του The Boy. Με τις Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ-Ελένη Μπέζου, Δάφνη Πατακιά.
«Τι υπέροχη μέρα!»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Δάφνη και... πικροδάφνες!
Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο The Boy (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Αλέξανδρος Βούλγαρης – γιος του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη). Η πλήρης φιλμογραφία του είναι η εξής: «Κλαις;» (2003), «Ροζ» (2007), «Higuita» (2012) και «Νήμα» (2016).
Η τελευταία του ταινία ήταν μία από τις πέντε που παρουσιάστηκε ως works in progress στο πρόγραμμα «Thessaloniki Goes to Cannes» της Αγοράς του 72ου φεστιβάλ των Καννών. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στο περασμένο φεστιβάλ της Βαρσοβίας, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα. Η πανελλαδική της πρεμιέρα έγινε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν σε μια παραλία της Άνδρου τον Μάιο του 2018 και για τα γυρίσματα χρησιμοποιήθηκε φιλμ 16mm, κάτι πολύ σπάνιο πλέον για τα παγκόσμια – όσο και για τα ελληνικά – δεδομένα.
Η υπόθεση: Μοιάζει µε µία απλή εκδρομή σε µία έρημη, όμορφη παραλία. Τέσσερις γυναίκες: καμία από αυτές δεν είναι η Winona. Είναι η Giulietta, η Meryl, η Jennifer Jason και η Eiko. Όλες τους δηλαδή έχουν ονόματα διάσημων – για διάφορους λόγους – ηθοποιών. Οι νεαρές αυτές γυναίκες, που φοράνε όλες γυαλιά (μυωπίας;) γελούν, παίζουν στην άμμο, κολυμπούν, φαντασιώνονται και απολαμβάνουν τη ζεστασιά του ήλιου και τη δροσιά της θάλασσας. Παρέα τους, ένας τεράστιος σκύλος. Ψηλά στο βράχο, πάνω από την παραλία, ένα... μοντέρνο εξοχικό. Στο δρόμο, κοντά στην παραλία, ένα μαύρο τζιπ... Η μέρα κυλάει µε ανόητα παιχνίδια, τραγούδι και χορό. Σημεία στίξης στο γέλιο τους, τα δάκρυα. Τα δάκρυα τα σκουπίζουν οι φανταστικές τους διηγήσεις. Μέχρι που η μέρα σβήνει και πρέπει να αποχαιρετίσουν την παραλία τους...
Η άποψή μας: Σε έναν ιδανικό, ιδεατό, γαμάτο κόσμο, η ταινία αυτή θα έκοβε 589 χιλιάδες εισιτήρια και ο Σεφερλής 237 – σκέτα. Αλλά σε ποια έκφανση της ζωής μας ζούμε σε έναν ιδανικό, ιδεατό, γαμάτο κόσμο; Σε καμία. Όπερ, θα γράψουμε ύμνους για την ταινία πέντε – έξι βαρεμένοι, θα την θάψουν πλείστοι συνάδελφοι, όσοι εν δυνάμει θεατές διαβάσουν την «θαφτική» κριτική των συναδέλφων δεν θα πάνε να δουν την ταινία (έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να πάνε να τη δουν), από εμάς που θα γράψουμε ύμνους θα παρακινηθούν κάποιοι εξίσου βαρεμένοι με μας και θα τη δουν (μάλλον θα την έβλεπαν ούτως ή άλλως αυτοί), κάποιοι μή βαρεμένοι, που θα παρασυρθούν από τους ύμνους, θα μας βρίσουν επειδή... έχασαν μιάμιση ώρα από τη ζωή τους (και δηλαδή, τι θα κάνατε σε αυτήν την τόσο πολύτιμη μιάμιση ώρα σας, ε;) και η ταινία θα χαθεί σαν δάκρυ στο πρόσωπο μια βροχερή νύχτα (χα!).
Η πρώτη γενική εντύπωση: σαν να ωρίμασε ο The Boy. Σαν να κατάφερε επιτέλους και να βρήκε τρόπο να μετουσιώσει την τρυφερότητα και την αγάπη εντός του και να την κάνει σινεμά. Πώς το λένε οι Cure στο «Disintegration» (εννοείται ότι θα γεμίσω αυτήν την κάτι-σαν-κριτική με αναφορές στην ποπ κουλτούρα, όπως κάνει και ο The Boy στην ταινία του): «I'll pull out my heart and I'll feed it to anyone». Μέχρι τώρα, στις προηγούμενες ταινίες του, αυτό το ξερίζωμα της καρδιάς έμοιαζε απλώς... weird. Τώρα, το βλέπεις να συμβαίνει μπροστά σου και τρέμεις από συγκίνηση. Νιώθεις τη... μεγάλη ανατριχίλα (να! το έκανα και πάλι!). Και ερωτώ: τι θα ήμασταν χωρίς τις αναφορές μας; Και αυτοπροσδιοριζόμαστε και ετεροπροσδιοριζόμαστε από αυτές. Οι ταινίες που αγαπάμε, οι μουσικές που αγαπάμε, τα βιβλία που αγαπάμε, τα φαγητά που αγαπάμε (γιαούρτι με τσιπς και πουράκια Καπρίς ρε μεγάλε;).
Αυτή η ταινία του The Boy είναι η καλύτερη που έχει γυρίσει – μέχρι τώρα, έτσι; Και ξεκινάει η ταινία με αυτό το υπέροχο «God's Eye» πλάνο από ψηλά, με τα τέσσερα κορίτσια και τις ανθισμένες, εντελώς ροζ (μπορείς να πεις και φούξια) πικροδάφνες και λες «χμ, καλά αρχίσαμε». Και μετά τα κορίτσια αρχίζουν να... μην κάνουν τίποτε. Φαινομενικά. Γιατί αυτό το υπέροχο τίποτα είναι μια λιτανεία αποχαιρετισμού. Κι εδώ είναι το στοίχημα: όσοι δεν μπουν στο κλίμα της ταινίας, όσοι σκεφτούν ότι η ταινία δεν έχει... υπόθεση και... δράση, όσοι εν πάση περιπτώσει δεν συντονιστούν, δεν θα μπορέσουν ποτέ να γευτούν την γλύκα της.
Τα κορίτσια λοιπόν. Χτίζουν κάστρα στην άμμο, παίζουν, κάνουν κολύμπι, πειράζονται, τραγουδάνε, καμιά φορά χωρίς ήχο (πού να βρεις τώρα φράγκα για τα δικαιώματα του «True Blue» της Madonna;), καμιά φορά με μπόλικα δάκρυα, ποζάρουν κοροϊδευτικά (γαμάτη σκηνή), μαλώνουν για τον Woody Allen, για τις ταινίες του Woody Allen (εγώ πάντως είμαι με το «Matchpoint», όχι με το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», να τα λέμε κι αυτά), λένε όλες μαζί, ρυθμικά, όλη τη φιλμογραφία του Woody Allen μέχρι σήμερα (κάποιος πρέπει να το στείλει αυτό ως κλιπάκι στον Woody – θα τρελαθεί βλέποντας τέσσερις υπέροχες Ελληνίδες ηθοποιούς να συγχρονίζονται και να απαγγέλλουν σχεδόν διονυσιακά όλους τους τίτλους των ταινιών του – στα αγγλικά!!!), χαϊδεύονται με τον σκύλο, βάζουν αυτοκόλλητα στα χείλη τους (υπέροχο!), είναι τρυφερές, είναι ζωντανές, είναι σάρκα και οστά, είναι... κάφρες (εντάξει παιδιά, άλλο ένα κάστρο έπεσε: τα κορίτσια μπορούν να είναι κάγκουρες σαν κι εμάς, να κλάνουν – όχι όπως γίνεται στον «Φάρο» ξέρωγω – και έμαθα και τι σημαίνει το Shart, ε, δεν θα σας τα πω όλα εδώ, δείτε και την ταινία, πάντως δεν έχει να κάνει με τον μέγα Γάλλο φιλόσοφο, κάθε άλλο). Και τα γυαλιά; Γιατί τα φοράνε τα γυαλιά; Έχουν μυωπία; Ή μόνο μυωπία δεν έχουν;
Σε αυτήν τη μικρή, τεράστια ταινία, όλοι βάζουν το χεράκι τους: Η διεύθυνση φωτογραφίας του Σίμου Σαρκετζή είναι σπουδαία: μου αρέσει προσωπικά πάρα πολύ στις ταινίες να βλέπω να αλλάζει το φως επειδή περνάει ένα σύννεφο και σκεπάζει για λίγο, τόσο όσο, τον ήλιο, κι αυτό να αποτυπώνεται στο φιλμ. Το μοντάζ του Νίκου Πάστρα δίνει στην ταινία ρυθμό, ενώνει τα κομμάτια επιτυχώς – και η χρήση του slow motion δεν γίνεται... κατάχρηση, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η μουσική, τι να πω για τη μουσική; Νομίζω πως είναι από τα επιμέρους κομμάτια της ταινίας που ξεπερνούν τις επιδόσεις της ταινίας συνολικά. Τόσο ο The Boy όσο και η Δεσποινίς Τρίχρωμη δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και ντύνουν την ταινία με ένα σάουντρακ απλά υπέροχο, με μελωδίες αξέχαστες, με τραγούδια άψογα.
Και για τις τέσσερις πρωταγωνίστριες ότι και να πούμε είναι λίγο. Απόλυτα συντονισμένες στο σκηνοθετικό όραμα δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και σε κερδίζουν με αυτό που κάνουν, που δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο να κινείσαι ανάμεσα στην πρόζα, το τραγούδι και την απαγγελία ποίησης και να καταφέρνεις όχι μόνο να ισορροπείς στο τεντωμένο σχοινί, αλλά να περνάς και απέναντι! Όλες τους είναι εξαιρετικές, έναν παραπάνω έπαινο πάντως θα τον δώσω στην Δάφνη Πατακιά: έχω έρωτα για αυτό το κορίτσι, να, το είπα! Ένας άνδρας με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «The Boy» – το αγόρι δηλαδή – φτιάχνει μια ταινία που αποτυπώνει υπέροχα το τι σημαίνει να είσαι σύγχρονη, νέα γυναίκα. Ένας θηλυκός αποχαιρετισμός στην εφηβεία, στην ξενοιασιά, στο τέλος της αθωότητας. Κι ένας αποχαιρετισμός στην... Winona!
Το φινάλε της ταινίας, τόσο απλό, τόσο ουσιαστικό, τόσο σπουδαίο, δίνει απαντήσεις σε όσους νοιάζονταν για τον γρίφο που αυτή κουβαλάει. Για τους υπόλοιπους είναι απλά η φυσική, υγρή κατάληξη. Όχι ashes to ashes and dust to dust αλλά... νερό. Από το νερό ερχόμαστε. Μέσα στη μήτρα καλυπτόμαστε από το αμνιακό υγρό. Οπότε ο προορισμός μας είναι... υγρός. Με ολάνοιχτα μάτια. Άντε, και με μυωπικά μάτια. Σίγουρα, ανάμεσα στις φίλες μας. Και η παραλία; Όταν όλα τελειώσουν, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Η επέλαση της κανονικότητας και της ανάπτυξης είναι αδυσώπητη. Βρε τον Αλέξανδρο...
Η υπόθεση: Μοιάζει µε µία απλή εκδρομή σε µία έρημη, όμορφη παραλία. Τέσσερις γυναίκες: καμία από αυτές δεν είναι η Winona. Είναι η Giulietta, η Meryl, η Jennifer Jason και η Eiko. Όλες τους δηλαδή έχουν ονόματα διάσημων – για διάφορους λόγους – ηθοποιών. Οι νεαρές αυτές γυναίκες, που φοράνε όλες γυαλιά (μυωπίας;) γελούν, παίζουν στην άμμο, κολυμπούν, φαντασιώνονται και απολαμβάνουν τη ζεστασιά του ήλιου και τη δροσιά της θάλασσας. Παρέα τους, ένας τεράστιος σκύλος. Ψηλά στο βράχο, πάνω από την παραλία, ένα... μοντέρνο εξοχικό. Στο δρόμο, κοντά στην παραλία, ένα μαύρο τζιπ... Η μέρα κυλάει µε ανόητα παιχνίδια, τραγούδι και χορό. Σημεία στίξης στο γέλιο τους, τα δάκρυα. Τα δάκρυα τα σκουπίζουν οι φανταστικές τους διηγήσεις. Μέχρι που η μέρα σβήνει και πρέπει να αποχαιρετίσουν την παραλία τους...
Η άποψή μας: Σε έναν ιδανικό, ιδεατό, γαμάτο κόσμο, η ταινία αυτή θα έκοβε 589 χιλιάδες εισιτήρια και ο Σεφερλής 237 – σκέτα. Αλλά σε ποια έκφανση της ζωής μας ζούμε σε έναν ιδανικό, ιδεατό, γαμάτο κόσμο; Σε καμία. Όπερ, θα γράψουμε ύμνους για την ταινία πέντε – έξι βαρεμένοι, θα την θάψουν πλείστοι συνάδελφοι, όσοι εν δυνάμει θεατές διαβάσουν την «θαφτική» κριτική των συναδέλφων δεν θα πάνε να δουν την ταινία (έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να πάνε να τη δουν), από εμάς που θα γράψουμε ύμνους θα παρακινηθούν κάποιοι εξίσου βαρεμένοι με μας και θα τη δουν (μάλλον θα την έβλεπαν ούτως ή άλλως αυτοί), κάποιοι μή βαρεμένοι, που θα παρασυρθούν από τους ύμνους, θα μας βρίσουν επειδή... έχασαν μιάμιση ώρα από τη ζωή τους (και δηλαδή, τι θα κάνατε σε αυτήν την τόσο πολύτιμη μιάμιση ώρα σας, ε;) και η ταινία θα χαθεί σαν δάκρυ στο πρόσωπο μια βροχερή νύχτα (χα!).
Η πρώτη γενική εντύπωση: σαν να ωρίμασε ο The Boy. Σαν να κατάφερε επιτέλους και να βρήκε τρόπο να μετουσιώσει την τρυφερότητα και την αγάπη εντός του και να την κάνει σινεμά. Πώς το λένε οι Cure στο «Disintegration» (εννοείται ότι θα γεμίσω αυτήν την κάτι-σαν-κριτική με αναφορές στην ποπ κουλτούρα, όπως κάνει και ο The Boy στην ταινία του): «I'll pull out my heart and I'll feed it to anyone». Μέχρι τώρα, στις προηγούμενες ταινίες του, αυτό το ξερίζωμα της καρδιάς έμοιαζε απλώς... weird. Τώρα, το βλέπεις να συμβαίνει μπροστά σου και τρέμεις από συγκίνηση. Νιώθεις τη... μεγάλη ανατριχίλα (να! το έκανα και πάλι!). Και ερωτώ: τι θα ήμασταν χωρίς τις αναφορές μας; Και αυτοπροσδιοριζόμαστε και ετεροπροσδιοριζόμαστε από αυτές. Οι ταινίες που αγαπάμε, οι μουσικές που αγαπάμε, τα βιβλία που αγαπάμε, τα φαγητά που αγαπάμε (γιαούρτι με τσιπς και πουράκια Καπρίς ρε μεγάλε;).
Αυτή η ταινία του The Boy είναι η καλύτερη που έχει γυρίσει – μέχρι τώρα, έτσι; Και ξεκινάει η ταινία με αυτό το υπέροχο «God's Eye» πλάνο από ψηλά, με τα τέσσερα κορίτσια και τις ανθισμένες, εντελώς ροζ (μπορείς να πεις και φούξια) πικροδάφνες και λες «χμ, καλά αρχίσαμε». Και μετά τα κορίτσια αρχίζουν να... μην κάνουν τίποτε. Φαινομενικά. Γιατί αυτό το υπέροχο τίποτα είναι μια λιτανεία αποχαιρετισμού. Κι εδώ είναι το στοίχημα: όσοι δεν μπουν στο κλίμα της ταινίας, όσοι σκεφτούν ότι η ταινία δεν έχει... υπόθεση και... δράση, όσοι εν πάση περιπτώσει δεν συντονιστούν, δεν θα μπορέσουν ποτέ να γευτούν την γλύκα της.
Τα κορίτσια λοιπόν. Χτίζουν κάστρα στην άμμο, παίζουν, κάνουν κολύμπι, πειράζονται, τραγουδάνε, καμιά φορά χωρίς ήχο (πού να βρεις τώρα φράγκα για τα δικαιώματα του «True Blue» της Madonna;), καμιά φορά με μπόλικα δάκρυα, ποζάρουν κοροϊδευτικά (γαμάτη σκηνή), μαλώνουν για τον Woody Allen, για τις ταινίες του Woody Allen (εγώ πάντως είμαι με το «Matchpoint», όχι με το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», να τα λέμε κι αυτά), λένε όλες μαζί, ρυθμικά, όλη τη φιλμογραφία του Woody Allen μέχρι σήμερα (κάποιος πρέπει να το στείλει αυτό ως κλιπάκι στον Woody – θα τρελαθεί βλέποντας τέσσερις υπέροχες Ελληνίδες ηθοποιούς να συγχρονίζονται και να απαγγέλλουν σχεδόν διονυσιακά όλους τους τίτλους των ταινιών του – στα αγγλικά!!!), χαϊδεύονται με τον σκύλο, βάζουν αυτοκόλλητα στα χείλη τους (υπέροχο!), είναι τρυφερές, είναι ζωντανές, είναι σάρκα και οστά, είναι... κάφρες (εντάξει παιδιά, άλλο ένα κάστρο έπεσε: τα κορίτσια μπορούν να είναι κάγκουρες σαν κι εμάς, να κλάνουν – όχι όπως γίνεται στον «Φάρο» ξέρωγω – και έμαθα και τι σημαίνει το Shart, ε, δεν θα σας τα πω όλα εδώ, δείτε και την ταινία, πάντως δεν έχει να κάνει με τον μέγα Γάλλο φιλόσοφο, κάθε άλλο). Και τα γυαλιά; Γιατί τα φοράνε τα γυαλιά; Έχουν μυωπία; Ή μόνο μυωπία δεν έχουν;
Σε αυτήν τη μικρή, τεράστια ταινία, όλοι βάζουν το χεράκι τους: Η διεύθυνση φωτογραφίας του Σίμου Σαρκετζή είναι σπουδαία: μου αρέσει προσωπικά πάρα πολύ στις ταινίες να βλέπω να αλλάζει το φως επειδή περνάει ένα σύννεφο και σκεπάζει για λίγο, τόσο όσο, τον ήλιο, κι αυτό να αποτυπώνεται στο φιλμ. Το μοντάζ του Νίκου Πάστρα δίνει στην ταινία ρυθμό, ενώνει τα κομμάτια επιτυχώς – και η χρήση του slow motion δεν γίνεται... κατάχρηση, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Η μουσική, τι να πω για τη μουσική; Νομίζω πως είναι από τα επιμέρους κομμάτια της ταινίας που ξεπερνούν τις επιδόσεις της ταινίας συνολικά. Τόσο ο The Boy όσο και η Δεσποινίς Τρίχρωμη δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και ντύνουν την ταινία με ένα σάουντρακ απλά υπέροχο, με μελωδίες αξέχαστες, με τραγούδια άψογα.
Και για τις τέσσερις πρωταγωνίστριες ότι και να πούμε είναι λίγο. Απόλυτα συντονισμένες στο σκηνοθετικό όραμα δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και σε κερδίζουν με αυτό που κάνουν, που δεν είναι εύκολο. Δεν είναι εύκολο να κινείσαι ανάμεσα στην πρόζα, το τραγούδι και την απαγγελία ποίησης και να καταφέρνεις όχι μόνο να ισορροπείς στο τεντωμένο σχοινί, αλλά να περνάς και απέναντι! Όλες τους είναι εξαιρετικές, έναν παραπάνω έπαινο πάντως θα τον δώσω στην Δάφνη Πατακιά: έχω έρωτα για αυτό το κορίτσι, να, το είπα! Ένας άνδρας με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «The Boy» – το αγόρι δηλαδή – φτιάχνει μια ταινία που αποτυπώνει υπέροχα το τι σημαίνει να είσαι σύγχρονη, νέα γυναίκα. Ένας θηλυκός αποχαιρετισμός στην εφηβεία, στην ξενοιασιά, στο τέλος της αθωότητας. Κι ένας αποχαιρετισμός στην... Winona!
Το φινάλε της ταινίας, τόσο απλό, τόσο ουσιαστικό, τόσο σπουδαίο, δίνει απαντήσεις σε όσους νοιάζονταν για τον γρίφο που αυτή κουβαλάει. Για τους υπόλοιπους είναι απλά η φυσική, υγρή κατάληξη. Όχι ashes to ashes and dust to dust αλλά... νερό. Από το νερό ερχόμαστε. Μέσα στη μήτρα καλυπτόμαστε από το αμνιακό υγρό. Οπότε ο προορισμός μας είναι... υγρός. Με ολάνοιχτα μάτια. Άντε, και με μυωπικά μάτια. Σίγουρα, ανάμεσα στις φίλες μας. Και η παραλία; Όταν όλα τελειώσουν, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Η επέλαση της κανονικότητας και της ανάπτυξης είναι αδυσώπητη. Βρε τον Αλέξανδρο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Φεβρουαρίου 2020 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική