του Václav Marhoul. Με τους Nina Šunevič, Stellan Skarsgård, Udo Kier, Harvey Keitel, Jitka Čvančarová, Julian Sands, Ala Sakalova, Aleksei Kravchenko, Barry Pepper, Petr Kotlár.
Oh (little Jewish) Boy
του gaRis (@takisgaris)
Είναι Μανχάταν και είναι 1965. Εβραιόπουλο πολωνικής καταγωγής ο Jerzy Kosinski συγγράφει το «αυτοβιογραφικό» The Painted Bird, ένα από τα πλέον διάσημα βιβλία περί το Ολοκαύτωμα. Παιδί, κάπου στην Ανατολική Ευρώπη (μάλλον Πολωνία), αφήνεται σε μια θειά από τους γονείς για να γλυτώσει από τους Ναζί. Όταν εκείνη αποβιώσει, το Παιδί δίχως όνομα θα περιπλανηθεί, μέσα από απανωτές κακουχίες, βάναυσους πρωτογονισμούς, αποτρόπαια πάθια και λυσσαλέα πλήθη στην ύπαιθρο, όπου η μάζα μιλά μια σλαβική τύπου εσπεράντο και τα ήθη έχουν αποπατώσει προ καιρού κι ένεκα του πολέμου: μάγισσες, νυμφομανείς, αιμομιξίες, παιδοφιλίες, κτηνοβασίες, βιασμοί και δολοφονίες, η παρα-Φύση τιμωρός κι η ανθρωπιά είδος σε αποδρομή. Το Παιδί, μια αγγελική μορφή, θα περάσει του λιναριού τα πάθη και λίγο πριν καθαγιασθεί ως μάρτυρας θα ενσκήψει στην κτηνωδία ως μόνη ατραπό προς την επιβίωση.
Τώρα τι τα θες, παραμύθα μεγάλη πούλησε ο Jerzy όπως αποδείχθηκε αργότερα, ενώ ο Roman Polanski δε θέλησε να συνδράμει στη δημιουργία της κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου, παρότι η δική του ζωή υπήρξε πολύ πιο κοντά στα μυθιστορούμενα. Ο Τσέχος Václav Marhoul, του σχετικής πολεμικής θεματολογίας Tobruk (2008) αναλαμβάνει το εγχείρημα, έχοντας ένα μικρό στρατό ιντερνάσιοναλ άκτορς: Stellan Skarsgard, Harvey Keitel, Udo Kier, Barry Pepper, Julian Sands, καστ εντελώς εντός φαταλιστικού, νοσηρού και τραγικού κλίματος.
Μια ταινία που δεν υπολογίζει διόλου το γυναικείο φύλο και λειτουργεί ηδονοβλεπτικά, ως πρόγονος torture porn, εις βάρος μάλιστα ενός προεφήβου - αγοριού, το ασήκωτο βάρος ενός ρόλου τον οποίο στωικά (κι όχι εντελώς πειστικά) καλείται να φέρει ο πρωτοεμφανιζόμενος Petr Kotlar. To Painted Bird, παρότι πήρε το τιμητικό UNICEF Award στην περσινή Μόστρα, έχει φτιαχτεί για να διχάσει, να σοκάρει και να βάλει Ες-Ες, Κόκκινο Στρατό και το εξαθλιωμένο χωριατοπόπολο σε ένα καζάνι νατουραλιστικού σαδισμού.
Επόμενο λοιπόν ήταν να σημειωθούν μαζικές αποχωρήσεις κατά τη φεστιβαλική προβολή της ταινίας κι άλλο τόσο αναμενόμενο να βαρέσει μύγες εισπρακτικά όπου προβληθεί. Κι όμως, εδώ υπάρχουν σημαντικές αρετές, που παραπέμπουν σε Σαλό (Παζολίνι), Αντρέι Ρουμπλιέφ (Ταρκόφσκι) ή στο Come and See (Klimov). Χορταστική ασπρόμαυρη φωτογραφία σε 35mm και οργάνωση παραγωγής μεγαλοπρεπής μέσα στην εξουθενωτική φτώχεια που περιγράφει, είναι διαβατήρια που ώθησαν το πρότζεκτ μέχρι την εννιάδα των όσκαρ (Best International Film).
Ο Marhoul ξέρει σινεμά, το σπρώχνει μέχρι εκεί που παραπέρα απλά γίνεται χυδαίο, δεν ωραιοποιεί και δεν τσιγκλά συναίσθημα, απόδειξη πως χρησιμοποιεί μόνο φυσικούς ήχους και καθόλου μουσική επένδυση. Χώρια που στο τέλος δείχνει να υποχωρεί κλείνοντας με μια αισιόδοξη νότα για τον μικρό αρχικαραβασανισθέντα ήρωά του, εκεί που το πολωνέζικο Corpus Christi δε μάσησε και μπήκε αυτό εντέλει στην 5άδα του (εγώ έτσι το ξέρω) ξενόγλωσσου.
Το The Painted Bird δεν αφυπνίζει απλά, σε τσιτώνει κιόλας. Εξοργιστικό μέχρις υπερβολής αλλά και χαλαρό στην επεισοδιακή του δομή (με 169 λεπτά να χτυπούν αλύπητα το καρφί με το σφυρί ενώ θα μπορούσε άνετα να έκλεινε την ιστορία μια ώρα αρχύτερα), είναι μια εμπειρία για εξειδικευμένο κοινό, παρότι θα μπορούσε να πάρει μαθήματα εξοικείωσης με το μέηνστρημ από τον Πιανίστα (2002) του (μάντεψε) Πολάνσκι. Αφηγηματική οικονομία και ευθυτενές πολιτικό σχόλιο είναι δυο λόγοι για τους οποίους ο Marhoul δεν πέτυχε ολοσχερώς να παραδώσει το επικό πολεμικό φιλμ επιβίωσης που είχε στο μυαλό του, ενδεχομένως αφήνοντας μια γεύση ανικανοποίητου στους λίγους τολμηρούς που θα ακολουθήσουν μέχρι την τελική σεκάνς για να μάθουν το όνομα του Παιδιού, το οποίο σα βαμμένο πουλί χάθηκε στο σμήνος της ανθρώπινης κακίας που εφόρμησε να του κατασπαράξει την αθωότητα.
Μια ταινία που δεν υπολογίζει διόλου το γυναικείο φύλο και λειτουργεί ηδονοβλεπτικά, ως πρόγονος torture porn, εις βάρος μάλιστα ενός προεφήβου - αγοριού, το ασήκωτο βάρος ενός ρόλου τον οποίο στωικά (κι όχι εντελώς πειστικά) καλείται να φέρει ο πρωτοεμφανιζόμενος Petr Kotlar. To Painted Bird, παρότι πήρε το τιμητικό UNICEF Award στην περσινή Μόστρα, έχει φτιαχτεί για να διχάσει, να σοκάρει και να βάλει Ες-Ες, Κόκκινο Στρατό και το εξαθλιωμένο χωριατοπόπολο σε ένα καζάνι νατουραλιστικού σαδισμού.
Επόμενο λοιπόν ήταν να σημειωθούν μαζικές αποχωρήσεις κατά τη φεστιβαλική προβολή της ταινίας κι άλλο τόσο αναμενόμενο να βαρέσει μύγες εισπρακτικά όπου προβληθεί. Κι όμως, εδώ υπάρχουν σημαντικές αρετές, που παραπέμπουν σε Σαλό (Παζολίνι), Αντρέι Ρουμπλιέφ (Ταρκόφσκι) ή στο Come and See (Klimov). Χορταστική ασπρόμαυρη φωτογραφία σε 35mm και οργάνωση παραγωγής μεγαλοπρεπής μέσα στην εξουθενωτική φτώχεια που περιγράφει, είναι διαβατήρια που ώθησαν το πρότζεκτ μέχρι την εννιάδα των όσκαρ (Best International Film).
Ο Marhoul ξέρει σινεμά, το σπρώχνει μέχρι εκεί που παραπέρα απλά γίνεται χυδαίο, δεν ωραιοποιεί και δεν τσιγκλά συναίσθημα, απόδειξη πως χρησιμοποιεί μόνο φυσικούς ήχους και καθόλου μουσική επένδυση. Χώρια που στο τέλος δείχνει να υποχωρεί κλείνοντας με μια αισιόδοξη νότα για τον μικρό αρχικαραβασανισθέντα ήρωά του, εκεί που το πολωνέζικο Corpus Christi δε μάσησε και μπήκε αυτό εντέλει στην 5άδα του (εγώ έτσι το ξέρω) ξενόγλωσσου.
Το The Painted Bird δεν αφυπνίζει απλά, σε τσιτώνει κιόλας. Εξοργιστικό μέχρις υπερβολής αλλά και χαλαρό στην επεισοδιακή του δομή (με 169 λεπτά να χτυπούν αλύπητα το καρφί με το σφυρί ενώ θα μπορούσε άνετα να έκλεινε την ιστορία μια ώρα αρχύτερα), είναι μια εμπειρία για εξειδικευμένο κοινό, παρότι θα μπορούσε να πάρει μαθήματα εξοικείωσης με το μέηνστρημ από τον Πιανίστα (2002) του (μάντεψε) Πολάνσκι. Αφηγηματική οικονομία και ευθυτενές πολιτικό σχόλιο είναι δυο λόγοι για τους οποίους ο Marhoul δεν πέτυχε ολοσχερώς να παραδώσει το επικό πολεμικό φιλμ επιβίωσης που είχε στο μυαλό του, ενδεχομένως αφήνοντας μια γεύση ανικανοποίητου στους λίγους τολμηρούς που θα ακολουθήσουν μέχρι την τελική σεκάνς για να μάθουν το όνομα του Παιδιού, το οποίο σα βαμμένο πουλί χάθηκε στο σμήνος της ανθρώπινης κακίας που εφόρμησε να του κατασπαράξει την αθωότητα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Μαρτίου 2020 από την Weird Wave!