se. Είναι μια ταινία που πασχίζει να γίνει ενδιαφέρουσα. Πασχίζει, όμως, πολύ. Κι εντέλει, δεν τα καταφέρνει.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 18 Ιουνίου 2020 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική