του Giuseppe Capotondi. Με τους Claes Bang, Elizabeth Debicki, Donald Sutherland, Mick Jagger, Rosalind Halstead, Alessandro Fabrizi.
Δεν μπορείς να κρύψεις την αλήθεια
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μια εκδοχή του Φάουστ αλλά σε φιλμ νουάρ φόντο
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Giuseppe Capotondi, 10 χρόνια μετά από την πρώτη του, το «La doppia ora» (2009). 10 χρόνια πριν από την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά σε μεγάλου μήκους ταινία, σκηνοθέτησε το υπέροχο βιντεοκλίπ για το τρομερό τραγούδι των Skunk Anansie «Charlie Big Potato»... Το σενάριο της ταινίας Διαρρήκτης Υψηλής Τέχνης (The Burnt Orange Heresy) βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Charles Willeford. Και η ταινία έλαβε μέρος στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού, με την προβολή της να σημαίνει το επίσημο κλείσιμο του φεστιβάλ.
Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία στην οποία εμφανίζεται ο frontman των Rolling Stones, Mick Jagger, έχοντας κάνει και μερικά uncredited περάσματα σε κάποιες άλλες, ενώ είχε ρόλο και στο «Fitzcarraldo», οι σκηνές του, όμως, κόπηκαν στο μοντάζ. Οι προηγούμενες κινηματογραφικές εμφανίσεις του Mick ήταν στις εξής ταινίες: «Ned Kelly» (1970), «Performance» (1970), «Laughter in the Dark» (1986), «Running Out of Luck» (1987), «Freejack» (1992), «Bent» (1997) και «The Man from Elysian Fields» (2001).
Η υπόθεση: Ο Τζέιμς Φιγκέρας είναι ένας πετυχημένος κριτικός τέχνης, ο οποίος αυξάνει το κομπόδεμά του δίνοντας μαθήματα τέχνης σε εύπορους Αμερικανούς τουρίστες, που επισκέπτονται την Ιταλία. Κρυφή του πληγή: θα ήθελε να είναι καλλιτέχνης. Κι επειδή έχει βαρεθεί την ρουτίνα αυτού που κάνει, θα ήθελε να είχε πολύ περισσότερα χρήματα. Μια μέρα, μετά από μια ακόμα διάλεξη που δίνει, θα γνωρίσει την Μπερενίς, μια ξανθιά Αμερικανίδα, που τον γοητεύει – αλλά και που γοητεύεται από εκείνον. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα μεταξύ τους. Τόσο γρήγορα, που όταν ο ζάμπλουτος συλλέκτης Τζόζεφ Κάσιντι καλεί τον Τζέιμς στη λίμνη Κόμο, όπου διαθέτει μια υπέροχη έπαυλη, ο Τζέιμς ζητάει από την Μπερενίς – χωρίς να γνωρίζονται καλά καλά – να τον συνοδεύσει.
Ο Κάσιντι αποκαλύπτει στον Τζέιμς πως σε ένα μικρό σπίτι στον περιβάλλοντα χώρο της έπαυλής του, φιλοξενεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ζωγράφους, τον Τζερόμ Ντέμπνι, που έχει να δώσει συνέντευξη εδώ και 50 χρόνια! Και του αποκαλύπτει και κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: τον λόγο που τον κάλεσε στην έπαυλη. Από τη μια λοιπόν, θα του συστήσει τον Ντέμπνι, εξασφαλίζοντάς του, ουσιαστικά μια συνέντευξη που θα εκτινάξει τη φήμη του στα ύψη. Από την άλλη, όμως, ζητάει ζόρικο αντάλλαγμα: θέλει ο Τζέιμς να προσθέσει στη συλλογή του Κάσιντι έναν από τους πίνακες του Ντέμπνι, αδιαφορώντας για τον τρόπο. Ο Τζέιμς έχει μια πολύ δύσκολη αποστολή να φέρει εις πέρας. Θα τα καταφέρει; Κι αν ναι, με τι κόστος;
Η άποψή μας: Δεν βλέπεις συχνά κάποιον κριτικό – κινηματογράφου, θεάτρου, μουσικής, φαγητού, τέχνης – να πρωταγωνιστεί σε μία ταινία. Κι όταν τον βλέπεις, περιγράφεται με μελανά χρώματα. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο κριτικός στον «Ρατατούη», που έχει τη μορφή του Δράκουλα (σαν να λέμε, τρέφεται από το αίμα του καλλιτέχνη – παρασιτικό «επάγγελμα» η κριτική) και την σκληρότητα γρανίτη (άρα, απάνθρωπος, χωρίς δυνατότητα για ενσυναίσθηση). Βέβαια, όταν δοκιμάζει το ρατατούη του πρωταγωνιστή ποντίκαρου, αλλάζει και γράφει ένα από τα ωραιότερα κείμενα σχετικά με το τι είναι κριτική και ποια πρέπει να είναι η θέση και ο ρόλος ενός κριτικού. Υπάρχει μια άλλη ταινία από το 2013, που λέγεται «El Crítico», συμπαραγωγή Αργεντινής – Χιλής, με την λατρεμένη Dolores Fonzi: δεν την έχω δει.
Και είναι και κάτι ακόμα, δεν θυμάμαι αν είναι ταινία ή επεισόδιο σε σειρά, μπορεί να παίζει ο Vincent Price μπορεί και όχι, με έναν ζωγράφο που για να εξευτελίσει έναν κριτικό ο οποίος του την έμπαινε άσχημα, βάζει έναν χιμπατζή να ζωγραφίσει, ο κριτικός εκστασιάζεται με τα έργα κι όταν μαθαίνει την αλήθεια, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Τέτοια. Έτσι που λέτε οι κριτικοί. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Να μας χλευάζει να πούμε η κοινωνία ολάκερη και το μόνο στο οποίο είμαστε χρήσιμοι (έτσι μας βλέπουν οι άλλοι) να είναι τελικά το «πες μια καλή ταινία να πάμε να δούμε ρε συ».
Ε, λοιπόν, τούτη η ταινία δεν αλλάζει τα δεδομένα! Ο ήρωάς μας είναι καλοντυμένος, πανέξυπνος, σαγηνευτικός, πειστικός, λαοπλάνος, με ευχέρεια λόγου, με άνεση τρόπων, που προετοιμασμένος πάντα, μπορεί να πουλήσει το άσπρο για μαύρο και την αλήθεια για ψέμα. Και το ανάποδο. Ένας κριτικός τέχνης, που όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, μια καθηγήτριά του, όμως, τον (προσ)γείωσε: «είσαι καλύτερος στο να γράφεις για την τέχνη από το να την παράγεις». Και γίνεται πολύ καλός στη δουλειά του ο Τζέιμς, να τα λέμε αυτά. Το σαράκι, όμως, της δημιουργίας, τον τυραννάει και δεν τον αφήνει ήσυχο. Ακόμα λιγότερο ήσυχο δεν τον αφήνει το σαράκι της επιτυχίας. Τι θέλει; Μια ευκαιρία, να τα αρπάξει χοντρά και να την κάνει από τον χώρο, να ζήσει σαν βασιλιάς, έτσι όπως πάντα πίστευε ότι του αξίζει.
Τον Τζέιμς τον υποδύεται ο Δανός ηθοποιός Claes Bang. Κι ελπίζουμε να μην τυποποιηθεί στο συγκεκριμένο είδος ρόλου, μιας που ήταν πρωταγωνιστής και στο «Τετράγωνο» του Ruben Östlund, υποδυόμενος τον διευθυντή ενός μουσείου, τον curator καλύτερα. Έπαιξε και τον Δράκουλα (χα!) σε πρόσφατη μίνι σειρά του BBC. Και η αλήθεια είναι πως η φάτσα του και το όλο του στήσιμο τον βοηθάνε στο να υποδύεται ρόλους που παλαντζάρουν ηθικά, με μια έλξη προς το ανήθικο. Στο πρώτο εικοσάλεπτό της λοιπόν η ταινία επικεντρώνεται στον Τζέιμς και στον δικό του ορισμό του τι εστί κριτικός, τι κριτική και πόση δύναμη μπορεί να κρύβεται πίσω από έναν κριτικό και τις κριτικές του. Πουλάει και αγοράζει μια ομάδα τουριστών, που καταπίνουν αμάσητα ό,τι κι αν τους ταΐσει.
Ανάμεσα στο πλήθος, όμως, υπάρχει η Μπερενίς. Στο ρόλο είναι άψογη η Elizabeth Debicki. Η γεννημένη στο Παρίσι Πολωνοαυστραλέζα σε κερδίζει καθώς μπορεί να αντεπεξέλθει άνετα ως femme fatale, όντας ταυτόχρονα η αποθέωση του «η γυναίκα της διπλανής πόρτας». Ο χαρακτήρας της είναι πολύ ενδιαφέρον, πολύ καλά γραμμένος και πολύ καλά ερμηνευμένος. Όλα αυτά συνηγορούν στο να κάνουν τον θεατή να ψάχνεται: ποια είναι αυτή η γυναίκα; Είναι αυτή που λέει; Ή μήπως κρύβει κάτι; Μήπως είναι βαλτή; Η ίντριγκα λοιπόν ανεβαίνει στα ύψη. Η ερωτική χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι πολύ δυνατή: ναι, πιστεύεις πως οι δυο τους θα μπορούσαν να μοιραστούν ένα μεγάλο ερωτικό πάθος. Οι ερωτικές σκηνές είναι γυρισμένες έτσι όπως πρέπει. Και χωρίς να το καταλάβεις, η ταινία έχει πλέον δύο πρωταγωνιστές.
Η προσθήκη κάθε φορά ενός καινούργιου παίκτη είναι επίσης μια πολύ έξυπνη κίνηση στην σκακιέρα της ταινίας. Σειρά έχει ο συλλέκτης μας, ο Κάσιντι του Mick Jagger. Ο 77χρονος Mick είναι πειστικότατος. Ερμηνεύει τον χαρακτήρα του με μια ελαφριά υπερβολή, τόσο όσο. Είναι ο άνθρωπος που αντιπροσωπεύει 100% το «I know what I want and I know how to get it». Ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους, ξέρει να τους κολακεύει όταν το χρειάζονται, ξέρει να τους χρησιμοποιεί όταν το χρειάζεται. Πατάει με ευκολία τα κουμπιά του Τζέιμς, τον κάνει δικό του στο πι και φι. Και ξέρει πως εκείνος θα φέρει εις πέρας την αποστολή του, αδιαφορώντας για τον τρόπο. Last but not least στο ερμηνευτικό κουαρτέτο προστίθεται ο Donald Sutherland. Με τον 85χρονο (!!!) Καναδό έχω πάθει κάτι, που μου συμβαίνει πολύ σπάνια: τον προτιμώ και ερμηνευτικά και εμφανισιακά τώρα σε σχέση με τα νιάτα του. Με το χαρακτηριστικό του μούσι πλέον, κουβαλάει τη σοφία του, μια ηρεμία, μια στιβαρότητα και μια δυναμική, που σε αιχμαλωτίζουν.
Είναι ο ζωγράφος Τζερόμ Ντέμπνι, η ιερά αγελάδα των εικαστικών, ένας άλλος Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Ασκητής, κατασταλαγμένος, χωρίς υλικές εξαρτήσεις, έχοντας απομυθοποιήσει πρώτα από όλα τον εαυτό του κι έπειτα την τέχνη του, είναι – όπως και να το δει κανείς – ο απόλυτος καταλύτης. Η ματιά του πάνω στην τέχνη είναι ξεκάθαρη, η αντίληψή του για το τι έχει αξία και τι όχι επίσης, και ναι, δεν τρελαίνεται με όλους όσοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν την τέχνη του ή την μη τέχνη του (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία). Έχει ένα εκρηκτικό τετ α τετ με τον Τζέιμς, με τον οποίο διαφωνούν στα πάντα κι έναν τρυφερό περίπατο με την Μπερενίς, που τον κερδίζει με τον αυθορμητισμό της και τη μη δηθενιά της.
Η ταινία κυλάει με μια άνεση, με σούπερ έλεγχο του ρυθμού, όλοι οι ήρωες έχουν το ενδιαφέρον τους, η ίντριγκα ανεβαίνει και κάπου εκεί χάνεται μπάλα. Ο Τζέιμς παίρνει μια σειρά από ποινικά κολάσιμες αποφάσεις και σταματάω εδώ. Το θέμα είναι πως πέρα από την κάποιες στιγμές περισσότερο τηλεοπτική σκηνοθεσία του Giuseppe Capotondi, έχεις έντονη την αίσθηση πως η ταινία ολοκληρώνεται απότομα, εκεί που βρίσκεται στα πάνω της. Πώς μπορεί να σε χαλάσει ένα «αντικλιματικό» φινάλε, έτσι; Κρίμα, πολύ κρίμα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα μικρό αριστούργημα.
Και πάλι, η ταινία πιάνει τη βάση και την ξεπερνάει σε πολλά επιμέρους στοιχεία της. Και σίγουρα οι θεατές που γουστάρουν ίντριγκα, καλές ερμηνείες, δυνατή πλοκή, όμορφες τοποθεσίες και σκηνικό και την αρμόζουσα μουσική (συνθέτης ο ως συνήθως άψογος Craig Armstrong) μια χαρά θα περάσουν. Αλλά να είσαι τόσο κοντά και να σου ξεφεύγει το πράγμα, είναι κρίμα. Και είναι κι αυτές οι μύγες βρε παιδί μου, που δεν σε αφήνουν σε ησυχία...
Η υπόθεση: Ο Τζέιμς Φιγκέρας είναι ένας πετυχημένος κριτικός τέχνης, ο οποίος αυξάνει το κομπόδεμά του δίνοντας μαθήματα τέχνης σε εύπορους Αμερικανούς τουρίστες, που επισκέπτονται την Ιταλία. Κρυφή του πληγή: θα ήθελε να είναι καλλιτέχνης. Κι επειδή έχει βαρεθεί την ρουτίνα αυτού που κάνει, θα ήθελε να είχε πολύ περισσότερα χρήματα. Μια μέρα, μετά από μια ακόμα διάλεξη που δίνει, θα γνωρίσει την Μπερενίς, μια ξανθιά Αμερικανίδα, που τον γοητεύει – αλλά και που γοητεύεται από εκείνον. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα μεταξύ τους. Τόσο γρήγορα, που όταν ο ζάμπλουτος συλλέκτης Τζόζεφ Κάσιντι καλεί τον Τζέιμς στη λίμνη Κόμο, όπου διαθέτει μια υπέροχη έπαυλη, ο Τζέιμς ζητάει από την Μπερενίς – χωρίς να γνωρίζονται καλά καλά – να τον συνοδεύσει.
Ο Κάσιντι αποκαλύπτει στον Τζέιμς πως σε ένα μικρό σπίτι στον περιβάλλοντα χώρο της έπαυλής του, φιλοξενεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ζωγράφους, τον Τζερόμ Ντέμπνι, που έχει να δώσει συνέντευξη εδώ και 50 χρόνια! Και του αποκαλύπτει και κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: τον λόγο που τον κάλεσε στην έπαυλη. Από τη μια λοιπόν, θα του συστήσει τον Ντέμπνι, εξασφαλίζοντάς του, ουσιαστικά μια συνέντευξη που θα εκτινάξει τη φήμη του στα ύψη. Από την άλλη, όμως, ζητάει ζόρικο αντάλλαγμα: θέλει ο Τζέιμς να προσθέσει στη συλλογή του Κάσιντι έναν από τους πίνακες του Ντέμπνι, αδιαφορώντας για τον τρόπο. Ο Τζέιμς έχει μια πολύ δύσκολη αποστολή να φέρει εις πέρας. Θα τα καταφέρει; Κι αν ναι, με τι κόστος;
Η άποψή μας: Δεν βλέπεις συχνά κάποιον κριτικό – κινηματογράφου, θεάτρου, μουσικής, φαγητού, τέχνης – να πρωταγωνιστεί σε μία ταινία. Κι όταν τον βλέπεις, περιγράφεται με μελανά χρώματα. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο κριτικός στον «Ρατατούη», που έχει τη μορφή του Δράκουλα (σαν να λέμε, τρέφεται από το αίμα του καλλιτέχνη – παρασιτικό «επάγγελμα» η κριτική) και την σκληρότητα γρανίτη (άρα, απάνθρωπος, χωρίς δυνατότητα για ενσυναίσθηση). Βέβαια, όταν δοκιμάζει το ρατατούη του πρωταγωνιστή ποντίκαρου, αλλάζει και γράφει ένα από τα ωραιότερα κείμενα σχετικά με το τι είναι κριτική και ποια πρέπει να είναι η θέση και ο ρόλος ενός κριτικού. Υπάρχει μια άλλη ταινία από το 2013, που λέγεται «El Crítico», συμπαραγωγή Αργεντινής – Χιλής, με την λατρεμένη Dolores Fonzi: δεν την έχω δει.
Και είναι και κάτι ακόμα, δεν θυμάμαι αν είναι ταινία ή επεισόδιο σε σειρά, μπορεί να παίζει ο Vincent Price μπορεί και όχι, με έναν ζωγράφο που για να εξευτελίσει έναν κριτικό ο οποίος του την έμπαινε άσχημα, βάζει έναν χιμπατζή να ζωγραφίσει, ο κριτικός εκστασιάζεται με τα έργα κι όταν μαθαίνει την αλήθεια, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Τέτοια. Έτσι που λέτε οι κριτικοί. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Να μας χλευάζει να πούμε η κοινωνία ολάκερη και το μόνο στο οποίο είμαστε χρήσιμοι (έτσι μας βλέπουν οι άλλοι) να είναι τελικά το «πες μια καλή ταινία να πάμε να δούμε ρε συ».
Ε, λοιπόν, τούτη η ταινία δεν αλλάζει τα δεδομένα! Ο ήρωάς μας είναι καλοντυμένος, πανέξυπνος, σαγηνευτικός, πειστικός, λαοπλάνος, με ευχέρεια λόγου, με άνεση τρόπων, που προετοιμασμένος πάντα, μπορεί να πουλήσει το άσπρο για μαύρο και την αλήθεια για ψέμα. Και το ανάποδο. Ένας κριτικός τέχνης, που όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, μια καθηγήτριά του, όμως, τον (προσ)γείωσε: «είσαι καλύτερος στο να γράφεις για την τέχνη από το να την παράγεις». Και γίνεται πολύ καλός στη δουλειά του ο Τζέιμς, να τα λέμε αυτά. Το σαράκι, όμως, της δημιουργίας, τον τυραννάει και δεν τον αφήνει ήσυχο. Ακόμα λιγότερο ήσυχο δεν τον αφήνει το σαράκι της επιτυχίας. Τι θέλει; Μια ευκαιρία, να τα αρπάξει χοντρά και να την κάνει από τον χώρο, να ζήσει σαν βασιλιάς, έτσι όπως πάντα πίστευε ότι του αξίζει.
Τον Τζέιμς τον υποδύεται ο Δανός ηθοποιός Claes Bang. Κι ελπίζουμε να μην τυποποιηθεί στο συγκεκριμένο είδος ρόλου, μιας που ήταν πρωταγωνιστής και στο «Τετράγωνο» του Ruben Östlund, υποδυόμενος τον διευθυντή ενός μουσείου, τον curator καλύτερα. Έπαιξε και τον Δράκουλα (χα!) σε πρόσφατη μίνι σειρά του BBC. Και η αλήθεια είναι πως η φάτσα του και το όλο του στήσιμο τον βοηθάνε στο να υποδύεται ρόλους που παλαντζάρουν ηθικά, με μια έλξη προς το ανήθικο. Στο πρώτο εικοσάλεπτό της λοιπόν η ταινία επικεντρώνεται στον Τζέιμς και στον δικό του ορισμό του τι εστί κριτικός, τι κριτική και πόση δύναμη μπορεί να κρύβεται πίσω από έναν κριτικό και τις κριτικές του. Πουλάει και αγοράζει μια ομάδα τουριστών, που καταπίνουν αμάσητα ό,τι κι αν τους ταΐσει.
Ανάμεσα στο πλήθος, όμως, υπάρχει η Μπερενίς. Στο ρόλο είναι άψογη η Elizabeth Debicki. Η γεννημένη στο Παρίσι Πολωνοαυστραλέζα σε κερδίζει καθώς μπορεί να αντεπεξέλθει άνετα ως femme fatale, όντας ταυτόχρονα η αποθέωση του «η γυναίκα της διπλανής πόρτας». Ο χαρακτήρας της είναι πολύ ενδιαφέρον, πολύ καλά γραμμένος και πολύ καλά ερμηνευμένος. Όλα αυτά συνηγορούν στο να κάνουν τον θεατή να ψάχνεται: ποια είναι αυτή η γυναίκα; Είναι αυτή που λέει; Ή μήπως κρύβει κάτι; Μήπως είναι βαλτή; Η ίντριγκα λοιπόν ανεβαίνει στα ύψη. Η ερωτική χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι πολύ δυνατή: ναι, πιστεύεις πως οι δυο τους θα μπορούσαν να μοιραστούν ένα μεγάλο ερωτικό πάθος. Οι ερωτικές σκηνές είναι γυρισμένες έτσι όπως πρέπει. Και χωρίς να το καταλάβεις, η ταινία έχει πλέον δύο πρωταγωνιστές.
Η προσθήκη κάθε φορά ενός καινούργιου παίκτη είναι επίσης μια πολύ έξυπνη κίνηση στην σκακιέρα της ταινίας. Σειρά έχει ο συλλέκτης μας, ο Κάσιντι του Mick Jagger. Ο 77χρονος Mick είναι πειστικότατος. Ερμηνεύει τον χαρακτήρα του με μια ελαφριά υπερβολή, τόσο όσο. Είναι ο άνθρωπος που αντιπροσωπεύει 100% το «I know what I want and I know how to get it». Ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους, ξέρει να τους κολακεύει όταν το χρειάζονται, ξέρει να τους χρησιμοποιεί όταν το χρειάζεται. Πατάει με ευκολία τα κουμπιά του Τζέιμς, τον κάνει δικό του στο πι και φι. Και ξέρει πως εκείνος θα φέρει εις πέρας την αποστολή του, αδιαφορώντας για τον τρόπο. Last but not least στο ερμηνευτικό κουαρτέτο προστίθεται ο Donald Sutherland. Με τον 85χρονο (!!!) Καναδό έχω πάθει κάτι, που μου συμβαίνει πολύ σπάνια: τον προτιμώ και ερμηνευτικά και εμφανισιακά τώρα σε σχέση με τα νιάτα του. Με το χαρακτηριστικό του μούσι πλέον, κουβαλάει τη σοφία του, μια ηρεμία, μια στιβαρότητα και μια δυναμική, που σε αιχμαλωτίζουν.
Είναι ο ζωγράφος Τζερόμ Ντέμπνι, η ιερά αγελάδα των εικαστικών, ένας άλλος Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Ασκητής, κατασταλαγμένος, χωρίς υλικές εξαρτήσεις, έχοντας απομυθοποιήσει πρώτα από όλα τον εαυτό του κι έπειτα την τέχνη του, είναι – όπως και να το δει κανείς – ο απόλυτος καταλύτης. Η ματιά του πάνω στην τέχνη είναι ξεκάθαρη, η αντίληψή του για το τι έχει αξία και τι όχι επίσης, και ναι, δεν τρελαίνεται με όλους όσοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν την τέχνη του ή την μη τέχνη του (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία). Έχει ένα εκρηκτικό τετ α τετ με τον Τζέιμς, με τον οποίο διαφωνούν στα πάντα κι έναν τρυφερό περίπατο με την Μπερενίς, που τον κερδίζει με τον αυθορμητισμό της και τη μη δηθενιά της.
Η ταινία κυλάει με μια άνεση, με σούπερ έλεγχο του ρυθμού, όλοι οι ήρωες έχουν το ενδιαφέρον τους, η ίντριγκα ανεβαίνει και κάπου εκεί χάνεται μπάλα. Ο Τζέιμς παίρνει μια σειρά από ποινικά κολάσιμες αποφάσεις και σταματάω εδώ. Το θέμα είναι πως πέρα από την κάποιες στιγμές περισσότερο τηλεοπτική σκηνοθεσία του Giuseppe Capotondi, έχεις έντονη την αίσθηση πως η ταινία ολοκληρώνεται απότομα, εκεί που βρίσκεται στα πάνω της. Πώς μπορεί να σε χαλάσει ένα «αντικλιματικό» φινάλε, έτσι; Κρίμα, πολύ κρίμα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα μικρό αριστούργημα.
Και πάλι, η ταινία πιάνει τη βάση και την ξεπερνάει σε πολλά επιμέρους στοιχεία της. Και σίγουρα οι θεατές που γουστάρουν ίντριγκα, καλές ερμηνείες, δυνατή πλοκή, όμορφες τοποθεσίες και σκηνικό και την αρμόζουσα μουσική (συνθέτης ο ως συνήθως άψογος Craig Armstrong) μια χαρά θα περάσουν. Αλλά να είσαι τόσο κοντά και να σου ξεφεύγει το πράγμα, είναι κρίμα. Και είναι κι αυτές οι μύγες βρε παιδί μου, που δεν σε αφήνουν σε ησυχία...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Ιουνίου 2020 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική