Η Αόρατη Ζωή Της Ευριδίκης Γκουσμαο
του Karim Aïnouz. Με τους Carol Duarte, Julia Stockler, Gregorio Duvivier, Bárbara Santos, Flávia Gusmão, Maria Manoella, Antônio Fonseca, Cristina Pereira, Gillray Coutinho, Fernanda Montenegro.
Δυο ξένες στην ίδια πόλη
του zerVo (@moviesltd)
Η αίσθηση που μου αφήνει κάθε φορά, η παρακολούθηση μιας κινηματογραφικής ταινίας που προβάλλει τα αρσενικά ως (το λιγότερο) σιχαμερά γουρούνια, εκμεταλλευτές και θρασύτατα όντα που επιβάλλονται μόνο με την σωματική τους δύναμη, έχει διπλή ανάγνωση. Γιατί από την μια μεριά, ναι μεν, οφείλουμε να αποδεχθούμε πως σε κάποιες κοινωνίες που βασιλεύει ο νόμος της ζούγκλας, οι πιο ισχυροί, σε σώμα και ιεραρχική κατάταξη, κυριαρχούν, οι πιο αδύναμοι όμως, δεν κάνουν και τίποτα για να αποδείξουν πως αντιδρούν σε αυτό τον άδικο κανόνα. Μετριότητες είναι - εντέλει - που αναζητούν δικαιολογία για την προσωπική τους αποτυχία - στο εφεξής - πάνω στην μη υποστήριξη τους, από τον ακραία αντίθετο - εδώ πατριαρχικό - κόσμο που τις περιβάλλει. Συνεπώς έχοντας υπάρξει στο πέρασμα του χρόνου κοσμογονικές αλλαγές στο κτίσιμο κάθε κοινωνίας, ποιος είναι ο ακριβής λόγος για να επιστρέψουμε 80 χρόνια πριν, για να μας αφηγηθεί κάποιος ένα στόρι, που ενδεχόμενα στις ημέρες μας, δεν ισχύει? Ή έστω παίζει, αλλά ως μια εξαίρεση και μόνο? Απλά έτσι για να γνωρίσουμε το δράμα? Δεν είναι σοβαρό κάτι τέτοιο...
Μεγαλωμένες κάτω από τις αυστηρές αρχές του αυταρχικού τους πατέρα, είναι οι δύο αδελφές, η Εουρίντις και η Γκίντα, που κτίζουν η καθεμιά τα δικά της όνειρα, στις αστικές γειτονιές του άνισου Ρίο Ντε Τζανέιρο. Η πρώτη, από μικρή έχει δείξει μια έντονη έφεση στο παίξιμο του πιάνου της, ελπίζοντας κάποια στιγμή να καταφέρει να αποδράσει από την Βραζιλία, για να ταξιδέψει στην κεντρική Ευρώπη και να σπουδάσει μουσική, σε ένα από τα πιο έγκυρα ωδεία του κόσμου. Από την δική της μεριά η μικρότερη των δύο, επίσης σκέφτεται να το σκάσει από την πατρική της γη, για οπουδήποτε αλλού στην υφήλιο, έχοντας πλάι της, τον ένα και μοναδικό άντρα των ονείρων της. Και θα το πράξει!
Μια βραδιά που κρυφά θα ξεγλιστρίσει από την προσοχή των δικών της, για να περάσει λίγες ώρες ευτυχίας στην αγκάλη του αγαπημένου της, Έλληνα ναύτη, Γιώργου και αφού νιώσει πως δεν της είναι αρκετές, θα πάρει το ρίσκο να το σκάσει μαζί του για τα ηλιόλουστα νερά της Μεσογείου. Έξι μήνες κατοπινά, η Γκίντα θα επιστρέψει στο Ρίο, κυοφορούσα τον καρπό του έρωτα που την παράτησε, ο αγριεμένος πατέρας της όχι μόνο δεν θα την δεχτεί πίσω στο σπίτι, αλλά άπονα και άκαρδα θα της κλείσει μια για πάντα την πόρτα. Λέγοντας της, ταυτόχρονα, πως η Εουρίντις, εντέλει τα κατάφερε και βρίσκεται στην Βιένη, όπου τελειοποιεί τις σπουδές της στο πιάνο. Ψέμματα! Η μεγάλη της αδελφή, στην ίδια πόλη βρίσκεται, παντρεμένη τον εύπορο γιο του αφεντικού του πατρός της, έναν γάμο που προφανώς την υποχρέωσαν να κάνει, για λόγους συμφερόντων και όχι αληθινού πάθους.
Άρα τα δυο κορίτσια, αχώριστα μέχρι προ λίγων εβδομάδων, στο μυαλό τους έχουν μια ψευδή αντίληψη για το που βρίσκεται το άλλο τους μισό. Αφού η μεν Εουρίντις, που βλέπει πλέον το μουσικό της όργανό να βρίσκεται παρατημένο στο φόντο του νοικοκυριού της, μοιάζει με φυλακισμένη στην έπαυλη των των Καριόκα λόφων, ούσα υποχρεωμένη να υπηρετεί έναν σύζυγο που σχεδόν σιχαίνεται, πιστεύοντας πως η αδελφή της είναι η τυχερή των δύο, αφού ζει το όραμα της, κάπου στην Ελλάδα, αντάμα με τον αγαπημένο της. Η δε Γκίντα, αδέκαρη και χωρίς δουλειά, πρέπει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί νόθο, χωρίς την στήριξη κανενός, ζώντας σε τρισάθλια κοινόβια στην παραγκούπολη, αλλά με την φλόγα μέσα της ζωντανή, πως το αδελφάκι της έχει πετύχει να φοιτά στα μεγαλύτερα κονσερβατόρια της Αυστρίας. Παραπληροφόρηση που αμφότερες κάνει ευτυχείς, τουλάχιστον τους δίνει την δύναμη να υπερκεράσουν τα προσωπικά τους δράματα και αντιξοότητες.
Προσωπικά δεν βρήκα κάποιο συσχετισμό - όπως μας ενημερώνει, άκυρα, στο δελτίο της, η εγχώρια διανομή - του θέματος με τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης, ούτε καν ως ελεύθερη διασκευή του φημισμένου παραμυθιού. Αντιθέτως βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την θεμελιώδη ιδέα, της νουβέλας που δίνει τον κλότσο στην ανέμη να τσουλήσει, όπως την εξέδωσε η συγγραφέας Martha Batalha στα 2016. Η βασική μου ένσταση επικεντρώνεται σε δύο σημεία. Πρώτον στο γεγονός πως το μυθιστόρημα ομοιάζει με κοπής 1960 και όχι τωρινό και μοντέρνο, μιας δεκαετίας μετά δηλαδή του χρόνου που κινείται το στόρι και δεύτερον πως ο χωρισμός των δύο γυναικών μοιάζει απίστευτα παρατραβηγμένος. Μου δείχνει απίθανο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, να μην πληροφόρησε κάποιος, ένας γείτονας, ένας περαστικός βρε αδελφέ, την "άσωτη" που μόλις επανήλθε στα πάτρια εδάφη για την αληθινή τύχη της μεγάλης της αδελφούλας. Άντε ας το δεχτούμε όμως, προκειμένου να μπούμε για τα καλά στην φάση μελόδραμα, που σε εύρος ξεπερνά το δίωρο.
Με όλα αυτά τα στοιχεία που μου παραθέτει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Karim Aïnouz, δίνοντας μου την εντύπωση πως από το βιβλίο δεν έχει λησμονήσει ούτε μισή παράγραφο, μου μοιάζει τρομακτικά μεγάλο το κενό που αφήνει στις εικόνες του, από την ώρα που η Γκίντα κουνάει μαντίλι, ίσαμε την στιγμή που η Εουρίντις στεφανώνεται. Κυρίως γιατί η σύνδεση που παλεύει να ενώσει τα περιστατικά είναι μισό τσιγάρο στα κλεφτά μέσα σε μια τουαλέτα, εκεί που μια έμπειρη κυρά Βραζιλιάνα, νουθετεί την νυφούλα, πως να σέβεται και να τιμά τον κύρη της. Τι ακολουθεί? Ένας σχεδόν βιασμός την πρώτη νύχτα του γάμου και ένας όλμοστ ξυλοδαρμός της έτερης Γκουσμάο, γυρίζοντας στο σπίτι με την κοιλιά τούρλα.
Τι έπεται? Μια συνεχής μελαγχολία στο βλέμμα της Ευριδίκης, μια σειρά αναγκασμών της ψυχικών και σωματικών, την ώρα που παράλληλα τρέχει μια άλλη τραγωδία, καθώς η αδελφή της θα γεννήσει, μέσα σε ένα περιβάλλον (αρχικά) νοσηρό, θεόφτωχο, τρισάθλιο, πονεμένο. Να θυμίσω για την χάρη της ασυνέχειας, πως όλα αυτά τα βάναυσα κατά του όμορφου φύλου, δεν τυγχάνουν στην Σαουδική Αραβία ή στο Ιράν, αλλά σε μία από τις πρώτες χώρες στον κόσμο, που το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, απέσπασε γυναίκα. Λες να ήθελε να μας δείξει το έργο, την πρόοδο από το χθες στο σήμερα? Ούτε γι αστείο. Η στάση κατά του ανδρικού φύλου και της συμπεριφοράς του είναι περίπου εμμονική. Όλοι σας είστε απάνθρωποι και εχθρικοί. Όλοι σας είστε φίδια που μόνο το πουλί σας σας νοιάζει. Έλα τώρα... Λαστ γίαρ...
Η αφήγηση των πάντων λαμβάνει χώρα μέσα από τις ξεχασμένες επιστολές της Γκίντα, οι οποίες δεν παραδόθηκαν ποτέ (πλην του ύστατου πενταλέπτου του φιλμ) στην αδελφή της. Η αλήθεια είναι πως η παραγωγή που εκπροσώπησε την Βραζιλία φέτος στην κούρσα του International Oscar διαθέτει τεχνικές αρετές, όμορφη και ζεστή φωτογραφία και πολύ αξιόλογο prod design. Περιέργως, αν κάτι μου προξένησε αρνητικό συναίσθημα, είναι που ελάχιστες, έως και πολύ σπάνιες φορές, στο σκηνικό εμφανίζεται η πραγματικά όμορφη μεγαλούπολη - Κόπακαμπάνα ή Ιπανέμα ποτέ, μόνο το γνωστό μετέωρο λοφάκι, κάπου στο βάθος, σαν CGI - λες και ο σκηνοθέτης απέφευγε να τονίσει το γεγονός πως τα δύο αδέλφια τα κρατά δεμένα ο ίδιος τόπος. Τα ουκ ολίγα εξωτερικά πλάνα, λαμβάνουν χώρα σε ένα μουράγιο και σε ένα σοκάκι. Λες και πραγματικά ο ντιρέκτορας είχε πιστέψει πως η μία διαβιώνει στον Πειραιά και η άλλη στην γενέτειρα του Μότσαρτ.
Παρόλη λοιπόν την συνταρακτική της σύλληψη, Η Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμαο, δεν είναι ανάλογα σπουδαία. Τα κενά είναι σημαντικά στο κτίσιμο των προσωπικοτήτων, αλλά και της θεματικής συνοχής. Θα περίμενε κανείς μάλιστα οι ερμηνείες των κοριτσιών (σημαντικών ονομάτων στα μέρη τους) Carol Duarte και Julia Stockler, να έδιναν αυτό το κάτι παραπάνω, στα πλαίσια του σχηματισμού του δεσμού αίματος, που επιβιώνει ακόμη και υπό αυτές τις τραγικές συνθήκες. Σχετικό φέιλ που βαρύνει τον δημιουργό, ο οποίος επέμεινε αναίτια στην εξίσωση όσων φορούν παντελόνια με τον δαίμονα και στην ισοπέδωση των θηλυκών περσόνων, κατάχαμα, απεικονίζοντας τις σαν παραπεταμένα αντικείμενα. Όχι σωστή προσέγγιση, ενός δυνατού κατά τα φαινόμενα και τα συστατικά του δράματος, που το (επίσης λαχανιασμένο) φινάλε του, απέδειξε πως με λίγη έμπνευση και μελέτη παραπάνω, θα κατάφερνε να μεγαλουργήσει.
Μια βραδιά που κρυφά θα ξεγλιστρίσει από την προσοχή των δικών της, για να περάσει λίγες ώρες ευτυχίας στην αγκάλη του αγαπημένου της, Έλληνα ναύτη, Γιώργου και αφού νιώσει πως δεν της είναι αρκετές, θα πάρει το ρίσκο να το σκάσει μαζί του για τα ηλιόλουστα νερά της Μεσογείου. Έξι μήνες κατοπινά, η Γκίντα θα επιστρέψει στο Ρίο, κυοφορούσα τον καρπό του έρωτα που την παράτησε, ο αγριεμένος πατέρας της όχι μόνο δεν θα την δεχτεί πίσω στο σπίτι, αλλά άπονα και άκαρδα θα της κλείσει μια για πάντα την πόρτα. Λέγοντας της, ταυτόχρονα, πως η Εουρίντις, εντέλει τα κατάφερε και βρίσκεται στην Βιένη, όπου τελειοποιεί τις σπουδές της στο πιάνο. Ψέμματα! Η μεγάλη της αδελφή, στην ίδια πόλη βρίσκεται, παντρεμένη τον εύπορο γιο του αφεντικού του πατρός της, έναν γάμο που προφανώς την υποχρέωσαν να κάνει, για λόγους συμφερόντων και όχι αληθινού πάθους.
Άρα τα δυο κορίτσια, αχώριστα μέχρι προ λίγων εβδομάδων, στο μυαλό τους έχουν μια ψευδή αντίληψη για το που βρίσκεται το άλλο τους μισό. Αφού η μεν Εουρίντις, που βλέπει πλέον το μουσικό της όργανό να βρίσκεται παρατημένο στο φόντο του νοικοκυριού της, μοιάζει με φυλακισμένη στην έπαυλη των των Καριόκα λόφων, ούσα υποχρεωμένη να υπηρετεί έναν σύζυγο που σχεδόν σιχαίνεται, πιστεύοντας πως η αδελφή της είναι η τυχερή των δύο, αφού ζει το όραμα της, κάπου στην Ελλάδα, αντάμα με τον αγαπημένο της. Η δε Γκίντα, αδέκαρη και χωρίς δουλειά, πρέπει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί νόθο, χωρίς την στήριξη κανενός, ζώντας σε τρισάθλια κοινόβια στην παραγκούπολη, αλλά με την φλόγα μέσα της ζωντανή, πως το αδελφάκι της έχει πετύχει να φοιτά στα μεγαλύτερα κονσερβατόρια της Αυστρίας. Παραπληροφόρηση που αμφότερες κάνει ευτυχείς, τουλάχιστον τους δίνει την δύναμη να υπερκεράσουν τα προσωπικά τους δράματα και αντιξοότητες.
Προσωπικά δεν βρήκα κάποιο συσχετισμό - όπως μας ενημερώνει, άκυρα, στο δελτίο της, η εγχώρια διανομή - του θέματος με τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης, ούτε καν ως ελεύθερη διασκευή του φημισμένου παραμυθιού. Αντιθέτως βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την θεμελιώδη ιδέα, της νουβέλας που δίνει τον κλότσο στην ανέμη να τσουλήσει, όπως την εξέδωσε η συγγραφέας Martha Batalha στα 2016. Η βασική μου ένσταση επικεντρώνεται σε δύο σημεία. Πρώτον στο γεγονός πως το μυθιστόρημα ομοιάζει με κοπής 1960 και όχι τωρινό και μοντέρνο, μιας δεκαετίας μετά δηλαδή του χρόνου που κινείται το στόρι και δεύτερον πως ο χωρισμός των δύο γυναικών μοιάζει απίστευτα παρατραβηγμένος. Μου δείχνει απίθανο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, να μην πληροφόρησε κάποιος, ένας γείτονας, ένας περαστικός βρε αδελφέ, την "άσωτη" που μόλις επανήλθε στα πάτρια εδάφη για την αληθινή τύχη της μεγάλης της αδελφούλας. Άντε ας το δεχτούμε όμως, προκειμένου να μπούμε για τα καλά στην φάση μελόδραμα, που σε εύρος ξεπερνά το δίωρο.
Με όλα αυτά τα στοιχεία που μου παραθέτει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Karim Aïnouz, δίνοντας μου την εντύπωση πως από το βιβλίο δεν έχει λησμονήσει ούτε μισή παράγραφο, μου μοιάζει τρομακτικά μεγάλο το κενό που αφήνει στις εικόνες του, από την ώρα που η Γκίντα κουνάει μαντίλι, ίσαμε την στιγμή που η Εουρίντις στεφανώνεται. Κυρίως γιατί η σύνδεση που παλεύει να ενώσει τα περιστατικά είναι μισό τσιγάρο στα κλεφτά μέσα σε μια τουαλέτα, εκεί που μια έμπειρη κυρά Βραζιλιάνα, νουθετεί την νυφούλα, πως να σέβεται και να τιμά τον κύρη της. Τι ακολουθεί? Ένας σχεδόν βιασμός την πρώτη νύχτα του γάμου και ένας όλμοστ ξυλοδαρμός της έτερης Γκουσμάο, γυρίζοντας στο σπίτι με την κοιλιά τούρλα.
Τι έπεται? Μια συνεχής μελαγχολία στο βλέμμα της Ευριδίκης, μια σειρά αναγκασμών της ψυχικών και σωματικών, την ώρα που παράλληλα τρέχει μια άλλη τραγωδία, καθώς η αδελφή της θα γεννήσει, μέσα σε ένα περιβάλλον (αρχικά) νοσηρό, θεόφτωχο, τρισάθλιο, πονεμένο. Να θυμίσω για την χάρη της ασυνέχειας, πως όλα αυτά τα βάναυσα κατά του όμορφου φύλου, δεν τυγχάνουν στην Σαουδική Αραβία ή στο Ιράν, αλλά σε μία από τις πρώτες χώρες στον κόσμο, που το ύπατο πολιτειακό αξίωμα, απέσπασε γυναίκα. Λες να ήθελε να μας δείξει το έργο, την πρόοδο από το χθες στο σήμερα? Ούτε γι αστείο. Η στάση κατά του ανδρικού φύλου και της συμπεριφοράς του είναι περίπου εμμονική. Όλοι σας είστε απάνθρωποι και εχθρικοί. Όλοι σας είστε φίδια που μόνο το πουλί σας σας νοιάζει. Έλα τώρα... Λαστ γίαρ...
Η αφήγηση των πάντων λαμβάνει χώρα μέσα από τις ξεχασμένες επιστολές της Γκίντα, οι οποίες δεν παραδόθηκαν ποτέ (πλην του ύστατου πενταλέπτου του φιλμ) στην αδελφή της. Η αλήθεια είναι πως η παραγωγή που εκπροσώπησε την Βραζιλία φέτος στην κούρσα του International Oscar διαθέτει τεχνικές αρετές, όμορφη και ζεστή φωτογραφία και πολύ αξιόλογο prod design. Περιέργως, αν κάτι μου προξένησε αρνητικό συναίσθημα, είναι που ελάχιστες, έως και πολύ σπάνιες φορές, στο σκηνικό εμφανίζεται η πραγματικά όμορφη μεγαλούπολη - Κόπακαμπάνα ή Ιπανέμα ποτέ, μόνο το γνωστό μετέωρο λοφάκι, κάπου στο βάθος, σαν CGI - λες και ο σκηνοθέτης απέφευγε να τονίσει το γεγονός πως τα δύο αδέλφια τα κρατά δεμένα ο ίδιος τόπος. Τα ουκ ολίγα εξωτερικά πλάνα, λαμβάνουν χώρα σε ένα μουράγιο και σε ένα σοκάκι. Λες και πραγματικά ο ντιρέκτορας είχε πιστέψει πως η μία διαβιώνει στον Πειραιά και η άλλη στην γενέτειρα του Μότσαρτ.
Παρόλη λοιπόν την συνταρακτική της σύλληψη, Η Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμαο, δεν είναι ανάλογα σπουδαία. Τα κενά είναι σημαντικά στο κτίσιμο των προσωπικοτήτων, αλλά και της θεματικής συνοχής. Θα περίμενε κανείς μάλιστα οι ερμηνείες των κοριτσιών (σημαντικών ονομάτων στα μέρη τους) Carol Duarte και Julia Stockler, να έδιναν αυτό το κάτι παραπάνω, στα πλαίσια του σχηματισμού του δεσμού αίματος, που επιβιώνει ακόμη και υπό αυτές τις τραγικές συνθήκες. Σχετικό φέιλ που βαρύνει τον δημιουργό, ο οποίος επέμεινε αναίτια στην εξίσωση όσων φορούν παντελόνια με τον δαίμονα και στην ισοπέδωση των θηλυκών περσόνων, κατάχαμα, απεικονίζοντας τις σαν παραπεταμένα αντικείμενα. Όχι σωστή προσέγγιση, ενός δυνατού κατά τα φαινόμενα και τα συστατικά του δράματος, που το (επίσης λαχανιασμένο) φινάλε του, απέδειξε πως με λίγη έμπνευση και μελέτη παραπάνω, θα κατάφερνε να μεγαλουργήσει.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Φεβρουαρίου 2020 από την AMA Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική